Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ Περί των τεσσάρων ειδών κοινωνίας με τον Θεό στην Ορθόδοξη Εκκλησία


Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
Περί των τεσσάρων ειδών κοινωνίας με τον Θεό στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Πατέρες και αδελφοί,
Η ένωσις και κοινωνία μας με τον Θεό σε γενικότερες γραμμές γίνεται με δύο τρόπους. Με την μυστική κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου και με την πνευματική κοινωνία. Ο δεύτερος τρόπος διαιρείται εν συνεχεία σε τρεις άλλους τρόπους. Γι’ αυτό, στον παρόντα λόγο με σας ομιλήσω γι’ αυτούς τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να κοινωνήσουμε και να ενωθούμε με τον Θεό, φέροντας μαρτυρίες από την Θεία Γραφή και τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων.
1. Η πρώτη και σπουδαιότερη κοινωνία μας με τον Χριστό γίνεται με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος Του. Ένας χριστιανός που δεν πιστεύει ότι το φαινόμενο ψωμί και κρασί είναι αληθώς το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, είναι ένας αιρετικός και ξένος προς την αληθινή πίστι του Χριστού, ο Όποιος λέγει στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (6,55). «Η γάρ σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις, και το αίμα μου αληθώς έστι πόσις». Ενώ ο Απόστολος Παύλος μας λέγει τα έξης: «Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού έστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού έστιν;» (Α' Κορ. 10,16).
Όποιος λοιπόν κοινωνεί αναξίως, γίνεται ένοχος, όπως λέγει ο ίδιος ο Απόστολος, «Ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. 11,27). Ο χριστιανός όμως που κοινωνεί με φόβο, ευλάβεια και προετοιμασία, αξιώνεται αναρίθμητων δωρεών, στις όποιες οι σπουδαιότερες είναι οι έξης:
α) Ενώνεται με τον Χριστό κατά χάριν, διότι όπως λέγει το χωρίο: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. 6,56)
β) Συμμετέχει στην αιώνιο ζωή, όπως λέγει το χωρίο: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον (Ιωάν. 6,54).
γ) Θα αναστηθή την ημέρα της κρίσεως, όπως λέγει το χωρίο: «Και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ενθ. ανωτ.).
δ) Δημιουργεί κατοικία ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας, όπως λέγουν τα χωρία: «κατοικήσαι τον Χριστόν διά της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών» (Εφεσ. 3,17) και «εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιωάν. 14,20) και άλλα.
ε) Όποιος κοινωνεί τον Χριστό έχει Αυτόν ζώντα μέσα του «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20), και «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, μέχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν!» (Ενθ. ανωτ. 4,19).
στ) Προοδεύει και αυξάνεται στα πνευματικά έργα, κατά το χωρίο: «αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφεσ. 4,15).
ζ) Καθαρίζει από αμαρτίες, αγιάζει, φωτίζει και χαρίζει την αιώνια ζωή. (Από την ευχή της Θ. Μεταλήψεως του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού).
η) Επιφέρει τον αγιασμό σώματος και ψυχής, εκδιώκει τις φαντασίες και καθαρίζει από τα πάθη, δίνει παρρησία προς τον Θεό, φωτισμό και ενίσχυσι για την αύξησι των αρετών και την τελειότητα (6η ευχή Θ. Μεταλήψεως του αγίου Βασιλείου).
θ) Επιφέρει πνευματική χαρά, υγεία σώματος και ψυχής, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας.
Αυτοί και άλλοι πολλοί ακόμη είναι οι πνευματικοί καρποί τους οποίους αποκτά ο πιστός που προσέρχεται συχνά και με καλή προετοιμασία στην Θεία Ευχαριστία. Αυτός που δεν προσέρχεται σ’ αυτό το Μυστήριο, ποτέ δεν θα μπορέση να προοδεύση στην εργασία των αρετών, διότι δεν παραμένει μέσα στον Χριστό και Εκείνος μέσα του, καθώς λέγει και ο Ίδιος: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,4).
2) Ο δεύτερος τρόπος κοινωνίας και ενώσεως με τον Χριστό γίνεται με την προσευχή του Ιησού, κατά την οποία ο νους βυθίζεται στην καρδιά και εκεί λέγει συνεχώς το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
α) Η προσευχή που γίνεται με τον νου στην καρδιά έχει μεγάλη σημασία, διότι ενώνεται η ψυχή μας με τον Ιησού Χριστό και δι’ Αυτού με τον Πατέρα, διότι η μόνη οδός που οδηγεί στην ένωσι με τον Πατέρα είναι ο Χριστός, όπως λέγει ο Ίδιος: «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν. 14,6).
β) Η καρδιακή προσευχή προσφέρει την δυνατότητα στο Άγιο Πνεύμα να κατοικήση και εργασθή στην καρδιά μας και να ενωθούμε εμείς με το Πνεύμα. Αυτή η ένωσις με την ακατάπαυστη προσευχή ομοιάζει με την νύμφη που αγαπά πάρα πολύ τον Νυμφίο Χριστό και δεν θέλει ποτέ να αποχωρισθή απ’ Αυτόν.
3) Ο τρίτος τρόπος κοινωνίας με τον Δημιουργό Θεό μας γίνεται με την εφαρμογή των εντολών Του και την απόκτησι των αρετών.
α) Αυτή η συγκατοίκησις με τον Ιησού φανερώνεται στην Γραφή από τον Ιδιο, όταν λέγη: «Εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρά αυτώ ποιήσωμεν» (Ιωάν. 14, 23), ενώ σε άλλο κεφάλαιο λέγει: «ε¬άν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ τας εντολάς του πατρός μου τετήρηκα και μένω αυτού εν τη αγάπη» (Ιωάν. 15,10).
β) Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι η ομοιότης και ενωσίς μας με τον Θεό επιτελείται μόνο με την εφαρμογή των θείων εντολών (Λόγος περί σωτηριώδους γνώσεως).
γ) Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όσον άφορα την ένωσί μας με τον Θεό, λέγει: «Ο λόγος του Θεού και Πατρός ευρίσκεται μυστικά σε κάθε μία από τις εντολές Του, οπότε αυτός που δέχεται τον λόγο του Θεού δέχεται τον Θεό.
δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ομιλώντας για την θέωσι του άνθρώπου με την εφαρμογή των εντολών του Θεού, λέγει: «Οι εντολές του Θεού παρέχουν όχι μόνο την γνώσι, αλλά και την θέωσι».
4. Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας με τον Χριστό γίνεται με την ακρόασι των λόγων του Θεού.
α) περί αυτού μας ομιλεί η Καινή Διαθήκη: «πολλοί δε των ακουσάντων τον λόγον επίστευσαν, και εγενήθη ο αριθμός των ανδρών ωσεί χιλιάδες πέντε» (Πράξ. 4,4).
β) Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι: «η πίστις εξ ακοής, η δε ακοή διά ρήματος Θεού» (Ρωμ. 10,17)
γ) Εάν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι η αληθινή βρώσις και πόσις, τότε ο λόγος του Κυρίου γενόμενος δεκτός από τους πιστούς γίνεται σ’ αυτούς «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον (Ιωάν. 4,14) και «άρτος ζωής ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωάν. 6,58) ενώ κατά τον άγιο Δαμασκηνό λέγεται μάννα της αφθαρσίας και μάννα το μυστικό.
Ο Απόστολος Παύλος διά της ακοής δέχθηκε τον λόγο του Θεού, όταν προσκλήθηκε με το θείο φως στον δρόμο προς Δαμασκό και φωνή άκουσε εξ ουρανού. Η Σαμαρείτης διά της ακοής λαμβάνει τον λόγο του Θεού, ενώ πάλι οι Σαμαρείται πιστεύουν και βαπτίζονται από το κήρυγμα του Αποστόλου Φιλίππου (Πράξ. 8,5 6,12) και λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα (Πράξ. 8,14,18).
Πατέρες και αδελφοί, σάς έφερα μερικές από τις σπουδαιότερες μαρτυρίες της Γραφής και των Αγίων Πατέρων, οι όποιες με μας βοηθούν στην πορεία μας για μία ακατάπαυστη ένωσι με τον Νυμφίο Χριστό. Ο ιδιαίτερος και αγιώτερος τόπος, όπου επιτυγχάνεται αυτή η πολύτροπος κοινωνία μας με τον Χριστό είναι η Εκκλησία μας. Εκεί όλοι οι πιστοί μας, ερχόμενοι με ευλάβεια και πίστι στις Ιερές ακολουθίες, ευρίσκονται σε μία ατμόσφαιρα μυστική και κοινωνούν με τον νου, την καρδία, την προσευχή και την συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Προπαντός η λειτουργική Θυσία είναι η τελεία έκφρασις της ενώσεως με τον Κύριό μας. Η μνημόνευσις ονομάτων των χριστιανών στην Προσκομιδή, και όταν αυτοί είναι μεν αμαρτωλοί αλλά μετανοημένοι, δίνει την ευλογία της κοινωνίας αοράτως των ψυχών με τον Σαρκωθέντα και Αναστάντα Κύριο, ο Οποίος παρέχει ενίοτε και την σωματική των θεραπεία.
Είθε το έλεος και οι οικτιρμοί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποιος είναι ο Λόγος του Θεού να έλθη και κατασκηνώση μέσα μας με τους ανωτέρω τέσσαρας τρόπους που συνοπτικά αναφέραμε.
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»
Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992

Η Θέωσις ὡς τὸ Τέλος καὶ τὸ Πλήρωμα τῆς Σωτηρίας κατὰ τὸν ῞Αγιον Μάξιμον τὸν ῾Ομολογητὴν* ῾Ιερομονάχου ᾿Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς


᾿Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς
(νῦν ᾿Επισκόπου Ράσκας καὶ Πριζρένης)
ΕΙΝΑΙ δυνατὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ λέξις «θέωσις» ἐκφράζει τὸ
ὑψηλότερον νόημα τῆς λέξεως «σωτηρία». Εἶναι δὲ ὑψηλό-
τερον, διότι ἡ λέξις «σωτηρία» σημαίνει, τρόπον τινά, ὁλόκλη-
ρον τὴν ὁδὸν τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ «ἀρχέτυ-
πον» αὐτοῦ, τὸν Θεόν, καὶ δὴ καὶ τὴν λύτρωσιν αὐτοῦ ἐκ τῆς
δουλείας τοῦ Σατανᾶ, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ἐνῷ ἡ λέξις
«θέωσις» σημαίνει τὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ αὐτῆς, δηλαδὴ τὴν πλήρη
ἕνωσιν τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ ὁποίᾳ, ὅ,τι ὁ Θεὸς
εἶναι κατ᾿ οὐσίαν, ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ μετουσίαν»1.
῾Η θέωσις ὡς ἕνωσις καὶ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐτέθη ὡς
σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάσης τῆς κτίσεως ἤδη πρὸ τῆς δημι-
ουργίας αὐτῶν· ἀκριβέστερον εἰπεῖν, τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ γίνῃ ὁ Θεὸς «τὰ πάντα ἐν πᾶσιν»:
«Εἰς τοῦτο γὰρ ἡμᾶς καὶ πεποίηκεν», λέγει ὁ ἅγιος
Μάξιμος, «ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως (Βʹ
Πέτρ. 1, 4) καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καὶ
φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν· δι᾿
ἣν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασίς ἐστι καὶ ἡ διαμονή,
καὶ ἡ τῶν μὴ ὄντων παραγωγὴ καὶ γένεσις»2.
Καθορισθεῖσα ὑπὸ τῆς προαιωνίου θείας βουλῆς ὡς σκοπὸς
πάσης τῆς κτίσεως, ἡ θέωσις εἶχεν ὡς μοναδικὴν προϋπόθεσιν
Γιατί ὁ Θεὸς῎Εγινε῎Ανθρωπος;
Τὸ ᾿Απροϋπόθετον
τῆς Θείας ᾿Ενανθρωπήσεως
– 2 –
τὴν σάρκωσιν τοῦ Θεοῦ3, δι᾿ ἧς καὶ ἐθεώθη πᾶσα ἡ ἀνθρωπίνη
φύσις ἐν τῇ «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἑνώσει αὐτῆς μετὰ τῆς θείας φύσε-
ως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἐφάνη εἰς ἡμᾶς
ὡς ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός.
῾Η θέωσις τοῦ καθ᾿ ἕκαστον ἀνθρώπου πραγματοῦται βάσει τῆς
ἐν Χριστῷ θεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως, οὐδέποτε δὲ γίνεται
ἀναγκαστικῶς, διότι αὕτη καθίσταται δυνατὴ μόνον ἐν ἐλευθερίᾳ
καὶ ἀγάπῃ4. Πρὸς αὐτὴν κατευθύνεται πᾶσα ἡ κτίσις ἤδη ἀπὸ
τῆς δημιουργίας αὐτῆς. Τοιουτοτρόπως, ἡ θέωσις ἐγένετο καὶ
παρέμεινεν ὁ ἄξων, πέριξ τοῦ ὁποίου στρέφεται ὅλη ἡ ἱστορία
τοῦ κόσμου, ἀπὸ τῆς δημιουργίας αὐτοῦ ἕως τῆς συντελείας τοῦ
αἰῶνος· διότι ἀκριβῶς, ἡ θέωσις θὰ λάβῃ τὰς ἐσχατολογικὰς
διαστάσεις αὐτῆς ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ, ὁπότε πᾶσα ἡ κτίσις θὰ
ἐναλλαγῇ
«στάσιν ἀεικίνητον λαβοῦσα, τὴν ἀπέραντον τῶν θεί-
ων ἀπόλαυσιν, καὶ κίνησιν στάσιμον, τὴν ἐπ᾿ αὐτοῖς
(«τῇ δεκάδι», ἢτις εἶναι σύμβολον πληρότητος) ἀκό-
ρεστον ὄρεξιν»5.
᾿Επὶ πλέον, ἡ θέωσις εἶναι ὁ ἄξων πάσης Προνοίας καὶ Οἰκο-
νομίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, Προνοίας τῆς ῾Αγίας Τριάδος καὶ
Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς σαρκώσεως Αὐτοῦ, ἕως
τῆς ἀναλήψεως εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἀποστολῆς
τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος εἰς τὸν κόσμον· ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς
«διὰ τοῦτο καὶ γίνεται κατ᾿ ἀλήθειαν ἄνθρωπος ἵνα
κατὰ χάριν ἡμᾶς καταστήσῃ Θεούς»6.
Συναφῶς πρὸς τοῦτο, ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ V. Lossky ὅτι κεντρι-
κὴ ἰδέα τῆς πνευματολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου
εἶναι ἡ θέωσις... Αὕτη εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπὸς πρὸς τὸν ὁποῖον
τείνει ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις καὶ ὁ ὁποῖος καθορίζει πάντα τὰ
λοιπά7.
ϊἆ ὲὁὶῇἶἰῂῖ Υῖ ἇἦᾑώᾐῂᾖᾔ ἱὦῖ ἇἦΦἰἦἶῖ
Εκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων καθίσταται, λοιπόν, σαφὲς ὅτι
τὸ μυστήριον τῆς «ἐκθεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου, βασίζεται καὶ
οἰκοδομεῖται ἐξ ὁλοκλήρου ἐπὶ τοῦ ὑπερλόγου μυστηρίου τῆς
ἐνανθρωπήσεως καὶ σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Πρὸς κατανόησιν τῆς
– 3 –
ἀλληλεξαρτήσεως τῶν δύο τούτων μυστηρίων, τ.ἔ. τοῦ μυστηρίου
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου,
δέον ὅπως στρέψωμεν τὴν προσοχήν μας εἰς ἓν βασικώτατον
θέμα τῆς μαξιμιανῆς θεολογίας. Εἰς τὸ θέμα τῆς σχέσεως μεταξὺ
πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ἢ ἄλλαις λέ-
ξεσιν, εἰς τὸ θέμα περὶ τοῦ ἀπροϋποθέτου ἢ ἐμπροϋποθέτου τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τοῦτο τὸ βασικὸν πρόβλημα
λύεται, κατὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον, μόνον ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θεώσεως
τοῦ ἀνθρώπου, λαμβανομένης ὡς «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἑνώσεως τῆς
ἀνθρωπίνης μετὰ τῆς θείας φύσεως ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ,
ὅπως θὰ ἴδωμεν κατωτέρω.
᾿Ενῷ ὁ ῞Αγιος ὁμιλεῖ συνήθως (ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ὅλοι οἱ
ἄλλοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας), περὶ ἐμπροϋποθέτου σαρκώσεως
τοῦ Θεοῦ, δεχόμενος δηλαδὴ ὅτι
«ἡ σάρκωσις εἰς τὴν τῆς φύσεως σωτηρίαν γέγονε»8,
ἢ ὡς γράφει ἀλλαχοῦ:
«Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται ἵνα σώσῃ τὸν ἀπολλύμε-
νον ἄνθρωπον»9,
ἢ πάλιν ἀλλαχοῦ:
«Τῆς πρὸς ἡμᾶς Αὐτοῦ θαυμαστῆς διὰ σαρκὸς ἐπι-
δημίας ἀρχὴν καὶ ὑπόθεσιν μόνην τὴν ἡμῶν σωτηρίαν
εἶναι μεμνήμεθα»10,
ὡς ἐπίσης εἰς ἄλλο χωρίον:
«Ταύτης γὰρ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ μόνην αἰτίαν ἔσχε
γεννήσεως, τὴν σωτηρίαν τῆς φύσεως»11 κτλ.,
ἐν τούτοις ὑπάρχουν εἰς τὰ ἔργα του οὐκ ὀλίγα χωρία, τὰ ὁποῖα
ὁμιλοῦν σαφῶς περὶ ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Λέγει δηλαδὴ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι ἡ θεία σάρκωσις καὶ ἐναν-
θρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὴν πρωταρχικὴν βουλὴν
τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν κόσμον καὶ ὅτι, ὡς τελικὸς
προορισμὸς καὶ σκοπὸς («τέλος») τῆς ὅλης δημιουργίας, συνε-
λήφθη καὶ ἀπεφασίσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πρὸ πάσης δημιουργίας.
Τὸ κυριώτερον ἐκ τῶν χωρίων τούτων τοῦ ἁγίου Μαξίμου
εὑρίσκεται εἰς τὸ «Πρὸς Θαλάσσιον»12 ἔργον του. Εἰς τοῦτο ὁ
ἅγιος Μάξιμος ταυτίζει κατ᾿ ἀρχὴν «τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον»
– 4 –
μὲ τὸν ἴδιον τὸν «Χριστόν», ὁ ῾Οποῖος εἶναι «ἄρρητός τε καὶ
ἀπερινόητος θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνω-
σις», ἤ, ὅπως λέγει ὀλίγον κατωτέρω, ὁ Χριστὸς εἶναι «μία
ἀμφοτέρων (τῶν φύσεων) ὑπόστασις σύνθετος» (δίχα μειώσεως ἢ
ἀλλαγῆς τῶν δύο φύσεων).
Εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ κειμένου ὁ ἱερὸς Πατήρ, εἰς ἓν λίαν
συνεπτυγμένον ἀπόσπασμα, λέγει ὅτι αὐτὸ τὸ μυστήριον τῆς
συνθέτου ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς Θε-
ανθρώπου, ἀποτελεῖ «τὸ μέγα καὶ ἀπόκρυφον μυστήριον», τὸ
ὁποῖον ἔχει συλλάβει καὶ ἀποφασίσει πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἡ
μεγάλη τοῦ Θεοῦ βουλή:
«Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν,
τέλος. Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινο-
ούμενος θεῖος σκοπός, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν, προ-
επινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐ-
δενὸς ἕνεκα. Πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν, τὰς τῶν
ὄντων ὁ Θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ
τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων πέρας, καθ᾿ ὃ
εἰς τὸν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ᾿ Αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν
ἀνακεφαλαίωσις».
Τὸ μυστήριον αὐτὸ τῆς προαιωνίου βουλῆς τοῦ Θεοῦ, λέγει
περαιτέρω ὁ ῞Αγιος, ἀποκαλύπτει τώρα ὡς «ἄγγελος» (ἀγγελιο-
φόρος) ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, «γενόμενος ἄνθρωπος», φανερώνων
τοιουτοτρόπως «τὸν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότη-
τος» (δηλ. πᾶν ὅ,τι ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶχε νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἄνθρω-
πον) καὶ δεικνύων
«τὸ τέλος ἐν ῾Εαυτῷ, δι᾿ ὃ τὴν πρὸς τὸ εἶναι σαφῶς
ἀρχὴν ἔλαβον τὰ πεποιημένα. Διὰ γὰρ τὸν Χριστόν,
ἤγουν τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες,
καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ
εἶναι καὶ τὸ τέλος εἰλήφασιν».
Εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς σκέψεώς του περὶ τοῦ «κατὰ Χριστὸν»
μυστηρίου ὁ ἱερὸς Πατὴρ παρατηρεῖ:
«῞Ενωσις γὰρ προϋπενοήθη (ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν
προαιώνιον βουλήν Του) τῶν αἰώνων, ὅρου καὶ
ἀοριστίας, καὶ μέτρου καὶ ἀμετρίας, καὶ πέρατος καὶ
– 5 –
ἀπειρίας, καὶ κτίστου καὶ κτίσεως, καὶ στάσεως καὶ
κινήσεως, ἢτις (ἕνωσις) ἐν Χριστῷ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν
χρόνων φανερωθέντι γέγονε, πλήρωσιν δοῦσα τῇ
προγνώσει τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἑαυτῆς»
καὶ ἀποτελοῦσα τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὅλης προνοίας καὶ τοῦ
ὅλου προορισμοῦ τοῦ τεθέντος ὑπὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος διὰ τὸν
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος (προορισμὸς) συνίσταται εἰς τὴν «ὑπὲρ φύσιν»
θέωσιν.
Διότι ἀκριβῶς, ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως, ὡς
ἕνωσις μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τὸν πρῶτον καὶ τελευταῖον σκοπὸν
καὶ προορισμὸν ὅλης τῆς Δημιουργίας, Προνοίας καὶ Οἰκονομίας
τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν κόσμον, διὸ καὶ προσθέτει ὁ ῞Αγιος:
«῎Εδει γὰρ ὡς ἀληθῶς τὸν κατὰ φύσιν τῆς τῶν ὄν-
των οὐσίας Δημιουργόν, καὶ τῆς κατὰ χάριν Αὐτουργὸν
γενέσθαι τῶν γεγονότων θεώσεως, ἵνα ὁ τοῦ εἶναι δοτήρ,
φανῇ καὶ τοῦ ἀεὶ εὖ εἶναι χαριστικός»·
τοιουτοτρόπως δὲ νὰ γίνῃ ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ (ὁ ῾Οποῖος ὡς Δη-
μιουργὸς τῶν ἁπάντων ἐκ τοῦ μηδενὸς ἔθεσεν εἰς κίνησιν τὰ
κτίσματα), «ἡ τῶν οἰκείων ἀποπεράτωσις... καὶ ἡ στάσις τῶν
κινουμένων». Χαρακτηριστικὸν καὶ συμπληρωματικὸν εἶναι καὶ
τὸ σχόλιον 1 εἰς τὸ χωρίον τοῦτο, τὸ ὁποῖον προσθέτει:
«῾Η δὲ κτίσις ἐστί, τῶν κατὰ παραγωγὴν ἐξ οὐκ
ὄντων ὑπόστασις. Τούτων ἕνωσις καθ᾿ ὑπόστασιν
προεπενοήθη φησὶ κατὰ πρόνοιαν πρὸς τὸν ἐξ οὗ ταῦτα
γεγόνασιν»13.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸ βαρυσήμαντον τοῦτο χωρίον ὑπάρχουν καὶ ἄλλα
χωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τὰ ὁποῖα ἐξ ἴσου ὁμιλοῦν διὰ τὸ
ἀπροϋπόθετον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Εἰς ἓν ἐκ τούτων
(πάλιν ἐκ τοῦ ξᾅὶΒῖ ἇἤᾐὁἰἰῂᾖᾔο14, λέγει ὁ ῞Αγιος ὅτι ὁ Θεός,
δημιουργήσας ὅλην τὴν κτίσιν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων,
«τὴν ἐπ᾿ αὐτοῖς (τοῖς γεγονόσιν) ἀφράστως ὑ-
περάγαθον εἶχε βουλήν, ἡ δὲ (βουλὴ) ἦν Αὐτὸν μὲν
(τὸν Θεὸν Λόγον) ἀτρέπτως ἐγκραθῆναι τῇ φύσει τῶν
ἀνθρώπων διὰ τῆς καθ᾿ ὑπόστασιν ἀληθοῦς ἑνώσεως.
῾Εαυτῷ δὲ τὴν φύσιν ἀναλλοιώτως ἑνῶσαι τὴν
ἀνθρωπίνην· ἵνα Αὐτὸς μὲν ἄνθρωπος γένηται, καθὼς
– 6 –
οἶδεν Αὐτός, Θεὸν δὲ ποιήσειε τῇ πρὸς ῾Εαυτὸν ἑ-
νώσει τὸν ἄνθρωπον».
Εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ κειμένου προσθέτει ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι
«καὶ ἀρχὴ καὶ μεσότης καὶ τέλος πάντων ἐστὶ τῶν
αἰώνων, τῶν τε παρελθόντων καὶ ὄντων καὶ ἐσομένων,
ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς»
καὶ τελειώνει τὸ ἐν λόγῳ χωρίον μὲ τὴν διδασκαλίαν περὶ θεώσεως
τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Χριστῷ.
Καὶ πάλιν ἐδῶ εἶναι λίαν χαρακτηριστικὰ τὰ ἑπόμενα 1 καὶ 3
σχόλια15, τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ὅτι ὁ «ἀπόρρητος σκοπὸς» τ ῆ ς
προαιωνίου δημιουργικῆς θείας βουλῆς ἦτο «ἡ πρὸς τὴν σάρκα
τοῦ Λόγου καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις» διὰ νὰ γίνῃ ἡ σὰρξ (=ὁ
ἄνθρωπος) «θεία κατὰ τὴν ὑπόστασιν», πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀ-
ποτελεῖ ἀκριβῶς τὸ ὕψιστον περιεχόμενον τῆς θεώσεως.
Διὰ τοῦτο καὶ προστίθεται (εἰς τὸ 3 σχόλιον) ὅτι
«βεβαία πίστωσίς ἐστι τῆς πρὸς ἐκθέωσιν ἐλπίδος
τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησις,
τοσοῦτον Θεὸν ποιοῦσα τὸν ἄνθρωπον ὅσον Αὐτὸς
γέγονεν ἄνθρωπος».
Εἰς τὰ σχόλια αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθῇ καὶ τὸ σχόλιον 18 τῆς
54ʹ ἀποκρίσεως πρὸς Θαλάσσιον, τὸ ὁποῖον χαρακτηριστικῶς
λέγει:
«᾿Εν γὰρ τῷ Λόγῳ τῆς θείας σαρκώσεως, ἡ τῶν αἰώ-
νων τε καὶ τῶν ἐν αἰῶνι περιέχεται γένεσις, καὶ ἡ
πρὸς ἀοριστίαν τῆς ὑπὲρ αἰῶνας κατὰ χάριν ζωῆς τῶν
ὄντων παράτασις»16.
Εἰς τὰ προαναφερθέντα χωρία πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα
τινά, ὡς τὸ κείμενον τῆς περιφήμου ἑρμηνείας τοῦ ἁγ. Μαξίμου
εἰς τὸν ξᾅἦὶ῝ ἲῂᾐᾖᾗἱἶἵ῞ἤῖο17 λόγον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, καὶ δὴ εἰς τὴν ἑξῆς φράσιν τοῦ λόγου αὐτοῦ: «Μοῖ-
ραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ».
Εἰς τὴν θεολογικωτάτην ἑρμηνείαν του εἰς τὸ χωρίον αὐτὸ ὁ
ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει ὡσαύτως τὸ ἀπροϋπόθετον τοῦ «μυστη-
ρίου τοῦ Χριστοῦ», δηλ. τῆς τελείας ἐνανθρωπήσεως Αὐτοῦ («καθ᾿
ὑπόστασιν») καὶ ἡμετέρας ἀνακεφαλαιώσεως ἐν Αὐτῷ, ὡς «μελῶν
τοῦ σώματος Αὐτοῦ», τὸ ὁποῖον μυστήριον εἶναι «ὁ πρὸ τῶν
– 7 –
αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ἀποκεκρυμμένος σκοπός». Τὸ μυ-
στήριον τῆς ὑποστατικῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως μετὰ τῆς θείας, προσθέτει περαιτέρω ὁ ῞Αγιος,
«ἔδειξε καὶ ἡμᾶς ἐπὶ τούτῳ γεγενῆσθαι καὶ τὸν πρὸ
αἰώνων περὶ ἡμᾶς πανάγαθον τοῦ Θεοῦ σκοπόν, μὴ
δεξάμενον καθ᾿ ὁτιοῦν καινισμὸν κατὰ τὸν ἴδιον λόγον,
εἰς πλήρωσιν δὲ ἐλθόντα δι᾿ ἄλλου δηλαδὴ ἐπεισαχθέν-
τος καινοτέρου τρόπου».
Καὶ τελειώνει ὁ ἱερὸς Πατὴρ μὲ τὴν ἑξῆς χαρακτηριστικὴν
φράσιν:
«Καὶ γὰρ πᾶσι κατάδηλόν ἐστιν, ὡς τὸ ἐν Χριστῷ
γενόμενον, ἐπὶ τέλει τοῦ αἰῶνος μυστήριον ἀναμφιβόλως
τοῦ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος, ἐν τῷ προπάτορι παρεθέντος17ἤ
ἀπόδειξις καὶ ἀποπλήρωσίς ἐστιν»18.
Θὰ ἠδύνατο ἐνταῦθα νὰ προστεθοῦν ἀκόμη καὶ ἕτερα κείμενα
τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἀλλὰ νομίζομεν ὅτι καὶ τὰ μέχρι τοῦδε
ἀνεφερθέντα μαρτυροῦν σαφῶς περὶ τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς τοῦ
Θεοῦ Λόγου σαρκώσεως. Περὶ τὴν θεολογικὴν αὐτὴν θέσιν τοῦ
ἁγ. Μαξίμου ἠσχολήθη ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ
τῶν ὡς ἄνω χωρίων ἐκφράζει τὴν ἄποψιν ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ
ἐγένετο» ὄχι μόνον χάριν τῆς λυτρώσεως, διότι τὸ μυστήριον τῆς
σαρκώσεως, κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμον, εἶναι «τὸ μυστήριον τοῦ Θεαν-
θρώπου, μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, εὐρύτερον καὶ βαθύτερον
τῆς λυτρωτικῆς εὐσπλαγχνίας»19.
Εἰς ἓν ἄρθρον του ὁ π. Φλωρόφσκυ ἐπαναλαμβάνει καὶ
ἀναπτύσσει τὴν γνώμην του περὶ τοῦ ἐν λόγῳ ζητήματος, λέγων:
«(῾Ο ἅγ. Μάξιμος») διεκήρυξεν ὅτι ἡ ἐνσάρκωσις
πρέπει νὰ θεωρηθῇ σὰν ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς
σκοπὸς τοῦ Θεοῦ στὴν πρᾶξι τῆς Δημιουργίας. ῾Η
φύσις τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς ἑνώσεως δηλ. τῆς θείας
μεγαλωσύνης μὲ τὴν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν, εἶναι
ὁπωσδήποτε ἕνα ἀνεξιχνίαστο μυστήριον, ἀλλὰ
τοὐλάχιστο μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ὅτι ὁ λόγος καὶ
ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου ἦταν, κατὰ
τὸν ἅγιον Μάξιμον, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἐνσάρκωσις, καὶ
μαζὶ μὲ αὐτὴν ἡ δική μας ἐνσωμάτωσις εἰς τὸ Σῶμα
– 8 –
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος. ῾Η φρασεολογία τοῦ ἁγίου
Μαξίμου εἶναι σαφὴς καὶ καθαρή»20.
Τὴν αὐτὴν ἑρμηνείαν ἔδωκε πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν π. Φλωρόφσκυ
ὁ S. L. Epifanovic, ἀξιόλογος μελετητὴς τοῦ ἁγίου Μαξίμου21.
᾿Εκ μέρους ἄλλων νεωτέρων μελετητῶν τῆς θεολογίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου, τὸ θέμα δὲν ἔχει τύχει εἰδικῆς προσοχῆς καὶ
μελέτης. Εἷς ἐξ αὐτῶν, ὁ H.-U. von Balthasar, ὑποστηρίζει τὴν
ἄποψιν ὅτι ὁ ῞Αγιος ἦτο ὑπὲρ τῆς ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως τοῦ
Λόγου. Οὗτος λέγει ὅτι εἰς μίαν συζήτησιν μετὰ τῶν σχολαστι-
κῶν διὰ τὸ θέμα αὐτό, ὁ Μάξιμος θὰ εἶχε πάρει τὸ μέρος τοῦ
Duns Scotus, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐδέχετο τὰς προϋποθέσεις τῆς ὑποθετικῆς
θεολογίας τῶν σχολαστικῶν22. ᾿Εκ τῶν ἄλλων μελετητῶν ὁ P.
Sherwood23 καὶ ὁ I. H. Dalmais24, καίτοι ἀσχολοῦνται μόνον ἐν
παρόδῳ μὲ τὸ ὡς ἄνω θέμα, ὑποστηρίζουν τὴν ἰδίαν ἄποψιν.
Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον ὅτι καὶ ὁ Νικ. Νησιώτης, καίτοι μὴ
ἀσχοληθεὶς εἰδικῶς μὲ τὸν ἅγιον Μάξιμον (οὔτε καὶ μὲ τὸ προ-
κείμενον θέμα), δέχεται «ὅτι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς Δημιουργίας
εἶναι ἡ Κοινωνία ᾿Αγάπης ἐν Σαρκὶ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ»25,
ἄρα ἡ ἀπροϋπόθετος σάρκωσις τοῦ Θεοῦ.
῾Υπάρχουν ὅμως καὶ μελετηταὶ τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου
Μαξίμου, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ἀντίθετον ἄποψιν. Οὕτω, λ.χ.
ὁ V. Lossky ὁμιλῶν περὶ τοῦ σκοποῦ τῆς συγκεντρώσεως ἐν τῷ
Θεῷ τῶν διαφόρων σφαιρῶν (τῶν πέντε διαιρέσεων) τοῦ κόσμου,
λέγει:
«᾿Εὰν αἱ διαδοχικαὶ αὗται ἑνώσεις ἢ “συνθέσεις”, αἱ
ὁποῖαι ὑπερβαίνουν τὰς φυσικὰς διαιρέσεις, ἐπραγ-
ματοποιήθησαν τελικῶς ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο ἔγινε
διότι ὁ ᾿Αδὰμ ἀπέτυχε τοῦ προορισμοῦ του. ῾Ο Χριστὸς
τὰς πραγματοποιεῖ διαδοχικῶς ἀκολουθῶν τὴν τάξιν,
ἡ ὁποία ὡρίσθη διὰ τὸν πρῶτον ᾿Αδάμ»26.
Τὴν ἰδίαν ἀντίληψιν ἔχει καὶ ὁ προσφάτως γράψας περὶ τοῦ
ἁγίου Μαξίμου καθηγητὴς ᾿Α. Θεοδώρου. Εἰς τὴν ἐκτενῆ μελέτην
του27 περὶ τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ὁ καθηγητὴς Θεοδώρου ἀναφέρει
πλεῖστα χωρία ἐκ τῶν κειμένων τοῦ ἱεροῦ Πατρός, χωρίζων αὐτὰ
εἰς τὰ ὑπὲρ τῆς ἀπροϋποθέτου καὶ τὰ ὑπὲρ τῆς ἐμπροϋποθέτου
σαρκώσεως, σχολιάζων ἐκτενῶς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν. Εἰς τὸ τέλος
– 9 –
τῆς μελέτης του ὁ καθηγητὴς ᾿Α. Θεοδώρου καταλήγει εἰς τὸ
ἑξῆς συμπέρασμα:
«᾿Εν τῇ πρὸς Θαλάσσιον παρατεθείσῃ περικοπῇ αὐτοῦ
(ἐρώτησις Ξʹ, MPG 90, 620-621) ὁ ἱερὸς Μάξιμος
δέχεται τὴν ἀπροϋπόθετον ἐνανθρώπησιν. Εἶναι χαρακ-
τηριστικὸν ὅτι τοῦτο πράττει εἰς ἀπάντησιν ἐρωτή-
ματος ἀφορῶντος εἰς τὸ χωρίον τῆς Γραφῆς (Αʹ Πετρ.
1, 19-20· Κολ. 1, 26), τοῦθ᾿ ὅπερ μαρτυρεῖ ἐμφανῶς
περὶ τῆς βιβλικῆς δομῆς τῆς σκέψεως αὐτοῦ. ᾿Αλλὰ
μὴν ἐν τῇ Γραφῇ οὐδαμῶς μαρτυρεῖται ἡ περὶ
ἀπροϋποθέτου ἐνανθρωπήσεως ἰδέα. Εἶναι προφανὲς ὅτι
ὁ ἱερὸς Μάξιμος ἀπολυτοποιεῖ ἐν προκειμένῳ ἰδέας
βιβλικάς, χρησιμοποιῶν μάλιστα σχήματα θεολογοῦν-
τος λόγου ὑπερβολικά. ῾Η ἀπολυτοποίησις αὕτη ἐξαίρει
τὴν μοναδικότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διὰ τὴν
θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως.
Τὴν ἰδέαν ταύτην» συνεχίζει ὁ καθηγητὴς ᾿Α.
Θεοδώρου, «ὁ Μάξιμος ἅπαξ μόνον ἐκφέρει, οὐδαμῶς
ἀνακάμπτων -τουλάχιστον ἐκπεφρασμένως - ἐπ᾿ αὐτῆς.
῾Η ὑπόλοιπος σειρὰ σκέψεων αὐτοῦ προσανατολίζεται
ἀριδήλως πρὸς τὴν ἐμπροϋπόθετον ἐνανθρώπησιν. Εἶναι
ἀδύνατον ἐν τῇ σκέψει τοῦ Μαξίμου νὰ ἀποχωρίσῃ τις
τὴν ἰδέαν τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀπὸ τῆς ἰδέας τῆς ἀπο-
λυτρώσεως καὶ σωτηρίας... Φρονοῦμεν ὅτι ἀπροϋπό-
θετος ἐνανθρώπησις καὶ δὴ καὶ ὡς ψιλὴ θεολογικὴ
ἐπίνοια καὶ θεωρία, ἐλλείπει ἐκ τῆς θεολογικῆς σκέ-
ψεως τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Πλείονα περὶ τοῦ πράγματος
δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν»28.
Εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ διαφωνία τῶν μελετητῶν τῆς θεολογίας
τοῦ ἁγίου Μαξίμου περὶ τοῦ θέματος τούτου δεικνύει ὅτι πράγματι
ὑπάρχει ἐνταῦθα ἓν πρόβλημα. Τοσοῦτον μᾶλλον καθ᾿ ὅσον ἀκό-
μη καὶ κατὰ τοὺς μὴ δεχομένους τὴν ἰδέαν περὶ ἀπροϋποθέτου
σαρκώσεως παρὰ τῷ ἁγ. Μαξίμῳ, ὑπάρχει τοὐλάχιστον ἓν κείμε-
νον αὐτοῦ εἰς τὸ ὁποῖον «ἐκφράζεται σαφῶς ἡ περὶ ἀπολύτου καὶ
ἀπροϋποθέτου ἐνανθρωπήσεως διδασκαλία» του29.
Ταυτοχρόνως ὅμως ὑπάρχουν, ὅπως εἴδομεν, πολλὰ ἄλλα χωρία,
τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν ἀφίνουν ἀμφιβολίαν περὶ τοῦ ὅτι ἡ ἐνανθρώπη-
– 10 –
σις τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐγένετο διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου,
ἑπομένως ἡ ἐνανθρώπησις ἔχει ὡς προϋπόθεσιν καὶ κίνητρον
τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνεπῶς τὴν ἀνάγκην λυτρώσεως
καὶ σωτηρίας αὐτοῦ. Τί νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς περὶ τῆς διαφωνίας
ταύτης τῶν κειμένων τοῦ αὐτοῦ ἱεροῦ Πατρός; ῾Υπάρχει ὄντως
οὐσιαστικὴ διαφωνία καὶ διάστασις αὐτῶν; ῍Η μήπως τὸ πρόβλημα
ἔγκειται εἰς τὸ πῶς ἑρμηνεύεται ἡ «διαφωνία» αὐτὴ τῶν κειμένων
ἐντὸς τοῦ εὐρυτέρου πλαισίου τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ
μεγάλου τούτου Πατρὸς τῆς ᾿Εκκλησίας;
Κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ λεχθῇ καὶ ἐντόνως νὰ ὑπογραμμισθῇ τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν σωτηριολογικὸς
θεολόγος, ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς ὀρθο-
δόξου ᾿Εκκλησίας. ῾Η σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δι᾿ αὐτὸν τὸ
κεντρικὸν μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ καὶ διὰ τοῦτο ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύρι-
ος ᾿Ιησοῦς Χριστός, εἶναι πρωτίστως Σωτήρ. ᾿Ελέχθη ὑπὸ πολλῶν
μελετητῶν τῆς πατερικῆς θεολογίας ὅτι ὁ ἱερὸς Μάξιμος εἶναι
κατ᾿ ἐξοχὴν χριστολογικὸς θεολόγος, ἀλλ᾿ εἶναι γεγονὸς ὅτι δι᾿
αὐτόν, ὅπως καὶ δι᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους χριστολογικοὺς Πατέρας
τῆς ᾿Ανατολῆς, αὐτὴ αὕτη ἡ Χριστολογία θεωρεῖται πάντοτε
σωτηριολογικῶς.
Τοῦτο συμβαίνει ἁπλούστατα διότι ὁ Θεάνθρωπος ᾿Ιησοῦς Χρι-
στὸς ἐδόθη εἰς ἡμᾶς καὶ ἐφανερώθη ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ πεπτωκότος
κόσμου καὶ τῇ ᾿Εκκλησίᾳ ὡς Σωτὴρ καὶ Λυτρωτής, ὅπως ἄλλω-
στε δεικνύει καὶ τὸ προσωπικὸν ὄνομά Του, ᾿Ιησοῦς=Σωτὴρ (βλ.
Πράξ. 13, 23). Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν εἶναι ἀδιανόητον διὰ τὸν
ἅγιον Μάξιμον νὰ κάμῃ «ὑποθέσεις» τύπου μεσαιωνικῶν
σχολαστικῶν, διότι αὗται θὰ ἐσήμαινον τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ
τὸ σταθερὸν ἔδαφος τῆς βιβλικοπατερικῆς θεολογίας τῆς ᾿Εκκλησί-
ας, ἡ ὁποία εἶναι μία «θεολογία τῶν γεγονότων», δηλαδὴ τῶν
δεδομένων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἐν Τριάδι
Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
Διὰ τοῦτο ὀρθῶς γράφει ὁ Balthasar:
«Πάντως εἰς τὸν Μάξιμον εἶναι ξένη ἡ προϋπόθεσις
τῆς σχολαστικῆς ἐκείνης ἔριδος, ἡ ὁποία ἀφορμᾶται
ἐκ μιᾶς ὄχι πραγματικῆς, ἀλλὰ δυνατῆς τάξεως τοῦ
εἶναι (τῆς τοῦ ἀναμαρτήτου). Δι᾿ αὐτόν, τὸ προϋπάρξαν
– 11 –
θέλημα τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται πρὸς τὸ βασίλειον τῶν
“ἰδεῶν” καὶ τῶν “δυνατοτήτων”. ῾Η τάξις τοῦ εἶναι
καὶ ἡ τάξις τῶν γεγονότων συμπίπτουν εἰς τοῦτο τὸ
ὕψιστον σημεῖον»30.
῾Επομένως, πρέπει νὰ τονισθῇ ἰδιαιτέρως τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγ.
Μάξιμος εἰς οὐδὲν ἐκ τῶν κειμένων ἐκφράζει ὑποθετικὴν σκέψιν
ἢ ἰδέαν σχετικῶς πρὸς τὸ ἀπροϋπόθετον ἢ ἐμπροϋπόθετον τῆς
σαρκώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁμιλεῖ ἐξ ἴσου θετικῶς τόσον περὶ
τοῦ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη διὰ τὴν λύτρωσιν καὶ σωτη-
ρίαν τοῦ πεπτωκότος ᾿Αδάμ, ὅσον καὶ περὶ τοῦ ὅτι ἡ θεία ἐν-
ανθρώπησις τοῦ Λόγου εἶναι «τὸ μακάριον δι᾿ ὃ τὰ πάντα
συνέστησαν τέλος» καὶ ὁ «προεπινοούμενος θεῖος σκοπὸς (ἢ τὸ
«τέλος»), οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκα»31.
Κατὰ τὴν ἡμετέραν γνώμην ἡ θεολογικὴ «κλεὶς» διὰ τὴν λύσιν
αὐτοῦ τοῦ παρὰ τῷ ἁγίῳ Μαξίμῳ προβλήματος εἶναι ἀκριβῶς ἡ
κεντρικὴ θεολογικὴ σκέψις του -ἡ θέωσις. ᾿Εξ ὅλης τῆς θεολογικῆς
ἐνοράσεώς του γίνεται σαφὲς ὅτι τὰ πάντα προσδιορίζονται καὶ
ἐξηγοῦνται ἀπὸ τὸ «τέλος» των.
«᾿Εκζητῶν οὖν τὸ ἑαυτοῦ τέλος ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὴν
ἀρχὴν καταντᾷ, φυσικῶς ἐν τῷ τέλει τυγχάνουσαν»32.
Οὕτω, καὶ ὁλόκληρον τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, τὸ διαλαμβανόμενον
ἐν τῇ προαιωνίῳ θείᾳ βουλῇ περὶ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ κόσμου, περὶ προνοίας, σωτηρίας καὶ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν
πάντων ἐν Αὐτῷ (τῷ Θεῷ), φανεροῦται πλήρως καὶ ἐξηγεῖται
ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἐν τῇ τελικῇ θεώσει τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως καὶ πάσης τῆς κτίσεως.
Τί σημαίνει ὅμως θέωσις διὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον; Σημαίνει
ἁπλῶς μίαν «ἠθικὴν θέωσιν» ἢ ἔστω μίαν θέωσιν μόνον «κατὰ
χάριν»;
Γίνεται σαφὲς ἀπὸ ὅλην τὴν θεολογικὴν μαρτυρίαν τοῦ ἁγ.
Μαξίμου ὅτι ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδιανόητος ἄνευ τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι τελικῶς ἡ πλήρης θέωσις
κατ᾿ αὐτόν, εἶναι ἡ καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
μετὰ τοῦ Θεοῦ. ῾Υπάρχουν πλεῖστα χωρία μαρτυροῦντα τὴν παρὰ
τῷ ῾Αγίῳ ταύτισιν τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πρὸς τὴν
καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν αὐτῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ εἶναι
– 12 –
λίαν χαρακτηριστικὸν ὅτι, ὅσοι ἐκ τῶν μελετητῶν τοῦ ἱεροῦ
Πατρὸς ἀρνοῦνται τὴν ἀπροϋπόθετον σάρκωσιν, δὲν ἠσχολήθη-
σαν μὲ τὸ βασικὸν αὐτὸ σημεῖον τῆς μαξιμιανῆς θεολογίας, δηλ.
μὲ τὴν θέωσιν, ὡς καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν, ἐνῷ ἀκριβῶς τὰ κείμενα
τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν περὶ τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως, πάν-
τοτε ὑπογραμμίζουν αὐτὴν τὴν ἀντίληψιν. Καὶ ὄχι μόνον ἡ θέωσις
παρὰ τῷ ἁγίῳ Μαξίμῳ συμπίπτει πρὸς τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν
-ἡ ὁποία, περιττὸν νὰ εἴπωμεν, εἶναι δυνατὴ μόνον ἐν τῷ
ἐνανθρωπήσαντι Λόγῳ τοῦ Θεοῦ- ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνακεφαλαίωσις (ἢ
«ἀποπεράτωσις») παρ᾿ αὐτῷ, ἔχει τὴν ἰδίαν ἔννοιαν, ἀκόμη δέ,
τοὐλάχιστον εἰς μερικὰ χωρία τῶν ἔργων του, καὶ ἡ λέξις «σωτη-
ρία» (σωτηρία=θέωσις=καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις)33.
Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἡ προαναφερθεῖσα 5 ἀπόκρισις πρὸς
Θαλάσσιον εἶναι σαφής: Τὸ «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ
«θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις»34 καὶ τοῦτ-
ο εἶναι «ἡ ὑπὲρ φύσιν θέωσις»35, ἡ ὁποία γίνεται διὰ τῆς σ-
αρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ὢν Δημιουργὸς τῆς «κατὰ
φύσιν τῶν ὄντων οὐσίας», ἀνεδείχθη καὶ «τῆς κατὰ χάριν
αὐτουργὸς τῶν γεγονότων θεώσεως»36.
᾿Επίσης, τὸ ἐν ἀρχῇ ἀναφερθὲν χωρίον τοῦ ἁγ. Μαξίμου, εἰς τὰ
῎Απορα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου37, ὁμιλεῖ μὲ τὴν ἰδίαν
σαφήνειαν περὶ τῆς θεώσεως καὶ ἀνακεφαλαιώσεως (ἢ «συν-
αρμολογήσεως» καὶ «ἐνσωματώσεως» ἡμῶν εἰς τὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ), ὡς «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἑνώσεως ἐν τῷ Χριστῷ τῆς ἡμετέρας
φύσεως, «ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως»38.
᾿Εν συνεχείᾳ τὸ κείμενον αὐτὸ λέγει ὅτι τοῦτο ἦτο «ὁ πρὸ
αἰώνων περὶ ἡμᾶς πανάγαθος τοῦ Θεοῦ σκοπός», τοῦ ὁποίου τὴν
πραγματοποίησιν, χωρὶς οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν, μόνον ἡ ἐνανθρώ-
πησις τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐξασφαλίζει καὶ φέρει εἰς πέρας39.
᾿Αλλ᾿ εἶναι γεγονὸς ὅτι εἰς τὸ τέλος τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος
χωρίου ἐγείρεται ἓν βασικὸν ἐρώτημα ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ,
ἐπειδὴ λέγει ὁ ῞Αγιος ὅτι «τὸ ἐν Χριστῷ γενόμενον ἐπὶ τέλει τοῦ
αἰῶνος μυστήριον... ἀπόδειξις καὶ ἀποπλήρωσις ἐστὶ» τοῦ ἐν τῷ
προπάτορι ᾿Αδὰμ «παραθέντος» εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ αἰῶνος
«μυστηρίου»40.
Ποῖον ἦτο τὸ ἐν ᾿Αδὰμ «παραθὲν» μυστήριον;
῏Ητο βεβαίως ἡ θέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡ ἐν αὐτῇ
– 13 –
ἕνωσις ὅλης τῆς κτίσεως μετὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ θέωσις ἦτο ὁ
προορισθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τελικὸς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς
εἴδομεν.
᾿Αλλ᾿ ἡ ἐρώτησις, ἡ ὁποία τίθεται ἐνταῦθα εἶναι ἡ ἑξῆς: Θὰ
ἠδύνατο ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδὰμ νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ σκοποῦ του,
δηλαδὴ τῆς θεώσεώς του;
Εἰς τὴν συνέχειαν τοῦ κειμένου ὁ ἱερὸς Μάξιμος παραθέτει
μίαν λίαν ἐνδιαφέρουσαν ἑρμηνείαν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος, ὁ ᾿Αδάμ, ζῶν ὀρθῶς κατὰ «τὴν ἐξ ἀρχῆς φυσικῶς
πρὸς τοῦτο δοθεῖσαν δύναμιν» καὶ κινούμενος «κατὰ φύσιν» πρὸς
τὸν Θεόν, θὰ ἠδύνατο νὰ ἑνώσῃ βαθμηδὸν ἐν ἑαυτῷ καὶ δι᾿
ἑαυτοῦ, τὰς ὑπαρχούσας πέντε διαιρέσεις εἰς τὸν κόσμον καὶ
τοιουτοτρόπως νὰ φθάσῃ εἰς τὴν θέωσιν αὐτοῦ καὶ τῆς κτίσεως,
ἤτοι εἰς τὴν ἕνωσίν του μὲ τὸν ἄκτιστον Θεόν41.
Ποῖα θὰ ἦτο ἡ ἕνωσις αὕτη;
Κατὰ τὸ κείμενον αὐτὸ τοῦ ἁγ. Μαξίμου θὰ ἦτο ἡ δι᾿ «ἀγάπης»
ἕνωσις τῆς κτιστῆς τῇ ἀκτίστῳ φύσει, τὴν ὁποίαν θὰ ἐπετύγχανεν
ὁ ἄνθρωπος
«ὅλος ὅλῳ περιχωρήσας ὁλικῶς τῷ Θεῷ, καὶ γενό-
μενος πᾶν εἴ τί πέρ ἐστιν ὁ Θεός, χωρὶς τῆς κατ᾿
οὐσίαν ταυτότητος, καὶ ὅλον αὐτὸν ἀντιλαβὼν ἑαυτοῦ
τὸν Θεόν, καὶ τῆς ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν Θεὸν ἀναβάσεως οἷον
ἔπαθλον αὐτὸν μονώτατον κτησάμενος τὸν Θεόν»42.
Εἰς τὸ κείμενον αὐτὸ τοῦ ἁγ. Πατρὸς ὡσὰν νὰ διαφαίνεται ὅτι
ἡ θέωσις τοῦ ᾿Αδάμ, ὡς ἕνωσις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦτο
κατορθωτὴ καὶ ἐφικτὴ ἐὰν οὗτος δὲν ἡμάρτανεν.
῞Ομως, παρὰ ταῦτα δικαιούμεθα ὅπως θέσωμεν ἐνταῦθα ἓν ἀκόμη
ἐρώτημα βάσει ὅλων τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ ἁγίου Μαξίμου.
Δηλαδή: Εἶναι ἡ θέωσις, ὡς ὑπὲρ φύσιν χάρις, ἐφικτὴ εἰς
οἱανδήποτε κτιστὴν φύσιν, ἔστω καὶ φύσιν ὑποβοηθουμένην ὑπὸ
τῆς θείας δυνάμεως;
Διὰ τὸν ἅγ. Μάξιμον ἡ ὑπὲρ φύσιν θέωσις εἶναι μία πραγματι-
κότης,
«ἧς οὐδεὶς τὸ παράπαν κατὰ φύσιν τῶν ὄντων
ἐφικέσθαι δυνήσεται λόγος»43.
῎Η, ὅπως λέγει ἀλλαχοῦ, ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ ποιῇ τὰς
– 14 –
ἀρετάς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τὴν θέωσίν του, διότι εἰς τὸν μέλλοντα
αἰῶνα (τὸν αἰῶνα τῆς θεώσεως),
«συγκαταπαύσωμεν τοῖς φύσει πεπερασμένοις τὰς οἰ-
κείας δυνάμεις, ἐκεῖνο γινόμενοι (θεωθέντες) ὅπερ τῆς
κατὰ φύσιν δυνάμεως οὐδαμῶς ὑπάρχει κατόρθωμα,
ἐπειδὴ τοῦ ὑπὲρ φύσιν (ὅπως εἶναι ἡ θέωσις) ἡ φύσις
καταληπτικὴν οὐ κέκτηται δύναμιν. Θεώσεως γὰρ οὐδὲν
γενητὸν κατὰ φύσιν ἐστὶ ποιητικόν, ἐπειδὴ μηδὲ Θεοῦ
καταληπτικόν»44.
᾿Επίσης δέ, εἰς τὸ αὐτόθι 5 σχόλιον προστίθενται τὰ ἑξῆς
χαρακτηριστικά:
«Πάσχομεν οὖν ὡς ὑπὲρ φύσιν οὖσαν κατὰ χάριν,
ἀλλ᾿ οὐ ποιοῦμεν τὴν θέωσιν. Οὐ γὰρ ἔχομεν δεκτικὴν
φύσει τῆς θεώσεως δύναμιν»45.
῾Η θέωσις λοιπόν, καὶ δὴ ὡς πλήρης «καθ᾿ ὑπόστασιν» ἕνωσις
μετὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνέφικτος εἰς τὴν κτιστὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν καθ᾿ ἑαυτὴν (κατὰ τὸν τῆς φύσεως «λόγον») ἔστω καὶ ἐὰν
ἦτο αὕτη ἡ προπτωτικὴ φύσις τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ. Διὰ τοῦτο ὁ
ἱερὸς Πατὴρ θὰ διακηρύξῃ ἀπεριφράστως ὅτι μόνον τὸ μυστή-
ριον τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἐνεργητικὸν τῆς
ὑπὲρ φύσιν θεώσεως:
«Δεξιὸν οὖν τὸ κατὰ πρόνοιαν τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου
σαρκώσεως ὑπάρχει μυστήριον, ὡς ἐνεργητικὸν τῆς ὑπὲρ
φύσιν χάριτι πρὸ τῶν αἰώνων προορισθείσης τῶν
σῳζομένων θεώσεως»46.
Τὸ αὐτὸ θὰ εἴπῃ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅταν, εἰς τὰ ῎Απορα τοῦ
Γρηγορίου Θεολόγου, θὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ
«ὅλος ἄνθρωπος θεοῦται τῇ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Θεοῦ χάριτι θεουργούμενος»47.
Δυνάμεθα, λοιπόν, βάσει τοῦ τελευταίου αὐτοῦ χωρίου νὰ
εἴπωμεν ὅτι ὁ ᾿Αδάμ, ἐὰν δὲν ἡμάρτανε, θὰ ἐθεοῦτο μὲν βεβαιώτατα,
ὄχι ὅμως ἁπλῶς τῇ «θείᾳ χάριτι», ἀλλ᾿ ἀκριβῶς «τῇ τοῦ
ἐνανθρωπήσαντος θεοῦ χάριτι θεουργούμενος», διότι ἡ θέωσις
ἀπαραιτήτως προϋποθέτει τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν τῆς ἀνθρωπί-
νης φύσεως μετὰ τοῦ θεουργοῦντος αὐτὴν Θεοῦ Λόγου, ἢ ἄλλαις
– 15 –
λέξεσιν ἡ θέωσις (θεοποίησις) τοῦ ἀνθρώπου προϋποθέτει καὶ
ἀπαιτεῖ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ.
Διὰ νὰ γίνῃ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος θεὸς (=θέωσις), χρειάζεται
ὡς προϋπόθεσις τούτου, νὰ γίνῃ πρῶτον ὁ Θεὸς ἄνθρωπος (=ἐν-
ανθρώπησις).
Δηλαδὴ ἡ προϋπόθεσις τῆς θεώσεως ἡμῶν εἶναι ἡ σάρκωσις
τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ὁποία καθ᾿ ἑαυτὴν οὐδεμίαν ἔχει προϋπόθεσιν.
Βεβαίως, ὡς εἴδομεν, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει εἰς ἓν τῶν προα-
ναφερθέντων χωρίων ὅτι προοδεύων ὁ πρῶτος ᾿Αδὰμ θὰ συν-
εκεφαλαίωνε ἐν ἑαυτῷ τὴν κτίσιν καὶ θὰ ἡνοῦτο τελικῶς καὶ ὁ
ἴδιος
«δι᾿ ἀγάπης» μὲ τὸν ἄκτιστον Θεόν, διότι ἡ ἀγάπη
εἶναι ἡ δύναμις ἡ «τὸν ἄνθρωπον τῷ Θεῷ θεοῦσα διὰ
τὸ φιλόθεον»48.
᾿Αλλ᾿ ὅμως ἡ δύναμις τῆς ἀληθοῦς ἀγάπης, κατὰ τὸν ἅγ. Μά-
ξιμον, δὲν συνίσταται μόνον εἰς αὐτὴν τήν, ἂς εἴπωμεν, μονόπλευρον
κίνησιν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν Θεόν, διότι ἡ ἀγάπη, ὅπως
λέγει ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἔχει πάντοτε καὶ τὴν «καλὴν ἀντιστροφὴν»
(ἐκ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον):
«Τὸν μὲν Θεὸν ἄνθρωπον, διὰ τὴν τοῦ ἀνθρώπου
θέωσιν (ποιοῦσα ἡ ἀγάπη), τὸν δὲ ἄνθρωπον Θεόν, διὰ
τὴν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπησιν. Βούλεται γὰρ ἀεὶ καὶ ἐν
πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καὶ Θεὸς τῆς αὐτοῦ ἐνσωματώ-
σεως ἐνεργεῖσθαι τὸ μυστήριον»49.
῾Επομένως, δυνάμεθα ἤδη μετὰ βεβαιότητος νὰ εἴπωμεν ὅτι,
κατὰ τὸν ῞Αγιον, τὸ «ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐν τῷ προπάτορι παραθὲν
μυστήριον», τοῦ ὁποίου τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον ἀποτελεῖ «ἀ-
πόδειξιν καὶ ἀποπλήρωσιν», δὲν θὰ ἐτελεῖτο εἰ μὴ μόνον διὰ τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ τὸν ἁπλοῦν λόγον, ὅτι ἡ
θέωσις τυγχάνει ἀνέφικτος εἰς πᾶσαν κτιστὴν φύσιν καθ᾿ ἑαυτήν,
καὶ ὅτι πλήρης καὶ ἀληθινὴ τοιαύτη, σημαίνει καθ᾿ ὑπόστασιν
ἕνωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ταύτην δὲ ἀπερ-
