ΥΠΑΡΧΕΙ «ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ» ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ή ΟΧΙ;
ΥΠΑΡΧΕΙ «ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ» ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ή ΟΧΙ;
Nέα απάντηση στον έλληνα διπλωμάτη και αιρετικόν
Προτεστάντην κ. Σπ. Φίλον.
I
Αφιερώσαμεν ήδη ένα μεγάλοάρθρον, 32 σελίδων, γενικώς στις θεωρίες του κ. Σπ. Φίλου περί Εξομολόγησης, καθώς και μίαν εκ 16 σελίδωνανταπάντησήμας στην «απάντηση», που μας έστειλεν ο ίδιος, όταν θέλησε να σχολιάση το άρθρον μας εκείνο.
Σήμερα ερχόμαστε να δώσουμεν αγιογραφικήν, ιστορικήν και λογικήν απάντηση στον ισχυρισμόν του κ. Σπ. Φίλου ότι τάχα η ορθόδοξη Εξαγόρευση των αμαρτιών δεν εννοείτο και δεν ήταν μυστηριακή, παρά μόνο από τον 16οναιώνα και μετά και όχι από την αρχήν της Εκκλησίας και ότι άρα η Εξαγόρευση των αμαρτημάτων κατά το μυστήριον της Ιεράς Εξομολόγησης είναι τάχα ανθρώπινη επινόηση και μεταγενέστερον ανθρώπινο κατασκεύασμα και όχι αρχική ρύθμιση που θεσμοθέτησεν ο ίδιος ο Χριστός.
Αλλά θα πρέπη να διευκρινίσουμε, τι ακριβώς εννοεί ο κ. Σπ. Φίλος, όταν λέγη ότι η ορθόδοξη Εξομολόγηση των αμαρτιών μέχρι πρόσφατα (16οςαιώνας) δεν εννοείτο και δεν ήταν μυστηριακή και ότι, επομένως, μέχρι τον 16οναιώνα ούτε οι ορθόδοξοι τη θεωρούσαν μυστήριον.
Οι Προτεστάντες, λοιπόν, όταν μιλούν για ανύπαρκτη μυστηριακήν Εξαγόρευση αμαρτημάτων κατά την Εξομολόγηση, είναι δυνατόν να εννοούν τρία τινά, τα οποία και εκθέτομεν κατωτέρω:
Πρώτον, το εξής: Ο μεν κ. Σπ. Φίλος, σαν γνήσιος αιρετικός Προτεστάντης, δεν δέχεται γενικότερον τη νόμιμην ύπαρξη του μυστηρίου της Εξομολόγησης, που καθ' ημάς είναι προορισμένο για τους μετά το Βάπτισμα τους αμαρτάνοντες Χριστιανούς. Δεν δέχεται δηλαδή ύπαρξη τέτοιου μυστηρίου στην Εκκλησίαν: ούτε πρέπει να υπάρχη στην Εκκλησίαν του Χριστού, ούτε υπάρχει, ούτε υπήρξεν ποτέ μέσα στην ιστορίαν μέχρι τον 16οναιώνα, λέγει ο κ. Σπ. Φίλος. Πάντα τα σχετικά με το θέμα αυτό είναι λένε οι Προτεστάντες μεταγενέστερα κατασκευάσματα, ανθρώπινες επινοήσεις και δεν ρυθμίστηκαν έτσι άπ' αρχής υπό του Χριστού.
Ο κ. Σπ. Φίλος, δηλαδή, δέχεται άφεση αμαρτιών, άλλ' όμως αυτήν που γίνεται κατά το Βάπτισμα, και όχι την δια του Βαπτίσματος, ή, την ένεκα του Βαπτίσματος, στην αρχή της χριστιανικής ζωής, όταν καθ' ημάς, δια τού Βαπτίσματος γίνεται κάνεις μέλος της Εκκλησίας. Το Βάπτισμα λένε οι ίδιοι είναι το μόνο μυστήριον, κατά το οποίο δίδεται η μόνη άφεση αμαρτιών, που δίνει η Εκκλησία στον αμαρτωλόν, ο οποίος τυχόν πίστεψε στον Χριστόν και θέλει να βαπτισθή χριστιανός.
Υπάρχει όμως, λένε οι Προτεστάντες, μια μορφή Εξαγόρευσης αμαρτιών, όταν δηλαδή πρόκειται να βαπτισθής, άλλ' αυτή η Εξομολόγηση αμαρτιών ανήκει ήδη στον κύκλον του Βαπτίσματος, την απαιτούσεν και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής άπ' όσους αυτός εβάπτιζεν και δεν αποτελεί μυστήριον ξεχωριστόν Άφεσης αμαρτιών, όπως το μυστήριον της ιεράς Εξομολόγησης, που καθ' ημάς προορίζεται για όσους έχουν ήδη βαπτισθή και σαν χριστιανοί πια αμαρτάνουν και εξομολογούνται, ακριβώς για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους. Την ονομάζουν δεβαπτισματικήν Εξομολόγησηγια να την ξεχωρίσουν από την άλλην, που δέχεται η ορθόδοξη Εκκλησία για τους ήδη βαπτισμένους χριστιανούς, οι οποίοι τυχόν αμάρτησαν και που αυτήν την δευτέραν την ονομάζουν οι ίδιοι πάντα Προτεστάντες μυστηριακή Εξομολόγηση και τη θεωρούν ανυπόστατην και ανύπαρκτη μέσα στην ιστορίαν της Εκκλησίας μέχρι τον 16οναιώνα.
Αυτή, λοιπόν, είναι η βαπτισματική, άπ' τη μιαν, και η μυστηριακή, άπ' την άλλην, Εξομολόγηση. Το ερώτημα όμως είναι: μαρτυρείται, άραγε, στην Καινή Διαθήκη και στη μεταποστολική γραμματείαν ύπαρξη Εξαγόρευσης αμαρτιών δηλαδή μυστηριακής Εξαγόρευσης αμαρτημάτων; Το ίδιο ερώτημα προβάλλει με άλλα λόγια: Υπάρχει όντως μόνον η λεγόμενη βαπτισματική Εξομολόγηση, ενώ η μυστηριακή είναι πράγματι ανύπαρκτη και ανυπόστατη μέσα στην ιστορίαν της Εκκλησίας; Ή, μήπως, όπως δέχεται η ορθοδοξία, συναντάμε στην ιστορίαν της Εκκλησίας την μυστηριακήν Εξαγόρευση των αμαρτημάτων, μέσα στην ιερά Εξομολόγηση, που δεν συνδέεται άμεσα με την προετοιμασίαν του Βαπτίσματος, αλλά το προϋποθέτει τελεσθέν, έρχεται μετά άπ' αυτό, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας του βαπτισμένου ήδη χριστιανού, για να του συγχωρήση τις μετά το Βάπτισμα του αμαρτίες; Οι Προτεστάντες όπως είπαμεν, αρνούνται ύπαρξη τέτοιου μυστηρίου ανεξαρτήτου του Βαπτίσματος, άλλου άπ' το Βάπτισμα, αρνούνται ύπαρξη μυστηριακής Εξομολόγησης αμαρτημάτων, τόσον στην Καινή Διαθήκην όσον και στην ζωή της αρχαίας Εκκλησίας μέχρι όπως τονίσαμεν, τον 16οναιώνα.
Αυτή είναι η κατασκευασμένη θεωρία του κ. Σπ. Φίλου. Σε μας εναπόκειται να εξετάσουμεν συστηματικά και να δούμεν εάν ευοδούται άπ' τα γεγονότα και επαληθεύεται αυτή η Προτεσταντική θεωρία, ή, εάν, αντίθετα, γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος κάτω από τα κτυπήματα της Αγίας Γραφής, της Ιστορίας και της Λογικής, αυτό δε ακριβώς θα εξετάσουμε παρακάτω. Και αυτή μεν είναι η πρώτη ανύπαρκτη και καθαρά υποθετική περίπτωση Εξομολόγησης αμαρτιών, που δεν θα ήταν μυστηριακή και που όμως θέλουν να την επικαλούνται ως πραγματικήν κατάσταση οι Προτεστάντες.
Μια δεύτερη περίπτωση πάλιν υποθετικής Εξαγόρευσης αμαρτημάτων, όχι πάντως μυστηριακής θα μπορούσε να ήταν επίσης και εκείνη για την οποίαν εκάναμε ικανόν λόγον εις το άρθρο μας εκείνο των 32 σελίδων προς τον κ. Σπ. Φίλον και στις σελίδες 21 και 22,όπου και παραπέμπομεν τον αναγνώστην μας, για να μη επαναλάβωμεν τα ίδια εδώ.
Εκεί λοιπόν, διακρίνομεν την τάση των Προτεσταντών να αναγκάζωνται μεν να δεχθούν την ύπαρξη Εξαγόρευσης αμαρτιών, αλλά και τον ισχυρισμόν τους ότι τάχα η Εξομολόγηση αυτή δεν γινόταν προς άφεση αμαρτιών αλλά για χίλιους δυο άλλους λόγους (συμβουλευτικούς, καθοδηγητικούς, ψυχολογικούς, άλλ' όχι πάντως για λόγον μυστηριακόν, δηλαδή έπ' ουδενί προς άφεση αμαρτιών). Τις απαντήσεις μας δίνομεν εκεί, στις σελίδες 21 και 22.
Περαιτέρω, μια τρίτη περίπτωση φανταστικής κι' αυτής, μη «μυστηριακής» Εξομολόγησης αμαρτιών, θα ήταν και η Εξαγόρευση των αμαρτημάτων μεν, αλλά προς μη κληρικούς, δηλαδή εις πρόσωπα χωρίς ιερωσύνην. Το λέγομεν και αυτό, διότι ο κ. Σπ. Φίλος ισχυρίζεται ψευδώς βέβαια και ανακριβέστατα ότι δήθεν ακριβώς τέτοια ήταν η Εξομολόγηση, ότι δηλαδή δεν εγίνετο αυτή ειδικά προς ιερείς και μάλιστα ότι τάχα δεν υπήρχαν καν τότε ιερείς, όπως βέβαια θα ώφειλαν να υπήρχαν προκειμένου να τελούν ως «οικονόμοι μυστηρίων Θεού» την Εξομολόγηση, αν πάντως αυτή ήταν όντως μυστήριον. Άρα κατά τον κ. Σπ. Φίλον, και η Εξομολόγηση των αμαρτημάτων δεν ήταν μυστηριακή. Θα δούμε, λοιπόν, και το ζήτημα: μέσα στην αρχαία Εκκλησίαν σε ποιους ήταν εμπεπιστευμένη η Εξομολόγηση; Αδιαφόρως, άραγε, σε οιονδήποτε χριστιανόν αδελφόν, ή, μήπως, ειδικά και αποκλειστικά στους ιερείς σαν «οικονόμους μυστηρίων Θεού»;
II
Η Εξουσία άφεσης διαφορετική από την Εξουσίαν τού βάπτιζειν:
α) Τα περιστατικά λοιπόν της θεσμοθέτησης Εξουσίας άφεσης αμαρτιών, τα λόγια που χρησιμοποίησεν ο Κύριος, η ιερουργία που εγκαθίδρυσεν, το παραχθέν αποτέλεσμα, όλα αυτά μαρτυρούν μια βαθειά διαφοράν ανάμεσα στο βάπτισμα και την Άφεση αμαρτιών, που δίνουν οι λειτουργοί του Ιησού Χριστού.
Και το μεν βάπτισμα του Ιησού Χριστού καθιερώθηκεν τελικά στη Γαλιλαίαν, αμέσως προ της Ανάληψης (Ματθ.κη' , 16-19),ενώ η Εξουσία Άφεσης αμαρτιών δόθηκεν στους Αποστόλους την ίδιαν την ημέραν του Πάσχα, στα Ιεροσόλυμα. Για καθεμιάν άπ' τις δυο αυτές περιπτώσεις, τα λόγια του Κυρίου είναι διαφορετικά: «βαπτίζοντες αυτούς (δηλαδή πάντα τα έθνη) εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος», για το Βάπτισμα, και«Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αυτοίς˙ αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται»,για την 'Άφεση αμαρτιών.
Εξ άλλου, και η τελετουργία των δύο αυτών είναι διαφορετική: Το βάπτισμα φαίνεται μια πλύση εξωτερική με νερό, όμως είναι στο νερό μαζί με το Άγιον Πνεύμα που αποδίδεται η κάθαρση του αμαρτωλού άνθρωπου (Εφεσ. ε', 26. Α' Πέτ. γ', 21). Ενώ για το μυστήριον της Άφεσης των αμαρτιών, δεν γίνεται αναφορά σε ύδωρ και η Άφεση αυτή των αμαρτιών, αποδίδεται στην και εξαρτάται από την θέληση των λειτουργών του Ιησού, οι οποίοι ενεργούν ως δικαστές.
Επίσης το Βάπτισμα είναι το μυστήριον της αναγέννησης («εάν μη τις γεννηθή άνωθεν εξ ύδατος και πνεύματος») τίποτε τέτοιο δεν ελέχθη για την άφεση των αμαρτιών στην Εξομολόγηση, που παρέχεται σε όλους τους πιστούς, επομένως και σε όσους είναι ήδη αναγεννημένοι.
Ακόμη, μέσα στο Βάπτισμα η Άφεση των αμαρτιών είναι πράξη καθαρής χάριτος που σημαίνει ότι καμία ποινή δεν επιβάλλεται σ' αυτόν, που λαμβάνει αυτό το μυστήριον. Στο μυστήριον της μετάνοιας, αντίθετα, η άφεση δίνεται μέσω μιας δικαστικής απόφασης του εξομολόγου ιερέως και είναι δυνατόν αλλά και πρέπον να επιβάλλωνται ποινές, ακόμη και σε όσους ο ιερέας συγχωρεί.
β) Εάν, τώρα, υπήρχε και ταύτιση μυστηρίου βαπτίσματος και μυστηρίου Άφεσης αμαρτιών (δηλ. Εξομολόγησης), η υπό τού Ιησού δοθείσα Εξουσία τού «κρατείν αμαρτίας» θα ήταν ακατανόητη. Το να πη, δηλαδή, κάνεις ότι τα αμαρτήματα κρατώνται σ' αυτούς, στους οποίους δεν δίνουμε το Βάπτισμα, θα ήταν μία έκφραση άκρως μη κυριολεκτική. Επί πλέον, ο Ιησούς έδωσεν στους λειτουργούς του το δικαίωμα να κρατούν τα αμαρτήματα,ενώ τους έδωσε την εντολήν να βαπτίζουν όλον τον κόσμο(«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς ...») .
Βαπτισματική, ή «μυστηριακή» ή Εξαγόρευση αμαρτιών;
1. Πρώτον, Τα Ευαγγέλια :
Ο Ιησούς Χριστός, ο υιός του Θεού δεν περιορίστηκε στο να συγχωρή ο ίδιος τα αμαρτήματα αποδεικνύοντας έτσι την Θεότητα του με το να ασκή δηλαδή μίαν Εξουσίαν που ανήκει αποκλειστικά στο Θεόν. Επί πλέον, υποσχέθηκε πρώτα στον Πέτρον (Ματθ. ιστ',19) και ακολούθως σ' όλους τους αποστόλους (Ματθ.ιη'.18), έπειτα τους χορήγησεν (Ιω.κ' 23) την Εξουσίαν, που ανήκεν εις μόνον το Θεόν, να συγχωρούν εδώ κάτω στη γη. στους βαπτισμένους πιστούς, τα αμαρτήματά τους. Έχει ειπωθή ότι αυτά τα κείμενα, τα σχετικά με την άφεση των αμαρτιών, αποτελούν λόγους τού ενδοξασμένου Χριστού, «είτε βρίσκονται σε ομιλίες αποδιδόμενες στον αναστημένον Ιησούν, Ιω. ιε' 23, είτε και προδίδουν τον χαρακτήρα προσθηκών συντακτικών». (Ματθ.ιστ',19, ιη',15-18). Κάποιοι επίσης ισχυρίσθηκαν ότι «πολλά άπ' αυτά τα κείμενα δεν αναφέρονται στην εκκλησιαστική μετάνοιαν ανεξάρτητα άπ' το Βάπτισμα», και ότι, «μέσα στα ευαγγελικά κείμενα στόχος είναι κυρίως το Βάπτισμα». Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να αποδείξουμεν τον αρχέγονο χαρακτήρα καθώς και την ιστορικήν αλήθειαν αυτών των μαρτυριών.
Αυτές δείχνουν τουλάχιστον «ότι η χρ/κή κοινότητα ευθύς εξ αρχής οικειοποιήθηκε μια τέτοιαν Εξουσίαν και ότι η κοινότητα εκείνη πίστευεν ότι έχει αυτήν την Εξουσίαν από τον Αναστημένον Σωτήρα, όπως, εξ άλλου, και την αποστολή για κήρυγμα τού Ευαγγελίου».
Κατά τα λοιπά, η εμφύσηση τού Αγίου Πνεύματος (Ιω. κ' , 23) δεν έχει καμίαν σχέση με το Βάπτισμα. Δεν στοχεύει απολύτως παρά στην άφεση των αμαρτιών, και ουδόλως στο δικαίωμα άρνησης τού Βαπτίσματος στους ανάξιους.
Αλλά αν και το Ευαγγέλιον είναι ρητόν και σαφές για την ύπαρξη Εξουσίας Άφεσης αμαρτιών εν τη Εκκλησία και για την παραχώρηση αυτής της Εξουσίας από τον Ιησού Χριστόν στους αποστόλους Του κατά ένα τρόπο διηνεκή, όμως σιωπά ολωσδιόλου για τις συνθήκες και τον τρόπο άσκησής της. Το μόνο που μπορούμε να πούμεν σχετικά μ' αυτήν την άσκηση, είναι ότι τα λόγια τού Κυρίου μας φαίνονται να απαιτούν ένα είδος διαδικασίας κρίσης, βασισμένης συνεπώς επί μιας γνώσης τού αμαρτήματος. Λέγοντας δηλαδή στους Αποστόλους Του: Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται, ο Κύριος προϋποθέτει ότι, αυτοί στους οποίους χορηγεί την Εξουσίαν Άφεσης των αμαρτιών, κάνουν μίαν ώριμην σκέψη, μίαν ενέργειαν κρίσης, βγάζουν μιαν απόφαση δικαστικήν. Ο δικαστικός χαρακτήρας αυτής της Έξουσίας αποτελούσε νέον τρόπον άφεσης και ώφειλε να χρησιμεύση στη ρύθμιση των συνθηκών άσκησης αυτής της Εξουσίας και τού τρόπου της Εξαγόρευσης.
Έτσι οι βαπτισμένοι πιστοί χωρίς αμφιβολίαν ώφειλαν να αυτοκατηγορούνται για τα αμαρτήματά τους ενώπιον τού Θεού. Μπορούσαν ακόμη να ομολογούν τις ενοχές τους κατά ένα τρόπο γενικόν καθώς και να αυτοελέγχωνται και δημόσια για κάποια συγκεκριμένα αμαρτήματά τους. Άλλ' όταν απευθύνονταν και κατέφευγαν στην Εξουσίαν της Άφεσης, που την χορήγησεν ο Κύριος ειδικά στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους, ήσαν υποχρεωμένοι να κάνουν μιαλεπτομερή ομολογίανόλων των αμαρτιών τους. Και πράγματι, λοιπόν: Για να μπορέσουν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους να χρησιμοποιήσουν την Εξουσίαν, που τους χορήγησεν ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή για να μπορούν να συγχωρούν ή και να κρατούν τα αμαρτήματα, ήταν αναγκαίον το εξής: Αυτά τα αμαρτήματα, που αυτοί δεν τα γνώριζαν, νατεθούν υπό την κρίση τους και να τους καταγγελθούν κατά ένα τρόπον ειδικόν, από τον Εξομολογούμενον.
Άρα, η λεπτομερής δηλαδή συγκεκριμένη Εξαγόρευση γινομένη στον ιερέα εν όψει της λήψης παρ' αυτού Άφεσης αμαρτιώνκαθιερώθηκεν από τον ίδιον τον Χριστόν, έφ' όσον ο ίδιος εγκαθίδρυσεν εν τη Εκκλησία την Εξουσίαν Άφεσης αμαρτιών, η οποία δεν θα ήταν δυνατόν να ασκηθή χωρίς μυστηριακήν Εξαγόρευση των αμαρτιών,υπό οιανδήποτε μορφήν κι' αν νοηθή αυτή η τελευταία.
2. Δεύτερον, Κατά το βιβλίον των «Πράξεων» και συμφωνά με τις Επιστολές:
Στην συνέχειαν, επιβάλλεται να μελετήσουμεν τρία καινοδιαθηκικά κείμενα, δηλαδή ένα των Πράξεων Αποστόλων και δύο των Επιστολών των Αποστόλων, τα οποία κάνουν λόγο για Εξαγόρευση αμαρτιών και να εξετάσωμεν ποιας φύσης ήταν η Εξαγόρευση, για την οποίαν αυτά μιλάνε καθώς και εάν αυτή ήταν μυστηριακή. Ιδού τα τρία αυτά κείμενα:
α) «Πολλοί τε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλοντες τας πράξεις αυτών» (Πρ. ιθ' 18). Στην Έφεσο, δηλαδή, οι Εβραίοι εντυπωσιασμένοι άπ' την περίπτωση του δαιμονισμένου, πίστεψαν στον Ιησού Χριστόν. Και πολλοί άπ' όσους είχαν πιστέψει ήρχοντο εις τους Αποστόλους και εξωμολογούντο τις αμαρτωλές πράξεις τους. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι λάβαινε χώραν εξομολόγηση αμαρτωλών πράξεων.
Γεννάται όμως το ερώτημα: τί είδους εξαγόρευση ήταν αυτή; Μυστηριακή, ή Βαπτισματική; Δηλαδή: οι εξομολογούμενοι εξωμολογούντο προ τού Βαπτίσματός τους ή είχαν ήδη βαπτισθεί χριστιανοί και σαν χριστιανοί αμαρτήσαντες εξωμολογούντο τις αμαρτίες τους;
Εάν βέβαια οι εξομολογούμενοι είχαν ήδη λάβει το Βάπτισμα, τότε πρόκειται πάντως για την μυστηριακήν Εξαγόρευση. Εμείς υποστηρίζομεν ότι το «πεπιστευκότες» σημαίνει στην Καινή Διαθήκη κυρίως «ήδη βαπτισμένοι» (Πρ. β' ,44. δ',32, ε', 14, ιε', 5, κα', 20, 25. Εφ. α', 19, κλπ.).
Δεύτερον, υπάρχει εδώ ένας ειδικός λόγος να δώσουμεν την έννοιαν των ήδη βαπτισμένων στο «πεπιστευκότες», διότι το κείμενο διακρίνει τους πεπιστευκότες αυτούς από τους Ιουδαίους και Εθνικούς, για τους οποίους γίνεται λόγος στον προηγούμενον στίχον.
β) Το δεύτερον χωρίον, εις το οποίον γίνεται λόγος για εξομολόγηση είναι το Ιακ. ε',16: «Εξομολογείσθε ουν αλλήλοις τα παραπτώματα υμών». Το σημαντικόν είναι να δούμεν, τι είδους Εξομολόγηση συνιστά ο αδελφόθεος Ιάκωβος στους χριστιανούς. Οι Προτεστάντες ισχυρίζονται ότι εδώ ο Ιάκωβος προτρέπει τους πιστούς σε αδελφικήν Εξομολόγηση προς τους χριστιανούς αδελφούς και ότι δεν πρόκειται για Εξομολόγηση ειδικά προς ιερείς, αφού λέγει: «Εξομολογείσθε αλλήλοις» =να εξομολογήσθε μεταξύ σας. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίον οι Προτεστάντες αποκλείουν να πρόκειται εδώ για μυστηριακήν Εξαγόρευση. Οι οπαδοί όμως της μυστηριακής Εξαγόρευσης απαντούν ότι το «αλλήλοις» δεν έχει σημασίαν γενικήν και απόλυτον και δεν δηλώνει τους χριστιανούς αδιαφόρως, αλλά μόνον όσους ανάμεσά τους έλαβαν από τον Ιησούν Χριστόν την Εξουσίαν Άφεσης αμαρτιών. Με αυτήν την τελευταίαν έννοιαν χρησιμοποιεί το «αλλήλοις» και ο Απόστολος Παύλος προςΕφεσίους, ε', 21, τους οποίους προτρέπει να υποτάσσονται «αλλήλοις» για να δηλώση την οφειλομένην υποταγήν των γυναικών στους συζύγους, των παιδιών στους γονείς, των δούλων στους κυρίους, δηλαδή την υποταγήν στα αντιστοίχως αρμόδια πρόσωπα. Έτσι εννοούν και τοΕξομολογείσθε αλλήλοις= ναεξομολογείσθε στα αρμόδια πρόσωπα, δηλαδή στους ιερείς, και όχι γενικώς και απολύτως και αδιαφόρως σε οιονδήποτε.
γ) Το τρίτον εδάφιον που ευνοεί την Εξομολόγηση είναι το Α' Ιω. α' , 9: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας». Είναι φανερόν ότι και εδώ δεν πρόκειται για Εξαγόρευση προ τού Βαπτίσματος, αλλά για Εξομολόγηση των ήδη βαπτισμένων και διότι λέγεικατ' ενεστώτατο επαναλαμβανόμενον «εάν ομολογώμεν», ενώ εάν επρόκειτο για βαπτισματικήν Εξομολόγηση, η οποία εγίνετο άπαξ, κατά το επίσης άπαξ γενόμενον βάπτισμα, θα έλεγεν: «εάν ομολογήσωμεν» και όχι «εάν ομολογώμεν». Άρα πρόκειται για επαναλαμβανόμενη Εξομολόγηση μεταβαπτισματικήν.
Σημειώνομεν κάτι σημαντικόν και, επομένως, αξιοπαρατήρητον: Και οι πιο φανατικοί εχθροί της ακροαματικής Εξαγόρευσης των αμαρτιών δεν δυσκολεύονται να δεχθούν και να ομολογήσουν το εξής: Επί τη υποθέσει ύπαρξης μυστηρίου μετανοίας τελουμένου υπό των Αποστόλων και των διαδόχων τους, η δήλωση και έκθεση των διαπραχθέντων αμαρτημάτων θα ήταν σίγουρα μία απαραίτητη συνθήκη και προϋπόθεση για την Άφεση των αμαρτιών.
Έτσι, και αυτός ο πολύς Η. Ch. Lea, History of auricular confession. Λονδίνον Φιλαδέλφεια, 1896, t1 σελ. 182, γράφει: «Τέτοια Άφεση αμαρτιών ήταν φανερά αδύνατη χωρίς προηγούμενη δήλωση των προς άφεση αμαρτιών». (Such remission was manifestly impossible without a preliminary declaration of the offences to be forgiven ).
Έτσι, ο Προτεστάντης τού ιθ' αιώνα συναντάται και συμφωνεί με τον ορθόδοξον ιστορικόν τού ε' αιώνα, τονΣωζομενόν, ο οποίος διεκήρυσσε την ιδίαν αρχήν, όταν, θέλοντας να δώση εξήγηση της καταγωγής τού θεσμού τού επί της μετανοίας πρεσβυτέρου στην Κωνσταντινούπολη, έγραφεν: «Για να ζητήση κάποιος συγχώρηση των αμαρτιών, πρέπει κατ' ανάγκην να εξομολογηθή το αμάρτημά του».(Σωζόμενου, Έκκλ. Τστ. 1. VII, C. L XVIII, στήλ. 1460).
Επομένως, αρκεί να άποδείξωμε ότι το μυστήριον της Μετάνοιας και της Άφεσης ανάγεται στις αρχές της Εκκλησίας για να αποδείξωμεν αυτόματα την μεγάλην και υψηλήν αρχαιότητα της μυστηριακής Εξαγόρευσης. Έ, λοιπόν, αυτή η αρχαιότης τόσον της Άφεσης όσον και της Εκκλησιαστικής διαδικασίας της μετάνοιας είναι πράγματα που εύκολα αποδεικνύονται.
III
Γεωγραφική κατανομή της Άφεσης αμαρτιών:
Ειδικότερα η μυστηριακή Άφεση των αμαρτιών κατανέμεται κατά τις μαρτυρίες της εκκλησιαστικής γραμματείας, εις τις εξής γεωγραφικές περιοχές:
α) Συριακή Εκκλησία
1) Άπ' τις αρχές τού β' αιώνα, οάγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας(+ περί το 107), στην επιστολήν του προς Φιλαδελφείς θεωρεί την παρέμβαση τού επισκόπου αναγκαία και επαρκή για την συμφιλίωση των αμαρτωλών με τον Θεόν (Επιστ. προς Φιλαδελφείς, C. VIII, P.G. t. Υ col. 833).
2) Η περίφημη επιστολή τούΚλήμεντος Ρώμηςπρος Ιάκωβον Ιεροσολύμων, η οποία είναι μεν ψευδεπίγραφος και συριακής προέλευσης, χρονολογείται όμως από τον β' αιώνα (Duchesne, Liber pontificalis, t. I,σελ. 72),αποδίδει ρητώς στους διαδόχους των Αποστόλων την Εξουσίαν των Κλείδων. Ο συγγραφέας παρακάτω ονομάζει τους ίδιους τους επισκόπους «Κλείδας» ((P.G. t. I, col. 464,478).
3) Κατά τονάγιον Αφραάτην, ο τραυματισμένος από την αμαρτίαν αν θέλη να γιατρευθή και να ζήση, πρέπει να ξεσκεπάση τα τραύματά του στον υπό τού Κυρίου εγκατασταθέντα πνευματικόν, κλπ. (Patrologia syriaca, έκδ. Grafin, Paris 1894, t. I, σελ. 313, 360).
4) Και οάγιος Εφραίμτονίζει την Εξουσίαν, που έλαβαν οι μαθητές τού Κυρίου να συγχωρούν ή να κρατούν αμαρτίες, να λύνουν ή να δένουν (S. Ephrem, Opera syr. lat., Ρώμη 1740, t. II, σελ. 440).
5) Τέλη δ' αιώνα, ο άγιοςΙωάννης ο Χρυσόστομοςστο Περί Ιερωσύνης έργον του απηχεί την παράδοση της Εκκλησίας της Αντιοχείας, όταν γράφη:«Οι την γην οικούντες και εν ταυτή ποιούμενοι την διατριβήν τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν και Εξουσίαν έλαβον, ην ούτε αγγέλοις ούτε αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός. Ου γαρ προς εκείνους (τους αγγέλους) είρηται· «Όσα αν δήσητε έπί της γης έσται δεδεμένα και εν τω ούρανώ˙ και όσα εν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ. Έχουσι μεν γαρ και οι κρατούντες επί της γης την του δεσμείν Εξουσίαν, αλλά σωμάτων μόνον ούτος δε ο δεσμός αυτής άπτεται της ψυχής και διαβαίνει τους ουρανούς και άπερ αν εργάσωνται κάτω οι Ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω τηροί και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βέβαιοι. Και τί γαρ άλλ' η πάσαν αυτοίς την ουράνιον έδωκεν Εξουσίαν. Ων γαρ αν, φησίν, αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται, και ων αν κρατήτε, κεκράτηνται. Τις αν γένοιτο ταυτής εξουσία μείζων; Πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ· ορώ δε πάσαν αυτήν τούτους εγχειρισθέντας υπό τού Υιού...»(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος γ' περί Ιερωσύνης, παρ. 56, P.G. 48,643-644).
β)Εκκλησία της Αλεξάνδρειας:
1) ΟΚλήμης Αλεξανδρείας( περί το 217) που εμπνέεται από τον Ποιμένα τού Ερμά, και που απηχεί την παράδοση της Ρώμης διηγείται την μετάνοιαν και συγχώρηση νεαρού ληστού, μαθητού τού αγίου Ιωάννου τού Ευαγγελιστού (Τις ο σωζόμενος πλούσιος, C. XLII, P.G., t. IX, col. 649-652) και ομιλεί για «δευτέραν μετάνοιαν» (Στρωματείς,Ι,Π,Ο. XIII, P.G. t. VIII, col. 996).
2) ΟΩριγένηςπερί το 230 σχολίασε την μετάνοιαν των πιστών εξ αφορμής τού «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Αναγνωρίζει στους ιερείς την Εξουσίαν να συγχωρούν όλες τις αμαρτίες πλην της ειδωλολατρίας, της πορνείας και της μοιχείας (De oratione, C. XXVIII, P.G. t. XI, col. 528529).
Ότι ο Ωριγένης αναγνωρίζει στους ιερείς την Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, φαίνεται και από το εξής απόσπασμά του:
«Αν αποκαλύπτωμεν τα αμαρτήματά μας όχι μόνο στο Θεόν, άλλ' ακόμη και σε εκείνους που μπορούν να δώσουν φάρμακον στα τραύματα και στα αμαρτήματά μας, αυτά τα αμαρτήματα θα συγχωρεθούν». (P.G. t. XIII, col. 1846).
3) Ο άγιοςΑθανάσιος ο Μέγαςγράφει: «Ώσπερ άνθρωπος υπό ανθρώπου ιερέως βαπτιζόμενος φωτίζεται τη τού πνεύματος χάριτι, ούτως και ο εξομολογούμενος εν μετάνοια δια τού ιερέως λαμβάνει την άφεσιν χάριτι Χριστού» (P.G. t. XXVI, col. 1316).
4 Ο δε άγιοςΚύριλλος Αλεξανδρείας(+444) σχολιάζοντας το Ιω. κ' , 22, εκφράζεται με τα εξής εκπληκτικά λόγια: «Γιατί ο Σωτήρας έδωκε στους μαθητές του ένα αξίωμα που φαίνεται ότι προορίζεται για τον ίδιον τον Θεόν; Έκρινεν καλόν, αυτοί που είχαν λάβει το Άγιον Πνεύμα, να λάβουν επίσης και την Εξουσίαν Άφεσης ή κράτησης των αμαρτιών» (Εις το Ευαγγέλ. Ιωάννου, 1. XII P.G, t. L XXIV col. 721).
γ) Εκκλησία Κωνσταντινούπολης:
Την διαδικασίαν της Μετανοίας σ' αυτήν την Εκκλησίαν την γνωρίζομεν από τους ιστορικούςΣωκράτηνκαιΣωζομενόν. Κατά τον ιστορικόν Σωκράτηνη διακονία τού «επί της μετανοίας πρεσβυτέρου»καθιερώθηκεν εκεί με την έκρηξη τού Νοβατιανού Σχίσματος. Κατά δε τον Σωζομενόν, ο θεσμός αυτός υπήρχεν από την αρχήν της Εκκλησίας. Αυτή η διακονία κατηργήθη περί το 390 επί αρχιεπισκόπου Νεκταρίου (Σωκράτους, Εκκλ.Ιστ. Ι,Υ C. XIX, P.G. t. LXVII, col. 613-617, Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστ. I, VII, C. XVI, ibid., col. 1457 1460). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφηρέθη η Εξουσία Άφεσης αμαρτιών από τους ιερείς και επισκόπους στην Εκκλησίαν της Κωνσταντινούπολης : Ο άγιοςΙωάννης ο Χρυσόστομος, διαδεχθείς τον Νεκτάριον, εφαρμόζει και κηρύττει την Άφεση αμαρτιών και μάλιστα την επαναλαμβανομένην τοιαύτην. Μάλιστα μία άπ' τις κυριότερες κατηγορίες στη σύνοδο στη Δρύν τού 403 που εκτόξευσαν εναντίον τού αγίου Χρυσοστόμου ήταν λόγοι άπ' τα κηρύγματα του. Έλεγε, λοιπόν, από άμβωνος: «Κι' αν αμαρτάνετε ακόμα, μετανοήστε και πάλιν, και όσο συχνά κι αν έρχεσθε σε μένα, εγώ θα σας θεραπεύσω»(Hardouin, Concilia, t. I, col. 1042).
δ)Εκκλησίες της Μ. Ασίας
1) ΟΦιρμιλιανός, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας (+252) σε επιστολήν του προς τον άγιον Κυπριανόν, γράφει τα εξής: «Η Εξουσία Άφεσης των αμαρτιών εδόθη εις τους Αποστόλους και στις Εκκλησίες, που οι απεσταλμένοι άπ' τον Ιησούν Χριστόν απόστολοι ίδρυσαν καθώς και στους επισκόπους που διεδέχθησαν τους αποστόλους δυνάμει της χειροτονίας.»(Epist. ad Cyprian. V. 16. P.L., t. Ill, col. 1168).
2) ΟΜ. Βασίλειοςδηλώνει ότι «η εξαγόρευση των αμαρτιών πρέπει κατ' ανάγκην να γίνεται σ' αυτούς, στους οποίους έχει ανατεθή η οικονομία των μυστηρίων τού Θεού». (Regulae breviores. Respons. ad. Quest. 288, P.G. t. XXXI, col. 1284). Αν ο Μ. Βασίλειος δεν εκφράζεται σαφέστερον είναι επειδή τότε δεν είχεν τεθή υπό αμφισβήτηση η ιερατική Εξουσία Άφεσης αμαρτιών.
3) Ο δε άγιοςΓρηγόριος ο Ναζιανζηνόςεπίσης περιορίζεται στο να αναιρέση τις απόψεις «εκείνων που αρνούνται ότι η Εκκλησία τού Θεού δύναται να συγχωρή όλες τις αμαρτίες» (Λόγος, XXXIX εις τα άγια Φώτα η. 1819, P.G., t. XXXVI, col. 356357).
4)Και ένα επιχείρημα από μίαν καταδίκην της αίρεσης των Νοβατιανών: Είναι γνωστόν ότι προσωπικά ο Νοβάτος δεν έθιγεν την Εξουσίαν των Κλειδών. Τον απασχολούσε μόνο ένα ζήτημα εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Επέμενε να αρνήται την συμφιλίωση με την Εκκλησίαν και τον Θεόν σε μια τάξη μετανοούντων με το επιχείρημα ότι αυτή ήταν η παράδοση της Εκκλησίας της Ρώμης. Αλλά μετ' ολίγον σ' αυτό το καθαρά πειθαρχικόν ζήτημα μετεμφυτεύθη ένα θέμα δογματικόν. Οι Νοβατιανοί και συγκεκριμένα ο επίσκοπός τους Ακέσιος, στη σύνοδον της Νικαίας τού έτους 325 μ.Χ., ισχυρίσθηκαν κάτι καινούργιον, ότι δηλαδή «δεν είχαν την Εξουσίαν οι ιερείς, αλλά μόνον ο Θεός, να συγχωρούν ορισμένες αμαρτίες.» Γι' αυτό και η διδασκαλία τους αυτή καταδικάστηκεν από την Σύνοδον (Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστ. 1,1,C. XXII, P.G., t. LXVII, col. 925).
ε) Εκκλησία Ρώμης και Ιταλοί εκκλησιαστικοί διδάσκαλοι:
1) Το αρχαιότερον κείμενον που μαρτυρεί για την εκκλησιαστική διαδικασία Μετάνοιας στη Ρώμην είναι οΠοιμήν τού Ερμά(περί το 150 μ.Χ.). Το κείμενο δέχεται μία μόνο μετάνοια μετά το Βάπτισμα, αντίληψη που διαδόθηκε ευρύτερα στην Εκκλησία μέχρι τον ζ' αιώνα, χωρίς και να επικρατήση τελικά.
2) Οικανόνες Ιππολύτουείναι ρωμαϊκής προέλευσης και χρονολογούνται περίπου γύρω στο 205. Θέτουν κατά τη χειροτονία νέου επισκόπου στο στόμα τού χειροτονούντος ποντίφηκος την εξής ευχήν προς τον Θεόν: «Και χορήγησε του, Κύριε, την επισκοπήν, και το πνεύμα της επιείκειας και την εξουσία να συγχωρή τις αμαρτίες». (Canones Hippolyti, C. XVII; Duchesne, Les origines du culte, 2η έκδ., σελ. 506).
3) Σε ανάλογην περίπτωση, οιΑποστολικές Διαταγές, λέγουν:
«Δος εις αυτόν, Κύριε παντοκράτορ, δια τού Χριστού σου, μετοχήν εις το Άγιόν Σου Πνεύμα, δια να έχη την Εξουσίαν να συγχωρή τις αμαρτίες κατά την εντολήν σου και να λύη πάντα δεσμόν, οιοσδήποτε κι' αν είναι αυτός ο δεσμός, σύμφωνα με την Εξουσία, που εσύ χορήγησες στους Αποστόλους» (Αποστολικαι Διαταγαί, Ι,νίΙΙ, C.V., P.G., t. I, col. 1073).
4) Και φθάνομεν στονπάπα Κάλλιστον, (+222), ο οποίος δυνάμει της επισκοπικής αυθεντίας και παρά τις διαμαρτυρίες των Μοντανιστών, διεκδίκησε το δικαίωμα και την Εξουσίαν να συγχωρή και τα βαρύτατα αμαρτήματα, συμπεριλαμβανομένων της μοιχείας και της πορνείας, υπό την προϋπόθεση οι ένοχοι να υποβληθούν στη διαδικασίαν της Μετάνοιας για τα κρίματά τους (Τερτυλλιανού, De pudicitia, C. I. P.L., t. II. Col. 979).
5) Μπορούμε να αποδώσουμεν στονπάπα Σιμπλίκιον(468483) τον θεσμόν των επί της Μετανοίας πρεσβυτέρων εν Ρώμη, αφού αυτός εγκαθιστά στις βασιλικές του Αγίου Πέτρου, τού Αγίου Παύλου και του Αγίου Λαυρεντίου presbyteros pro paenitentiam petentibus (= «τοις αναζητούσιν πρεσβυτέρους επί τη Μετάνοια») (Liber Pontificalis, έκδ. Duchesne,t. I, σελ. 93).
6) Οπάπας Ιννοκέντιοςτο 416 αποδίδει στον επίσκοπον Ρώμης, τον οποίο αποκαλεί «ιερέα» τα εξής καθήκοντα και δικαιώματα: «Σ' αυτόν τον ιερέα, λέγει, ανήκει το να κρίνη την βαρύτητα των αμαρτιών, να επιβλέπη την εξομολόγηση των Μετανοούντων καθώς και τα δάκρυά τους που δείχνουν την μετάνοια τους, και να τους λύση από το δεσμόν, όταν κρίνη αρκετήν την δοθείσαν ικανοποίηση.»(Epist. Ad Decentium, C. VII. P.L. t. XX, col. 559) . Στον ίδιον ανήκε να κάνη την επίσημην ΣυμφιλΙωση των μετανοούντων.
Κατά δε τον ιστορικόνΣωζομενόν, ο μετανοών δι' αυτής της επισκοπικής Συμφιλίωσης δεν αποκαθίσταται απλά οριζοντίως εις την χριστιανικήν κοινότητα, αλλά και καθέτως συγχωρείται από τις αμαρτίες του («της αμαρτίας ανίεται». Εκκλ. Ιστ. 1. VII. C. XVI. P.G. t. L XVII. col. 1461) γεγονός που αντιλέγει στις θεωρίες τού κ. Σπ. Φίλου περι συμφιλίωσης με την Εκκλησίαν.
7) Οπάπας Λέωνέγραφεν το 452 στον Θεόδωρον, επίσκοπον Frejus:«Να ποιος είναι ο εκκλησιαστικός κανόνας για την κατάσταση των μετανοούντων: Η άπειρη ευσπλαχνία τού Θεού έρχεται αρωγός όταν πέφτουμε σε σφάλματα ανθρώπινα εις τρόπον ώστε να μας παρέχη την ελπίδα της αιώνιας ζωής όχι μόνο με τη χάρη τού Βαπτίσματος, άλλ' ακόμα με το φάρμακον της Μετανοίας. Έτσι, όσοι εμίαναν τα δώρα της αναγέννησης, μπορούν να πετύχουν την άφεση των αμαρτιών τους, υπό τον όρο να καταδικάσουν εαυτούς, διότι ο Θεός, μέσα στην επιείκειάν του ώρισε να λαβαίνουν οι άνθρωποι τη βοήθειαν της θείας αγαθότητας μόνον υπό τον όρον και χάριν των ικεσιών των ιερέων.
Πράγματι, ο μεσίτης του Θεού και ανθρώπων παρεχώρησεν στους αρχηγούς των Εκκλησιών την Εξουσία να χορηγούν σ' αυτούς, που εξομολογούνται την ενέργειαν της Μετανοίας και να τους δέχωνται δια της θύρας της Συμφιλίωσης εις την κοινωνίαν των μυστηρίων, όταν δηλαδή θα έχουν καθαρισθή με μιαν σωτήριαν ικανοποίηση».(P.L. t. LIV col. 10111013).
8) Την ίδια διδασκαλίαν ευρίσκομεν και στα γραπτά τούπάπα Γελάσιου.
9) Ο δε άγιοςΓρηγόριος ο Μέγας(+604) γράφει χαρακτηριστικά: «Οι Απόστολοι έλαβαν την Εξουσίαν της ύψιστης κρίσης, έτσι ώστε στη θέση τού Θεού και άντ' αυτού (viceDei) σ' άλλους μεν κρατούν τα αμαρτήματα ενώ σε άλλους τα συγχωρούν..»(Homil. XXVI, in Evang. 1. II, P.L. t. LXVI, col. 1200).
10) Οάγιος Ιερώνυμοςστην επιστολήν του προς Ηλιόδωρον (η. 8 και 9) εξυψώνει το αξίωμα των επισκόπων, «οι οποίοι διαδέχθηκαν τον σύλλογον των Αποστόλων..., οι οποίοι κατέχουν τας κλείς της βασιλείας των ουρανών και που τρόπον τινά μας κρίνουν πριν τη δευτέραν παρουσίαν» (P.L. t. XXII, col. 352353).
11) Οάγιος Αμβρόσιοςείναι πιο διεξοδικός και πιο σαφής: «Μόνον ο Θεός μπορεί να συγχωρή αμαρτίες, αλλά τις συγχωρεί δι' ανθρώπων, εις τους οποίους επίσης έδωσε την Εξουσίαν να τις συγχωρούν.»Και αλλού: «Στους Αποστόλους έδωσεν ο Χριστός την Εξουσίαν Άφεσης των αμαρτιών, κι' άπ' αυτούς η εξουσία αυτή μετεβιβάσθη στην διακονίαν των ιερέων». Και ακόμη: «Οι ιερείς διεκδικούν το δικαίωμα που τους δόθηκε να συγχωρούν αμαρτίες δια του Βαπτίσματος και δια της Μετανοίας.» Επίσης λέγει ο άγιος Αμβρόσιος: «Αυτό το δικαίωμα δεν χορηγήθηκεν παρά μόνον στους ιερείς» (Jus hoc solis permissum sacerdotibus est) (In Evangel. Secund. Lucam, 1, V n. 13; De paenit., 1. II, c. II, n. 12; 1.1. C. VIII,n. 36;C. II, n. 7,P.L., t. XV col. 1639. t. XVI, col. 499, 477,468).
στ) Εκκλησία Αφρικής:
1) Εκεί ο Τερτυλλιανός διακρίνει τριών ειδών αμαρτήματα: Τα minuta ή modica (ελάσσονα ή μέτρια), τα media (μεσαία) και τα majora (μείζονα). Τα τελευταία αυτά είναι τρία: Η ειδωλολατρία, ο φόνος και η πορνεία ή η μοιχεία.
Τα τρία αυτά είναι κατά τον μοντανιστήνΤερτυλλιανόνασυγχώρητα (De pudicitia C. I 111. P.L., t. II, col. 979). Μόνον ο ίδιος ο Θεός προσωπικά μπορεί να δώση σ' αυτά άφεση, ακόμη κι' όταν πρόκειται για αμαρτήσαντες, που βρίσκονται ήδη στη διαδικασίαν της Μετάνοιας. Όσον όμως αφορά σ' όλα τα άλλα αμαρτήματα, ο αυστηρότατος μοντανιστής Τερτυλλιανός δεν αρνείται στην Εκκλησίαν την Εξουσίαν Άφεσης. Λέγει: «Έχει η Εκκλησία Εξουσίαν άφεσης των αμαρτιών» (Habet potestatem Ecclesia delicta donandi. De pudicitia. C. XXI. PL, t, II. col. 1024). Και μολονότι αιρετικός ο μέγας αυτός θεολόγος δέχεται ότι εις ορισμένας περιπτώσεις ο επίσκοπος ασκεί την Εξουσίαν άφεσης της Εκκλησίας: Κατά την μορφήν εκείνην της μετανοίας μετά την πίστη (το βάπτισμα), η οποία είτε δια τα ελαφρότερα αμαρτήματα την συγχώρηση από τον επίσκοπο είτε δυνατόν να ακολουθή, είτε δια τα μείζονα και ασυγχώρητα, από τον Θεόν μόνο. (αυτόθι, C.XVIII, col. 1017).
2) Εξ άλλου, οάγιος Κυπριανός(+258) διατηρεί το καθεστώς της αυστηρότητας προς τους πεπτωκότας (lapsi) κατά τους διωγμούς. Εν τούτοις η έγνοια του για την σωτηρίαν της ψυχής τους, του εμπνέει την εξής λύση και τον επόμενον κανόνα: «Ο καθείς ας εξομολογήται το αμάρτημά του, έφ' όσον ο αμαρτήσας ευρίσκεται ακόμη εν ζωή, έφ' όσον η εξομολόγησή του μπορεί να γίνεται δεκτή, έφ' όσον η ικανοποίηση και η άφεση, που δίδεται είναι ευχάριστη εις τον Κύριον»(De lapsis, C. XXIX, P.L. t. IV col. 489).
3) Αλλά και οΙερός Αυγουστίνοςδιακηρύσσει σε διαφορά σημεία των έργων του την Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών, που εμπιστεύθηκεν ο Ιησούς Χριστός στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους. Λέγει ο Αυγουστίνος:«Ο Πέτρος εμφανίζεται μέσα στην Αγία Γραφήν ως προσωποποιών την Εκκλησίαν και ως εκπροσωπών αυτήν. Κυρίως δε στο εδάφιον, όπου λέγεται: Και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, κ.λπ. Αν, λοιπόν, ο Πέτρος έλαβεν αυτά τα κλειδιά, μήπως ο Παύλος δεν τα έλαβεν; Εάν ο Πέτρος τα έλαβεν, μήπως ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος και οι άλλοι απόστολοι, δεν τα έλαβαν; Και δεν είναι, λοιπόν, αυτά τα κλειδιά της Εκκλησίας, με τα οποία καθημερινά συγχωρούνται οι αμαρτίες; Άλλ' απλούστατα, επειδή ο Πέτρος προσωποποιούσεν την Εκκλησίαν, ό,τι ειχε δοθή σ' αυτόν μόνον, ειχε δοθή στην Εκκλησίαν»(Serm. CXLIX, n.6 και 7. P.L. t. XXXVIII, col. 802). Αλλού, ο Αυγουστίνος παραπέμπει τους αμαρτήσαντες «στους επισκόπους, που ασκούν εν τη Εκκλησία την Εξουσίαν των κλείδων» (veniat ad antistites per quos illi in Ecclesia claves ministrantur. Serm. CCCLI, n. 9,αυτόθι, t. XXXIX, col. 1547).
Εις επιστολήν του δε ο ίδιος άγιος Αυγουστίνος κατακρίνει τους κληρικούς, που εν όψει των επιθέσεων των Βανδάλων εγκαταλείπουν τις κοινότητες αφίνοντας τους ανθρώπους χωρίς μυστήρια είτε τού Βαπτίσματος είτε της Λύσεως από τις αμαρτίες μετά το Βάπτισμα.
Φωνάζει ο Αυγουστίνος:«Εάν οι λειτουργοί απουσιάζουν, ποια συμφορά απειλεί τους ανθρώπους, που, έτσι αναγκαστικά θα πεθάνουν χωρίς ούτε να έχουν αναγεννηθή (δια του Βαπτίσματος), και χωρίς να έχουν συγχωρηθή (δια της Εξομολόγησεως)»(Epist. CCXXVIII ad Honoratum, n. 8 P.L. , t. XXXIII, col. 1016).
ζ) Εκκλησία Ισπανίας:
Μετά την σύνοδον της Ελβίρας (300 μ.Χ.), πολλές σύνοδοι ρύθμισαν την διαδικασίαν της Εκκλησιαστικής Μετάνοιας. Εξ άλλου η αίρεση των Νοβατιανών, που είχε παντού οπαδούς, προκάλεσε την συγγραφήν μιας επιστολής τούαγίου Πακιανού, επισκόπου Βαρκελώνης (+391), που αναιρεί την διδασκαλίαν του Sempronianus. Γράφει εκεί ο άγιος Πακιανός: «Λέτε ότι μόνον ο Θεός μπορεί να συγχωρή αμαρτίες. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ό,τι πράττει και ενεργεί ο Θεός μέσω των ιερέων του, είναι ο ίδιος που το τελεί. Γιατί, λοιπόν, είπεν στους Αποστόλους: ό,τι δέσετε στη γη θα είναι δεμένο στον ουρανό; Γιατί τόπε, εάν δεν επιτρεπόταν στους ανθρώπους να δένουν και να λύνουν; Ισχυρίζεσθε ότι αυτή η Εξουσία εδόθη μόνον στους Αποστόλους; Αλλά, λοιπόν, επομένως, μόνον οι Απόστολοι μπορούσαν και βάπτιζαν, μόνοι αυτοί μετέδιδαν άγιον Πνεύμα, μόνοι ανελάμβαναν τα αμαρτήματα των Εθνών, μόνον και μόνον επειδή μπορούμε να πούμε ότι μόνον οι Απόστολοι έλαβαν τις αντίστοιχες εντολές». (Epist., I, ad Sempron. N.6P.L. t. XIII, col. 1057). Εις δε το έργον τουParaenesisadpaenitentiam, αυτόθι col. 1084, ο άγιος Πακιανός εξηγεί σε ποιες αμαρτίες εφαρμόζεται η ιερατική Εξουσία άφεσης αμαρτιών.
η) Εκκλησία της Γαλλίας:
1) Ήδη από την εποχήν τού αγίου Ειρηναίου (πριν το 200 μ.Χ.) βλέπουμε ότι στη Γαλλίαν ανθεί η διαδικασία της Εκκλησιαστικής Μετάνοιας. Έτσι π.χ. κάποιες γυναίκες που αποπλανήθηκαν από τους αιρετικούς έτυχαν συγχώρησης μετά μετάνοιαν ειλικρινή. Οάγιος Ειρηναίοςδεν μας λέγει με ποιο λειτούργημα έλαβαν την άφεση, πράγμα όμως που εξυπακούεται ως αυτονόητον.
2) Οάγιος Ιλάριος, επίσκοπος Poitiers, στο Υπόμνημα στο κείμενο τού αγίου Ματθαίου (XVIII, 8) διδάσκει με σαφήνειαν ότι ο Κύριος ανέθεσεν στους Αποστόλους μίαν κρίση, δυνάμει της οποίας αυτοί θα έδεναν επί γης, όσους δηλαδή θα άφηναν τα δεσμά των αμαρτιών τους και θα έλυναν όσους θα δέχονταν στην σωτηρίαν χορηγώντας τους την συγχώρηση θα ήσαν δυνάμει της αποστολικής δικαστικής απόφασης είτε λυμένοι είτε δεμένοι στον ουρανόν, P.L. t. IX, col. 1021).
3) Παραθέτομεν και τον ιερέα της ΜασσαλίαςΓεννάδιον(τέλος ε’ αιώνα), ο οποίος στο έργον του Εκκλησιαστικά Δόγματα που το έστειλεν στον πάπα Γελάσιον, εκφράζεται ως εξής:«Όσο γι' αυτόν που θα δώση ικανοποίηση πρώτα με μια δημόσιαν εκκλησιαστική Μετάνοιαν, έπειτα, έτσι και συμφιλιώθηκε δια της δικαστικής κρίσεως του ιερέως, να συνενωθή μ’ αυτούς που κοινωνούν, εάν δηλαδή δεν θέλη να δεχθή την θείαν Ευχαριστίαν εις κρίση και κατάκριση» (P.L. t. LVIII, col. 994).
IV
Η ανάγκη για μυστηριακήν Εξαγόρευση κατά την Εξομολόγηση
για την Άφεση των αμαρτιών:
Ηανωτέρω αναφορά θα μας απήλλασσεν άπ' τον κόπον να εμβαθύνωμεν περισσότερο στο ζήτημα, κι αν ακόμη δεν μπορούσαμε να επικαλεσθούμε μερικά κείμενα σαφή επιβεβαιωτικά της μυστηριακής Εξαγόρευσης. Αλλά τα κείμενα υπάρχουν και τα έκθέτομεν κατωτέρω προς καταισχύνην τού κάθε είδους Προτεσταντισμού.
Ο Lea αναγνωρίζει ότι από τον δ' αιώνα και μετά και κυρίως από τον Λέοντα τον Μέγα (440461) και μετά, η συνήθεια για μυστική Εξομολόγηση διαδίδεται και επεκτείνεται όλο και περισσότερον. Πρέπει, λοιπόν, εμείς να επιμείνωμεν στα κείμενα άπ' τον δ' αιώνα και πριν, αναβαίνοντας τον ρουν τού ιστορικού χρόνου. Κατ αυτόν τον τρόπον απαντώμεν ταυτόχρονα και στον άλλον Προτεστάντην, τον κ. Σπ. Φίλον.
1) Έτσι, λοιπόν, οάγιος Ιερώνυμος(+420), ο οποίος ανήκει στη Δύση, άλλ' ο οποίος έζησεν πολλά χρόνια στην Παλαιστίνην, συγκρίνει τον αμαρτωλό με ένα άρρωστον: «Ο ασθενής οφείλει να εξομολογείται το τραύμα του στον ιατρό, διότι η Ιατρική δεν μπορεί να θεραπεύη αυτό που αγνοεί» (In, Eccl.. C. Χ. P. L.. t. XXIII, col 1096).
2) Οπάπας Ιννοκέντιοςμάρτυς της ρωμαϊκής Εξομολογητικής διαδικασίας, το 416 γράφει προς τον Decentius. επίσκοπον τού Gubbio:«Το να κρίνης την βαρύτητα των αμαρτημάτων είναι ίδιον του ιερέως, σ' ό,τι αφορά την Εξαγόρευση του μετανοούντος»(P.L. t. LVI, col. 517).
3) Επίσης, πριν το 394, ο άγιοςΓρηγόριος Νύσσηςμαρτυρεί την ύπαρξη ενός «οικονόμου» επί της μετανοίας, επιφορτισμένου με το έργο να ακούη τις εξομολογήσεις (Επιστ. κανον. P.G. t. XLV στήλη 220).
4) Το ίδιο και οΜέγας Βασίλειοςμαρτυρεί πριν το 379 (Επιστ. κανον. CL XXXVIII. CXCIX, CCXVIII, P.G. t. XXXII.col. 661, 716.793).
Η εξομολογητική διαδικασία, την οποίαν μαρτυρεί τπάρχουσαν στη ρωμαϊκήν Εκκλησίαν ο πάπας Ιννοκέντιος, που αναφέραμεν, αποτελούσεν παράδοση και για την Αφρικήν:
5) Παραθέτομεν τονάγιον Κυπριανόν(+259) του οποίου το σχετικόν κείμενο δίκαια απέβη κλασσικόν: «Ο καθένας ας εξομολογήται το αμάρτημά του, όσον ο αμαρτήσας βρίσκεται εν ζωή, όσον ακόμα η εξομολόγησή του είναι δεκτή, όσον ακόμα η ικανοποίηση και άφεση που χορηγείται από τους επισκόπους είναι αρεστή στον Κύριον». (De lapsis. C. XXIX. P. L. t. IV col. 489).
6) Ακόμη, μπορούμε να ανεβούμε χρονολογικά μέχρι τονΤερτυλλιανόν, ο οποίος στην πραγματείαν του De paenitentia (C.X, P.L. t. I. col. 1244) γραμμένη γύρω στα 204, προτρέπει τους πιστούς να αψηφήσουν την ανθρώπινη ντροπή με μια ειλικρινή ομολογίαν των αμαρτιών τους, αν βέβαια θέλουν να πετύχουν την συγχώρησή τους μέσα στο μυστήριο της μετανοίας.
7) Γύρω στο 200 μ.Χ..στην Αλεξάνδρειαν, οΩριγένηςσυνιστούσεν στον αμαρτωλόν να γυρέψη φάρμακον για την πνευματικήν του αρρώστειαν στη μετάνοιαν, της οποίας προηγείται η ομολογία των αμαρτιών γινομένη εις τον ιερέα του Κυρίου.
Εν ολίγοις, τόσον κατά τον δ', όσον και κατά τον γ' αιώνα, σ' ολόκληρη την Εκκλησίαν, επικρατεί αυτό το αίσθημα ότι η Εξαγόρευση είναι καθήκον, που επιβάλλεται σε κάθε πιστόν, που μολύνθηκε από μια βαρειά αμαρτία. Εάν τώρα αυτό το αίσθημα γίνεται λιγότερον αντιληπτόν τον β' και κυρίως τον α' αιώνα, αυτό συμβαίνει επειδή τα κείμενα είναι εξαιρετικά σπάνια αυτήν την εποχήν.
8) Βρίσκουμε εν τούτοις ίχνη αυτού του αισθήματος στα γραπτά τούαγίου Ειρηναίου(τέλος β' αιώνα) (Κατά αιρέσ. 1. I, C.VI, η.3, P.G., t.VII. col. 508).
9) Αλλά και όταν οΔιονύσιος Κορίνθου(+ 160) θέτει σαν κανόνα ότι πρέπει να δεχώμεθα όσους επιστρέφουν από οιανδήποτε πτώση, είτε δηλαδή από αμαρτίαν, είτε και από αιρετικήν αποπλάνηση (εν Ευσεβίου. Εκκλ. Ιστορ. Ι,ΙΥ C. XXIII. η. 6. P.G., t.XX, col.385), δεν δίδει να νοηθή ότι οι ένοχοι έρχονται με την ειλικρινή ομολογίαν των σφαλμάτων τους να ζητήσουν την συγχώρησή τους;
10) Περίφημο επίσης είναι το κείμενο τηςΔιδαχής(IV 14; XIV όπου προτρέπονται οι πιστοί να εξομολογούνται τα αμαρτήματά των εν Εκκλησία.
11) Αλλά, τέλος, πρέπει να δούμε μίαν εξαγόρευση εξομολογητικήν στην διαδικασίαν που υπεδείκνυεν ο άγιοςΚλήμης Ρώμηςστους στασιαστές της Εκκλησίας της Κορίνθου, δηλαδή να «υποταγούν εις τους πρεσβυτέρους και να δεχθούν την διαδικασίαν μετάνοιας κλίνοντες τα γόνατα της καρδίας τους ... προκειμένου να μη αποκλεισθούν από το ποίμνιον τού Χριστού». (Κλήμεντος Ρώμης. Α' Κορ. 57).
Έτσι, με την μαρτυρίαν και τού Κλήμεντος Ρώμης φθάνομε στα χρόνια αμέσως μετά την αποστολικήν εποχήν.
Συμπέρασμα: Άρα από τον δ' αιώνα και πριν σταθερά και αδιάλειπτα, μέχρι και αυτόν τον α' αιώνα, έχομεν μαρτυρίες για ύπαρξη εν τη Εκκλησία Εξαγόρευσης αμαρτιών κατά την Εξομολόγηση, έχομεν δηλαδή μυστηριακήν Εξαγόρευση ή Εξομολόγηση. Άρα γκρεμίζεται ως χάρτινος πύργος η Προτεσταντική θεωρία ότι η μυστηριακή Εξομολόγηση πρωτοεμφανίζεται τον 16ονή τον 13οναιώνα και ότι δήθεν αυτή είναι ανθρώπινη επινόηση και μεταγενέστερον ανθρώπινο κατασκεύασμα, που δήθεν δεν υπήρχεν άπ' αρχής της Εκκλησίας και δεν ιδρύθηκεν από το Χριστόν.
Δεύτερον: Για τη δεύτερην περίπτωση αμφισβήτησης από τους Προτεστάντες της μυστηριακής Εξαγόρευσης, ιδέ σελ. 21 και 22 του τεύχους ύπ' αριθμόν 37, Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2004 τού φυλλαδίου μας.
IV
Τρίτον: Η Εξαγόρευση αμαρτιών γινόταν μόνον στους αρμοδίους κληρικούς:
Σ' αυτό το τρίτο μέρος τού παρόντος άρθρου θα εξετάσουμεν το εξής ζήτημα: Άραγε μέσα στη μακραίωνα ιστορίαν της Εκκλησίας, οι αμαρτάνοντες χριστιανοί, που αναζητούσαν την Άφεση των αμαρτιών τους στο μυστήριον της Εξομολόγησης, εξαγορεύονταν τα αμαρτήματά τους αδιαφόρως, σε οιονδήποτε πιστόν Χριστιανόν λαϊκόν, ή μήπως προκειμένου να λάβουν την Άφεση τα εκμυστηρεύονταν ειδικά και αποκλειστικά σε κληρικούς, φορείς της ιερωσύνης;
Οι εκ της ιστορίας της Εκκλησίας μαρτυρίες μας πληροφορούν σχετικώς ότι οι αμαρτάνοντες Χριστιανοί εξωμολογούντο αποκλειστικά εις κληρικούς, προϊσταμένους Εκκλησιών, δηλαδή, επισκόπους ή σε ιερείς (sacerdotes), όπως ωνόμαζαν μέχρι τον Ε' αιώνα τους επισκόπους ή και σε πρεσβυτέρους, ό,τι δηλαδή ονομάζομεν σήμερον απλώς ιερείς. Αυτά μαρτυρούν τα κείμενα, ότι δηλαδή η Εξομολόγηση, προκειμένου να δοθεί Αφεση, γινόταν όχι σε οιονδήποτε λαϊκόν οποιοσδήποτε κι' αν ήταν αυτός, άλλ' ειδικά και αποκλειστικά σε ό,τι λέγομεν και σήμερον επισκόπους και ιερείς. Και ήδη προβαίνομεν στην παράθεση μαρτυριών άπ' τη χριστιανική γραμματείαν, που αποδεικνύουν ότι την Εξομολόγηση τελούσαν οι κληρικοί, αρχίζοντας από τον Ε' αιώνα και προχωρώντας προς τις αρχές της Ιστορίας της Εκκλησίας, προς τον α' δηλ. αιώνα.
1) Πρώτον: αναφέρομεν τονιερόν Αυγουστίνον, προ του 430 μ .Χ., ο οποίος θεωρεί ότι τελετουργοί της Εξομολόγησης είναι: «οι προϊστάμενοι των Εκκλησιών» (Ii qui praesunt ecclesiis. Enchiridion, C. LXV P.L. t. XL. col. 262).
2) Δεύτερον: συγκεκριμένα για την πρωτεύουσαν της Συρίας, την Αντιόχεια φαίνεται ότι οάγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, προ τού 407, επεφύλασσεν στον επίσκοπον το δικαΙωμα να ακροάται την Εξαγόρευση των αμαρτωλών (: Περί Ιερωσύνης, 1. III,C.VI,P.G. t XLVILcol. 644).
3) Την ίδια διδασκαλίαν και πρακτικήν βρίσκομεν τον 4οαιώνα και στο Μιλάνο, όπου οάγιος Αμβρόσιος, πριν το 397. διεκδικεί γιαμόνους τουςsacerdotes(=ιερείς) το δικαίωμα Άφεσης αμαρτιών (De Paenitentia, 1.1., C. II. Ν.7. P.L. t XVI. col. 468. ίδέ και 1,II,CII, col. 499).
4) Στη Μ. Ασίαν, όπου, άπ' τον γ' αιώνα ισχύει το σύστημα των τριών ή και τεσσάρων φάσεων στη διαδικασίαν της Μετανοίας υπάρχει ο «ιερεύς», πριν άπ' το 394 μ.Χ., και που φαίνεται ότι δεν είναι άλλος από τον επίσκοπον, κατά την κανονικήν επιστολήν τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης (καν. 6. P.G. t. XLVcol. 233).
5) Ο δεΜ. Βασίλειος, πριν το 379, θέλοντας να δηλώση τον αρμόδιον, που επιβλέπει τις ασκήσεις της Εξομολόγησης και που μπορεί και να τις συντέμνη, χρησιμοποιεί εκφράσεις που δηλώνουν οπωσδήποτε τον επίσκοπον: «Ο πιστευθείς παρά της του Θεού φιλανθρωπίας λύειν και δεσμείν» (Επιστ. CCXVII, can. 74, P.G. t. XXXII, col. 804).
6) Εξ άλλου, στην Ισπανίαν τού δ' αιώνα, οάγιος Πακιανόςτους μόνους Ιερουργούς τού μυστηρίου της Εξομολόγησης που γνωρίζει είναι οι sacerdotes Domini («Ιερείς τού Κυρίου»), για τους οποίους και λέγει: «ό,τι τελεί ο Θεός δια των ιερέων του, είναι ο ίδιος που το τελεί»(Epist. I., ad Sempronian urn , C.VI, P.L. t.XIII, col. 1057).
7) Αλλά και η διδασκαλία των Αποστόλων, έργον συριακής προέλευσης, χρονολογούμενον από τον γ' αιώνα, τον μόνον κριτήν συνείδησης, που γνωρίζει, είναι οεπίσκοπος(C. VII, μετ. Nau , εν Canoniste contemporain, avril 1901, σελ. 212213). Το ίδιον καθεστώς ίσχυεν εν Συρία και μέχρι τέλη τού δ' αιώνα, όπως μαρτυρούν οιΑποστολικές Διαταγές(1. II, C. XVI. P.G., t.i. col. 625).
8) Ο δεάγιος Κυπριανός, προ τού 258 μ.Χ., εννοεί τους επισκόπους σαν τους οικονόμους τού μυστηρίου της Εξομολόγησης, σ' ένα κείμενον όπου κάνει λόγο για την Εξομολόγηση την γινομένην εις τους sacerdotes (=τους ιερείς.) (De lapsis, C. XXIX, P.L. t. IV col. 489).
9) To ίδιον καθεστώς ίσχυεν και στην υπόλοιπον Αφρικήν: Έτσι, οΩριγένηςπ.χ., πριν το 253 μ.Χ., δηλώνει σαν ένα μέσο για άφεση των Αμαρτιών να ψάξης για φάρμακο «εις τον ιερέα τού Κυρίου, αφού τού ξεσκεπάσης το αμάρτημα σου» (Εις Λευίτ. Ομιλ. II,C. IV. P.G. t. XII, col. 418).
Εξ άλλου, ο ίδιος Ωριγένης δηλώνει καθαρά ότιόταν κανείς αμαρτήση, πρέπει να καταφυγή στον επίσκοπον. (Ομιλ. Χ εις Αριθμ. C.i, P.G. t. XII, col. 635).
10) Αλλά και προ του 220 μ.Χ., στην Καρχηδόνα, οΤερτυλλιανόςεπιφυλάσσει δια τον επίσκοπον την Εξουσίαν Άφεσης αμαρτιών (De pudicitia, C. XVIII, P.L. t. II, col. 1017).
11) Τέλος, εις την Αντιόχειαν, προ τού 115 μ.Χ., βλέπομεν ότι κατά τονάγιον Ιγνάτιοντο θεοφόρον, οι αμαρτάνοντες οφείλουν να απευθύνονται εις τον επίσκοπο για να πετύχουν την συγχώρηση των αμαρτιών τους: «εάν μετανοήσωσιν εις ενότητα Θεού και συνέδριον τού επισκόπου» (Προς Φιλ. C. VIII, P.G. t. V. col. 104).
VI
Συμπεράσματα υπό μορφήν επιλόγου:
Είδαμεν στο μετά χείρας τεύχος ότι καμία από τις θεωρίες του κ. Σπ. Φίλου δεν ευοδούται ούτε υποστηρίζεται από τα παρατεθέντα αρχαία κείμενα.
Ο κ. Σπ. Φίλος υποστηρίζει ότι δεν υπήρχεν πριν τον 13οναιώνα εξαγόρευση αμαρτημάτων και ότι δεν ήταν μυστηριακή αυτή πριν τον 16οναιώνα, δηλαδή ότι όταν τον 13οναιώνα άρχισε να εμφανίζεται στην ιστορίαν το φαινόμενον της Εξαγόρευσης αμαρτιών, δεν γινόταν με στόχον και σκοπόν την άφεσή των. Γκρεμίζεται αυτή η θεωρία του κ. Σπ. Φίλου, γιατί παντού και πάντοτε διαπιστώνομεν ότι η Εξαγόρευση των αμαρτιών γινόταν προς άφεσή των.
Έπειτα, ο κ. Σπ. Φίλος, υποστηρίζει, όπως ετονίσαμεν, ότι οι αμαρτάνοντες δεν εξωμολογούντο εις ιερείς, οι οποίοι, εξ άλλου, λέγει αυτός ο κύριος, δεν υπήρχον τότε. Άλλ' εμείς αποδείξαμεν ότι όχι απλά η προς Άφεση Εξαγόρευση γινόταν προς ιερείς, άλλ' ότι γινόταν αποκλειστικά και μόνον προς αυτούς.
Ιδού, ότι πάντοτε η Εξαγόρευση για Άφεση αμαρτιών γίνεται στον ιερέα-επίσκοπον και όχι σε λαϊκόν. Ο κ. Σπ. Φίλος ψάχνει , λέγει, να βρή αν μαρτυρήται ύπαρξη κληρικών (ιερέων-επισκόπων) στην ιστορίαν της αρχαίας Εκκλησίας, καθώς και πότε πρωτοεμφανίσθηκεν χριστιανός ιερέας (!), προκειμένου να δεχθή την τότε ύπαρξη μυστηριακής Εξομολόγησης, αφού, αν δεν υπήρχεν ιερέας, δεν ήταν δυνατόν κατ' αυτόν να υπάρχη μυστηριακή Εξομολόγηση.
Ορθός βέβαια αυτός ο συλλογισμός τού κ. Σπ. Φίλου, όμως τού γίνεται λαθεμένη χρήση. Αλλά, το έξυπνον πουλί πιάνεται από τη μύτη όπως λέγει ο λαός. Θα πρέπει, λοιπόν πάντως να ισχύη και το αντίστροφον στον συλλογισμόν τού κ. Σπ. Φίλου: Δηλαδή, για να υπάρχη ιερεύς, αρκεί να υπάρχη μυστηριακή Εξομολόγηση. Στο δε παρόν άρθρον αποδεικνύομεν ακριβώς αυτήν την ύπαρξη μυστηριακής Εξομολόγησης, άρα υπήρχαν μετά Χριστόν στην Εκκλησίαν ανέκαθεν ιερείς. Όπερ έδει δείξαι.
Κι' αυτό, διότι την ίδιαν την ημέραν της Ανάστασης έδωκεν ο Κύριος στους μαθητές και Αποστόλους του Εξουσίαν άφεσης ή κράτησης αμαρτιών και διότι, κατά την ομολογίαν τού ίδιου του κ. Σπ. Φίλου, η Εξουσία άφεσης αμαρτιών προϋποθέτει ιερωσύνην και ύπαρξη ιερέων. Άρα, ο κ. Σπ. Φίλος θα πρέπη να δεχθή ότι οι Απόστολοι ήσαν, μετά το Χριστόν, οι πρώτοι ιερείς εν τη χριστιανική Εκκλησία.
Παρ' όλα αυτά όμως δεν νομίζομεν ότι επείσαμεν τον κ. Σπ. Φίλον για το λόγον ότι αυτός δεν πείθεται με τίποτε, ούτε με τις ιστορικές μαρτυρίες, που κατά δεκάδες παραθέσαμεν, ούτε και με συλλογισμούς που σαν σωσίβιον του ρίχνομεν για να αρπαχθή και σωθή.
Η πλάνη είναι γλυκιά, γιατί είναι δαιμονική.
Πάντως, ένας ιερέας άσημος ίσως και ταπεινός και αγράμματος, αλλά φοβερός εις τους δαίμονάς σας περιμένει πάντα, κ. Σπ. Φίλε, εσάς τον σοφόν να του ανοίξετε τα φυλλοκάρδια σας, να του εκμυστηρευθήτε τον εσωτερικόν σας κόσμον,τού οποίου εσείς (?) μόνο κρατάτε το κλειδί. Θα ανοίξετε άραγε την καρδιάν σας μια μέραν; Τότε «χαρά γενήσεται εν ουρανώ επί ενί άμαρτωλώ μετανοούντι.»
Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος Φιλόλογος. Εκπαιδευτικός
ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Έτος 7ον, Τεύχος 40ον · ΜΑΪΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2005
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012
Read more:http://www.egolpion.net/mustiriaki_exomologisi.el.aspx#ixzz2jg7q6k2g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου