Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Η ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ


Η ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ


 
Η ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ
Ειρήνης Α. Αρτέμη
Mphil. Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
πτ. Θεολογίας και Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
υπ. διδάκτορος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 Ο Υιός ως Θεός υπήρχε προαιώνια μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο. «Όταν ο άνθρωπος αμάρτησε και κατέστη ένοχος απέναντι στο Θεό, η αμαρτία αμαύρωσε σε αυτόν την εικόνα του δημιουργού Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο απέπτη από αυτόν. Ο θάνατος και η φθορά εισήλασαν στον κόσμο και άρχισε αμέσως η βασιλεία του σατανά και της αμαρτίας»[1]. Έπρεπε, λοιπόν, ο Λόγος να γεννηθεί ως τέλειος άνθρωπος, ασπόρως, παραμένοντας τέλειος Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα και να του ανοίξει ξανά τις πόρτες του Παραδείσου και της επικοινωνίας με το Θεό Πατέρα.
Η εν χρόνω ενανθρώπηση του Θείου Λόγου θα ήταν ο τρόπος για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας, αν και ο Θεός μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα «κατά μυρίους τρόπους»[2].Μόνο με την εν Χριστώ Ιησού σωτηρία θα μπορούσε να απαλλαγεί το έλλογο ον από το θάνατο και να είναι πάλι άξιο της Βασιλείας του Θεού[3]. Έτσι με τη σάρκωση του Μονογενούς Υιού του Θεού «μετασκευάζεται» ο άνθρωπος[4]. Την αποκατάσταση όμως του ανθρώπου και τη συνδιαλλαγή του κόσμου με το Θεό ήταν αδύνατο να την πραγματοποιήσει με το θάνατό του ένας κοινός άνθρωπος. Η σάρκωση και ο θάνατος του Υιού του Θεού θα γινόταν η γέφυρα επαναπροσεγγίσεως του ανθρώπου με το Θεό.
Έτσι ο θείος Λόγος από αόρατος και απρόσιτος γίνεται ορατός και προσιτός. Επιτελεί, λοιπόν, το προαιώνιο μυστήριο της θείας οικονομίας. «Η ενσάρκωση, λοιπόν, είναι η έλευση του δευτέρου προσώπου της Τριάδος και η υπ Αυτού πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως ενικώς»[5]. Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος θα αδυνατούσε να γνωρίσει το Μυστήριο της Τριαδικότητας του Θεού.
«Ο σαρκωθείς Θεός Λόγος ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, ήλθε σε κοινωνία με το ανθρώπινο γένος και εμφανίστηκε στη γη ως Θεάνθρωπος και πραγματοποίησε το έργο της σωτηρίας»[6]. Σκοπός Του ήταν να απαλλάξει τους ανθρώπους από τους «δερμάτινους χιτώνες»[7]της αμαρτίας και του θανάτου[8], τους οποίους κληρονόμησαν από την Εύα και τον Αδάμ μετά από την παρακοή των τελευταίων. Με την ανυπακοή τους αυτή «διέρρηξαν τη σχέση και την κοινωνία τους με το Θεό, με αποτέλεσμα να στερηθούν τη ζωοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και να περιπέσουν έτσι στην κυριαρχία του διαβόλου και των παγίδων του»[9], κάτι το οποίο κληροδότησαν και στις επόμενες γενιές. Από την άλλη πλευρά ο θείος Λόγος με την ενανθρώπησή Του κατάφερε να αφανίσει από την αμαυρωθείσα εκ της αμαρτίας φύση του ανθρώπου τη μελανότητα και την αμαύρωση, για να την επαναφέρει στην αρχέγονη μακαριότητά της.
Η χριστολογία του Λόγου υπήρξε το κεντρικό ζήτημα της χριστιανικής θεολογίας των πρώτων αιώνων μετά την ίδρυση της Εκκλησίας. Η Σάρκωση του Λόγου, το Πάθος και η Ανάσταση του Θεανθρώπου αποτελούσαν τον πυρήνα του αποστολικού κηρύγματος για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο θεάνθρωπος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο της όλης σωτηριώδους θείας οικονομίας. Στον πρόλογο του «κατά Ιωάννην ευαγγελίου» υπάρχει εν συντομία και με σαφήνεια διατυπωμένη η όλη η χριστολογική διδασκαλία της Κ.Δ.. Στο συγκεκριμένο χωρίο: «εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και ην ο Λόγος· ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν, πάντα δι̉ αυτού εγένετο ... και ο Λόγος εσκήνωσεν εν ημίν· και εθεσάμεθα την δόξαν αυτού, ως μονογενούς παρά του Πατρός»[10], ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρεται στην προαιώνια ύπαρξη του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού και τη φύσει θεότητά Του.
Η ταυτότητα του Λόγου προς τον Ιησού Χριστού «βιωνόταν» από την Εκκλησία με την έννοια ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο προαιώνιος άσαρκος Λόγος που ενσαρκώθηκε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Φυσικά πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να παρανοηθεί η διδασκαλία της ενανθρωπήσεως του θείου Λόγου, που έγινε τέλειος άνθρωπος (με ψυχή και σάρκα, χωρίς όμως τη ροπή προς την αμαρτία, ούτε φέροντας κατά τη γέννησή του το προπατορικό αμάρτημα) με την αιρετική πλάνη ότι ο Λόγος απλώς ενοίκησε στον άνθρωπο Ιησού Χριστό. Με το πέρασμα των αιώνων πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν με βάση τη λογική να εξηγήσουν την ένωση της θείας φύσεως και της ανθρώπινης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούν στη δημιουργία αιρετικών διδασκαλιών, αρνούμενοι μερικοί από αυτούς τη θεότητα του Χριστού, όπως ο Άρειος και ο Νεστόριος, και άλλοι την ανθρωπότητά Του, όπως οι Δοκητές, ο Απολινάριος, οι Μονοφυσίτες κ. α. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αν ίσχυε κάποια από τις αιρετικές αυτές διδασκαλίες δεν θα μπορούσε ο εναθρωπήσας θείος Λόγος να σώσει την ανθρωπότητα· εάν ο Ιησούς δεν ήταν φύσει Θεός και ήταν μόνο άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας και να τον κάνει ξανά κληρονόμο των αγαθών της αρχέγονης καταστάσεως και της κατά συνέπεια της Βασιλείας του Θεού. Εάν πάλι συνέβαινε το αντίθετο, η ανθρώπινη φύση δε θα μπορούσε να ανακαινιστεί στο πρόσωπό Του, να απαλλαγεί από τις συνέπειες της πτώσεως των Πρωτοπλάστων και να επιτευχθεί η δυνατότητα της αντικειμενικής σωτηρίας όλου του ανθρώπινου γένους.
Το χριστολογικό δόγμα απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό το σώμα της Εκκλησίας κυρίως τον 3οαιώνα μ.Χ.. Τότε εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν πολλές αιρετικές δοξασίες για το ποιος ήταν πραγματικά ο Χριστός. Φωτισμένοι εκκλησιαστικοί Πατέρες ανελάμβαναν κάθε φορά να ανατρέψουν τις κακοδοξίες των αιρετικών και να προστατέψουν τους πιστούς από κάθε είδους δογματική πλάνη που αφορούσε όχι μόνο τη Χριστολογία αλλά επίσης την Τριαδολογία και την Πνευματολογία, δηλαδή ολόκληρη τη θεολογία του Χριστιανισμού.
Μέσα από το έργο του Θεοδωρήτου Κύρου θα έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε τις διάφορες αιρετικές η ορθόδοξες απόψεις για τη χριστολογική διδασκαλία, που παρουσιάζονται σε αυτό. Θα παρατηρήσουμε πως ο Θεοδώρητος ανασκευάζει και αντικρούει τις αιρετικές δοξασίες για το Χριστό, υπερασπιζόμενος το ασύγχυτο και αμετάβλητο της ενότητας των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, αλλά και την απάθεια της Θεότητας στο Χριστό[11].