γάζεται καὶ ἀποπληροῖ μόνον ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπαρχὴ
καὶ συνέχισις καὶ τελείωσίς της. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἔθεσεν ὁ ἐν
Τριάδι φιλάνθρωπος Θεὸς ἐν τῇ προαιωνίῳ βουλῇ Αὐτοῦ τὴν ἐν
τῷ Χριστῷ θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως, ἤτοι τὴν καθ᾿
– 16 –
ὑπόστασιν ἕνωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Διὰ τὸν σκοπὸν ἢ τὸ «τέλος» αὐτὸ ἀκριβῶς ἐδημιουργήθη ὁ
ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος, ἐπειδὴ τοιουτοτρόπως ἀποκαλύπτεται
«ὁ ἐνδότατος πυθμὴν τῆς πατρικῆς ἀγαθότητος»50.
Πῶς ὅμως ἐναρμονίζεται ἡ θεολογικὴ αὕτη ἐνόρασις τοῦ ἁγίου
Μαξίμου μὲ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς καὶ
τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ σωτηρίαν
τοῦ πεπτωκότος ᾿Αδάμ; ᾿Εδῶ ἐπανερχόμεθα εἰς τὸν προαναφερ-
θέντα σωτηριολογικὸν χαρακτῆρα ὁλοκλήρου τῆς θεολογίας τοῦ
῾Αγίου.
᾿Αλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: ῾Ο σωτηριολογικὸς αὐτὸς χαρα-
κτὴρ δὲν βλάπτεται καὶ δὲν ἐκτοπίζεται ἀπὸ τὴν θεολογικὴν
ἄποψιν τοῦ ἁγίου Μαξίμου περὶ τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς θείας
σαρκώσεως;
Εἴπομεν ἤδη ὅτι ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν κάμνει οὐδεμίαν «ὑπό-
θεσιν» περὶ τοῦ τί θὰ ἐγίνετο ἐὰν ὁ ᾿Αδὰμ δὲν ἔπιπτε κτλ.
᾿Εὰν ἡμεῖς ὅμως ἐζητοῦμεν νὰ εὕρωμεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου
Μαξίμου θετικὴν ἀπάντησιν εἰς τὴν μὴ τεθεῖσαν ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ
δυναμένην νὰ τεθῇ ἐρώτησιν ταύτην, τότε θὰ εὑρίσκωμεν τὰ κάτωθι
χωρία αὐτοῦ, εἰς τὰ ὁποῖα φαίνεται σαφῶς ὅτι ἡ σάρκωσις καὶ
ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου θὰ ἐγένετο ἀσχέτως τῆς πτώσεως τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τοῦτο διότι ὁ τεθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πρωταρχικὸς
καὶ τελικὸς «πανάγαθος σκοπὸς» τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου,
ἦτο ὁ «τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καὶ τῆς ἡμῶν θεώσεως» (ὅπως
θὰ ἔλεγεν ὁ ἅγιος ᾿Ιωάν. Δαμασκηνός)51. Θὰ ἐπραγματοποιεῖτο
οὗτος «μὴ δεχόμενος καθ᾿ ὁτιοῦν καινισμὸν κατὰ τὸν ἴδιον
λόγον»52. Οὕτως, ὥστε ἡ ἐμφάνισις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δὲν
ἦτο ἀπρόβλεπτος καὶ πρόξενος «ξενισμοῦ» εἰς τὸν Θεόν, δὲν
ἠνάγκασε τὸν Θεὸν νὰ ἀλλάξῃ τὸ ἀρχικὸν σχέδιόν Του κατὰ
τὸν ἐσωτερικὸν «λόγον» Του.
῾Η κατὰ πρόγνωσιν πρόβλεψις τῆς τοῦ ᾿Αδὰμ ἁμαρτίας ἔφερεν
ἁπλῶς μίαν «ἐπεισαγωγὴν» ἄλλου («καινοτέρου») τρόπου
πραγματοποιήσεως τοῦ θείου σχεδίου53, τὸν οἰκονομικὸν δηλαδὴ
«τρόπον» τῆς σαρκώσεως καὶ τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ,
διὰ τὴν κατ᾿ ἀρχὴν μὲν ἀπολύτρωσιν καὶ σωτηρίαν τοῦ πεπτωκό-
τος ἀνθρώπου, κατόπιν δέ, ἢ μᾶλλον ἀκριβέστερον ταυτοχρόνως,
καὶ διὰ τὴν τελικὴν θέωσιν αὐτοῦ. ῾Ο «νέος τρόπος» αὐτὸς τοῦ
– 17 –
«κατὰ τὸν ἴδιον λόγον» ἀμεταμελήτου καὶ ἀμεταβλήτου προαιωνίου
σχεδίου τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, φαίνεται σαφῶς εἰς τὸ ἑπόμενον
χωρίον τοῦ ἁγίου Πατρός, ὅπου οὗτος διαστέλλει τὴν πρόνοιαν
ἐκ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ· καὶ τὴν μὲν πρόνοιαν (ὡς εὐρυτέραν)
ἐφαρμόζει ἐπὶ τῆς σαρκώσεως, ὡς μυστηρίου ἐνεργητικοῦ καὶ
συστατικοῦ τῆς ὑπὲρ φύσιν θεώσεως, τὴν δὲ κρίσιν ὡς μυστηρίου
τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ σωτηρίαν τῆς
πεπτωκυίας φύσεως τοῦ ᾿Αδάμ.
Οὕτω ἀναγινώσκομεν:
«Δεξιὸν οὖν τὸ κατὰ πρόνοιαν τῆς τοῦ Λόγου σαρκώ-
σεως, ὑπάρχει μυστήριον, ὡς ἐνεργητικὸν τῆς ὑπὲρ φύσιν
χάριτι πρὸ τῶν αἰώνων προορισθείσης τῶν σωζωμένων
θεώσεως· ἧς οὐδεὶς τὸ παράπαν κατὰ φύσιν τῶν ὄντων,
ἐφικέσθαι δυνήσεται λόγος· εὐώνυμον δέ, τὸ κατὰ τὴν
κρίσιν τοῦ ζωοποιοῦ πάθους τοῦ κατὰ σάρκα παθεῖν
βουληθέντος Θεοῦ, σαφῶς ὑπάρχει μυστήριον· ὡς
ἐνεργητικὸν μὲν τῆς τῶν ἐπεισαχθέντων ἐκ τῆς παρ-
ακοῆς τῇ φύσει παρὰ φύσιν πάντων ἰδιωμάτων καὶ
κινημάτων παντελοῦς ἀναιρέσεως· ποιητικὸν δέ, τῆς
τῶν προηγουμένως κατὰ φύσιν ἁπάντων ἰδιωμάτων τε
καὶ κινημάτων ἀνελλειποῦς ἀποκαταστάσεως· καθ᾿ ἣν
οὐδεὶς τὸ παράπαν τῶν ὄντων κίβδηλος εὑρεθήσεται
λόγος»54.
Τὸ ἀνωτέρω χωρίον ὁ ἅγιος Μάξιμος διασαφηνίζει εἰς τὰ
σχόλια 35 καὶ 36, γράφων:
«῾Η πρόνοια, φησίν, ἐν τῷ καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνωθῆναι
σαρκὶ τὸν Λόγον δείκνυται· ἡ δὲ κρίσις, ἐν τῷ παθεῖν
ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καταδέξασθαι φαίνεται· δι᾿ ὧν, ἑνώσεως
καὶ πάθους, ἡ τοῦ παντὸς σωτηρία συνέστηκεν. ῾Η μὲν
σάρκωσις, φησίν, εἰς τὴν τῆς φύσεως σωτηρίαν γέγονε·
τὰ δὲ πάθη, πρὸς λύτρωσιν τῶν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῷ
θανάτῳ κατεχομένων»55.
Τὸ σπουδαιότατον τοῦτο κείμενον τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μετὰ
τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ δύο σχολίων, τὰ ὁποῖα ἀνεφέρομεν, νομίζομεν ὅτι
σαφῶς παρουσιάζει τὰς πραγματικὰς διαστάσεις τῆς θεολογίας
τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς ἐπὶ τοῦ μεγάλου θέματος τῆς σαρκώσεως τοῦ
– 18 –
Θεοῦ Λόγου, ὡς θεμελίου τῆς θεώσεως ἡμῶν. Χωρὶς νὰ κάμνῃ
«ὑποθέσεις» ὁ ῞Αγιος φανερώνει τὸ ἀπροϋπόθετον τοῦ μυστηρίου
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ θεώσεως
καὶ ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως.
῾Επομένως, κατὰ τὸν ἅγιον Μάξιμον, ὁ ᾿Αδὰμ (λαμβανόμενος
εἴτε εἰς τὴν προπτωτικήν, εἴτε εἰς τὴν μεταπτωτικὴν κατάστασιν
αὐτοῦ) δὲν εἶναι ἡ «κλεὶς τῆς ἑρμηνείας» τῶν πάντων, ἀλλ᾿ ὁ
Θεάνθρωπος Λόγος, ὁ Χριστὸς καὶ μόνον56. Δὲν ἑρμηνεύεται ἡ
σάρκωσις τοῦ Λόγου ἐκ τοῦ ᾿Αδάμ, ἀλλ᾿ ὁ ᾿Αδὰμ καὶ τὰ πάντα
ἑρμηνεύονται ἐκ τοῦ καὶ ἐν τῷ ἐνανθρωπήσαντι Θεῷ Λόγῳ. Εἰς
Αὐτόν, τὸν Χριστὸν δηλαδή, συνέρχονται ἡ ἀρχὴ (=δημιουργία)
καὶ τὸ τέλος (=θέωσις), ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν τῷ μεταξὺ γενομένη
Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθῇ καὶ φανερωθῇ ἐν
τῷ ᾿Αναστάντι ὁ τελικὸς θεῖος σκοπὸς τῶν πάντων:
«Τὸ τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον, πάντων
ἔχει τῶν τε κατὰ τὴν Γραφὴν αἰνιγμάτων καὶ τύπων
τὴν δύναμιν, καὶ τῶν φαινομένων κτισμάτων τὴν ἐπιστή-
μην. Καὶ ὁ μὲν γνοὺς σταυροῦ καὶ ταφῆς τὸ μυστήριον,
ἔγνω τῶν προειρημένων τοὺς λόγους. ῾Ο δὲ τῆς ἀνα-
στάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τὸν ἐφ᾿ ᾧ
τὰ πάντα προηγουμένως ὁ Θεὸς ὑπεστήσατο σκοπόν»57.
῞Οθεν, δυνάμεθα ἐκ τῶν ἀνωτέρω νὰ συμπεράνωμεν ὅτι, κατὰ
τὸν ἅγιον Μάξιμον, ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν δευτέραν
πλευρὰν ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μυστηρίου, τοῦ ὁποίου πρώτη τοιαύτη
τυγχάνει ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου. ῞Οπως, λοιπόν, ἡ θεότης τοῦ
ἐνανθρωπήσαντος Λόγου δὲν πάσχει οὐδεμίαν ἀλλοίωσιν ἢ
μεταβολὴν ἐν τῇ μετὰ τῆς ἀνθρωπότητος ἑνώσει αὐτῆς, οὕτως
ἀκριβῶς καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐν τῇ θεώσει (θεοποιήσει) αὐτῆς
δὲν μεταβάλλεται εἰς θείαν φύσιν κατὰ τρόπον πανθεϊστικόν, οὔτε
πάσχει οἱανδήποτε ἀλλοίωσιν κατὰ τὴν οὐσίαν αὐτῆς:
«῾Ως γὰρ γέγονε κάτω δι᾿ ἡμᾶς ἀναλλοιώτως καὶ
ἄνθρωπος καθ᾿ ἡμᾶς χωρὶς μόνης ἁμαρτίας, λύσας
ὑπερφυῶς τοὺς νόμους τῆς φύσεως, οὕτω καὶ ἡμεῖς
κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἄνω δι᾿ αὐτὸν γενησόμεθα, καὶ
θεοὶ κατ᾿ αὐτὸν τῷ τῆς χάριτος μυστηρίῳ, μηδὲν τὸ
παράπαν ἀλλοιοῦντες τῆς φύσεως»58.
– 19 –
(*) ῾Ιερομονάχου ᾿Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Τὸ Μυστήριον τῆς Σωτηρίας
κατὰ τὸν ῞Αγιον Μάξιμον τὸν ῾Ομολογητήν, ᾿Εναίσιμος ἐπὶ Διδακτορίᾳ
Διατριβὴ ῾Υποβληθεῖσα εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ ᾿Εθνικοῦ καὶ Καπο-
διστριακοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, ᾿Αθῆναι 1975, Κεφάλαιον Τρίτον, «῾Η
Θέωσις ὡς τὸ Τέλος καὶ τὸ Πλήρωμα τῆς Σωτηρίας», σελ. 180-196. ᾿Επιμέλ.
ἡμετ.
1. Βλ. Περὶ ἀγάπης Γʹ 25 (PG 90, 1024 BC).
2. Πρὸς Κωνσταντῖνον Σακελλάριον, ᾿Επιστολὴ ΚΔʹ (PG 91, 609 C). «῾Η ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ κατὰ ταῦτα δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου λαμβάνει νόημα μόνον
ὑπὸ τὴν θεωρίαν πάσης πραγματικότητος ἐν σχέσει καὶ ἑνότητι πρὸς τὴν
τριαδικὴν κοινωνίαν» (Νικολάου Ματσούκα, ᾿Εκκλησιολογία ἐξ ἐπόψεως
τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, ἐν ΕΕΘΣΠΘ, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 129).
3. Βλ. Πρὸς Θαλάσσιον 63 (PG 90, 684 A).
4. G. Florovskij, Vizantijskie otci V - VIII, Paris 1933, σελ. 227.
5. Πρὸς Θαλάσσιον 65, σχόλ. 44 (PG 90, 781 C).
6. ῎Ενθ᾿ ἀν. 40, σχόλ. 2 (PG 90, 401 A).
7. V. Lossky, ῾Η θέα τοῦ Θεοῦ, σελ. 176.
• Τόσον περὶ τῆς ἐννοίας τῆς θεώσεως εἰς τὴν χριστιανικὴν (καὶ προ-
χριστιανικὴν) ἱστορίαν τῆς σκέψεως, ὅσον καὶ περὶ ὅλων τῶν πλευρῶν τῆς
θεώσεως (ἤτοι ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἐν ἑκάστῳ ἀνθρώπῳ), βλέπε εἰς τὸ ἔργον
τοῦ καθηγητοῦ ᾿Ανδρέου Θεοδώρου, ῾Η περὶ θεώσεως διδασκαλία τῶν ῾Ελλήνων
Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μέχρις ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ᾿Αθῆναι 1956.
῾Ωσαύτως καὶ τοῦ ᾿Ηλία Δ. Μουτσούλα, ῾Η σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ
θέωσις τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν διδασκαλίαν Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, ᾿Αθῆναι
1965.
8. Πρὸς Θαλάσσιον 63, σχόλ. 36 (PG 90, 692 B).
9. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1308 D).
10. Πρὸς ἡγουμένην, ᾿Επιστολὴ ΙΑʹ (PG 91, 456 C).
11. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1040 B).
12. Πρὸς Θαλάσσιον 60 (PG 90, 620 Β-625 D).
13. Πρὸς Θαλάσσιον 60, σχόλ. 1 (PG 90, 625 C).
14. Πρὸς Θαλάσσιον 22 (PG 90, 317 Β-321 C).
15. ῎Ενθ᾿ ἀν., σχόλ. 1 καὶ 3 (PG 90, 321 CD).
16. Πρὸς Θαλάσσιον 54, σχόλ. 18 (PG 90, 532 AB).
17. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 14, 7 (PG 35, 857-909).
17α. Μὴ ἀσχοληθέντες μὲ τὴν χειρόγραφον παράδοσιν τοῦ κειμένου τούτου,
λαμβάνομεν τοῦτο ὡς ἔχει εἰς τὴν ἔκδοσιν τοῦ Migne. Προτείνομεν ὅμως,
χάριν τοῦ νοήματος, τὴν διόρθωσιν τοῦ παρεθέντος, προφανῶς ἐκ λάθους
γραφέντος οὕτως, εἰς παραθέντος.
18. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1097 AD).
19. G. Florovskij, Vizantijskie otci V-VIII, Paris 1933, σελ. 209-210.
20. G. Florovskij, Cur Deus Homo? The Motive of the Incarnation (μτφρ. εἰς τὴν
῾Ελληνικὴν ὑπὸ τοῦ Σταμ. Χατζησταματίου), ἐν Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας,
᾿Αθῆναι 1973, σελ. 36-37.
• Εἰς τὸ ἴδιον ἄρθρον του ὁ π. Φλωρόφσκυ ἀναφέρεται ἐν συντομίᾳ εἰς
ὅσους ἀπὸ τὸν μεσαίωνα μέχρι σήμερον ἠσχολήθησαν μὲ τὸ θέμα τοῦ
ἐμπροϋποθέτου ἢ μὴ τῆς θείας σαρκώσεως, ὅπου καὶ παραπέμπομεν τοὺς
– 20 –
ἐνδιαφερομένους διὰ τὴν περὶ τούτου βιβλιογραφίαν (καθὼς καὶ εἰς τὸ
«Dictionnaire de Théologie Catholoque», 7, Λῆμμα Incarnation κλπ.).
21. S. L. Epifanovich, Prepodobnij Maksim Ispovjednik i vizantijskoe bogoslovie (ρωσι-
στί), Kiev 1915, σελ. 69.
22. H.-U. von Balthasar, Kosmische Liturgie, Einsiedeln 1961, σελ. 270-271.
23. P. Sherwood, εἰς τὴν «εἰσαγωγὴν» τῆς μεταφράσεώς του «The Four Centuries
on Charity» τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἐν Ancient Christian Writers Nr. 21, London
καὶ Westminster, Md. 1955.
24. J. H. Dalmais, Introduction εἰς τὸ βιβλίον Saint Maxime le Confesseur, Les Editions
du Soleil Levant, Namur-Belgique 1964.
25. Νικ. Νησιώτου, Προλεγόμενα εἰς τὴν θεολογικὴν γνωσιολογίαν, ᾿Αθῆναι
1965, σελ. 65.
26. Vladimir Lossky, ῾Η μυστικὴ θεολογία τῆς ἀνατολικῆς ᾿Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη
1964, σελ. 152.
27. ᾿Α. Θεοδώρου, Cur Deus Homo? ᾿Απροϋπόθετον ἢ ἐμπροϋπόθετον ἐνανθρώπησιν
τοῦ Θεοῦ Λόγου; (Σχόλιον εἰς τὴν θεολογίαν τοῦ ἱεροῦ Μαξίμου τοῦ ῾Ομο-
λογητοῦ), ἐν ΕΕΘΣΠΑ, τόμος ΙΘʹ, ᾿Αθῆναι 1972, σελ. 297-340, καὶ ἀνάτυ-
πον.
28. ῎Ενθ᾿ ἀν., σελ. 339-340.
29. ᾿Α. Θεοδώρου, ἔνθ᾿ ἀν., σελ. 301. Τὸ κείμενον αὐτὸ εἶναι Πρὸς Θαλάσσιον 5,
60 (PG 90, 620 Β-625 Δ).
30. H. -U. von Balthasar, Kosmische Liturgie, σελ. 270-271.
31. Πρὸς Θαλάσσιον 60 (PG 90, 621 A).
32. ῎Ενθ᾿ ἀν., 50 (PG 90, 613 D).
33. Πρβλ. Περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας Αʹ 67: «Κατὰ χάριν γάρ, ἀλλ᾿ οὐ κατὰ
φύσιν ἡ τῶν σωζομένων σωτηρία» (PG 90, 1108 B).
34. Πρὸς Θαλάσσιον 60 (PG 90, 620 C).
35. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 90, 621 D).
36. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 90, 624 D).
• ῾Η τοιαύτη, λοιπόν, πλήρης θέωσις, ὡς καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσις, προαπε-
φασίσθη ἐν τῇ προαιωνίῳ βουλῇ τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως λέγει ὀρθῶς καὶ
τὸ αὐτόθι 1 σχόλιον (Πρὸς Θαλάσσιον 60, σχόλ. 1 [PG 90, 625 C], ὡς καὶ
ἡ ἑρμηνεία εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν (PG 90, 873 CD) καὶ τὰ κεφάλαια 23 καὶ 25
τῆς Βʹ ἑκατοντάδος, Περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας (PG 90, 1136 AC).
᾿Ακόμη σαφέστερον περὶ αὐτοῦ ὁμιλεῖ ἡ 22 ἀπόκρισις πρὸς Θαλάσσιον (PG
90, 317 BC), τὴν ὁποίαν προανεφέραμεν εἰς τὴν ἀρχήν, ὡς καὶ τὰ ἐκεῖ
σχόλια 1 καὶ 3 (PG 90, 321 CD), ἐκ τῶν ὁποίων τὸ σχόλιον 3 σαφῶς λέγει
ὅτι ἡ θέωσις εἶναι ἀδύνατος χωρὶς τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, καθ᾿
ὅσον «βεβαία πίστωσίς ἐστι τῆς πρὸς ἐκθέωσιν ἐλπίδος τῇ φύσει τοῦ ἀνθρώπου
ἡ τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησις» (PG 90, 321 D).
• Πρβλ. καὶ Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Παιδαγωγὸς Αʹ 7 (ΒΕΠΕΣ 7, σελ.
126).
37. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1097 AD).
38. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 91, 1097 B).
39. Πρβλ. Πρὸς Θαλάσ. 63, σχολ. 35: «῾Η πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ καθ᾿ ὑπό-
στασιν ἑνωθῆναι σαρκὶ τὸν Λόγον δείκνυται» (PG 90, 692 B).
40. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1097 D).
41. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 91, 1304 D-1308 C).
– 21 –
42. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 91, 1308 B).
43. Πρὸς Θαλάσ. 63 (PG 90, 684 A).
44. ῎Ενθ᾿ ἀν. 22 (PG 90, 321 A).
45. ῎Ενθ᾿ ἀν., σχόλ. 5 (PG 90, 324 A).
46. ῎Ενθ᾿ ἀν. 63 (PG 90, 684 A).
• Μεταδίδων τὴν ὀρθὴν πίστιν τῷ κατηχουμένῳ, ὡς πρὸς τὸ μέτρον τῆς
θεώσεως καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει τὰ ἑξῆς: «Πίστευε, τὸν
Υἱὸν τοῦ Θεοῦ... τοσοῦτον ἄνθρωπον διά σε (γενόμενον), ὅσον σὺ γίνῃ δι᾿
ἐκεῖνον Θεὸς» (Λόγος 40, 45 [PG 36, 424 BC]).
• Πρβλ. γνώμην τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος
ἐνηνθρώπησεν εἰς τὸ «τοσοῦτον ἡμᾶς θεῶσαι κατὰ χάριν, ὅσον κατ᾿ οἰκο-
νομίαν αὐτὸς φύσει γέγονεν ἄνθρωπος» (Πρὸς Θαλάσσιον 64 [PG 90, 725
C]. Πρβλ. ἔνθ᾿ ἀν. 22 [PG 90, 320 A]. Πρὸς Θεόπεμπτον [PG 90, 1400 D]).
47. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1088 C).
48. ῎Ενθ᾿ ἀν. (PG 91, 1084 C).
49. Αὐτόθι.
50. Πρὸς Θαλάσ. 60 (PG 90, 621 B).
51. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἐν ἁγ. ᾿Ι. Δαμασκηνοῦ, ῾Η
Θεοτόκος, ᾿Αθῆναι 1970, σελ. 90 (βλ. καὶ σχόλ. 51, σελ. 245).
52. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1097 C).
53. Βλ. αὐτόθι.
54. Πρὸς Θαλάσσιον 63 (PG 90, 684 A).
55. ῎Ενθ᾿ ἀν., σχόλ. 35-36 (PG 90, 692 B).
• Καὶ ἀλλαχοῦ ὁ ἅγιος Μάξιμος σαφῶς κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ
μυστηρίου τῆς λυτρώσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς
τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» αὐτῆς τοῦ τελουμένου διὰ τῶν ἑκουσίων παθῶν τοῦ
᾿Ιησοῦ καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς θεώσεως διὰ τῆς ἰδίας τοῦ Λόγου σαρκώσεως.
Οὕτω, κατ᾿ αὐτόν, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς «διὰ πάθους τὴν ἀπάθειαν· καὶ διὰ
πόνων τὴν ἄνεσιν καὶ διὰ θανάτου τὴν ἀΐδιον ζωὴν τῇ φύσει δούς, πάλιν
ἀποκατέστησε· ταῖς ἑαυτοῦ καταστερήσεσι τὰς ἕξεις ἀνακαινίσας τῆς φύσεως,
καὶ διὰ τῆς ἰδίας σαρκώσεως τὴν ὑπὲρ φύσιν χάριν δωρησάμενος τῇ φύσει,
τὴν θέωσιν» (Κεφ. διάφορα Δʹ 43 [PG 90, 1324 BC]).
56. Πρβλ. ᾿Αρχιμ. ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ῎Ανθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ᾿Αθῆναι
1969. «Μέτρον πάντων ὁ Θεάνθρωπος», σελ. 106 ἑξ.
57. Περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας Αʹ 66 (PG 90, 1108 AB).
58. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν (PG 91, 1280 D). Πρβλ. ἔνθ. ἀν. (PG 91, 1280 BC).
• «Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ὁμιλοῦσαν ἀπροκαλύπτως περὶ θεοποιήσεως
τοῦ ἀνθρώπου» καὶ διασαφηνίζοντας τοῦτο «ἐδίδασκον ὅτι αὕτη νοεῖται ὡς
θέσει καὶ κατὰ χάριν καὶ μετοχὴν γινομένη οὐχὶ δὲ ὡς μετάστασις εἰς τὴν
θείαν οὐσίαν» (Βασιλείου Χ. ᾿Ιωαννίδου, ῾Ο μυστικισμὸς τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, ᾿Αθῆναι 1957, σελ. 123).
• ῾Ομοίως καὶ κατὰ τὸν π. Φλωρόφσκυ, τὸ ὅριον καὶ ὁ σκοπὸς τῆς
κινήσεως τῆς κτίσεως εὑρίσκεται, ἀκριβῶς, ἐν τῇ θεώσει ἢ ἐν τῇ θεοποιήσει
αὐτῆς. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, διατηρεῖται τὸ ἀμετάβατον ὅριον διὰ τὸ κτιστὸν ὄν,
ἀποκλείεται δηλαδή, πᾶσα δυνατότης μεταστοιχειώσεως αὐτοῦ (βλ. G. Florovskij,
Tvar i tvarnost, Pravoslavnaja misl, Vipusk I, No 1, Paris 1928, σελ. 209).

«Ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου, Κύριε»π. Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης,Iεροδιάκονος Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής, θεολόγος


Η 1η Σεπτεμβρίου, η αρχή του εκκλησιαστικού έτους, αποτελεί την αρχή της Ινδίκτου. Η Ινδικτιώνα είναι ένας γενικότερος τρόπος μέτρησης του χρόνου ανά 15ετίες με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού ή για την ακρίβεια από το 3 π.Χ.
Η λέξη Ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, εξαγγελία, διάγγελμα, πού εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, με σκοπό να καθορίζουν το ύψος των φόρων επί της παραγωγής της γης, που θα έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της Ρώμης για τη συντήρηση του ρωμαϊκού στρατού. Το διάγγελμα αυτό ίσχυε για 15 χρόνια και ο λόγος, γιατί κάθε 15 χρόνια απολύονταν οι παλαιοί στρατιώτες και κατατάσσονταν οι νέοι.Καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτιώνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, 3 χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού.Στα ελληνικά χρησιμοποιείται και η λέξη «Επινέμησις», δηλαδή μερισμός του χρόνου που είναι το έτος.

Το 680 μ.Χ. η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος καθιέρωσε ως πρώτη ημέρα του έτους την 1η Σεπτεμβρίου. Γι΄ αυτό και η Εκκλησία εορτάζει σήμερα την εναρκτήρια ημέρα του εκκλησιαστικού έτους, της οποίας έδωσε χριστιανικό περιεχόμενο.
Ο Θεός δημιουργεί το χρόνο ως των «πάντων ποιητής, των τε αιώνων και πάντων των όντων», σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τον χρόνο με εσχατολογική προοπτική. O χρόνος είναι όργανο του Θεού για να φανερωθεί στον άνθρωπο και να πραγματοποιηθεί η σωτηρία του ανθρώπου ως μέρος της θείας οικονομίας.Ο χρόνος είναι μεταμορφωμένος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και αυτό τον μεταμορφωμένο χρόνο, αυτήν την υπέρβαση του χρόνου ζουν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας με τη χάρη του Θεού που κατοικεί μέσα τους.
Σήμερα, επίσης, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαΐου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ούείνεκενέχρισέ με, ευαγγελίσασθαιπτωχοίςαπέσταλκέ με, κηρύξαιενιαυτόν Κυρίου δεκτόν».
Οι λόγοι για τους οποίους εορτάζει η Εκκλησία μας την εορτή της Ινδίκτου, θα λέγαμε ότι η αρχή του Σεπτεμβρίου συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης και την αναζωογόνηση ολόκληρης της φύσης. Η αναγέννηση αυτή σηματοδοτεί και την συντήρηση και επιβίωση του ανθρώπου, καθώς ο τελευταίος καλλιεργεί και γεύεται τους καρπούς της γης και της φύσης όλης. Την ίδια ευλογία λαμβάνει και με τον ερχομό του Χριστού. Ο Κύριος με την παρουσία του στη Γη και την δήλωσή του ότι εκπληρώθηκαν οι Γραφές, σηματοδοτεί μία νέα αρχή στον κόσμο και μία αναζωογόνηση της φύσης του ανθρώπου
Προσευχόμαστε, λοιπόν, σήμερα προς τον Φιλάνθρωπο Θεό να μας σπλαχνισθεί και να ευλογήσει το νέο έτος, και να μας το χαρίσει ευτυχή γεμάτο απ’ όλα τα σωματικά αγαθά και να φωτίσει το νου μας για να περάσουμε όλη την ετήσια περίοδο με καθαρή καρδιά και αγαθή συνείδηση, ώστε να ευαρεστήσουμε τον ίδιο τον Θεό με την τήρηση των εντολών του, και έτσι να επιτύχουμε τα εν ουρανοίς αιώνια αγαθά.

Γέροντας Νίκων: Η προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν


Γέροντας Νίκων: Η προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με (ΒΙΝΤΕΟ)
Γέροντας Νίκων: Η προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με (ΒΙΝΤΕΟ)
Μια ομιλία του Γέροντα Νίκωνος της Νέας Σκήτης του Αγίου Όρους για την προσευχή.
Σε χριστιανούς μιλάω… Όλοι ξέρουμε τι είναι η προσευχή. Δεν περιμένουμε να το μάθουμε τώρα. Εδώ απλώς θα βάλουμε σε μια σειρά τα πράγματα.
Όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουνε δυο είδη προσευχής. Η κοινή προσευχή και η ατομική προσευχή. Η κοινή είναι αυτή που κάνουμε όλοι μαζί στους Ναούς ή όπου αλλού. Την ατομική προσευχή μπορεί να την κάνει κανείς παντού και πάντα. Θα κάνουμε και τα δυο είδη προσευχής και την ατομική και την κοινή στους Ναούς.
Παράδειγμα μας σε όλα θα είναι ο Χριστός. Ο Χριστός και μόνος του προσευχότανε και στον Ναό πήγαινε.
Όταν κάνουμε προσευχή με κομποσχοίνι λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»
Η προσευχή είναι η βάση της σωτηρίας μας. Δεν μπορούμε να σωθούμε χωρίς προσευχή. Δεν γίνεται τίποτα χωρίς την προσευχή. Κανένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, η Βάπτιση, το Χρίσμα, ο Γάμος, η Θεία Λειτουργία, η Εξομολόγηση. Όλα επιτελούνται με την προσευχή. Σε όλα τα Μυστήρια η βάση είναι η προσευχή. Και μάλιστα είναι η ίδια τόσο μεγάλο Μυστήριο που ένα πατέρας της Εκκλησίας λέει «είναι προτιμότερο να σταματήσει η αναπνοή σου παρά η προσευχή σου» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Την προσευχή δεν μπορεί να στην διδάξει κάποιος. Κανένας δεν θα σας μάθει πως να προσευχόσαστε. Την προσευχή τη μαθαίνουμε φυσικά μόνοι μας… Όπως κανένας δεν μας δίδαξε να βλέπουμε ή πως να ακούμε. Προσευχόμενοι θα μάθουμε πως να προσευχόμαστε…
Οι πατέρες μας παρέδωσαν μια προσευχή, ασφαλή, που δεν κάνουμε ποτέ λάθος όταν την λέμε. Θα κάνουμε όλες τις προσευχές που λέει η Εκκλησία μας και Παρακλήσεις και Απόδειπνα και τους Χαιρετισμούς. Αλλά αυτή την προσευχή θα την κάνουμε μέσα μας. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Δεν μας σώζει η πίστη στο Θεό. Όλοι έχουν κάποιο θεό και πιστεύουνε, ο καθένας έχει το θεό του και πιστεύει. Λέει ο Απόστολος Παύλος, και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσουν. Εμείς δεν έχουμε καν την πίστη των δαιμόνων! Πιστεύουμε και είμαστε και αναίσθητοι. Όχι φρίκη δεν μας πιάνει. Δεν μας σώζει η πίστη στο Θεό. Τι μας σώζει; Η πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Θεός.


Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής: Η ευχή είναι δωρεά του Θεού

Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής: Η ευχή είναι δωρεά του Θεού
Άγιος Αμφιλόχιος Μακρής: Η ευχή είναι δωρεά του Θεού

Αποφθέγματα του νέου Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την προσευχή


Ο άνθρωπος αγαπάει πνευματικά αισθάνεται προσευχόμενος, ότι βρίσκεται εντός τού Θεού και τού αδελφού του. Λυπάται όταν δεν πορεύεται καλά ο αδελφός του και προσεύχεται για την πρόοδό του.
Καθημερινά προσεύχομαι να σάς δω στις τάξεις των οσίων γυναικών.
Όταν θα δείτε τα δάκρυα, τότε είναι επίσκεψη τού Θεού στην προσευχή.
Όταν δω άνθρωπο ερεθισμένο προσεύχομαι να τον ειρηνεύσει ο Κύριος και δεν ακούω τι λέει. Γι᾿ αυτό και δε στενοχωριέμαι. Όταν θα ηρεμήσει και θα δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία τότε τού μιλάω, διότι τότε είναι ακριβώς σε θέση να καταλάβει την αφροσύνη του.
Τη βραδινή προσευχή να μην την αμελείς. Να προσεύχεσαι με διάθεση όπως εκείνοι που πηγαίνουν σε συμπόσιο. Είναι ξύπνιοι και αισθάνονται όλο χαρά. Έτσι και εσύ αφού πρόκειται να μιλήσεις με τον Νυμφίο σου, να μην ακούς όταν σου λέει ο πειρασμός διάφορα για να σε εμποδίσει, γιατί ξέρεις έχουμε έναν που ενδιαφέρεται πολύ για μάς.
Η προσευχή είναι χάρη. Την δίνει ο Θεός, όταν υπάρχει ζήλος και ταπείνωση.
Να καλλιεργείς την ευχή και θα έρθει καιρός που η καρδιά σου θα σκιρτάει από χαρά, όπως όταν πρόκειται να δεις ένα πολυαγαπημένο σου πρόσωπο.
Η ευχή είναι δωρεά του Θεού. Να ζητάς πάντα με ελπίδα.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Νά προσεύχεσθε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πάντοτε νά παίρνετε τήν εὐλογία Της γιά κάθε ἔργο σας Στάρετς Σάββας ο παρηγορητής

Φωτογραφία για Νά προσεύχεσθε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πάντοτε νά παίρνετε τήν εὐλογία Της γιά κάθε ἔργο σας
Στάρετς Σάββας ο παρηγορητής

Ο Στάρετς έτρεφε ιδιαίτερη, μπορεί να πει κανείς, τρυφερή αγάπη και αφοσίωση στη Μητέρα του Θεού και δεν έβρισκε λόγια για να εκφράσει και τη δική Της αγάπη στους ανθρώπους και τη δική του προς Αυτήν.

Κάποιος χριστιανός είδε ένα θαυμαστό όραμα των μονών του παραδείσου που είχαν μια ασυνήθιστη ομορφιά .Ιδιαιτέρως διακρινόταν για την ομορφιά του ένα ανάκτορο.

Ρώτησε:

– Ποιός κατοικεί εκεί;

– Η Μητέρα του Θεού, του απάντησαν.

– Και που είναι τώρα; Γιατί δεν είναι εδώ;

– Βρίσκεται στη γη… βοηθάει τους ανθρώπους.

Ο πατήρ Σάββας συχνά προσέφευγε κατά την προσευχή στη Μητέρα του Θεού και την ονόμαζε «Βροντή κατά των δαιμόνων», γιατί δεν υπάρχει τίποτε φοβερώτερο για τους δαίμονες από την παρουσία της Παναγίας. Αυτοί δεν μπορούν να βλάψουν τον άνθρωπο, αν εκείνος δεν εγκαταλείψει την Υπεραγία Θεοτόκο.

Όλη η ζωή του στάρετς πέρασε κάτω από την προστασία της Παναγίας. Ο στάρετς μέσα στο ιερό πολλές φορές, όταν είχε ελεύθερο χρόνο, συνομιλούσε φωναχτά μ’ αυτήν, ξεχνώντας ότι κοντά του βρίσκονταν άνθρωποι. Διηγόταν πώς προσευχόταν ο ηγούμενος Αλέξιος στη Μητέρα του Θεού. Συχνά μιλούσε μαζί Της σαν με κάποιο κοντινό του άνθρωπο!

– Κι εγώ σας ζητώ αγαπημένα μου τέκνα, έλεγε, με ζήλο να προσεύχεσθε στην Υπεραγία Θεοτόκο, πάντοτε να παίρνετε την ευλογία Της για κάθε έργο σας. Και μην λησμονείτε να την ευχαριστείτε μετά το τέλος του έργου σας για τη βοήθεια που σας έστειλε.

Σας ζητώ ιδιαιτέρως να κάμετε τον Θεομητορικό Κανόνα -150 φορές το

«Θεοτόκε Παρθένε» – και να διαβάζετε το «ακοίμητο Ψαλτήρι». Το θεόπνευστο βιβλίο του ψαλτηρίου είναι γραμμένο από τον Προφήτη Δαϋίδ με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Από την ανάγνωση του Ψαλτηρίου υπάρχει μεγάλη ωφέλεια. Ένας ευσεβής χριστιανός είχε θερμή επιθυμία να διαβάζει το «Ψαλτήριον» αλλά μετά από κάθε αμέλεια ο ζήλος του ψυχράνθηκε.

Τότε εμφανίστηκε στον ύπνο του η Παναγία και του είπε τρυφερά:«Πρέπει , τέκνο μου, να διαβάζεις το Ψαλτήρι. Αυτό είναι η ζωή σου».

Κάποτε ο π.Σάββας ,στη βιογραφία του ιερομονάχου Παρθενίου, βρήκε ένα σημείο όπου λεγόταν ότι είχε δεχθεί ένα λογισμό αμφιβολίας για το αν η Υπεραγία Παρθένος ήταν η πρώτη μοναχή στη γη. Κοιμήθηκε ελαφρά και βλέπει μέσα από την Πύλη της Λαύρας του Κιέβου να έρχεται με τη συνοδεία μεγάλου πλήθους Αγγέλων μια μεγαλόπρεπη Μοναχή με μοναχικό μανδύα και ράβδο στα χέρια. Πλησιάζοντας σ’ αυτόν, του λέει:

«Παρθένιε, εγώ είμαι μοναχή».

Εκείνος ξύπνησε και από τότε ονόμαζε την Παναγία, Ηγουμένη της Λαύρας.

Ο ελαφρύς κανόνας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ για τους χριστιανούς των εσχάτων χρόνων


Αποτέλεσμα εικόνας για σεραφειμ σαρωφ προσευχη

Ο ελαφρύς κανόνας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ με εντολή της Βασίλισσας των Ουρανών για τους χριστιανούς των εσχάτων χρόνων

…Όταν προσευχόμαστε στον Κύριο, τότε η Μητέρα του Θεού χαίρεται και ευχαριστεί τον Υιό Της που προσελκύει τις καρδιές μας στην προσευχή και πάντοτε μας βοηθεί, αν ζητούμε την βοήθειά Του. Μη λησμονείτε να παρακαλείτε την Βοήθεια και Προστασία της.
Ο π. Σάββας δεν επιβάρυνε το λαό με μεγάλους κανόνες προσευχής, αλλά δίδασκε όπως ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Είναι καλύτερο να τηρείτε λίγα, αλλά με θερμότητα και ευλάβεια. Ο Θεός δεν χρειάζεται τον τύπο αλλά την ουσία. Εκείνος χρειάζεται την καρδιά μας».
Ο όσιος Σεραφείμ με εντολή της Βασίλισσας των Ουρανών έδωσε νέο, πιο ελαφρύ Τυπικό στα πνευματικά του τέκνα, τις αδελφές της Μονής Ντιβέγιεβο, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι να σωθούν οι χριστιανοί των εσχάτων χρόνων. Στους απλούς ανθρώπους ο όσιος Σεραφείμ έδινε αυτόν τον κανόνα:
«Σήκω από τον ύπνο, στάσου μπροστά στις εικόνες και πες τρεις φορές το «Πάτερ ημών» προς τιμήν της Αγίας Τριάδος, υστέρα το «Θεοτόκε Παρθένε» τρεις φορές και μια φορά το «Πιστεύω».
Αυτές οι προσευχές, όπως εξηγούσε ο όσιος Σεραφείμ, είναι η βάση του χριστιανισμού. Η πρώτη, ως προσευχή δοσμένη από τον ίδιο τον Θεό ως πρότυπο όλων των προσευχών. Η δεύτερη προσφέρθηκε από τον ουρανό διά του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία, την μητέρα του Θεού.
Το Σύμβολο της Πίστεως ενώπιων συντομία περιέχει όλα τα σωτήρια δόγματα της χριστιανικής πίστεως, όπως διατυπώθηκαν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325).
Στον κελί του μπορεί καθένας να λέγει ήσυχα την ευχή του Ιησού κι όταν είναι ανάμεσα στους ανθρώπους το «Κύριε, ελέησον» και έτσι να συνεχίζει μέχρι το γεύμα.
Ακριβώς πριν το γεύμα πάλι σύντομος κανόνας.
Μετά το γεύμα: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσόν με τον αμαρτωλόν».
Στην ερημιά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, διά της Θεοτόκου, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Πριν τον ύπνο, πάλι σύντομος κανόνας και μετά ύπνος, αφού διαφυλαχθούμε με το σημείο του σταυρού. Κρατώντας αυτόν τον απλό κανόνα, μπορεί να φθάσει κανείς στο μέτρο της χριστιανικής τελειότητας».
Ο στάρετς Σάββας δίδασκε επίσης να μη καταπονείται κανείς με δυσβάστακτα ασκητικά κατορθώματα.
– Το πρωί, αφού ξυπνήσεις, έλεγε, αμέσως ασπάσου το σταυρό που φοράς λέγοντας: «Ράνον, Δέσποτα, ρανίδα του αγιωτάτου Σου Αίματος στην καρδία μου, για να εξαλείψει τα πάθη, τις αμαρτίες και τις ακαθαρσίες ψυχής και σώματος. Αμήν».
Μετά να πλυθείς, να ντυθείς και αφού σταθείς μπροστά στις εικόνες, με θερμή καρδιακή πίστη πες: «Βασιλεύ Ουράνιε» μια φορά, «Πάτερ ημών», τρεις φορές, «Θεοτόκε Παρθένε» τρεις φορές και το «Πιστεύω» μια φορά.
Αυτός ο κανόνας ονομάζεται «κανόνας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ».
Μετά διάβασε τις πρωινές προσευχές από το προσευχητάριο. Μετά διάβασε το Ψαλτήρι, όσο μπορείς, ένα Κάθισμα ή έστω μία Δόξα.*
Σε κάποιους ο Γέροντας έδινε ευλογία να διαβάζουν μόνο μερικές γραμμές, αλλά συμβούλευε όλους να διαβάζουν καθημερινά το Ψαλτήρι υποχρεωτικά, τις Επιστολές των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο, έστω μια περικοπή. Σ’ όσους είχαν ζήλο στην προσευχή έδινε ευλογία να διαβάζουν προσευχές που τις έπαιρνε από τους ασκητές πατέρες των τελευταίων χρόνων. Στον τέλος της ζωής του στάρετς όλες οι προσευχές του και όλες οι γραπτές και προφορικές του διδαχές και ποιήματα με πνευματικό περιεχόμενο συγκεντρώθηκαν σε αντίστοιχα βιβλία: «Πνευματικές-ηθικές διδασκαλίες» κ.α.
Σε όσους ήσαν πολύ απασχολημένοι με δύσκολα καθήκοντα, ο στάρετς επέτρεπε να συντομεύουν τον κανόνα της προσευχής, αλλά με την προϋπόθεση αυτή η συντομευμένη προσευχή να είναι θερμή και έτσι να θεωρηθεί ως πλήρης κανόνας. Έλεγε:
– Να αποφεύγετε την επιφανειακή ανάγνωση του κανόνα. Να εμβαθύνετε στον πνεύμα της προσευχής, για να δοκιμάσει η ψυχή χαρά και ευγνωμοσύνη για την Χάρη του Θεού και θλίψη για τις αμαρτίες σας, ώστε η προσευχή να γίνει τροφή και ζωή της ψυχής. Ας μη τρέφουμε τον εσωτερικό μας φαρισαίο του τυπικού κανόνα προσευχής, αλλά με ζήλο, αδιαλείπτως να κάνουμε τον κανόνα μας, έστω και πιο σύντομο, κάποτε. Τι ευλογημένη που είναι η πνευματική κατάσταση κάποιων ανθρώπων, οι όποιοι με αγάπη, αδιάλειπτα τηρούν τον κανόνα της προσευχής! Αυτοί ήδη από’ αυτή την ζωή θα γνωρίσουν «ότι Χριστός ο Κύριος».
Από το βιβλίο: «Στάρετς Σάββας ο Παρηγορητής» – Μετάφραση από τη ρωσική γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Φωτόπουλος , Διδαχές του στάρετς Σάββα
πηγή: iconandlight.wordpress.com

ΟΙ ΔΥΟ ΣΤΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ! Ο προσωπικός και ο εκούσιος…


✟...ΟΙ ΔΥΟ ΣΤΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ!
Ο προσωπικός και ο εκούσιος…
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34). 
Ο Χριστός μας λέει κάτι πολύ σπουδαίο:
ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ πρέπει:
Πρώτον: «ΑΠΑΡΝΗΣΑΣΘΩ ΕΑΥΤΟΝ». 
Δεύτερον: «ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ».
Τρίτον: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ».
Να απαρνηθεί τα του εαυτού του, να σηκώσει τον σταυρό του και να Με ακολουθήσει.
Η υπόθεση του Σταυρού σήμερα είναι μεγάλη υπόθεση για τον εξής λόγο.
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΜΑΣ ΔΙΚΑΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ, Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΣ!
Κατά την Δευτέρα Παρουσία, ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέτρο μέτρησης; 
Σήμερα για να μετρήσουμε κάτι λέμε ότι έχουμε το μέτρο. Με βάση το μέτρο μετρούμε τις επιφάνειες και λέμε 2μ. 3μ. 5μ. κλπ.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ 
ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ! Ο Σταυρός που σηκώνει με υπομονή και ο Σταυρός που ακολουθεί για χάρη του Ιησού. 
Ποιος είναι τώρα ο Σταυρός που σηκώνει; 
Και ποιος είναι ο Σταυρός που ακολουθεί;
ΕΧΟΥΜΕ ΔΥΟ ΣΤΑΥΡΟΥΣ!
Ο ένας είναι ο δικός μας, ο προσωπικός… 
Και ο άλλος είναι αυτός που θα σηκώσουμε μόνοι μας, εάν το θελήσουμε για χάρη του Ιησού... 
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΟΥΜΕ ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ;
Οι αρρώστιες μας. Μπορείς να κάνεις αλλιώς; 
Τα προβλήματά μας, οι σύντροφοί μας, τα παιδιά μας, το σπίτι μας, ένας Σταυρός είναι και αυτός…
Λίγες δυσκολίες περνάνε μέσα στα σπίτια; 
Άντε να ανεχθείς του αλλουνού τις τρέλες. 
Άντε να ανεχθείς του άλλου τις απαιτήσεις. 
Άντε να ανεχθείς των παιδιών σου τις δυσκολίες, τις αρρώστιες, τις θλίψεις, χίλια δυο. 
Αυτός είναι ο Σταυρός ο προσωπικός του καθενός μας, για τον οποίο Σταυρό, ανάλογα με την διάθεση που τον σηκώνεις, θα πάρεις και τον μισθό σου. 
ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΟΜΩΣ, ΘΕΩΡΟΥΝ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥ ΑΛΛΟΥ. 
Την παθαίνουμε σαν εκείνη την γυναίκα που είχε κάποιο Σταυρό και δεν μπορούσε να τον σηκώσει και συνέχεια παραπονιόταν στον Θεό: 
«Θεέ μου, δεν μπορώ να τον σηκώσω. Δώσε μου έναν άλλο».
Είδε λοιπόν στον ύπνο της ότι σαν να βρέθηκε σε κάποιον χώρο και υπήρχαν πολλοί Σταυροί. Της είπε λοιπόν ο Άγγελος που την συνόδευε να διαλέξει έναν Σταυρό και να δοκιμάσει να τον σηκώσει. Άρχισε λοιπόν αυτή να διαλέγει. Της φάνηκε ένας ωραίος και προσπάθησε να τον σηκώσει. Δεν τα κατάφερε. Πάει πέρα στην άκρη, της φάνηκε ένας, λιγότερος βαρύς. Πάει να τον σηκώσει… Δύσκολα. 
Αφού τους είδε όλους, στο τέλος βρήκε ένα μικρό Σταυρό και τον σήκωσε. 
- Αυτόν μπορώ να τον σηκώσω, είπε η γυναίκα.
- Δες πίσω τι γράφει; Την ρώτησε ο Άγγελος.
Γύρισε και είδε το όνομά της!
-Είναι ο Σταυρός που άφησες, ο δικός σου, της απάντησε ο Άγγελος.
ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΗΚΩΝΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ, ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ! 
Ο Θεός δίνει τον Σταυρό στους ανθρώπους ανάλογα με τις δυνάμεις τους. 
Αλλος είναι αδύναμος άνθρωπος και του δίνει ο Θεός έναν ελαφρύ Σταυρό, που για τον ίδιο βέβαια είναι βαρύς. 
Άλλος σηκώνει ένα μεγάλο σταυρό, που για πολλούς είναι βαρύς και ασήκωτος. 
Κι όμως, ο ίδιος που τον σηκώνει, είτε αδύναμος, είτε δυνατός, τον ανέχεται, τον αντέχει... 
Σημαίνει λοιπόν ότι ο Θεός μας δίνει Σταυρούς ανάλογα με τις δυνάμεις μας και θα μας βραβεύσει πάλι ανάλογα με τις δυνάμεις. 
Αυτός είναι ο πρώτος Σταυρός, ο Σταυρός που σηκώνουμε έτσι κι αλλιώς, αναγκαστικά. 
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, Ο ΕΚΟΥΣΙΟΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΥΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΞΕΡΕΤΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;
Είναι ο Σταυρός, που λέγεται ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ... ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ... ΑΓΑΠΗ... ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ... Έχει πολλά ονόματα, πάρα πολλά ονόματα... 
Όταν οι άνθρωποι, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι, αναλαμβάνουν να κάνουν ένα έργο για να ξεκουράσουν κάποιους άλλους, είναι κι αυτός ένας μεγάλος Σταυρός!
Υπάρχουν άλλοι, που κάνουν μεγάλα έργα όμως υποφέρουν τόσο γι’ αυτά, και κάνουν μεγάλη ΥΠΟΜΟΝΗ για το καλό των άλλων ανθρώπων! Σταυρός θεωρείται κι αυτός! 
Ιδιαίτερα αυτός ο Σταυρός θα είναι πλέον η δόξα και η τιμή τους! Σαν αυτά που βάζουν πάνω τους οι Βασιλιάδες, τα στέμματα. 
Είναι ο Σταυρός των ανθρώπων εκείνων, για τους οποίους ο Θεός λέγει: 
«Ελάτε δίπλα μου εσείς που τηρήσατε τον νόμο Μου. Γιατί ήμουνα και στις φυλακές, και στα νοσοκομεία, και στην ορφάνια και στην πείνα, κι εσείς ήσασταν δίπλα μου». 
Έχει τέτοια αξία αυτός ο Σταυρός, που στην Αγία Γραφή σχολιάζεται περισσότερο από τον προσωπικό Σταυρό...
Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, πως σχολιάζεται στην Αγία Γραφή;
«Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Μαρκ. ιγ, 13).
«ὲν τῇ ύπομονῇ ύμών κτήσασθε τάς ψυχάς ύμῶν» (Λουκ. κα'15-20)
Σηκώνοντας ο καθένας τον Σταυρό του κάνοντας υπομονή, ο Θεός του δίνει την σωτηρία της ψυχής του.
Ενώ, Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ο μεγάλος, για τον οποίο αναφέρεται η Γραφή:
«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν…» (Ματθ. κε’ 34)
… είναι ο Σταυρός αυτός που γράφει από πάνω ΕΥΛΟΓΙΑ!
Γι’ αυτό και η Γραφή όλους αυτούς που τον σηκώνουν, τους αποκαλεί όχι απλά σεσωσμένους αλλά «ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΥΣ». 
«Δεύτε οι ευλογημένοι…». Ελάτε εσείς που είστε οι ευλογημένοι στα δεξιά Μου. 
Είναι αυτοί που σηκώνουν τον μεγάλο Σταυρό της ΑΓΑΠΗΣ και της ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, στο όνομα του Ιησού!
Είναι αυτοί που βρίσκονται κοντά στους αρρώστους. 
Είναι αυτοί που βρίσκονται κοντά στις χήρες…
Είναι αυτοί που βρίσκονται κοντά στα ορφανά…
Είναι αυτοί που ξεκουράζουν τον στεναχωρημένο…
Είναι αυτοί που τρέφουν τον πεινασμένο…
Είναι αυτοί που ντύνουν τον γυμνό…
Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΞΙΩΣΕΙ ΝΑ ΦΕΡΟΥΜΕ ΣΕ ΠΕΡΑΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΜΑΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ, ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ!
π. Ελπιδίου Βαγιανάκη
(Απόσπασμα από κήρυγμα του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, έτος 2010)

"Αυτό ήταν από Εμένα" [Στάρετς Σάββα του Παρηγορητή]





Σκέφθηκες ποτέ πως οτιδήποτε εγγίζει εσένα, παρόμοια εγγίζει Εμένα; Διότι «ο απτόμενος υμών ως απτόμενος της κόρης του οφθαλμού αυτού» ( Ζαχ. 2,8 ) , δηλαδή όποιος εγγίζει εσένα, εγγίζει την κόρη του οφθαλμού Μου. Εσύ στους οφθαλμούς μου είσαι ακριβός και πολύτιμος και Εγώ σε αγάπησα πολύ. Γι’ αυτό για Μένα αποτελεί ιδιαίτερη χαρά να σε παιδαγωγήσω.
- Όταν πειρασμοί σηκώνονται εναντίον σου και ξαφνικά περνούν και φεύγουν σαν ποτάμι, θέλω να γνωρίζεις ότι αυτό ήταν από Μένα.
Ότι η δική σου αδυναμία έχει ανάγκη της δικής Μου δυνάμεως και ότι η ασφάλειά σου συνίσταται στο να δώσεις σε Μένα τη δυνατότητα να αγωνισθώ για σένα.
- Όταν βρίσκεσαι σε δύσκολες περιστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους , οι οποίοι δεν σε καταλαβαίνουν, οι οποίοι δεν υπολογίζουν ότι αυτό είναι δυσάρεστο για σένα, οι οποίοι σε παραμερίζουν, αυτό ήταν από Μένα.
Εγώ, ο Θεός, είμαι που δημιουργώ τις περιστάσεις. Εσύ δεν βρέθηκες τυχαία στη θέση σου. Αυτή η θέση είναι αυτή που εγώ όρισα σε σένα.
Εσύ δεν ζητούσες να σου διδάξω ταπείνωση; Να, κοίταξε: Εγώ σε έβαλα ακριβώς σ’ αυτό το περιβάλλον, σ’ αυτό το σχολείο, όπου διδάσκεται αυτό το μάθημα. Το περιβάλλον σου και όσοι ζουν μαζί σου, το μόνο που κάνουν είναι να εκπληρώνουν το θέλημά μου.
- Όταν βρίσκεσαι σε οικονομική δυσκολία και δύσκολα τα βγάζεις πέρα, αυτό ήταν από Μένα.
Εγώ ρυθμίζω το πουγγί σου και θέλω να προστρέχεις σε Μένα και να είσαι σε εξάρτηση από Μένα. Οι προμήθειές μου είναι ανεξάντλητες. Θέλω να είσαι βέβαιος για την αξιοπιστία Μου και τις επαγγελίες μου, ώστε να μην μπορέσουν να πουν για σένα πάνω στις ανάγκες σου: «ουκ ενεπιστεύσατε Κυρίω τω Θεώ υμών» ( Δευτ. 1,320 ) .
- Ζεις μια νύχτα θλίψεων και είσαι χωρισμένος από τους οικείους σου; Αυτό ήταν από Μένα. Εγώ είμαι που δοκίμασα την ασθένεια. Εγώ είμαι που επέτρεψα αυτή την θλίψη για να στραφείς σε Μένα και σε Μένα να μπορέσεις να βρεις αιώνια παρηγοριά.
- Εξαπατήθηκες από κάποιο φίλο σου, στον οποίο είχες ανοίξει την καρδιά σου; Αυτό ήταν από Μένα. Εγώ επέτρεψα αυτή την απογοήτευση να σε αγγίξει, για να γνωρίσεις ότι ο καλύτερος Φίλος σου είναι ο Κύριος. Θέλω να τα αναφέρεις όλα σε Μένα και να μιλάς σε Μένα.
- Σε συκοφάντησε κάποιος; Ανάθεσε σε μένα αυτό το έργο και προσκολλήσου σε Μένα, το Καταφύγιό σου, για να σε σκεπάσω «από αντιλογίας γλωσσών». Εγώ «εξοίσω ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμά σου ως μεσημβρίαν» ( Ψαλμ. 36, 6 ) . Καταστράφηκαν τα σχέδιά σου; Κάμφθηκε η ψυχή σου και απόκαμες; Αυτό ήταν από Μένα.
Εσύ έφτιαξες τα σχέδιά σου και τα ‘φερες σε Μένα να τα ευλογήσω, αλλά Εγώ θέλω να μου παραχωρήσεις το δικαίωμα να γίνω κύριος σε όλες τις περιστάσεις της ζωής σου, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο για σένα, μόνος σου να μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα με όλα αυτά.
- Σε επισκέφτηκαν καθημερινές κακοτυχίες, απρόσμενες, και μελαγχολία κατέλαβε την καρδιά σου; Αυτό ήταν από Μένα. Γιατί εγώ θέλω η καρδιά σου και η ψυχή σου να φλέγονται πάντοτε, ιστάμενες ενώπιον των οφθαλμών Μου και δια του ονόματός Μου να νικήσουν αυτή τη μικροψυχία.
- Μήπως για πολύν καιρό δεν έλαβες νέα από τους οικείους και τους αγαπητούς σε Σένα ανθρώπους και από τη μικροψυχία και την ολιγοψυχία πέφτεις στην απελπισία και το γογγυσμό; Αυτό ήταν από Μένα. Γιατί μ’ αυτό το βάσανο της ψυχής Εγώ δοκίμασα τη σταθερότητα της πίστεώς σου, το απαράβατο των υποσχέσεών σου , τη δύναμη και την παρρησία της προσευχής σου για τους δικούς σου. Γιατί δεν εμπιστεύτηκες αυτούς στη σκέπη της Πανάγνου μητρός Μου; Γιατί ποτέ δεν ανέθεσες τη φροντίδα γι’ αυτούς στην αγάπη και την Πρόνοιά Μου;
- Σε επισκέφθηκε μια βαριά ασθένεια, προσωρινή ή ανίατη, και βρέθηκες καθηλωμένος στο κρεβάτι; Γνώριζε ότι Αυτό ήταν από Μένα.
Εγώ θέλω να γνωρίσεις Εμένα ακόμη βαθύτερα μέσα στις σωματικές σου αδυναμίες και να μη γογγύζεις γι’ αυτές, τις άνωθεν σταλμένες δοκιμασίες ˙ να μην προσπαθείς να εμβαθύνεις στα σχέδιά Μου για τη σωτηρία των ψυχών μέσα από ποικίλους τρόπους, αλλά αγόγγυστα να κάμπτεις τον αυχένα σου κάτω από την Πρόνοιά Μου για σένα.
- Ονειρεύτηκες να κάμεις κάποιο ιδιαίτερο έργο για χάρη Μου, αλλά αντί γι’ αυτό καθηλώθηκες στο κρεββάτι της ανημπόριας και της αρρώστιας; Αυτό ήταν από Μένα. Αλλιώς εσύ θα ήσουν βυθισμένος στα έργα σου και δεν θα μπορούσα να ελκύσω τους λογισμούς σου σε Μένα. Όμως εγώ θέλω να σου διδάξω τις πιο βαθειές σκέψεις και τα δικά Μου μαθήματα , ότι δηλαδή εσύ είσαι στη δική μου διακονία.
Από τους καλύτερους συνεργάτες μου είναι κατ’ ουσίαν κάποιοι οι οποίοι είναι αποκομμένοι από την ενεργό δραστηριότητα για να διδαχθούν να μεταχειρίζονται το όργανο της αδιάλειπτης προσευχής.
Κλήθηκες απρόσμενα να καταλάβεις κάποια δύσκολη και υπεύθυνη θέση; Πήγαινε βασιζόμενος σε Μένα. Εγώ σου εμπιστεύομαι αυτές τις δυσκολίες, διότι γι’ αυτό σε ευλόγησα, Εγώ ο Κύριος και Θεός σου, σε όλα τα έργα σου, σε όλα όσα θα γίνονται με τα χέρια σου.
Αυτή τη μέρα δίνω στα χέρια σου αυτό το σκεύος του αγίου ελαίου. Χρησιμοποίησέ το ελεύθερα , παιδί Μου.
Κάθε δυσκολία που αναφύεται, κάθε λόγος που σε πικραίνει, κάθε εμπόδιο στην εργασία σου, που θα μπορούσε να σου προκαλέσει το αίσθημα της αγανακτήσεως, κάθε φανέρωση της αδυναμίας σου και της ανικανότητός σου, ας αλειφθούν με αυτό το έλαιο.
Θυμήσου ότι κάθε εμπόδιο αποτελεί μια νουθεσία από τον Θεό.
Κάθε κεντρί αμβλύνεται, όταν μάθεις να βλέπεις σε όλα, σε οτιδήποτε σε αγγίζει, Εμένα.
Και μετά βάλε μέσα στην καρδιά σου τα λόγια που σου εξήγησα σήμερα: αυτό ήταν από Μένα, γιατί αυτός δεν είναι κενός λόγος, αλλά η ζωή σου!
Τι μπορώ εγώ ο ανάξιος να πω για όλα αυτά; Το μόνο που απομένει είναι να επαναλάβω τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Τα πάντα εξ’ Αυτού, εις Αυτόν και εν Αυτώ. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».


Από το βιβλίο: «ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ
Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Στάρετς Σάββας Ο Παρηγορητής «περί τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ »



Συντόμως περί τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ  

Προσπαθῆστε νά ἀποκτήσετε ἀδιάλειπτη προσευχή κράζοντας πρός τόν Κύριο: 

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» 

καί στό σπίτι, στό ναό, στό δρόμο καί στήν ἐργασία καί στό τραπέζι καί καθήμενοι καί κείμενοι καί νά κάνετε αὐτήν τήν προσευχή μέ εὐλάβεια καί προσοχή, μέ αἴσθηση μετάνοιας μέ μεγάλη ἁπλότητα χωρίς ἔνταση καί χωρίς νά πιέζεται τόν ἑαυτό σας γιά νά νοιώσετε νά βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά σας κάποια ἰδιαίτερη αἰσθήματα. Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι εὔκολη ἐξ αἰτίας τῆς συντομίας της.

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ πιό σπουδαῖα, ἡ πιό βασική πορσευχή.
Πρέπει πάντοτε νά ἔχουμε τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά σκεπτόμαστε Αὐτόν κάθε ὥρα, σέ κάθε τόπο.  Σέ κάθε ἀσχολία μέσα στήν καρδιά μας πάντοτε νά φωνάζουμε πρός Αὐτόν ἔστω καί μέ σύντομο τρόπο: «Κύριε, ἐλέησον!  Κύριε βοήθει μοι!».

Μέχρι τό γεῦμα νά λέτε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί μετά τό γεῦμα νά τή λέτε μέ τήν προσθήκη: «Πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς». 
Κάποιοι λέγουν τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ συνδυάζοντας την μέ τήν ἀναπνοή:

Κύριε-εἰσπνοή, Ἰησοῦ -ἐκπνοή, Χριστέ-εἰσπνοή, Υἱέ-ἐκπνοή, Θεοῦ-εἰσπνοή, ἐλέησόν-ἐκπνοή, με-εἰσπνοή, τόν ἁμαρτωλόν-ἐκπνοή.

ἤ λέγουν:

Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ - εἰσπνοή
ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν-ἐκπνοή. 

Αὐτό εἶναι πολύ καλό.  Σημαίνει ὅτι ἀναπνέουν μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή ἡ σύντομη προσευχή θά σᾶς ἐξασκήσει στή μνήμη τοῦ Θεοῦ, θά συνάξει τό νοῦ ἀπό τό διασκορπισμό καί θά τόν  συνδέσει μέ τό Θεό΄ θά βάλει στό νοῦ ἕνα εἶδος σφραγίδας, ὅπου πλέον δέν μποροῦν νά βρίσκονται τά ἀκάθαρτα πνεύματα.

Μείνετε νήφοντες καί  ἄγρυπνοι, ἰδιαιτέρως κατά τόν  χρόνο τῆς νοερᾶς-καρδιακῆς προσευχῆς.  Κανείς δέν εἶναι τόσο εὐάρεστος στό Θεό, ὅσο ἐκεῖνος πού ἀσχολεῖται ὀρθά μέ τή νοερά-καρδιακή προσευχή.

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ὀνομάζεται προφορική, ὄταν προφέρεται μέ λόγια΄ νοερά, ὄταν μ’ αὐτήν ἀδιάρρηκτα ἑνώνεται ἡ προσοχή τοῦ νοῦ΄ Καρδιακή ἤ νοερά-καρδιακή, ὅταν ἀρχίζει νά γίνεται μέσα στήν καρδιά.

Πρέπει νά ἀρχίσετε μέ τήν προφορική προσευχή, ἡ ὁποία μέ τή συνεχῆ, ἀβίαστη ἐκφορά της, μέ συντετριμμένη καρδιά, ἀπό μόνη της περνᾶ πρός τή νοερά καί ἡ νοερά στήν καρδιακή.  Βαθμιαῖα ἡ προσευχή κυριαρχεῖ στήν ψυχή καί φέρει σ’ αὐτήν μιά κατάσταση εἰρήνης, ἡρεμίας, καθαρότητος, ἡσυχίας, τάξεως, χαρᾶς και συνεχοῦς ἐσωτερικῆς παρουσίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Κυριώτερος καρπός τῆς ἐνέργειας τῆς προσευχῆς θεωρεῖται ὄχι ἡ θερμότητα ἤ ἡ γλυκήτητα, ἀλλά ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ και ἡ συντριβή γιά τίς ἁμαρτίες μας.

Ἀπό κάθε σφάλμα, ἀπάτη καί γοητεία σώζει τόν ἐργάτη τῆς προσευχῆς ἡ μετάνοια καί τό δάκρυ.  Τό δάκρυ εἶναι τό συντετριμμένο πνεῦμα. «Καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει», δηλαδή δέ θά τήν παραδώσει στήν ὕβρη τῶν δαιμόνων, ὅπως παραδίδεται ἀπ’ Αὐτόν ἡ ὑπερήφανη καρδιά, ἡ πλήρης ἐπάρσεως, ἐλπίδος στόν ἑαυτό της καί ματαιοδοξίας. 

Γιά νά ἀποκτήσετε πνεῦμα προσευχῆς, παρακαλέστε τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ πού ἀκοίμητα προσεύχεται ὑπέρ ἡμῶν. 

Γιά νά ἐγκατασταθεῖ μέσα στή καρδιά ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀπαιτεῖται ὁ προσευχόμενος νά μή λέγειτίποτε περιττό ἤ μάταιο κι ἀκόμη νά μήν ἀνησυχεῖ ἀπερίσκεπτα γιά τίποτε-νά μήν κάνει τίποτε κατά τό θέλημά του, ἀλλά νά προσπαθεῖ σέ ὅλα νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. 
Κάθε χριστιανός, ὅσο περισσότερο κρατιέται ἀπό τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τόσο περισσότερο ἐξοργίζει τό διάβολο, πού δέν ὑποφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. 

Ὁ ἐχθρός ξεσηκώνεται ἐναντίον σας, ἀλλά καί σεῖς σηκωθεῖτε ἐναντίον καί μήν ὑποχωρεῖτε.  Μόλις θά ἀρχισετε νά ἐναντιώνεσθε σ’ αὐτόν, θά δραπευτεύσει.  Μόνο πού αὐτό πρέπει νά τό κάνετε μέ αὐστηρότητα.  Κοπιάστε μέ προθυμία, ἀλλά μή νομίζετε ὅτι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι θά ἐπιτύχετε κάτι χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.  Αὐτή τή βοήθεια ζητῆστε τη συχνότερα.

Ὅποιος συνήθισε νά προσεύχεται, ἡ προσευχή ἔγινε ἡ ἀναπνοή του.  Σ’ αὐτόν ὁ Σατανᾶς δέν εἶναι πιά φοβερός, διότι τόν φυλάσσει ἡ Θεία Χάρις.  Τέτοιοι ἄνθρωποι αἰσθάνονται ὅτι ὁ Κύριος εἶναι πάντοτε μαζί τους, ὅτι τούς σώζει, ὅτι τούς σκεπάζει καί τούς λυτρώνει ἀπό τόν ἐχθρό. 

Πρέπει κι ἐμεῖς νά στρεφόμαστε πρός τόν Κύριο καί τότε θά καταλάβουμε τά λόγια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὕμνου: «Βοηθός καί  σκεπαστής ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίας». 

Διά τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καλό ἦθος, διδάσκεται τίς ἀρετές.  Πρέπει μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νά προσπαθοῦμε να εἰσέλθουμε ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ μας καί νά τόν ἀναγκάσουμε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται.  Κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀναγκάσουμε τόν ἑαυτό μας νά ἀποκτήσει τήν κατάσταση τῆς προσευχῆς καί τῆς συντριβῆς, σύμφωνα μέ τήν προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου:

«Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης δώρησαί μοι τῷ σῷ δούλῷ»» . Νά, λοιπόν, ἐμεῖς αὐτά δέν τά ἔχουμε. 
Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀναγκάσομε τόν ἑαυτό μας νά ἀποκτήσει αὐτές τίς ἀρετές καί νά κοινωνοῦμε συχνότερα τά Ἄχραντα Μυστήρια.

Μετά τή Θεία κοινωνία εἶναι ἰδιαιτέρως ἀναγκαῖο νά ἀσχολούμαστε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά περιφράξουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς Χάριτος, προτιμώντας τήν προσευχή τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν ἀνάγνωση ποικίλων, ἔστω και διδακτικῶν βιβλίων καί ἀκόμη περισσότερο ἀπό ὄλες τίς συνομιλίες μέ τούς ἀνθρώπους, οἰ ὀποῖες ὁδηγοῦν μόνο στήν κατάκριση.

Οἱ προχωρημένοι στήν πνευματική ζωή βλέπουν μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς μέ τί πανουργία ἐνεργεῖ ὁ διάβολος, πῶς μᾶς καθοδηγοῦν οἱ Ἄγγελοι, πῶς ὁ Κύριος ὡς ἔχων ἐξουσία παραχωρεῖ τούς πειρασμούς καί πῶς μᾶς παρηγορεῖ.

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ

Μετάφραση ἀπό τη ρωσική γλῶσσα:
Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτόπουλος 
Διδαχές τοῦ στάρετς Σάββα
Ἀποσπάσματα πού ἐλήφθησαν ἀπό τά κηρύγματά του (304-307) 

Πηγη: athonikoipateres.gr