Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Η Ορθοδοξία ως Σκάνδαλον Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Η Ορθοδοξία ως Σκάνδαλον

Μέσα σε περίοδο σκανδάλων, κοινωνικών και εκκλησιαστικών, εορτάσθηκε από την Εκκλησία η εορτή της Ορθοδοξίας. Έγιναν πολλές αναλύσεις για την ορθόδοξη πίστη και ζωή και παρουσιάσθηκε από μερικούς η Ορθοδοξία ως μια θρησκεία και μια τέλεια θρησκευτική ιδεολογία που μπορεί να βοηθήση τον σύγχρονο άνθρωπο, ουσιαστικά για να κλεισθή ακόμη περισσότερο μέσα στην ατομικότητά του. Το ίδιο, άλλωστε, κάνουν όλες οι θρησκευτικές ιδεολογίες και όλες οι θρησκευτικές σέκτες.
Όμως, τελικά η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα σκάνδαλο, κυρίως για τον σύγχρονο άνθρωπο που θέλει να χρησιμοποιή κάθε ιδεολογία, ακόμη και την θρησκευτική, για ωφελιμιστικούς και χρησιμοθηρικούς σκοπούς.

Η λέξη σκάνδαλο δηλώνει την παγίδα και τον βρόχο που στήνεται από κάποιον εχθρό και μεταφορικά η λέξη σκάνδαλο σημαίνει τον πειρασμό, το πρόσκομμα. Με αυτήν την έννοια και η Ορθοδοξία είναι σκάνδαλο για όσους δεν γνωρίζουν το εσωτερικό της βάθος και την εσωτερική της πληρότητα, είναι και γίνεται παγίδα και βρόχος, πειρασμός και πρόσκομμα.

Είναι σκάνδαλο για όσους, επηρεασμένοι από την θρησκευτική και μυστικιστική παράδοση της Ανατολής, την εντάσσουν μέσα στις άλλες θρησκείες, προσπαθώντας να αποκομίσουν οφέλη θρησκευτικά και μυστικιστικά και αγνοούν ότι δεν πρόκειται για θρησκεία, αλλά για Εκκλησία, μια Θεανθρώπινη κοινωνία που απαλλάσσει τον άνθρωπο από την αρρώστια της Θρησκείας.

Είναι σκάνδαλο για όσους, επηρεασμένοι από τον σχολαστικισμό του Καθολικισμού και τον ηθικισμό του Προτεσταντισμού, θεωρούν ότι και αυτή έχει φιλοσοφικές – ιδεολογικές αλήθειες και ηθικό σύστημα για μια ευτυχισμένη ζωή, με την συμβατική έννοια του όρου, και αγνοούν ότι η Ορθοδοξία θεραπεύει το πυρήνα της προσωπικότητος του ανθρώπου.

Είναι σκάνδαλο για όσους την ερμηνεύουν μέσα από τα δυτικά πρότυπα της μεταφυσικής, του φεουδαλισμού, και γι’ αυτό την πολεμούν, όπως το έκαναν οι διαφωτιστές, οι ρομαντικοί και οι μοντερνιστές, αγνοώντας όμως ότι η Ορθοδοξία είναι αντιμεταφυσική στην βάση της και βρίσκεται στον αντίποδα του φεουδαλισμού, γι΄ αυτό και δεν την ενοχλούν τα βέλη των διαφόρων δυτικοευρωπαϊκών ρευμάτων, ούτε ποτέ στον χώρο της δημιουργήθηκαν τέτοια εχθρικά προς αυτήν ρεύματα. Και όσα υπάρχουν είναι μεταπρατικά.

Είναι σκάνδαλο για όσους θέλουν να επενδύσουν σε αυτήν τα πάθη τους, κυρίως την φιλοδοξία, την φιληδονία και την φιλαργυρία, και να την χρησιμοποιήσουν για κοινωνικούς και πολιτικούς σκοπούς και αγνοούν ότι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως είναι η μετατροπή της φιλαυτίας σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.

Είναι σκάνδαλο για όσους την χρησιμοποιούν για την συγκρότηση των ιδιοτύπων “ιερατείων” και “επισκοπάτων” και αγνοούν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ξένα όλα αυτά τα συστήματα που κάνουν λόγο για κληρικοκρατία και λαϊκοκρατία.

Είναι σκάνδαλο για όσους την θεωρούν ως μια οργάνωση ευσεβών ανθρώπων, γιατί αγνοούν ότι οι ομάδες των καθαρών, από τον μανιχαϊσμό μέχρι τις πολλές θρησκευτικές κινήσεις του Μεσσαίωνος, δεν έχουν καμμιά σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι χώρος των ειλικρινώς μετανοούντων, χωρίς συμφέροντα και ατομικούς σκοπούς.

Είναι σκάνδαλο για όσους την θέλουν ως ένα δεκανίκι του εθνικισμού και του καπιταλισμού, αγνοώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από την οικουμενικότητά της και την αγάπη της για τον άνθρωπο, “όπου γής”, κυρίως τον πονεμένο και βασανισμένο από κάθε τυραννική εξουσία.

Είναι σκάνδαλο για όσους την θεωρούν ως ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και ένα παράρτημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εκφραστή διαφόρων πολιτικών σχηματισμών, που είναι όμως αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, αγνοώντας ότι η Εκκλησία αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους σε όποια κόμματα κι αν βρίσκονται, όπως ακριβώς η κλώσσα σκεπάζει όλα τα πουλιά της, ανεξάρτητα από το χρώμα του καθενός.

Είναι σκάνδαλο για όσους ψάχνουν μέσα σε αυτήν σκάνδαλα ποικίλης μορφής και βαθμού, γιατί το δικό της σκάνδαλο είναι ότι αγαπά όλους και όλα και δεν θεωρεί τους άλλους ως εχθρούς. Δεν έχει εχθρούς.

Όποιος βλέπει την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από τέτοιες παραμορφωτικές διόπτρες σκανδαλίζεται μαζί της. Στην ουσία η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σκάνδαλο, όπως σκάνδαλο μπορεί να γίνη ο φωτεινός ήλιος, ο οποίος ανήκει σε όλους, τους φωτίζει και τους θερμαίνει, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον ιδιοποιηθή και να τον αντικρύση κατάματα, γιατί θα τυφλωθή.

Όποιος θέλει να μάθη την φωτεινότητα και την θαλπωρή της Ορθοδοξίας, μπορεί να διαβάση τα κείμενα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, καθώς επίσης και το ωραίο βιβλίο του Vladimir Lossky “Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας”. Κι αν δεν έχει χρόνο και τρόπο να διαβάση τέτοια κείμενα, τότε ας χαρή το περίφημο βιβλίο που λέγεται “Γεροντικόν”, αλλά και τα έργα του Ντοστογιέφσκυ και του Παπαδιαμάντη, όπου θα βρη τους ταπεινούς εκφραστές της Ορθοδόξου Παραδόσεως που τραγουδούν “τά τραγούδια του Θεού”, που ζουν ταπεινά στον χώρο της Εκκλησίας, χωρίς φανφάρες, ταρτουφισμούς, βερμπαλισμούς και θεατρινισμούς, που μετανοούν και αισθάνονται την Ορθόδοξη Εκκλησία όχι ως ένα στοχαστικό χώρο, ούτε ως ένα κοινωνικό και ηθικό σύστημα, αλλά ως μια κοινότητα ταπεινών και εξαγιασμένων ανθρώπων, ως ένα πνευματικό νοσοκομείο που προσφέρει λάδι και κρασί για να γιάνουν οι πληγές τους. Αυτό το συναντούσε κανείς στον π. Παΐσιο, τον π. Πορφύριο, τον π. Ιάκωβο, τον π. Εφραίμ, τον π. Σωφρόνιο.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ζωή για τους παραπάνω, αλλά σκάνδαλο για τους δοκησίσοφους, τους θρησκευομένους, τους ταρτούφους, τους παντός είδους καθαρούς και εκμεταλλευτές, αλλά και αυτούς που θέλουν να την μετατρέψουν σε κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό σύστημα, ακριβώς γιατί κανένα Κράτος δεν μπορεί να γίνη και να είναι Χριστιανικό, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να γίνη ορθόδοξο. Και όπου επιχειρήθηκε να γίνη απέτυχε.

Αυτά είναι τα πραγματικά σκάνδαλα στην Εκκλησία. Και όσοι έχουν εσφαλμένες αντιλήψεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σκανδαλίζοντες ή σκανδαλιζόμενοι, που κι αυτοί τελικά δέχονται την αγάπη της και την θαλπωρή της, γιατί η Εκκλησία είναι μάνα και όχι σύστημα, είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει πληγές και όχι σύστημα που εγκλωβίζει και σκοτώνει με τις απρόσωπες ιδεολογίες.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο “χώρος” όπου ακούγονται και βιώνονται, όπως θα έλεγε και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, “οι των θείων ερώτων ύμνοι”. Και όποιος τελικά αντέχει. Για τους άλλους είναι σκάνδαλο και μωρία.

Από την ιστοσελίδα: http://www.parembasis.gr/
Απρίλιος 2005

Ο Γέροντας Σωφρόνιος Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Ο γέροντας ΣωφρόνιοςΟ γέροντας Σωφρόνιος

Γνώρισα τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο στην Αγγλία το 1976. Πήγαινα, όπως γνωρίζετε όλοι σας, κάθε καλοκαίρι στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ Αγγλίας, όπου ασκείτο ο αείμνηστος Γέροντας και προσπαθούσα να μυηθώ από εκείνον στα ενδότερα της πνευματικής ζωής, στα ενδότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν κατόρθωσα, βέβαια, πολλά πράγματα και αυτό δεν οφείλεται στον Γέροντα, αλλά στην δική μου κατάσταση.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε πράγματι μια μεγάλη ορμή προς τον Θεό, είχε μια διαρκή θεία έμπνευση. Συνέταξε δε μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα μια προσευχή, την οποία υπέδειξε σε όσους συνδέονταν μαζί του να την διαβάζουν κάθε πρωί μετά την έγερση τους από τον ύπνο. Έλεγε μάλιστα ότι, όταν ο άν­θρωπος διαβάζη κάθε πρωί αυτήν την προσευχή, τότε πολύ σύν­τομα θα δη να αλλάζη ολόκληρη η ζωή του. Πριν, όμως, προχωρήσω στην ανάλυση αυτής της προσευχής, θα ήθελα να πω εισαγωγικά κάτι γύρω από την μεγάλη αύτη πατερική φυ­σιογνωμία των ήμερων μας.

Ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος έγραψε μερικά βιβλία, τα όποια έχουν διαδοθή ευρέως και τα διαβάζουν πολλοί άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως και πολλοί από σας.

Είναι κλασσικό το βιβλίο πού αναφέρεται στον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, για το όποιο κάποιος μεγάλος θεολόγος των ήμερων μας είπε: «τέτοια βιβλία γράφονται ένα κάθε εκατό χρόνια». Είναι ένα βιβλίο πού περιγράφει μια έντονη πνευμα­τική ζωή, ένα βιβλίο πού είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου εκ­κλησιαστικής ζωής, ένα βιβλίο το όποιο είναι, θα λέγαμε, μια σύντμηση της νηπτικής ησυχαστικής μας παραδόσεως, μια πε­ρίληψη της «Φιλοκαλίας».

Ένα άλλο βιβλίο, το όποιο κυκλοφόρησε λίγο πριν κοιμηθή ο Γέροντας Σωφρόνιος, είναι το υπέροχο βιβλίο με τίτλο

«Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν» πού ίσως δυσκολεύεται κα­νείς και να το καταλάβη στο βάθος του, αν δεν έχη ορθόδοξες προϋποθέσεις. Μέσα στο βιβλίο αυτό ό Γέροντας Σωφρόνιος πα­ρουσιάζει όλη την θεολογία του περί οράσεως του Θεού «εν ακτίστω φωτί», αλλά εκθέτει και τις προϋποθέσεις για να φθάση κανείς στο ύψος αυτό της πνευματικής ζωής. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα του μπορεί να διαπίστωση ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν θεολόγος του ακτίστου Φωτός, όπως επίσης ήταν και ο θεολόγος της υποστάσεως, γιατί μιλούσε συνέχεια για την υπόσταση του Θεού και την υπόσταση του άνθρωπου. Και το σημαντικό είναι ότι το βιβλίο αυτό είναι μια πνευματική αυτοβιογραφία του.

Έκτος από τα δύο αυτά βιβλία έγραψε και άλλα όπως: «Περί προσευχής», «Άσκησις και Θεωρία», «Η ζωή Του, ζωή μου».

Εκείνο πού συνήθιζε ο Γέροντας να λέγη συχνά είναι κάτι πού αποτελεί την βάση της πνευματικής ζωής. Έλεγε: «Για να είναι κανείς Χριστιανός, πρέπει να είναι καλλιτέχνης». Παρο­μοίαζε τον Χριστιανό με έναν καλλιτέχνη.

Είναι γνωστόν ότι οι καλλιτέχνες (ποιητές, λογοτέχνες, ζω­γράφοι) έχουν έμπνευση, έχουν αγάπη γι' αυτό πού κάνουν, το μυαλό τους είναι γεμάτο από ιδέες, εικόνες, ακούσματα. Συνεπώς, μέρα και νύχτα, όταν θέλουν να δημιουργήσουν κάτι, το σκέφτονται, γεμίζει όλη η ύπαρξη τους από το αντικείμενο, το όποιο τους απασχολεί. Στην συνέχεια οι καλλιτέχνες έχουν μεγάλο πόθο να εκφράσουν αυτό πού συνέλαβαν και ισχυρό πόνο να το διατυπώσουν αυθεντικά και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, γεννούν μέσα από την ύπαρξη τους τα καλλιτεχνήματα τους. Και όταν ακόμη προσπαθούν να το περιγράψουν, πάλι αι­σθάνονται έναν πόνο, γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν πραγματοποιήσει τον αρχικό σκοπό τους, δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν και να εκφράσουν όλον τον ωκεανό των αισθημάτων και του πόθου πού είχαν μέσα τους.

Έτσι πρέπει να είναι και να ζη ο Χριστιανός. Το να είναι κανείς Χριστιανός σημαίνει να είναι καλλιτέχνης, πρέπει να έχη

μέσα του έναν πόθο, να έχη, όπως έλεγε ο άγιος Γέροντας, μια θανατηφόρα δίψα, μια θανατηφόρα ορμή προς τον Θεό και να μη συμβιβάζεται με τους συμβιβασμούς. Διότι, έφ' όσον ο άν­θρωπος είναι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού, έχει μέσα του αυτήν την λεγόμενη εντελέχεια, την υποστατική αρχή, οδη­γείται δι' αυτού του τρόπου προς το τέλος, θέλει να ομοιάση με τον Θεό, θέλει αυτό πού είναι ο Θεός κατ' ουσία να γίνη και αυτός κατά μετουσία. Έτσι έχει αυτή την ορμή και την θανατηφόρα δίψα.

Μια από τις βασικές διδασκαλίες του Γέροντος Σωφρονίου, όπως ερμηνεύει ο στενός μαθητής του και καλός υποτακτικός του Αρχιμ. π. Ζαχαρίας, ήταν ότι ο άνθρωπος πρέπει από το ψυχολογικό επίπεδο, στο όποιο δυστυχώς περικλείεται, να ανέρ­χεται στο οντολογικό επίπεδο, το όποιο ονομάζεται και πνευμα­τικό επίπεδο.

Όταν ο Αδάμ δημιουργήθηκε από τον Θεό, βρισκόταν σε μια κατάσταση θεωρίας, είχε φωτισμό νοός, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είχε αδιάλειπτη εσωτερική προ­σευχή πού ήταν ένας βαθμός θεωρίας Θεού. Δεν είχε φθάσει στον σκοπό για τον όποιο δημιουργήθηκε, αλλά πάντως είχε λάβει την αρχή για να οδηγηθή προς την τελεία και σταθερή θέωση. Όμως, μετά την παράβαση του Αδάμ και της Εύας, ο άνθρωπος από το οντολογικό - πνευματικό επίπεδο περιέπεσε σ' ένα ψυχολογικό επίπεδο, σ' ένα επίπεδο αισθήσεων και ασχο­λείται συνεχώς με τις αισθήσεις, με τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων και με τα ψυχολογικά θέματα. Αυτό ση­μαίνει ότι ο άνθρωπος ενδιαφέρεται για το τι λένε οι άλλοι γι' αυτόν και αγωνίζεται να ικανοποίηση την γνώμη των ανθρώπων και έτσι παλεύει και αγωνίζεται διαρκώς με τους ανθρώπους.

Γι' αυτό έλεγε ο Γέροντας Σωφρόνιος ότι τώρα ο άνθρωπος θα πρέπη με την Χάρη του Θεού να ανέλθη από το ψυχολο­γικό επίπεδο στο οντολογικό-πνευματικό επίπεδο. Και αυτό επι­τυγχάνεται με την μετάνοια, και μάλιστα την αληθινή μετάνοια.

Τελικά  πρέπει να  αντιληφθούμε  ότι  η  αμαρτία  δεν  είναι απλώς η άρνηση του Θεού, δεν είναι απλώς η ανυπακοή στο θέλημα του Θεού, αλλά είναι η διακοπή των σχέσεων μας με τον Θεό, η ασθένεια όλων των δυνάμεων ψυχής και σώματος. Έτσι, η πτώση και η αμαρτία συνίσταται στην παρά φύση ενέρ­γεια των δυνάμεων της ψυχής με συνέπειες στο σώμα. Όποτε στην συνέχεια ο άνθρωπος πρέπει να έπανέλθη στην κατά φύση και υπέρ φύση κίνηση και ενέργεια των δυνάμεων της ψυχής. Με την μετάνοια, πού είναι ενέργεια του Θεού και συνεργεία του ανθρώπου, επιτυγχάνεται η αντίστροφος προς την αμαρτία κίνηση και πορεία πού είναι η ανάβαση του ανθρώπου από το ψυχολογικό επίπεδο, το επίπεδο των αισθήσεων, στο οντολογικό-πνευματικό επίπεδο.

Αυτή η άνοδος επιτυγχάνεται με δύο τρόπους, κατά την δι­δασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, όπως την αναλύει ο Αρχιμ. π. Ζαχαρίας.

Ο πρώτος τρόπος είναι ο ασκητικός. Πρόκειται για μια προ­σπάθεια του ανθρώπου να τηρή το θέλημα του Θεού και να ασκήται στην ζωή του. Είναι, θα λέγαμε, ένας δρόμος πού εμπνέεται περισσότερο από έναν λεγόμενο ψυχολογικό παρά­γοντα. Δηλαδή, ο άνθρωπος αγωνίζεται να ύποβάλλη το «πνεύμα» του στην κρίση του Θεού και να τηρή τις εντολές Του. Έχει μπροστά του ένα όραμα και λέει: «τι θέλει ο Θεός να κάνω στην ζωή μου;». Και αυτό αγωνίζεται να κάνη. Αυτό δηλώνει τον ασκητικό τρόπο ζωής. Είναι η άσκηση, η προσπάθεια να τηρή κανείς το θέλημα του Θεού στην ζωή του.

Ο δεύτερος τρόπος είναι ο χαρισματικός. Δηλαδή, ενεργεί το Αγιον Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο και τότε ό άνθρωπος εν Αγίω Πνεύματι βλέπει την εσωτερική του ακαταστασία, βλέπει τα πάθη τα όποια υπάρχουν μέσα του. Όπως οι ακτίνες Χ διαερνούν το σώμα του ανθρώπου και φανερώνουν την εσωτερική κατάσταση του σώματος, την κεκρυμμένη από τα βλέμματα των ανθρώπων ασθένεια, έτσι, και πολύ περισσότερο, η Χάρη του Αγίου Τριαδικού Θεού έρχεται μέσα στην ύπαρξη του άνθρωπου και τότε αποκαλύπτεται η πενία του, η πνευματική του φτώχεια και αρχίζει ο άνθρωπος να μετανοή. Σε αυτήν την κατά­σταση ο άνθρωπος ουναισθάνεται την αμαρτία πού έχει διαπράξει και διακατέχεται από ακατάσχετη μετάνοια, από ένα άσβεστο μίσος για την αμαρτία και μια ορμή επιστροφής προς τον Θεό και κοινωνίας μαζί Του. Αυτό συνιστά τον λεγόμενο χαρισματικό τρόπο ζωής. Δηλαδή αισθάνεται μέσα του την ενέρ­γεια του Αγίου Πνεύματος και αυτό του δημιουργεί πνευματική έμπνευση, πνευματική ηδονή, έρωτα προς τον Θεό, πόθο για συνάντηση μαζί Του.

Εάν αυτό γίνεται στα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο γίνεται στα πνευματικά θέματα. Όταν μειώνεται αυτός ο βαθμός της μεγάλης αγάπης για τον Θεό, τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την πεπτωκυία του κατάσταση και αρχίζει και πάλι να μετανοή. Γι' αυτό, έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας, θα πρέπη από το ψυχολο­γικό επίπεδο συνεχώς να αγωνιζόμαστε να ανεβαίνουμε στο οντολογικό και πνευματικό επίπεδο.

Ο ίδιος, όπως τον γνώρισα, ήταν άνθρωπος της βαθύτατης μετάνοιας, της βαθύτατης αυτομεμψίας, είχε βαθειά αίσθηση του εαυτού του, ακόμη και τότε πού έφθανε στην θεωρία του Θεού και έβλεπε τον Θεό ως Φως. Γιατί εκείνος πού φθάνει, όπως έλεγε ο Αββάς Δωρόθεος, στην πνευματική κατάσταση να βλέπη τον Θεό ως Φως, αισθάνεται, κατά τον λόγο του Προφήτου Ησαΐα, ότι είναι «τάλας», ταλαίπωρος, και βλέπει ότι είναι χώμα και στάχτη, κατά τον λόγο του Αβραάμ «εγώ ειμί γη και σποδός». Αυτόν τον χαρισματικό τρόπο ζωής ζούσε και ο Γέ­ροντας Σωφρόνιος. Γι' αυτό στο τέλος της ζωής του, λίγες ώρες πριν η ψυχή του αφήση το σώμα, είπε έναν περίφημο λόγο -φθάνει κανείς να ζήση σε αυτήν την ζωή για να πή και μόνον ένα λόγο- «Όλα τα έχω πει στον Θεό. Τελείωσα ό,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω». Είχε τέτοιον πόθο μέσα του, αλλά και τέτοια αίσθηση ότι η μετάνοια του έφθασε στο αποκορύ­φωμα της χαρισματικής καταστάσεως, ώστε μπορούσε να φυγή για την άλλη ζωή, για να συνάντηση τον Θεό και να γίνη αυτή η συνάντηση Παράδεισος και αιώνια ζωή.

Άλλα και προς το τέλος της ζωής του, λίγο πριν πεθάνη, έκανε και κάτι άλλο. Έστειλε επιστολή στον Οικουμενικό Πα­τριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με την οποία του ανακοίνωνε ότι έφευγε για τον ουρανό και τον ευχαριστούσε, αλλά και τον ευ­γνωμονούσε για ό,τι έκανε για εκείνον και την αδελφότητα του. Και στο τέλος του γράμματος ζητούσε την ευλογία του Πα­τριάρχη -διότι το Μοναστήρι του ανήκει στο Οικουμενικό Πα­τριαρχείο- για να απέλθη «προς το ποθούμενον Φως της του Χριστού Αναστάσεως». Ένας άγιος πού έζησε στην έρημο του Αγίου Όρους με βαθύτατη μετάνοια, πού είχε μεγάλες εμπει­ρίες προσευχής, αισθάνθηκε την ανάγκη στο τέλος της ζωής του να ζήτηση την ευλογία του Επισκόπου του, του Οικουμενικού Πατριάρχη, για να φθάση και να απόλαυση το ποθούμενον φως της Αναστάσεως.

Έτσι, ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε μια ζωή χαρισματική, ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, κι αυτό το αισθανόταν κα­νείς, όταν τον πλησίαζε. Άλλωστε αυτό φαίνεται και στα γραπτά του, αλλά κυρίως, όταν τον πλησίαζε κανείς, έβλεπε την πνευματική κατάσταση την οποία ζούσε.

Πολλές φορές ομιλούσε για την έμπνευση. Είπα προηγουμένως ότι έλεγε ότι το να είναι κανείς Χριστιανός πρέπει να είναι καλ­λιτέχνης. Δεν μπορεί να είναι Χριστιανός, αν δεν είναι καλλιτέ­χνης, αν δεν έχη την έφεση και τον πόθο για τον Θεό. Έλεγε κάποτε στους μαθητές του: «Δεν μπορούμε να ζήσουμε χριστια­νικά χωρίς έμπνευση. Αν κάποιος καλλιτέχνης, κάποιος αληθινός καλλιτέχνης ζή μέρα και νύχτα με τις εικόνες της τέχνης τον, τότε εμείς οι Χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί, οφείλουμε να υπερβούμε τις προσπάθειες του καλλιτέχνη, για να ζήσουμε σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου».

Ενθυμούμαι πολλές φορές, όταν πηγαίναμε και του λέγαμε τα προβλήματα μας και μας έβλεπε να είμαστε πεσμένοι πνευ­ματικά, στενοχωρημένοι, ένδειξη ότι δεν είχαμε προσευχή, έλεγε: «Έχασες την έμπνευση σου». Γιατί; Διότι ήξερε, ότι «το σημαντι­κότερο στη ζωή τώρα είναι να εμπνέη ο Θεός τον αγώνα σας για την σωτηρία. Όταν δίνεται από τον Θεό η έμπνευση όλη ή ζωή γεμίζει με φως και χαρά. Δεν παρατηρούμε τότε τις λεπτο­μέρειες της ζωής μας». Αλλά και δεν απογοητευόμαστε από τις λεπτομέρειες. Εκείνος πού έχει αγάπη δεν εξετάζει λεπτομέρειες στην ζωή του. Ένας ερωτευμένος για παράδειγμα δεν ασχο­λείται με τις λεπτομέρειες, δεν τον ενδιαφέρουν οι απειλές του πατέρα του -αν δηλαδή θα παντρευθή αυτήν θα τον αποκληρώση- δεν τον ενδιαφέρει η περιουσία, αφού εκείνος εμπνέεται από αυτήν την αγάπη. Εάν αυτά γίνωνται για τα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο ισχύουν στα υπερανθρώπινα. Έτσι, όταν έχουμε έμπνευση, δεν παρατηρούμε διάφορες λεπτομέρειες στην ζωή μας.

Σ' ένα άλλο σημείο έλεγε ο Γέροντας: «Για να μη χάσετε την ευλογία πού σας έδωσε ο Θεός αγωνίζεσθε να αφομοιώνετε κάθε σκέψη πού σας εμπνέει και να διώχνετε κάθε λογισμό πού σας φονεύει». Μια πολύ μικρή πρόταση, πού δείχνει την ουσία της πνευματικής ζωής. Εάν, δηλαδή, ο Θεός στέλνη μια καλή σκέψη πού μας γεμίζει χαρά, εκεί ακριβώς πρέπει να επιμένουμε για να την αφομοιώσουμε, να την κάνουμε τροφή, αίμα και ζωή, και, εάν έρχεται μια σκέψη πού μας φονεύει, μας εξαφα­νίζει, μας ρίχνει στην απόγνωση, στην απελπισία, θα πρέπη να την αποδιώκουμε τάχιστα. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι διαρκώς εμπνευσμένος, να έχη την έμπνευση του Θεού.

Από το βιβλίο του «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου - 2007 

Στοχαστικός τρόπος θεολογίας Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Στοχαστικός τρόπος θεολογίας

Μελετώντας κανείς τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση της ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Πατέρες δια μέσου των αιώνων.

Είναι χαρακτηριστική η αρχή της προς Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ ἐσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α , 1).

Έτσι, οι Άγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν την εμπειρία τους σε όρους για να την διαφυλάξουν από την αίρεση και την διαστρέβλωση.

Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο της παραδόσεώς μας και δεν μπορεί κανείς να τα κλονίση χωρίς να χάση τον δρόμο προς την σωτηρία του.

Είναι σημαντική η φράση της ησυχαστικής Συνόδου του 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

Οι Άγιοι δεν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους, την αποκάλυψη την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν την προοπτική όχι μόνον δεν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς το θεμέλιο της σωτηρίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος για την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β Κορ. ιβ , 1-4), λέγει ότι αυτά τα ρήματα είναι οι ελλάμψεις της ακτίστου δόξης του Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δεν μπορούν να εκφρασθούν τελείως από αυτούς που δέχονται την εμπειρία της αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ το μέτρο της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας για το θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στους Αγίους με άρρητα ρήματα και οι Άγιοι την εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να διδάξουν τους ανθρώπους, προκειμένου να βαδίσουν τον δρόμο της σωτηρίας τους.

Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη του Θεού μεταφέρεται με όρους κάθε εποχής, από τους φορείς της Αποκαλύψεως, τους πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν... ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον».

Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό, αναγνωρίζουν και σέβονται τους προγενεστέρους θεόπτες και αποδέχονται τους όρους που εκείνοι χρησιμοποίησαν.

Επομένως, εκείνοι που μπορούν να κάνουν, αν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν την ίδια παράδοση με τους προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σε αυτούς τους «πείρα μεμυημένους» και καθοδήγηση από αυτούς.

Στον «Αγιορειτικό Τόμο», που είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γράφεται ότι τα δόγματα τα γνωρίζουν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», οι οποίοι απαρνήθηκαν τα χρήματα, την δόξα των ανθρώπων και τις κακές ηδονές του σώματος, για χάρη της ευαγγελικής ζωής· βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή τους σε εκείνους που έχουν προχωρήσει στην κατά Χριστόν ηλικία, και αφού έζησαν τον ιερό ησυχασμό με προσευχή, ενώθηκαν με τον Θεό με μυστική ένωση μαζί Του και έτσι «τα υπέρ νουν εμυήθησαν».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας που έχουν τις δυνατότητες να διατυπώσουν την θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που ενώνονται με τους πρώτους «τη προς τους τοιούτους αιδοί και πίστει και στοργή».

Άλλος τρόπος θεολογίας δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έξω από αυτήν την θεολογία υπάρχει ο στοχασμός, η συνθηματολογία και ο λαϊκισμός.Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπη «την νυν γλωσσαλγίαν και τους αυθημερινούς σοφούς και τους χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στο να θέλουν να είναι σοφοί, λέγει: «ποθώ την ανωτάτην φιλοσοφίαν και σταθμόν έσχατον ζητώ, κατά τον Ιερεμίαν, και εμαυτώ μόνω συγγενέσθαι βούλομαι». Πράγματι, σήμερα μας καταλαμβάνει θλίψη, γιατί η εποχή μας γέμισε από «αυτοχειροτονήτους θεολόγους» που διδάσκουν Κληρικούς και λαϊκούς και δημιουργούν σύγχυση στον λαό.

Αυτά τα εισαγωγικά είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν όσα θα ακολουθήσουν.

1. «Παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία

Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός για την Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία με την δυτική σχολαστική θεολογία στα πρόσωπα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ.

Στον διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς και εκφραστής ολοκλήρου της θεολογίας της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή του, αφού εξέφρασε την διδασκαλία των Αποστόλων, των Αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.α. Σε όλη αυτήν την περίοδο η θεολογία της Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σε μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι' αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός και νέος θεολόγος.

Έτσι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπορεί να θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εκφράσθηκε από αυτόν. Το ίδιο παρατηρούμε και με την διδασκαλία όλων των Αγίων.

Συνήθως, οι απόψεις των αιρετικών λάμβαναν την ονομασία από το πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ως «γρηγοριανή», του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Το ίδιο και θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.

Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δε ότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με έναν σκωπτικό χαρακτήρα, για να υποτιμηθή και να θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από την θεολογία της Εκκλησίας. Υπήρχαν δε και θεολόγοι οι οποίοι στο παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά για την όλη ησυχαστική παράδοση που εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Στην συνέχεια εμφανίσθηκε και ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και επανερμηνείας της θεολογίας του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μια αλλοίωση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Για παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά για την σχέση και διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός για την προσωπική μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πως μπορεί να ομιλή κάποιος επιστήμονας για μια θεωρία, όταν απορρίπτη την πράξη, η οποία την επιβεβαιώνει; Αυτό είναι και αντιεπιστημονικό. Γι' αυτό κατά την «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι που δεν δέχονται την ησυχαστική παράδοση την οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».

Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν την νοοτροπία, λόγω της ενασχολήσεώς μου με το έργο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γι' αυτό, όταν θέλησα να αναλύσω την διδασκαλία του και να καταγράψω τα πολυχρόνια συμπεράσματά μου, το έκανα επί τη βάσει της ζωής των εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν την ίδια ησυχαστική παράδοση και εμπειρία που είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και είχε βιώσει στο Άγιον Όρος.

Έτσι το έργο το οποίο συνέγραψα έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια μερικών κύκλων που επέμεναν να ερμηνεύουν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με έναν στοχαστικό, σχολαστικό και φιλοσοφικό τρόπο. Δεν μπορεί, όμως, να δη κανείς την ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τον χώρο που βιώθηκε και είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.

Επομένως, οι όροι «παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως και είναι επικίνδυνοι για τα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.

2. Νεοπατερική και μεταπατερική «θεολογία»

Το προηγούμενο παράδειγμα δείχνει πως ενεργούν και συμπεριφέρονται σύγχρονοι θεολόγοι σχετικά με την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Έχω συζητήσει με ορθόδοξο καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σε Πανεπιστήμιο του Εξωτερικού και έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, και ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο, οπότε πρέπει να απομακρύνουμε τα σύννεφα για να φωτισθούμε απευθείας από τον Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη. 

Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σε αυτήν την προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία. Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική– με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πως θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα.

Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση η τουλάχιστον την προσεγγίζουν.

Στην συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος, μεταπατερική θεολογία, αφού θεωρείται ότι δεν μας χρειάζονται πια οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σε άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», και, επομένως, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εποχή μας.

Νομίζω ότι η νεοπατερική και μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μια άποψη, σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία είχε αξία για την εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία και η θεολογία των συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει και την πατερική και την σχολαστική θεολογία.

Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής.

Οπότε, δεν υπάρχει εμβάθυνση στην αλήθεια με την πάροδο του χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση της Αληθείας, αλλά η Εκκλησία την «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια την διατυπώνει ανάλογα με τα προβλήματα της εποχής.

Στην εμφάνιση της λεγομένης νεοπατερικής και μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι που εργάσθηκαν στον δυτικό χώρο, με κέντρο το Παρίσι. Ήλθαν σε διάλογο με την δυτική σκέψη και προσπάθησαν να απαντήσουν στα προβλήματα που συνάντησαν.

Χρεωστούμε πολλά σε αυτούς τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα τον Βλαδίμηρο Λόσκυ, που έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα τους λεγομένους νηπτικούς.

Αλλ' όμως μεταξύ αυτών των θεολόγων υπάρχουν και μερικοί που εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας. Θα μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.

Γίνεται λόγος για έναν οικουμενισμό που «θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις λεκτικές διαμάχες για να θεμελιωθεί πάνω σε έναν πειραματικό ρεαλισμό της σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα και έννοιες, που τελικά δεν είναι παρά ίχνη, μέσα στο σφαιρικό βίωμα της Εκκλησίας, μέσα σε ο,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».

Συνδέεται ο φανατισμός με την «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί αν όχι το σπέρμα του, τουλάχιστον το χώμα όπου καλλιεργείται» και γι' αυτό γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση μιας οικίας «με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία», μέσα στην οποία θα χωρούν όλοι. Και όσοι δεν θέλουν να εργασθούν για την κατασκευή μιας τέτοιας οικίας, θα πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ το «κλειδί» της οικίας είναι ο,τι καλύτερο έχει ο άλλος και εκείνα που μας ενώνουν.

Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να επιχειρηθή «μια καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε να εργασθούμε πολύ με την προοπτική αυτής της συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά να φιλονικούμε μεταξύ μας».

Τέτοιες «μεταπατερικές και συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπρατικό» στην Ελλάδα και τίθενται είτε σε αντιπαράθεση προς τους Πατέρες που θεωρούνται «μουσεία» του παρελθόντος, είτε με αυτές παρερμηνεύονται τα πατερικά χωρία για να ενταχθούν στην νέα νοοτροπία.

Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός και η προοπτική της μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας, που είναι πολύ επικίνδυνη για την Ορθόδοξη Εκκλησία και οδηγεί σε έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στον τρόπο ζωής, αλλά και στην έκφραση της πίστεως. Αμφισβητείται με αυτό στην πραγματικότητα η οριοθέτηση της πίστεως, την οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.

3. Οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων και οι ζωντανοί οργανισμοί

Όλοι μας πρέπει να αποδεχθούμε την βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία θεώσεως και, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες και όχι οι Πατέρες την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή και σε κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».

Όμως, «οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί» δεν διαφοροποιούνται καθόλου από τους προγενεστέρους Πατέρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που έζησε τον 8ο αιώνα, μιλώντας για την Θεοτόκο και επαναλαμβάνοντας τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την αγίαν Παρθένον, χωρίς εστι της θεότητος», γράφει: «Ουκ εμός ο λόγος, και εμός ο λόγος· κλήρον γαρ τούτον εκ θεολόγου πατρός Γρηγορίου θεολογικωτάτου δέδεγμαι».

Δηλαδή, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν θεωρεί δικό του τον λόγο, αφού τον παρέλαβε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που έζησε τέσσερεις αιώνες πριν από αυτόν, αλλά, συγχρόνως, θεωρεί ότι είναι και δικός του λόγος, επειδή πρόκειται για κληρονομιά –«κλήρον θεολογικώτατον»– την οποία παρέλαβε «εκ θεολόγου πατρός» και την επαλήθευσε. Όσοι θέλουν να είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται την διδασκαλία τους, τους καθιστούν πατέρες τους και κληρονομούν δια της πνευματικής γεννήσεως και τον λόγο και τον τρόπο της ενθέου ζωής τους.

Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από το παρελθόν σε κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά από ζωντανούς και όχι νεκρούς γονείς, έτσι και η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς και όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφερόμενος στην έλλαμψη των άνω αγγελικών δυνάμεων από τον Θεό «κατά τάξιν», δηλαδή από «της πρώτης ταξιαρχίας επί την δευτέραν και από ταύτης επί την ετέραν και καθεξής», λέγει ότι το ίδιο γίνεται και με τους Αγίους. «Από γαρ των προλαβόντων αγίων οι κατά γενεάν και γενεάν δια της των εντολών του Θεού εργασίας ερχόμενοι άγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ομοίως εκείνοις ελλάμπονται». Κολλά κανείς στους προηγηθέντες Αγίους με την εργασία των εντολών του Θεού και ελλάμπεται όπως εκείνοι. Έτσι δημιουργείται μια διαχρονική αλυσίδα και κάθε κόμβος συνδέεται με τους άλλους με την πίστη, τα έργα και την αγάπη.

Με αυτήν την πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. ε , 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ και Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα δια του Ευαγγελίου, δηλαδή δια της εφαρμογής των εντολών του Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.

Όποιος ζη την ίδια παράδοση, εφαρμόζει τις ευαγγελικές εντολές στην ζωή του, αγωνίζεται εναντίον των παθών του για να αποκτήση μέθεξη του Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία και με τους άλλους Αγίους που έζησαν πριν από αυτόν και ανήκει στην ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος των Πατέρων που υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν· ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».

Στην βιβλικοπατερική παράδοση υπάρχει διαφορά μεταξύ Προφητών-θεοπτών-θεολόγων και στοχαστών, ανάλογα με την διαφορά που υπάρχει μεταξύ προφητείας και στοχασμού. Ο Προφήτης Ησαΐας διαλαλεί: «Ιδού δη ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ αφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ ισχύοντα και ισχύουσαν ... και προφήτην και στοχαστήν» (Ησ. γ , 1-2).

Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτό το χωρίο κάνει την διάκριση μεταξύ στοχαστού και προφήτου. «Ενταύθά μοι δοκεί λέγειν στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι, και απ' αυτής των πραγμάτων της πείρας», ενώ η προφητεία είναι έμπνευση του Αγίου Πνεύματος στους Προφήτες. «Έτερον μεν γαρ στοχασμός, και προφητεία άλλο· ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων, ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων, και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλά των μελλόντων προορά, ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν». Και συμπεραίνει: «Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου, και τοσούτον, όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας χάριτος το διάφορον». Και για να τεκμηριώση αυτήν την διάκριση χρησιμοποιεί την διαφορά μεταξύ του βασιλέως Σολομώντος και του Προφήτου Ελισσαίου. 

Ο Χριστός διακήρυξε στους συγχρόνους Του: «ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού λέγοντος, εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ , 31-32). Ο Θεός για μας τους Ορθοδόξους δεν είναι μια αφηρημένη έννοια ούτε μια ιδεολογία, αλλά Αυτός που αναπαύεται σε ζώντας οργανισμούς, στους Αγίους, κατά την λειτουργική προσευχή: «Ο Θεός ο άγιος, ο εν αγίοις αναπαυόμενος...» και κατά τον ύμνο «ο Θεός των Πατέρων ημών». Επομένως, ο Θεός μας δεν είναι Θεός των στοχαστών και φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων (όχι των μεταπατέρων), ο Θεός των ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε εποχή.

Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι "αποστολική", αλλά είναι επίσης και "πατερική". Ουσιαστικώς είναι "η Εκκλησία των αγίων Πατέρων". Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι "πατερική", είναι αληθώς και "αποστολική"».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι στην εποχή μας ύστερα από τόσες μελέτες «είμεθα διατεθειμένοι να παραδεχθώμεν το αιώνιον κύρος των "Πατέρων"», καθώς επίσης ότι η Εκκλησία δεν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών". Τα αποθέματα είναι ζωντανά –depositum juvenescens, κατά τον άγιον Ειρηναίον. Η πίστις δεν είναι κειμήλιον του παρελθόντος, αλλά μάλλον "η μάχαιρα του Πνεύματος"». Ομολογεί δε ότι η ερμηνεία της Αγίας Γραφής γίνεται από την θεολογία την οποία εκφράζουν οι Άγιοι κάθε εποχής. «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις την θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον δια του φορέως της ζώσης εμπειρίας της Εκκλησίας».

Έτσι, για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα: Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες. Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.

Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ενοχλούνται από την θεολογία την οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε την γνήσια ορθόδοξη θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων με την σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε την θεολογία με την εμπειρία, την καθηγητική έδρα με το ησυχαστήριο.

Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.

Σε μια εισήγησή μου που έγινε στο παρελθόν προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.

Η έκπληξή μου ήταν βαθύτατη διότι ακόμη και στην επιστήμη η αναφορά σε ανθρώπους, που παράγουν ένα καλλιτεχνικό η φιλοσοφικό έργο είναι τεκμήριο γνησιότητος, ενώ για μερικούς συγχρόνους θεολόγους η αναφορά σε ανθρώπους που ζουν την πραγματική ορθόδοξη θεολογία θεωρείται ιδεολογοποίηση. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».

Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας. 

Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.

Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύονται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».–

Πηγή: http://paterikos.blogspot.com/2011/03/blog-post_07.html