 

[1]Ἀ. Θεοδώρου,Ἡ χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου τοῦ Κύρου, δ.δ., Ἀθῆναι 1955, σ. 78.
[2]Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,Ὅτι εἷς ὁ Χριστός,SC 97 43421(=PG75, 1321C).
[3]Ν. Μητσοπούλου,Εἰσαγωγή εἰς τήν Ὀρθόδοξον Δογματικήν καί ἠθικήν,Ἀθήνα 1993,σ. 120.
[4]«Καί πάλιν δηλαδή παρέχεται εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ δυνατότης νά συμμετεωροπορῇ τοῖς ἀγγέλοις και τῷ Θεῷ», Κ. Σκουτέρη, «Μετεωροπορεῖν και συμμετεωροπορεῖν παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης», ἀνάτυπον ἐκ τῆςΘεολογίας39 (1968)10.
[5]Βλ. Σ. Γ. Παπαδοπούλου,Πατέρες, Αὔξησις τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιο Πνεῦμα,Ἀθῆναι 1970.σ. 37.
[6]Βλ. Ν. Ἰωαννίδη, ἀρχιμ., «Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους»,ΤΟΛΜΗ58(2005) 23.
[7]Γεν. 3, 21.
[8]«Ὅταν οἱ Ἕλληνες Πατέρες κάνουν λόγο γιά τό θάνατο καί τήν ἀθανασία, δέν ἀντιλαμβάνονται τίς καταστάσεις αὐτές μόνο ὑπό τή βιολογική, ἀλλά καί ὑπό τήν πνευματική ἔννοια. Θάνατος δέ σημαίνει γι᾽ αὐτούς μόνο χωρισμό τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή, ἀλλά και χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Θεό πού συνιστᾶ τήν πηγή τῆς ζωῆς. Τό ἴδιο καί ἡ ἀθανασία· δέν νοεῖται μόνο ὡς ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας, ἀλλά καί ὡς ζωοποίηση τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος». Γ. Δ. Μαρτζέλου,Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίαςΑ΄,ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 22-23. Πρβλ. Ἰσιδώρου,Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΝΒ΄ - Δωροθέῳ Λαμπροτάτῳ,PG 78, 932B. Εἰρηναίου Λουγδούνου,Ἔλεγχος και ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως4, 38, 1, PG 7, 1106ΑB καί 5, 2, 3, 1127BC. Γρηγορίου Νύσσης,Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας8, PG 45, 36Β. κ.ἄ.
[9]Γ. Δ. Μαρτζέλου,Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίαςΑ΄,ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993.σ. 30.
[10]Ἰω. 1,1-14.
[11]Συναφῶς βλ. Γ. Φλορόφσκυ,Οἱ βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ουαἰῶνα,μτφρ. Κ. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 583.



Read more:http://www.egolpion.net/gennhsh_yiou.el.aspx#ixzz2jsU15JAg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου