Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΠΕΡΙ ΝΕΦΕΛΩΔΟΥΣ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΝΕΦΕΛΩΔΟΥΣ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑΣ


ΠΕΡΙ ΝΕΦΕΛΩΔΟΥΣ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑΣ
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

    Για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς όλο το νόημα της ζωής μας περικλείεται μέσα στον «θεσμόν της Εκκλησίας». Η Εκκλησία είναι το νόημα και ο σκοπός του κόσμου. Εκεί υπάρχει ο Χριστός, η Κεφαλή της Εκκλησίας, και «εν τω Χριστώ» ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα. Έτσι, κάθε τι έχει αιώνιο νόημα, εφόσον υπάρχει η πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία. Ο άγιος Κυπριανός έλεγε: «Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία». Έξω από την Εκκλησία, δηλαδή χωρίς οργανική σχέση με την χαρισματική και ιεραρχική δομή της, ούτε άσκηση, ούτε πίστη, ούτε κοινωνικός η θρησκευτικός επιμέρους θεσμός έχει σωτηριολογική σημασία και ενέργεια. Ένας που αποχωρίζεται από το Σώμα της Εκκλησίας όση και όποιας μορφής άσκηση και αν κάνη, όση πίστη και αν νομίζη ότι διαθέτει, όσες ομάδες η συνοδίες μαθητών, «πνευματικών τέκνων» η οπαδών και αν συγκροτήση, βρίσκεται αυτός και όλο του το έργο έξω από την «σωστική κιβωτό».
Τα παραπάνω, και όσα στην συνέχεια διατυπώσουμε, έχουν αφορμή την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για επέκταση του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε όλα τα μέλη της αδελφότητας τηςΙεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτουκαι την έναρξη της διαδικασίας άρσεως του Προεδρικού Διατάγματος ιδρύσεως και λειτουργίας της Μονής. Σκοπός του σημειώματος αυτού δεν είναι να παρουσιάση και να ερμηνεύση την συνοδική απόφαση, αλλά να ασχοληθή με την υποδομή κάποιων αντιδράσεων –υπερασπιστικών δήθεν της Μονής– που βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση προς την αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή του Σώματος της Εκκλησίας.
Η σκλήρυνση στην εκκλησιολογική ιδιορρυθμία φαίνεται έντονα στην επιστράτευση θεολογικών και ποιμαντικών στρεβλώσεων –με επικάλυμμα μια νεφελώδη συναισθηματική αγαπολογία– προκειμένου να δικαιολογηθούν τα εκκλησιολογικώς αδικαιολόγητα. Επισημαίνουμε δύο, κατά την γνώμη μας, σημαντικές στρεβλώσεις:
Πρώτον, η αγάπη του εκκλησιαστικού Ποιμένα περιγράφεται σαν μια πλαδαρή συναισθηματική αγάπη. Θεωρείται από μερικούς ότι ο Ποιμένας πρέπει μόνον να ανέχεται. Δεν πρέπει να δημιουργή πόνο στο ποίμνιο. Η δημιουργία του πόνου ταυτίζεται με την σκληρότητα, την απουσία της αγάπης και όχι με την ανύστακτη μέριμνα για περιφρούρηση της ορθής πίστεως του ποιμνίου και την υπόδειξη σ’ αυτό της «τεθλιμμένης οδού», που οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Η πρόσκληση σε μετάνοια θεωρείται «δεσποτική» και όχι «πατρική» συμπεριφορά. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια αγαπολογική μέριμνα αποτροπής της μετανοίας. Ενέργεια πράγματι δαιμονική.
Δεύτερον, οι Ιεροί Κανόνες που μιλούν για επιτίμια, ακοινωνησία και αφορισμό, παρουσιάζονται ως αντίθετοι προς την διδασκαλία του Χριστού. Κατηγορούνται, δηλαδή, οι άγιοι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων ότι δεν είχαν «νουν Χριστού», ότι ήταν σκληροί και ακύρωναν το κήρυγμα του Χριστού για την αγάπη. Η κατηγορία αυτή συνιστά κατάργηση της Ιεράς Παραδόσεως και άγνοια του πως δρα το Άγιον Πνεύμα μέσα στην Εκκλησία. Η εικόνα, πάντως, του Χριστού που δημιουργεί αυτή η άποψη θυμίζει τον «γλυκύ Ιησού» των ρομαντικών ζωγράφων της Δύσεως και όχι τον Χριστό των Ευαγγελίων, που είπε τα περίφημα «ουαί» στους Γραμματείς και Φαρισαίους η που λίγες μέρες μετά το θαύμα στον γάμο της Κανά, όταν επισκέφθηκε τον Ναό, «ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν του ιερού, τα τε πρόβατα και τους βόας, και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέτρεψε»(Ιωάνν. β',15). Ούτε είναι ο Χριστός που συμβουλεύει: «Εάν αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου» και δεν ακούση εσένα, ούτε τους δύο η τρεις που θα πάρης μαζί σου, «ειπέ τη Εκκλησία εάν και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο αμαρτωλός και ο τελώνης» (Ματθαίου, ιη',17). Ούτε είναι ο Χριστός του απ. Παύλου (που είχε «νουν Χριστού»), ο οποίος είπε στους Κορινθίους για τον αιμομίκτη, να «εξαρθή εκ μέσου» αυτών και να παραδοθή «τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (Α' Κορινθ. ε',2-5).
   Σε σχέση με τα παραπάνω πρέπει να σημειωθούν ορισμένα πράγματα ακόμη. Όσοι, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, αγνοούν τον Χριστό και την Εκκλησία Του έχουν κάποια ελαφρυντικά για τις τυχόν αστοχίες τους. Οι μη αγνοούντες όμως –ιδιαίτερα αυτοί που αυτοθεωρούνται «πνευματικοί πατέρες»– για κάθε ιδιορρυθμία στον βίο η την ποιμαντική τους, που έρχεται σε αντίθεση με την θεσμοθεσία της Εκκλησίας, δεν έχουν ελαφρυντικά. Γι’ αυτούς η «υπέρ νουν» ενυπόστατη αγάπη, δηλαδή ο Χριστός, λέει: «ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς» (Λουκά ιβ',47). Και επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγάλη πεποίθηση στα έργα τους και τις απόψεις τους, ακόμη και «εν εκείνη τη ημέρα» της κρίσεως θα πούν στον Χριστό: «Κύριε, Κύριε, ου τω σώ ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σώ ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σώ ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε», μας λέει ο Χριστός, «ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν.» (Ματθαίου, ζ', 22-23). Το σημαντικό για μας είναι να μας γνωρίζη ο παντογνώστης Χριστός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής μας, αλλά ότι πρέπει εμείς να τον γνωρίσουμε με όλη την ύπαρξή μας, αποβάλλοντας από τον εαυτό μας κάθε ιδιορρυθμία που υποθάλπεται από τα αθεράπευτα πάθη μας, ώστε να ενεργή απρόσκοπτα μέσα μας η Χάρη Του. Και φυσικά δεν υπάρχει Χριστός έξω από την Εκκλησία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «εργαζόμενοι την ανομίαν» με το όνομα του Χριστού βγάζουν δαιμόνια, κάνουν θαύματα, αλλά ο Χριστός τους ίδιους δεν τους γνωρίζει. Ενεργεί μέσω της ιερωσύνης Του, την οποία φέρουν, αλλά και χάρη στην πίστη του λαού που τους πλησιάζει με ευλάβεια. Η δύναμη της ιερωσύνης του Χριστού (την οποία σφετερίζονται, θεωρώντας την δική τους ιδιότητα), καθώς και η ευλάβεια του λαού, τους παγιώνουν στην «ανομία» τους. Τους πείθουν ότι είναι αληθινοί ποιμένες της Εκκλησίας, και ας επισημαίνονται οι εκτροπές τους «εκ τε της ευαγγελικής και κανονικής οδού» από αλλεπάλληλες συνόδους επισκόπων και από ανθρώπους με εγνωσμένη ασκητική και εκκλησιαστική πείρα.
Για ένα μέλος της Εκκλησίας η αποκοπή από το Σώμα Της, η ακοινωνησία η ο αφορισμός του, με ενεργοποίηση και εφαρμογή των Ιερών Κανόνων –μετά την εξάντληση όλων των ορίων της οικονομίας– είναι ένα τραγικό γεγονός. Δεν είναι μια τυπική διοικητική πράξη, χωρίς σωτηριολογικές συνέπειες. Είναι μια πράξη που συνδέεται με την μυστηριακή λειτουργία του Σώματος της Εκκλησίας. Είναι μια πιστοποίηση της ασυμφωνίας του βίου και της πράξεως των «ακοινωνήτων» προς την ζωή που δίδαξε και φανέρωσε στον κόσμο ο Χριστός και εμπνέει στα μέλη του Σώματός Του το Άγιον Πνεύμα. Οπότε δεν είναι ένα γεγονός του οποίου η τραγικότητα μπορεί να διασκεδασθή με νομικίστικες κατασκευές η με αγαπολογικές συναισθηματικές ερμηνείες –μάλλον σκόπιμες παρερμηνείες– της εκκλησιαστικής ποιμαντικής και της εν Χριστώ λειτουργίας του θεσμού της πνευματικής πατρότητας.
   Οποιμένας της Εκκλησίας, και κατ' εξοχήν ο Επίσκοπος, είναι πριν απ’ όλα «θεραπευτής». Κατά την θεραπευτική διαδικασία μπορεί να δεχθή τα «ραπίσματα» των θεραπευομένων, όπως οι γιατροί, όταν αναγκάζονται να κάνουν οδυνηρές επεμβάσεις στους ασθενείς τους. Αυτά τα ραπίσματα οφείλει ο Ποιμένας να τα υπομένη, ως τον σταυρό της διακονίας του, που διαχέει στο πλήρωμα της Εκκλησίας την ενέργεια του Σταυρού του Χριστού, δηλαδή την καθαρτική και φωτιστική χάρη και ενέργεια του Θεού. Σε αυτήν την διαδικασία προϋποτίθενται δύο παράγοντες: Ο θεραπευόμενος που δέχεται την θεραπεία, η οποία πονά τον εθισμένο στα πάθη ψυχοσωματικό οργανισμό του και τον θεραπευτή που ενεργεί την θεραπεία. Όταν τα ραπίσματα δεν δίνονται από αυτούς που δέχονται την θεραπεία, αλλά από αυτούς που προκλητικά την απορρίπτουν, τότε θυμίζουν τα ραπίσματα των στρατιωτών του Πιλάτου, που χλεύαζαν τον Χριστό, κι ακόμη πιο πολύ θυμίζουν το ράπισμα του δούλου του Αρχιερέως μέσα στο Συνέδριο, το οποίο όμως ο Χριστός δεν άφησε αναπάντητο. Δεν το δέχθηκε σιωπηλά, ούτε έστρεψε στον ραπίσαντα δούλο και την άλλη σιαγόνα Του, όπως θα επιθυμούσαν οι αγαπολόγοι, αλλά του είπε: «ει κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού, ει δε καλώς τι με δέρεις»(Ιωάνν. ιη',23). Ο Ποιμένας δεν εκθέτει τον εαυτό του σε άσκοπα ραπίσματα, όπως ο πιστός δεν πρέπει να εκθέτη τον εαυτό του σε άσκοπους κινδύνους. Άλλωστε και στην περίοδο των διωγμών δεν επιτρεπόταν η αυτόβουλη έκθεση στο μαρτύριο. Ο επιχώριος Ποιμένας αναφέρεται και βρίσκεται σε ενότητα με την Σύνοδο των Επισκόπων, στις αποφάσεις της οποίας όλοι όσοι θέλουν να είναι μέλη της Εκκλησίας οφείλουν να υπακούουν. Η Σύνοδος έχει τον τελικό λόγο γι αυτούς που χλευαστικά απορρίπτουν την σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες θεραπεία των εκτροπών τους.
Πάντως, η μετάνοια είναι δυνατή ακόμη και στους διώκτες του Χριστού και στους χλευαστικά ραπίζοντες το πρόσωπό Του. Αρκεί, φυσικά, να την συναισθανθούν και να την τολμήσουν.

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more:http://www.egolpion.net/nefelodhs_agapologia.el.aspx#ixzz2jgAfOBg7

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου