Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗ


Photo by Sergey Sklyarov, photosight.ru
Η μοναξιά τού κ. Σπύρου Φίλου:
Ένας διπλωμάτης καρριέρας, ο αιρετικός Προτεστάντης κ. Σπύρος Φίλος, που όμως απορρίπτεται (!) στο μάθημα της Λογικής, (βάσει των όσων έγραψε κατά τού Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως).
 Χρίστος Βασιλειάδης
 Θεολόγος Φιλόλογος Εκπαιδευτικός

   Ανοίγομεν, σήμερον, ένα πολύπλευρον και πολύπτυχο θέμα, που, γι αυτό, και δεν γίνεται, φυσικά, να αναλυθεί και εξετασθεί πλήρως σε ένα μόνον τεύχος τού φυλ­λαδίου μας, το εξής:Είναι δυνατόν ένας χριστιανός, ο οποίος μετά τη βάπτισή του αμάρτησε και αμαρτάνει, να λάβει και να λαμβάνει άφεση αμαρτιών; Με ποιο δε τρόπο; Λέγει κάτι σχετικόν η Αγία Γραφή; Τι διδάσκει για το θέμα αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία;
Πράγματι, η τελευταία αυτή συγκαταλέγει μεταξύ των Μυστηρίων της και αυτό της Εξο­μολόγησης, ή, όπως αλλιώς το ονο­μάζει, της Μετάνοιας, ή, ακόμη και, της Άφεσης των αμαρτιών.
Κατ' αυτό, λοιπόν, ο πιστός, ο οποίος τυχόν αμάρτησε και τώρα μετανοεί και συναισθάνεται, σε ποιο βάραθρον έπεσεν και ποια κόλαση τον περιμένει, προσέρχεται στον εντεταλμένον από τον επίσκοπον Ιερέα, ομολογεί τις αμαρτίες του και ζητεί συγχώρηση από τον αρμόδιον αυτόν ιερέα, ο οποίος, κρίνοντας, στην εκάστοτε περίπτωση, την ειλικρίνειαν της μετάνοιας τού εξομολογούμενου και δυνάμει της σχετικής Εξουσίας, που έχει λάβει ως ιερέας, δίνει, ή και δεν δίνει, κατά την κρίση του, στον εξομολογηθέντα την αιτούμενη άφεση αμαρτιών. Η κρίση δε αυτή τού πνευματικού δεν είναι ούτε αυθαίρετη, βέβαια, ούτε ετσιθελική, άλλ' αντικειμενική, βασιζόμενη στη διαπίστωση της ειλικρινούς, ή, μη, μετάνοιας τού εξομολογούμενου. Αυτό είναι το μυστήριον της Εξομο­λόγησης, που διακρατεί η Ορθοδοξία.
Εξετάζοντας, τώρα, γενικότερα, αυτήν την Εξομολόγηση, θα μπορούσαμε να της δώσουμεν τους εξής τρείς χαρακτηρισμούς:
Πρώτον: Είναι το φιλανθρωπότερο δώρον, που έκαμεν ο Κύριος στην Εκκλησίαν Του, χάριν των οπαδών Του. Κι αυτό, διότι:δια μεν τού Βαπτίσματος συγχωρείται και αναγεννάται και γίνεται μέλος της Εκ­κλησίας τού Χριστού, οποίος δεν ήταν μεν πριν χριστιανός, Αλλά μετά επίστευσεν εις το Χριστόν, μετανόησε δε και, τελικά, βαπτίσθηκεν και, έτσι, συγχωρήθηκαν, πλην της προπατο­ρικής και όλες οι μέχρι τότε τυχόν διαπραχθείσες αμαρτίες του.
Αλλ' η προσγείωση στην πραγματικότητα τού κάθε ανθρώπου μας δείχνει την αδυναμίαν και τη φιλάμαρτη φύση και ροπήν του και μετά το Βάπτισμα. Καθιέρωσε, λοιπόν, ο Χριστός το μυστήριον της Εξομολόγησης, ή Μετάνοιας, ή Άφεσης, ακριβώς, για να βρίσκουν την συγχώρηση των αμαρτιών τους και  συνεπώς  τη γαλήνην της συνεί­δησής τους, όσοι είναι μεν βαπτισμέ­νοι, αλλά, μετά το βάπτισμα, αμάρ­τησαν και αμαρτάνουν. Δηλαδή, κατά τη διδασκαλίαν της ορθόδοξης Εκ­κλησίας, ο Χριστός, για μεν τους αβάπτιστους, τους μη χριστιανούς, καθιέρωσεν τοΒάπτισμα, για δε τους ήδη βαπτισμένους, τους χριστιανούς, ενομοθέτησεν τηνΕξομολόγηση, όπως την περιγράψαμεν. Πόσον αξιοδάκρυτοι, αλήθεια, είναι όσοι την απορρί­πτουν, ή αρνούνται, ή αμελούν να χρησιμοποιήσουν ένα τόσον σπουδαίον, όσον και ευεργετικότατον δώρον τού Κυρίου προς την επί γης Εκκλησίαν Του !
Δεύτερον: Μπορούμε να χαρακτηρίσουμεν, ακόμη, την Εξο­μολόγηση σαν όντωςθεοΐδρυτο και θεοσύστατο Μυστήριονκαι για τον εξής λόγο: Διότι μόνον ένας Θεός, επειδή, ακριβώς, δημιούργησεν τον άνθρωπο, μπορεί και να ξέρει καλύτε­ρα από κάθε άλλον τα μύχια και τις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής τού πλάσματός Του. Γι' αυτό και λέμε, ότι μόνον ένας Θεός-Δημιουργός, σαν βαθύς γνώστης της φύσης τού πλά­σματός Του, τού ανθρώπου, μπορού­σε να έχει θεσπίσει ένα τέτοιο μυστή­ριο. Να γιατί ονομάσαμεν την Εξο­μολόγηση θεοσύστατην.
Τρίτον: Τη χαρακτηρίζομεν, επίσης, και ηρωικήν: Σε όλους, όσοι κρίνοντας με κοσμικά, ή, ανθρώπινα μέτρα, υποτιμούν, υποβι­βάζουν, υποβαθμίζουν και κάποτε περιφρονούν αυτόν το θεϊκό θεσμόν και φθάνουν στο σημείο να θεωρούν την Εξομολόγηση, είτε σαν απαράδε­κτο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατεξευτελισμόν, είτε και σαν καταρ­ράκωση της υπόληψης και της προσω­πικότητας κάθε «καθώς πρέπει» ανθρώπου, τους αντιπαρατηρούμεν, ότι, αντίστροφα, η Εξομολόγηση αποτελεί γνήσιον και υψηλό ηρωισμό και πράξη ανωτερότητας. Διότι ανωτερότητα, βέβαια, είναι η ειλικρι­νής αυτοεξέταση και ο αυτοέλεγχος τού κάθε άνθρωπου, ο ακριβής εντοπι­σμός των δικών του σφαλμάτων, η ταπεινή αναγνώριση των πταισμάτων του, η βαθειά λύπη του για τη διάπρα­ξή των (Μετάνοια), το θάρρος του να τα ομολογήσει με ειλικρίνεια (Εξο­μολόγηση), όχι, βέβαια, καυχώμενος, σαν να επρόκειτο για κατορθώ­ματα και, τέλος, η απόφασή του να μη τα επαναλάβει. Πάντως, θα πρέπει να προειδοποιήσουμεν και για το εξής οδυνηρό: Αποτελεί κανόνα, ότι, όσοι γυρνούν την πλάτη τους στο ευεργετικότερο για τους χριστιανούς Μυστή­ριον της Εξομολόγησης και δεν αποφασίζουν να εξομολογηθούν, με ταπείνωση και ειλικρίνεια, τις αμαρ­τίες και τις ενοχές τους στον Ιερέα, θα αναγκασθούν κάποτε να τα πουν, άρρωστοι, όμως, πια και, ίσως, αθε­ράπευτα ασθενείς, στονψυχολόγον, στονψυχίατρον, ή στονψυχαναλυτήντους, αυτοί, δηλαδή, που ντρέπονταν, ή, δεν καταδέχονταν να τα πουν στον αγράμματον, ίσως, και άσημον ιερέα.
Όσα γράψαμε μέχρις εδώ απευθύ­νονται σε ορθόδοξους ως προς την πίστη και το φρόνημα.
Εμάς, όμως, θα μας απασχολήσει σήμερα μια άλλη παράταξη ανθρώπων, οι οποίοι μάλιστα θέλουν να ονομάζωνται και να θεω­ρούνται γνήσιοι, αληθινοί και «Ευαγ­γελικοί» Χριστιανοί, οι συλλήβδην λεγόμενοιΠροτεστάντες(Ευαγγε­λικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές. Αντβεντιστές κ.λπ). Αυτοί όλοι είναι οι θεωρητικοί και πρακτικοί εχθροί της ορθόδοξης Εξομολόγησης1, και όχι μόνο, γενικώς, την απορρίπτουν, αλλά, επί πλέον, προσπαθούν να αρθρώσουν και θεολογικό λόγον και μάλιστα βασιζόμενοι δήθεν στην Αγία Γραφή, την οποίαν και δια­στρεβλώνουν, πολεμούν λυσσωδώς το θεοσύστατον αυτό μυστήριον της ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Ως γνωστόν, οι ίδιοι ισχυρίζονται και καυχώνται, ότι, τάχα, παραδέχονται μόνον την Αγία Γραφήν ως Θεόπνευστο λόγον τού Θεού και, ότι, δήθεν, μόνον σ' αυ­τήν υπακούουν και για το ζήτημα της Εξομολόγησης. Κατηγορούν δε την ορθόδοξην Εκκλησίαν, ότι τάχα υπα­κούει σε ανθρώπινα κατασκευάσματα, ανθρώπινες διδασκαλίες και εντολές, ανθρώπινες επινοήσεις και εφευρήμα­τα, που όλ' αυτά ακυρώνουν το λόγον τού Θεού.
Και, πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζο­νται οι ίδιοι, ότι ένα τέτοιο ανθρώπινο εφεύρημα είναι η ορθόδοξη Εξομολόγηση. Τέλος, για να δώσουν μιαν εξήγηση στο φυσικόν ερώτημα: «τότε πως προέκυψεν η από των αρχών τού Χριστιανισμού μαρτυρούμενη εκκλησιαστική Εξομολόγη­ση;», συνεχίζουν τις αναίσχυντες συκοφαντίες, ότι δήθεν: κάποιοι φιλό­δοξοι και ιδιοτελείς κληρικοί επινόη­σαν την Εξομολόγηση, εμπνεόμενοι από τον Σατανά, θέλοντας να αρπά­ξουν από τα χέρια τού Θεού τέτοιαν αποκλειστικά θεϊκή αρμοδιότητα και να σφετερισθούν θεϊκή Εξουσίαν. Το έκαναν δε ακριβώς για δικόν τους όφελος και συμφέρον, προκειμένου, δηλαδή, να επικρατήσουν αυτοί, με το να επιβληθούν πάνω στην συνείδηση των ανθρώπων, ώστε να γίνουν έτσι, παντοδύναμοι και αναμφισβήτητοι δυνάστες και τύραννοι, μέσω ενός τόσον τρομερού συνειδησιακού όπλου στα χέρια τους.
Αλλά, οι Προτεστάντες «λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχον», όπως λέει η παροιμία, διότι, ακριβώς, η Αγία Γραφή, την οποίαν ισχυρίζονται, ότι παραδέχονται, λέγει, όπως θα δούμεν στην συνέχειαν, άλλα πράγματα, τα οποία μένουν ανεξήγητα με τις προτεσταντικές θεωρίες, ή, μάλλον, τις ανατρέπουν εκ θεμελΙων.
Πως εξομολογούνται οι Προτεστάντες;
   Ένα παράπονον των Προτε­σταντών είναι και το εξής: «Εσείς, οι ορθόδοξοι, μας συκοφαντείτε, ότι δεν εξομολογούμεθα και, ότι είμαστε κατά της Εξομο­λόγησης, την οποίαν, όμως, όντως, διδάσκει η Αγία Γραφή. Εμείς, πάντως, δηλώνομεν, ότι εξομολογούμεθα, αλλά αγιογραφικά, όπως, δηλαδή, διδάσκει ο λόγος τού Θεού, η Αγία Γραφή. Πολεμάμε δε μόνον τη δικήν σας Εξομολόγηση, την εκκλησιαστικήν, η οποία όχι μόνο δεν στηρίζεται στο λόγον τού Θεού, αλλά είναι και αντιβιβλική. Δεχόμεθα, επομένως, ότι η Αγία Γραφή, η Βίβλος, προτρέπει να μετανοούμεν και, μάλιστα, ο Θεός, στο λόγον Του, μας υπόσχεται με όρκον, ότι εάν μετανοήσουμεν και Τού εξομολογηθούμεν τις αμαρτίες στην προσευχή μας και τον παρακαλέσουμεν για άφεση, Αυτός αμέσως μας συγχωρεί.
Ο Θεός, δηλαδή, επειδή, ακρι­βώς, είναι φιλάνθρωπος, φι­λεύσπλαχνος, συγχωρητικός, δέχεται την Εξομολόγηση κάθε αμαρτωλού, που γίνεται με πίστη στο λυτρωτικόν έργον τού Χριστού και στο πρόσωπον τού σωτήρα Ιησού Χριστού, και τού δίνει ο Ίδιος αυτό­ματα και αυτοστιγμεί την συγχώρη­ση, για οποιεσδήποτε και οσεσδήποτε αμαρτίες. Αρκεί, λοιπόν, να πιστέ­ψεις βαθιά, ότι συγχώρησεν ο Κύριος τις αμαρτίες σου, και μόνον τότε, αυ­τές είναι συγχωρημένες, όταν, δη­λαδή, δεν αμφιβάλλεις για τη θεϊκή άφεση. Αυτό, όμως, λαμβάνει χώραν και γίνεται, αποκλειστικά και μόνο, μεταξύ τού αμαρτωλού , άπ’ τη μιαν, και τού Θεού, άπ’ την άλλη, χωρίς, δηλαδή, καμίαν παρουσία, μεσολάβη­ση, ή ανάμιξη κανενός τρίτου προσώ­που.Επομένως, η παρουσία εξομολόγου  ιερέα είναι, τουλάχιστον, περιττή και άχρηστη και ανώφελη, αν μη και βλαπτική. Αυτό,δηλαδή, σημαί­νει, ότι δεν δεχόμεθα απαραίτητην την παρουσίαν ιερέα, ή, πολλώ μάλλον, την Εξομολόγηση σε ιερέα. Άρα, δεν δεχόμεθα ούτε, ότι έχει δήθεν ο ιερέας καμίαν Εξουσίαν να συγχωρεί αμαρτίες. Τη δε βεβαιότη­τάμας, ότι με το δικό μας, προτεσταντικόν τρόπον, σίγουρα συγχωρηθήκαμεν, την έχομε, διότι βασιζόμεθα στη μεθ’ όρκου σχετικήν υπόσχεση τού Θεού, όπως μας πληροφορεί η Αγία Γραφή».
Εξ άλλου, συνεχίζουν οι Προ­τεστάντες, αν επιμένετε εσείς οι ορθόδοξοι να μάθετε, που βασιζόμεθα εμείς, όταν ζητούμεν από το Θεόν στην προσευχή μας, κατ' ευ­θείαν και χωρίς μεσολάβηση άλλου προσώπου, την άφεση των αμαρτιών μας, σας παραπέμπομεν και στην προσευχήν, που μας δίδαξεν ο ίδιος ο Χριστός να κάνουμεν και, που βρίσκε­ται μέσα στην Αγία Γραφήν και, την οποίαν, μάλιστα, τη λέτε και σείς οι ορθόδοξοι, δηλαδή στο γνωστόν σ' όλους «Πάτερ ημών». Εκεί, λοιπόν, λέμε όλοι και ορθόδοξοι και προτε­στάντες στο Θεόν και το εξής : «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Τα οφειλήματα, βέβαια, είναι τα χρέη, που έχομεν όλοι προς το Θεόν, δηλα­δή, οι αμαρτίες μας. Ιδού, λοιπόν, ότι παρακαλούμεν το Θεόν άμεσα, στην προσευχήν αυτή, να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες και Εκείνος, φυσικά, μας δίνει την συγχώρηση, την «άφεσιν των αμαρτιών» μας,χωρίς, όμως, μεσολάβηση ιερέα. Επομένως, βλέπετε, ότι εμείς, οι Προτεστάντες, βασιζόμαστε στην Αγία Γραφήν και μόνον;
Απαντώντας οπατήρ Επιφάνιοςστο επιχείρημα αυτό των Προτεσταντών, ότι: μπορούμε να προσευχώμεθα κατ' ευθείαν στο Θεό, για να παίρνουμεν άπ' Αυτόν άφεση αμαρτιών, άμεσα, κατευθείαν και χωρίς μεσολάβηση ιερέα, λέγει τα εξής εντυπωσιακά: Στο «Πάτερ ημών», αμέσως πριν πούμεν στο Θεό να μας συγχωρήσει, τού λέμεν και κά­τι άλλο ακόμα: «τον άρτον ημών τον επιούσιον, δος ημίν σήμερον». Όταν, λοιπόν, παρακαλούμεν το Θεό να μας δώσει τον επιούσιον άρτο, μήπως εννοούμεν, ή, περιμένομε να μας βρέ­ξει ο Θεός καρβέλια άπ’ τον ουρανόν άμεσα και κατ' ευθείαν, κάτι που σί­γουρα μπορεί να κάνει ο Θεός, ή, μή­πως, εννοούμε:Θεέ μου, δώσε μου δουλειάν και υγεία να μπορώ να δου­λεύω, για να εξοικονομώ την καθημερινήν τροφή μου και της οικογένειας μου;Γιατί, λοιπόν, με το «καιάφες ημίν τα οφειλήματα ημών», να δεχώμεθα, ότι εννοεί τηνάμεσην, την κατ' ευθείαν προς τον και από τον ουρανόν και χωρίς μεσολάβηση ιερέα, Εξομολόγηση και άφεση, ενώ με το «τον άρτον ημών τον επιούσιον, δος ημίν σήμερον», να εννοούμε την εξα­σφάλιση της τροφής δια της οδού της εργασίας μας, καθώς και δι' εκείνης τόσων ανθρώπων, που οπωσδήποτε προϋποτίθενται, για να φθάσει η τρο­φή απ’τήν παραγωγήν και επεξεργασίαν της στο στομάχι μας, και όχι την, κατ' ευθείαν από το Θεόν και χωρίς εργασίαν, εξασφάλισή της;
Στο επιχείρημα, λοιπόν, αυτό τού πατρός Επιφανίου έρχεται να απαν­τήσει ο προαναφερθείς Προτεστάντης, κ. Σπ. Φίλος, ο οποίος και λέγει τα εξής: Ο παμπόνηρος κύριος Επιφάνιος συγκρίνει τα ασύγκριτα, συνται­ριάζει τα ανόμοια, διότι βέβαια δεν είναι το ίδιον πράγμα η άφεση αμαρ­τιών και η εξασφάλιση της τροφής, αφού αυτά τα δύο ούτε ταυτίζονται, ούτε ισούνται.
Ανταπαντώμεν στον κ. Φίλον: Φυσικά και δεν ταυτίζονται τα δύο αυτά. Σίγουρα είναι δια­φορετικά. Οπωσδήποτε είναι και ανόμοια. Άλλ' ο πατήρ Επιφάνιος δεν ισχυρίσθηκε ποτέ, ότι αυτά τα δύο δεν είναι διαφορετικά, ούτε και είπεν, ότι ταυτίζονται. Δεν μπορείτε, όμως, κ. Φίλε, να αρνηθείτε, ότι αυτά τα δύο είναι, πάντως, οπωσδήποτε ανάλογα. Ακριβώς δε αυτήν την αναλογούν τους παρετήρησεν ο πατήρ Επιφάνιος και σ' αυτήν εβάσισεν το επιχείρημα του. Αυτός ο συλλογισμός του, επομένως, εξακο­λουθεί να ισχύει και περιμένει τη χω­ρίς υπεκφυγές απάντησή σας.
Καλείται, επίσης, να μας πει ο κ. Φίλοςαπό πού συμπεραίνει αυτήν την άμεσην, κατ' ευθείαν και χωρίς μεσο­λάβηση ιερέα, άφεση, που την επανα­λαμβάνει, σαν επωδόν σε κάθε παράγραφον της εργασίας του .
Αλλά και το ότι οφείλομεν στην προσευχή μας να ζητούμεν από το Θεό να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες, κι αυτό είναι, σίγουρα, ορθόν.Ότι, όμως, ο Θεός δίνει την άφεση κατευθείαν και όχι μέσω τού ιερέα-εξομολόγου, είναι άλλο, δεύτερον σημείον, που πρέπει οι Προ­τεστάντες να το αποδείξουν χωριστά.Πάντως, και εμείς, οι ορθόδοξοι, που δεχόμεθα τη δια τού ιερέα άφεση, κα­θημερινά ζητούμεν από το Θεόν στην προσευχή μας την άφεση των αμαρ­τιών μας, όπως και καθημερινά προτρέπομεν συνανθρώπους μας να κάνουν το ίδιο. Άπ' αυτό, όμως, δεν μπορεί και δεν δικαιούται να συμπε­ράνει κανείς, ότι δεν δεχόμεθα τη μόνον ενώπιον ιερέα Εξομολόγηση, για την, αποκλειστικά μέσω αυτού, χορηγούμενην άφεση αμαρτιών. Και, εάν προσευχώμαστε έτσι στο Θεόν, είναι, ακριβώς, για να μας εμπνεύσει Αυτός περισσότερη μετάνοιαν και για να μας αξιώσει να φθάσουμε μέχρι τον εξομολόγον-ιερέα, για να τού εξομολογηθούμεν όλες τις αμαρτίες μας και να λάβουμεν, έτσι, συγχώρηση, πάντα από το Θεόν, βέβαια, αλλά μέσω του ιερέα. Αυτό σημαίνει το να προσευχώμαστε στο Θεό να μας συγχωρήσει. Σημαίνει, δηλαδή, να μας αξιώσει να μπούμεν στη διαδικασίαν της εκκλησιαστικής Εξομολόγησης, ώστε να λάβουμεν την ποθούμενην άφεση, όπως ο Κύριος ενομοθέτησεν.
Το ριζικά βασικόν επιχείρημα των Προτεσταντών,
που όμως αποδεικνύεται αβάσιμον:
Οι Προτεστάντες, εξ άλλου, προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, προβάλλοντας σαν επιχείρημα κατά της εκκλησιαστικής Εξομολό­γησης κάτι, που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται, όπως και είναι, ορθόν, κα­ταρχήν, μίαν αγιογραφικήν αλήθειαν, που όμως, όπως τη χρησιμοποιούν, οδηγεί σε λάθος δρόμο. Λένε, λοιπόν, το εξής: Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, μόνον ο Θεός μπορεί να συγ­χωρεί αμαρτίες, και κανείς άλλος, οποίος κι αν είναι αυτός. Η συγχώρη­ση, δηλαδή, των αμαρτιών τού ανθρώπου είναι απόλυτα αποκλει­στική αρμοδιότητα τού Θεού: Και ότι έτσι έχουν τα πράγματα, φαίνεται και από το εξής περιστατικόν: Όταν, δη­λαδή, κάποτε βρέθηκεν ο Ιησούς σ' ένα σπίτι, στην πόλη Καπερναούμ και τού έφεραν μπροστά του ένα παράλυ­το, για να το θεραπεύσει, ο Χριστός τού είπεν πρώτα: «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι», δηλαδή, ο Χριστός τού συγχώρησεν τις αμαρτίες. Όμως, ο Χριστός συγχωρούσεν αμαρτίες, ακριβώςδιότι ήταν Θεός. Αλλά, κά­ποιοι παρευρισκόμενοι Φαρισαίοι έκαναν μέσα τους διαλογισμούς επι­κριτικούς, κατά τού Ιησού, και άρχι­σαν να μουρμουρίζουν... Σκέφθηκαν και συλλογίστηκαν ως εξής: Εμείς ξέρομεν, ότι μόνον ο Θεός δύναται να συγχωρεί αμαρτίες. Άρα, ο Ιησούς βλασφημεί και σφετερίζεται θεϊκές αρμοδιότητες, με το να ισχυρίζεται, ότι συγχώρησεν τις αμαρτίες τού παράλυτου. Οι Φαρισαίοι, βέβαια, είχαν αυτήν την αντίρρηση, διότι δεν ήξε­ραν, ότι ακριβώς ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός. Αν, δηλαδή, το δέχονταν σαν Θεό, δεν θα έκαναν, φυσικά, τον ανωτέρω συλλογισμόν. Αλλά, η σκέψη τους, βασικά, ήταν ορθή. Και ο ίδιος ο Χριστός δεν αμφισβήτησεν την ορθότητα της πρότασης, ότι; «μόνον ο Θεός μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες». Επομένως, η πρόταση αυτή ισχύει και σήμερα και πάντοτε, όπως ίσχυεν στα χρόνια τού Ιησού, και για μας τους ορθόδοξους, με μίαν τροποποίη­ση της, όμως, όπως θα δούμεν, που της έκανεν ο ίδιος ο Κύριος, κατά την πρώτην κι' όλας ημέραν της Ανάστα­σής Του, και η οποία τροποποίηση ισχύει, έκτοτε, μέχρι σήμερον.
Αλλά τότε, πως οι ορθόδοξοι διδάσκουν και λένε, ότι ο πνευματικός-ιερέας, που ασφαλώς είναι άνθρωπος και μόνον άνθρωπος, μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες τού εξομολογούμενου σ’αυτόν; Και δεν έχουν, λοιπόν, δίκαι­ον οι Προτεστάντες να ζητούν από το Θεόν, χωρίς καμία μεσολάβηση ιερέα, την άφεση των αμαρτιών τους, κατ' ευθείαν από το Θεόν, και να τη λαμβάνουν, κατ' ευθείαν άπ' Αυτόν; Και δεν έχουν δίκαιον, επομένως, να αρνούνται στον εξομολόγον, ότι έχει Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών;
Η θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας περί του
«Μυστηρίου της Εξομολογήσεως»:
Και οι ορθόδοξοι, λοιπόν, δεχόμε­θα την αλήθειαν, ότι: «μόνον ο Θεός δύναται να συγχωρεί αμαρτίες», τουτέστιν, ότι: μόνον Αυτός είναι η ανεξάντλητη πηγή συγ­γνώμης και συγχωρητικότητας, ότι, δηλαδή, μόνον Αυτός δύναται φύσει, αυτοδυνάμως και αυτοδικαίως (ipso jure), να συγχωρεί αμαρτίες. Άλλ' ότι, πάλιν, ο Θεός δίνει αυτήν την άφεση αμαρτιών κατ' ευθείαν και χωρίς τη μεσολάβηση πνευματικού-ιερέα, αυτό είναι άλλο, δεύτερον και ξεχωριστόν από το προηγούμενον, σημείον, που θα πρέπει να το αποδεί­ξουν ξεχωριστά οι Προτεστάντες.
Επαναλαμβάνομεν, ότι και η ορθό­δοξη Εκκλησία δεν αρνείται, ότι μό­νον ο Θεός είναι η πηγή της άφεσης αμαρτιών και ο μόνος αρμόδιος γι αυτήν. Λέγει όμως το εξής η Ορθοδοξία:
Ο Θεός μέσα στην ιστορίαν συνηθίζει να πολιτεύεται με την ανθρωπότητα δι’απεσταλμένων Του, τους οποίους και χρησι­μοποιεί ως όργανά Του, συχνά παρα­χωρώντας τους υπερφυσικές και αυτόχρημα θεϊκές δυνάμεις, αρμοδιό­τητες, αποστολές και Εξουσίες. Οι δε απεσταλμένοι τού Θεού δρουν εν ονό­ματί Του, δηλαδή άντ' Αυτού, επειδή Αυτός ο Ίδιος τους έχει εξουσιοδοτή­σει σχετικά.
Θέλομε, δηλαδή, να πούμεν, ότι αυτόσυμβαίνει και με το θέμα της Εξομολόγησης και άφεσης των αμαρτιών, κατά την Αγία Γρα­φήν. Όπως, δηλαδή, δεν μπορείς μεν να εισπράξεις χρήματα, που έχουν σταλεί σε όνομα κάποιου άλλου δι­καιούχου, εκτός εάν αυτόςσε εξουσιο­δοτήσει, έτσι δύναται ο εντεταλμένος και δεόντως εξουσιοδοτημένος, να ενεργήσει ως όργανον τού Θεού και εν ονόματί Του. Το όλο θέμα, λοιπόν, δεν είναι απλά και μόνον, το εάν «μό­νον ο Θεός δύναται να συγχωρεί αμαρτίες», αλλά το πως, δηλαδή ο τρόπος, που Αυτόςχρησιμοποιεί και που νομοθέτησεν ο Ίδιος, για τη δική μας άφεση αμαρτιών. Μαρτυρείται, λοιπόν, στην Αγία Γραφήν τέτοια εξουσιοδότηση; Θα το δούμεν παρα­κάτω.
Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτής της εκκλησιαστικής Εξομολό­γησης, και πάλιν «μόνον οΘεός δίνει άφεση», όμως, δι’ οργάνου Του. Άλλ' οι Προτεστάντες, ακούγοντας τη θέση αυτήν της ορθόδοξης Εκκλη­σίας, και αγανακτούν και παρεκτρέ­πονται:«Δεν σου επιτρέπομεν, Κύ­ριε, να χρησιμοποιείς ανθρώπους, δι­κά Σου όργανα, προκειμένου να μας δώσεις άφεση αμαρτιών. Δεν ταιριά­ζει στη μεγαλωσύνην Σου. Δεν Σου πάει. Εμείς εννοούμε, θέλομεν και επιμένομε να συγχωρούμεθα κατ' ευθείαν και άμεσα από Σένα, χωρίς μεσολάβηση ανθρώπων, χωρίς την παρέμβαση και ανάμιξη ιερέα.Εμείς δεν αναγνωρίζομεν κανέναν άλλον πλην Σου, προσωπικώς».
Προσθέτουν δε και το επόμενον:Εσείς οι ορθόδοξοι, με όσα υποστηρί­ζετε, θέλετε να πείτε, ότι τάχα ο Θεός ενομοθέτησε να συγχωρούμεθα μέσω τού ιερέα και μόνο. Δεν αντιλαμβάνε­σθε, λοιπόν, ότι αυτό και παράλογον είναι και αποτελεί ύβρη και βλασφημίαν κατά τού Αγίου Θεού; Ώστε, ο Θεός αδυνατεί να συγχω­ρήσει τον αμαρτωλό χωρίς τον ιερέα; Ο Θεός δεσμεύεται, λοιπόν;
Απαντώμεν: Εμείς είμαστε υπο­χρεωμένοι να τηρούμε μόνον ό,τι ο Θεός τυχόν ενομοθέτησε για τον τρό­πον άφεσης των αμαρτιών και όχι το τι μπορεί ή θα μπορούσε να είχε κάνει ο Θεός.
Ίσως, όμως, κάποιος πει: Καλά και άγια, όσα γράφατε μέχρις εδώ, αλλά, που βασίζετε εσείς, οι ορθόδοξοι, το ότι, συγκεκριμένα, ο Χριστός είχεν πράγματι και έχει αντιπρόσωπους, για να ενεργούν άντ' Αυτού και, μάλιστα, ότι: αυτοί εξου­σιοδοτήθηκαν απ’ τον Ίδιο να συγχω­ρούν συγκεκριμένα και αμαρτίες; Απαν­τώμεν σ' αυτές τις ερωτήσεις των Προ­τεσταντών:
Όταν ο Ιησούς Χριστός είπεν στους μαθητές Του: «καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, κάγώ πέμπω υμάς» (Ιω. κ, 21),δεν καθιέρωνεν, έτσι, τη γνήσιαν εκπροσώπησή Του, τουλάχι­στον, από τους Μαθητές Του;Κι όταν οι Μαθητές Του γίνονταν Απόστολοί Του, δηλαδή, απεσταλμένοι Του και ενεργούσαν εν τω ονόματι Ιησού, αυτό δεν σημαίνει, λοιπόν, ότι ενερ­γούσαν άντ' Αυτού, στη θέση και στον τόπον Αυτού, ή, μάλλον, ότι ο Ίδιος ο Ιησούς ενεργούσε δι' αυτών, ως δι' οργάνων Του; Και όταν ο Χριστός λέγει:ο ακούων υμών, εμού ακούει και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί(Λουκ. ι', 16), δεν καθιερώνει το να είναι οι Μαθητές και Απόστολοί Του, το ίδιο το στόμα Αυτού τούτου τού Κυρίου και να ενεργούν άντ' Αυτού, σαν αντιπρόσωποί Του;
Και γιατί άλλο, λοιπόν, τον αντι­προσωπεύουν και ενεργούν άντ' Αυτού, παρά για να συνεχίσουν το σωτηριώδες έργον της Εκκλησίας Του, το οποίον, ως εκ της φύσεώς του, πρέπει να συνεχίζεται, όσον υπάρχει ο κόσμος, αφού η Εκκλησία, που άφησε φεύγοντας ο Ιησούς, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο Εαυτός Του παρατεινόμενος εις τους αιώνες; Πάντως, η ορθόδοξη Εκκλησία διδά­σκει και πιστεύει, ότι, γι’ αυτό το συνεχιζόμενον έργον της Εκκλησίας, οι Απόστολοι χειροτόνησαν επίσκο­πους, για να διαδεχθούν οι τελευταίοι αυτοί εκείνους, διαδικασία, που συνεχίστηκεν σ’όλην την ζωήν της Εκκλη­σίας, μέχρι σήμερον.
Έτσι, από επίσκοπον σε επίσκοπο, μέχρι σήμερα, διεβιβάσθη και η συγ­κεκριμένη Εξουσία άφεσης αμαρτι­ών, την οποία, λέγουν οι ίδιοι οι Από­στολοι, ότι έλαβαν από τον Κύριον, και την οποίαν οι επίσκοποι, περαιτέ­ρω, δίνουν στους ιερείς. Αυτά δέχεται η ορθόδοξη Εκκλησία και τα απορ­ρίπτουν οι Προτεστάντες.
Την σίγουρη, λοιπόν, εξασφάλιση αυτής της μετάδοσης Εξουσίας εγγυάται η αδιάκοπη συνέχεια ζωής της ίδιας της Εκκλησίας, μέσα στην οποίαν, εξασφαλίζεται και η αδιάκοπη συνέχεια της επισκοπικής διαδοχής. Επίσης, δεν είναι δυνατό να ήθελεν ο Χριστός τη δυνατότητα άφεσης αμαρτιών των χριστιανών μό­νον στην εποχήν Του, ή, μόνον στην εποχήν των Αποστόλων, αφού η α­μαρτία είναι πραγματικότητα των ανθρώπων όλων των εποχών, άρα, και σημερινή. Ότι δε ακριβώς η ανάγκη για Εξομολόγηση και άφεση αμαρτιών υπάρχει σ' όλους τους αιώ­νες, αποδεικνύεται και εξ αυτού τού γεγονότος, ότι, δηλαδή, και οι ίδιοι οι Προτεστάντες νιώθουν αυτήν την ανάγκη να εξομολογούνται και να ζητάνε άφεση, αλλά, βέβαια, με το δικόν τους προτεσταντικόν τρόπον, όπως είδαμεν, ο οποίος και δεν είναι ο καθιερωθείς και νομοθετημένος από τον Κύριον, όπως θα δούμεν.
Έκθεση της προτεσταντικής θεωρίας του κ. Σπ. Φίλου:
Οπροτεστάντης πάστοραςΚ.  Μεταλληνός, το 1949, στημελέτην του περί της Εξομολόγησης, βρίσκεται μπροστά στο εξής διαπιστωμένο αγιογραφικά γεγονός: Η Καινή Διαθήκη μας πληροφορεί, ότι: ο αναστάς Κύριος εμφανισθείς εις τους μαθητές Του, τους έδωσεν Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών. Ο ίδιος Μεταλληνός, λοιπόν, θέλησε να ερευ­νήσει, πλην της Καινής Διαθήκης και τα μετακαινοδιαθηκικά κείμενα και τουςπατέρεςκαι εκκλησιαστικούς συγγραφείς της αρχαιότατης Εκκλη­σίας, για να δει το εξής: πως όλοι αυτοί αντιλήφθηκαν, ερμήνευσαν και εφάρμοσαν αυτήν την προς τους μαθη­τές Του εξουσιοδότηση τού Κυρίου, που πάνω της βασίζει και θεμελιώνει η ορθόδοξη Εκκλησία τη διδασκαλίαν της, ότι: ναι μενμόνον ο Θεός δύναται να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά και εκείνοι, στους οποίους Αυτόςτυχόν έδωσεν τέτοιαν Εξουσίαν αφέ­σεως αμαρτιών, που είναι, αν μη τίνες άλλοι, τουλάχιστον οι Μαθητές και Απόστολοί Του.
Αφού δε οι Μαθητές Του ήσανάνθρωποι και μόνον άνθρωποι και εάν έλαβαν, όντως, τέτοιαν Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, τότε ασφαλώς γκρεμίζεται και αυτό τούτο το θεμελιώδες και βασικόν προτεσταντικόν επιχείρημα, ότι:ουδείς άνθρω­πος δύναται να συγχωρεί αμαρτίες, και ισχύει αυτό, ακριβώς,που διδά­σκει η ορθόδοξη Εκκλησία: Μόνον ο Θεός καιουδείςαπολύτως άνθρωπος δύναται να συγχωρεί αμαρτίες εκτός, φυσικά, των δεόντως και αρμοδίως εξουσιοδοτημένων υπό του ιδίου του Κυρίου οργάνων της Εκκλησίας.
Και τέτοιοι υπήρξαν, πρώτα, τουλάχιστον οι μαθητές του Κυρίου. Αυτή και μόνον η υπό τού Κυρίου εξουσιοδότηση των μαθητών και, άρα, η ειδική ικανότητα και σχετική αρμοδιότητα τους μας αρκεί,για να γκρε­μισθεί εκ βάθρων και να σαρωθεί το προαναφερθέν βασικόν επιχείρημα των Προτεσταντών.
Τα αρχαία, λοιπόν, κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας, οδήγησαν τον Κ. Μεταλληνόν στο συμπέρασμα και τον ανάγκασαν στην παραδοχήν και μάλιστα γραπτήν ομολογίαν, ότι, στην αρχαιότατην Εκκλησίαν και συγκεκριμένα μέχρι τού έτους 250 μ.Χ., υπήρχεν και ίσχυεν αποκλει­στικά και μόνον η λεγόμενη«δημό­σια» Εξομολόγηση. Πάντως, αυτή η ομολογία τού Κ. Μεταλληνού έπεσεν σαν κεραυνός εναιθρία στον έλληνικόν προτεσταντικόν κόσμον, έκανε δετομακαριστόν π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλονα παρατηρήσει στον Κ. Μεταλληνόν:Ελάτε, λοιπόν, στην Ορθοδοξίαν, κ. Μεταλληνέ, και σάς δηλώνομεν το εξής: Υποσχόμεθα και εγγυώμεθα, ότι, τουλάχιστον, για σάς θα εφαρμόσουμεν αυτήν τη «δημόσιαν» Εξομολόγηση.Θα δεχθούμε, δηλαδή, να ομολογείτε εσείς, οι Προτεστάντες, τα αμαρτήματά σας ενώπιον όλης της χριστιανικής Κοινό­τητας. Θα σάς απαλλάξουμεν από την υποχρέωση μυστικής, δηλαδή, ενώ­πιον ενόςμόνον ιερέα, Εξομολόγη­σης, αφού, ακριβώς,δηλώνετε, ότι θέλετε να ακολουθείτε και να εφαρμό­ζετε ό,τι ίσχυεν εις την αρχαίαν Εκκλησίαν και αφού κατηγορείτε την Ορθοδοξίαν, ότι απεμακρύνθη και παρεξέκλινεν από την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, και ότι: εκείνη εκαινοτόμησε με το να εισαγάγει τη «μυστική», δηλαδή, την ενώπιον ενός μόνον ιερέα, αντί της δημόσιας, ενώ­πιον όλης της χριστιανικής Κοινότη­τας, Εξομολόγηση.
Τη δε σχέση δη­μόσιας και μυστικής Εξομολόγησης τη θεώρησαν οι Προτεστάντες αντιθετικήν, σαν να μη μπορούσαν, δηλαδή, να υπάρχουν παράλληλα και οι δύο αυτές μορφές Εξομολόγησης. Σαν να η μία να απέκλειεν την άλλην.
 Αρκετά χρόνια μετά τον Κ. Μεταλληνόν, έρχεται ένας άλλος Προτεστάντης, ο κ. Σπ. Φίλος, για να βγάλει άπ’ την αμηχανίαν και άπ’ το αδιέξοδο τον ομόπιστόν του, για να μας πει, στο δίτομο βιβλίον του, ότι είναι ιστορικώς ορθόν και ακριβές αυτό, που, όμως, αναγκάστηκεν από τις ιστορικές μαρτυρίες να ομολογήσει ο Μεταλληνός, ότι, δη­λαδή, στην αρχαία Εκκλησίαν γινό­ταν μεν, προς εφαρμογήν της σχετικής Εξουσιοδότησης τού Κυρίου,  διότι αυτό ακριβώς ήταν το θέμα της έρευνας τού Μεταλληνού,  μόνον η δημόσια Εξομολόγηση, αλλά, επαναλαμβάνει ο κ. Σπ. Φίλος αυτή η δημόσια Εξομολόγηση δεν γινόταν «ειςάφεσιν αμαρτιών», δηλαδή δεν γινόταν για να λάβει ο ούτω δημόσια εξομολογούμενος, δια των λειτουρ­γών της Εκκλησίας, άφεση αμαρ­τιών, αλλά για άλλο λόγον και άλλον σκοπόν. Ποιόν;
Μας εξηγεί ο κ. Σ. Φίλος: σκοπός της δημόσιας Εξομολόγησης δεν ήταν η χορήγηση, δια της Εκκλησίας, στον ούτω δημό­σια εξομολογούμενο άφεσης αμαρτι­ών, άλλ' ήταν η λεγόμενη Επανασύν­δεση, ή αλλιώς, Συμφιλίωση με την τοπικήν Εκκλησίαν,όχι όμως και με την Εκκλησίαν τού Χριστού, δεν ήταν, δηλαδή, άφεση αμαρτιών. Τι ήταν όμως αναλυτικότερον, αυτή η Επανασύνδεση, ή Συμφιλίωση, κατά τον κ. Σπ. Φίλον; Ας το δούμεν:
Όποιος Χριστιανός τυχόν έπεφτεν σε βαριά αμαρτήματα, με τα οποία εδυσφημείτο η εκκλησιαστική Κοινότητα εις τους εκτός αυτής ειδωλολάτρες, ή, με τα οποία εσκανδαλίζονταν οι εντός της χριστιανικής Κοινότητας χριστιανοί, αυτός, λοιπόν, ο πεπτωκώς χριστια­νός απεκόπτετο από την τοπικήν Εκκλησίαν, ως σαπρόν μέλος της, προκειμένου να μη μολυνθούν τα υπό­λοιπα μέλη της, ή, για να αποκατα­σταθεί η τρωθείσα φήμη και το γόητρον και το καλόν όνομα της τοπικής Εκκλησίας. Μετά, όμως, ορισμένο χρονικό διάστημα ίσως και πολλών ετών και εφόσον το αποκοπέν μέλος έδειχνεν ειλικρινή και έμπρακτη μετάνοιαν και για να μη καταποθή υπό της απογνώσεως, τότε η εκκλησια­στική Κοινότητα, σε μιαν επίσημην σύναξή της, ξαναδεχόταν, σαν κανονικόν, υγιές και θεραπευθέν μέλος της, τον πεπτωκότα και αποκοπέντα και τον συμφιλίωνεν ξανά με την τοπικήν Εκκλησίαν και τον επανασυνέδεε με αυτήν. Και μέχρις εδώ συμφωνούμε με τον κ. Σπ. Φίλον.
Αυτό,λοιπόν, συνέβαινεν, κατά την επίσημην σύναξη της τοπι­κής Εκκλησίας, οπότε, ενώπιον όλου τού εκκλησιάσματος, κλήρου και λαού, ο μετανοών ομολογούσεν τα αμαρτήματά του και ζητούσεισχυρί­ζεται ο κ. Σπ. Φίλοςόχι βέβαια οι λειτουργοί της «τοπικής» Εκκλησίας να του δώσουν άφεση αμαρτιών, ώστε να τον συμφιλιώσουν και να τον επανασυνδέσουν με το Θεόν, αλλά τη λεγόμενην «εκκλησιαστικήν συγχώ­ρηση», όλως διόλου άλλο πράγμα, για να τον συμφιλιώσουν όχι με τον ουρανόν (καθέτως), αλλά μόνο με την «τοπικήν» Εκκλησίαν (οριζοντίως), ήτοι, επί επιπέδου καθαρά και μόνο διαπροσωπικών ανθρώπινων και ενδοκοινοτικών επίγειων σχέσεων και μόνο, χωρίς καμμίαν αναφοράν εις την ψυχήν, την σωτηρίαν, τον ουρανόν, το Θεόν. Οπότε, ο ούτω συμφι­λιωθείς μπορούσεν από εδώ και πέρα να λαβαίνει μέρος στις εκκλησιαστικές συνάξεις, στη λατρείαν, στην ακρόασητού κηρύγματος, στην κοινωνίαν της θείας Ευχαριστίας.
Καιοι υπόλοιποι χριστιανοί, έκ­τοτε, δεν τον απέφευγαν πια, δεν τον απομόνωναν κοινωνικά, τού μιλούσαν, όπως και πριν αποκο­πεί άπ’ την Κοινότητα.Δηλαδή, ο πρώην αποκοπείς αποκαθίστατο εις την τοπικήν Εκκλησίαν, άσχετα, όμως, από την σωτηρίαν της ψυχής του, την συγχώρηση των αμαρτιών του, άσχετα από την συμφιλίωσή του με τον ουρανόν, ανεξάρτητα από την τακτοποίηση του με το Θεόν, που ήταν λέγει ο κ. Σπ. Φίλος όλως διό­λου άλλο πράγμα, άλλη υπόθεση, θέμα προσωπικόν. Όσον, τώρα, για την άφεση των αμαρτιών τού συμφιλιωθέντος με την τοπικήν Εκκλησίαν, ισχυρίζεται, πάλιν, ο κ. Σπ. Φίλος ήδη πριν την εκκλησιαστικήν συμφιλίωση, ο εν λόγω συμφιλιωθείς, είχεν ήδη τακτοποιηθεί στο δωμάτιόν του με το Θεόν, άπ’ τον οποίον, δη­λαδή, ήδη είχεν ζητήσει άφεση αμαρ­τιών και, φυσικά, την είχε λάβει αυ­τομάτως, αμέσως και κατευθείαν, χωρίς μεσολάβηση ιερέα. Και αυτό το ξέρει, βέβαια, ο κ. Σπ. Φίλος βάσει, όμως, ποιών στοιχείων και μαρτυ­ριών, ή μήπως, και ειδικών υπερφυ­σικών «αποκαλύψεων»;
Εμείς, όμως, τού προτείνομε μίαν άλλην, εξ ίσου προτεσταντική λύση. Γιατί, δηλαδή, να συγχωρήθηκεν ο εν λόγω χριστιανός πριν άπ την Επανασύνδεση, αφού, άριστα και προτεσταντικότατα, θα μπορούσε να συνεχωρείτο και κατά τη διάρκειαν της ίδιας της Επανασύνδε­σης, αρκεί μόνο να προσηύχετο (ο ίδιος ο προς συμφιλίωση) προς το Θεό, μυστικά, την ώραν εκείνην και χωρίς μεσολάβηση λειτουργών της Εκκλησίας, οι οποίοι απλά και μόνον παρίσταντο για να τελέσουν την Επα­νασύνδεση με την τοπικήν Εκκλησίαν; Και τότε ο συμφιλιωθείς θα μπορούσεν, άριστα και αυτόματα, να αποσπάσει την άφεση από το Θεόν, που ήταν προσωπικό θέμα, ζήτημα σχέσης της συνείδησης τού αμαρτω­λού και τού Θεού, χωρίς δηλαδή ανάμιξη της Εκκλησίας, της οποίας ο ρόλος στην άφεση των αμαρτιών ήταν κατά τον κ. Σπ. Φίλον μηδενικός. Η «τοπική» Εκκλησία έδινε μόνον την υπό των προτεσταντών ονομαζόμενην «εκκλησιαστικήν συγχώρηση», που, όμως, δεν ήταν άφεση αμαρτιών όπως είπαμεν, αλλά συμφιλίωση οριζόντια με την εκκλησιαστικήν «το­πικήν» Κοινότητα. Την ονομάζουν δε οι Προτεστάντες εκκλησιαστικήν συγ­χώρηση, για να επιτείνουν την σύγχυ­ση, που σχετικώς επικρατεί στους πε­ρισσότερους γύρω άπ’ αυτά τα θέματα.
Έτσι, κατά τον κ. Σπ. Φίλον, είτε μιλάμε για δημόσιαν Εξομολόγηση, είτε για μυστικήν, ενώπιον μόνου του ιερέα, ένα είναι σίγουρον, ότι ουδείς τυχόν Απόστολος του Κυρίου, ουδείς λειτουργός της καινοδιαθηκικής ή της μετακαινοδιαθηκικής αρχαιότατης Εκκλησίας μπορεί να ισχυρισθεί, ότι, δια του εαυτού του, ως δι' οργάνου και αγω­γού της θείας Χάριτος, ή ως μεσολαβητού μεταξύ Θεού και εξομολογούμενου αμαρτωλού, συγχωρεί ο Θεός τον αμαρτωλόν. Ο αμαρτωλός, λοιπόν, προσευχόμενος, εν μετάνοια και δια πίστεως, συγχωρείταιμόνον ιδία αιτήσει,άμεσα, κατευθείαν και αυτό­ματα υπό τού Θεού, χωρίς τη μεσο­λάβηση, επαναλαμβάνομεν, ουδενός άλλου, ουδενός τρίτου, οποίος κι αν είναι αυτός ο τρίτος, είτε Απόστολος, είτε οιοσδήποτε λειτουργός της τοπι­κής Εκκλησίας.
Αυτάισχυρίζεται ο κ. Σπ. Φίλος, με την προτεσταντική θεωρίαν του. Θα δούμεν, όμως, εάν και κατά πόσο μπορεί όλα αυτά όχι μόνο να τα ισχυρίζεται κανείς, πράγμα εύκολον και άνετον, αλλά και να τα αποδεικνύει, καθώς και κατά πόσον αυτά είναι σύμφωνα και με την Καινή Διαθήκην, την οποίαν ο κύριος αυτός ισχυρίζεται, ότι αποδέχεται. Θα ακολουθήσει, λοιπόν, μία εκ θεμελίων αναίρεση της θεωρίας τού κ. Σπ. Φίλου, την οποία μέχρι τού σημείου αυτού, απλώς, εκθέσαμεν και η οποία σημειώστε δεν είναι και δικής του έμπνευσης, αλλά, κυρίως, αποτελεί προϊόν αμερικανικής καταγωγής,madeinU.S.A., πνευματικής πατρί­δας του κ. Σ. Φίλου, ο οποίος γι’ αυτό, εξ άλλου, είναι και επάξιος διευθυντής στο Ελληνικόν Υπουργείον Εξωτε­ρικών, διότι  αποκαλύπτομεν αυτό είναι και το επάγγελμα του.
Αναίρεση της προτεσταντικής θεωρίας τού κ. Σπ. Φίλου:
Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, να ξηλώσουμεν πόντον-πόντον το δίτομον εργόχειρον τού κ. διευ­θυντή στο Ελληνικόν Υπουργείον Εξωτερικών.
Πρώτον:Χρήζει αποδείξεως ο ισχυ­ρισμός τού κ. Σπ. Φίλου, ότι: η δημό­σια Εξομολόγηση στην αρχαία Εκ­κλησία δεν γινόταν, για να δοθεί άφε­ση αμαρτιών στον εξομολογούμενον.
Δεύτερον:Χρήζει, επίσης, αποδεί­ξεως, ο εκ μέρους τού κ. Σπ. Φίλου, δεύτερος ισχυρισμός, ότι: κάθε δημό­σια Εξομολόγηση ήταν και Επανα­σύνδεση με την τοπικήν Εκκλησίαν.
Τρίτον:Χρήζει, ακόμη, αποδείξε­ως, ότι: κατά την Επανασύνδεση δεν εδίδετο και άφεσις αμαρτιών.
Άλλ' ας ακολουθήσουμε, βήμα προς βήμα, τους ισχυρισμούς και τους συλ­λογισμούς τού έλληνα διπλω­μάτη τού Υπουργείου Εξωτερικών:
Έστω, ότι η δημόσια εξομολόγηση δεν εστόχευεν στην άφεση και επομένως δεν έδιδεν άφεση αμαρτιών, η οποία να εχορηγείτο, κατά την κρίση των λειτουρ­γών της αρχαίας Εκκλησίας.
Έστω, ακόμα, ότι η δημόσια Εξο­μολόγηση γινόταν με αποκλειστικόν σκοπόν την Επανασύνδεση τού αμαρ­τωλού με την τοπικήν εκκλησιαστικήν Κοινότητα, χωρίς, όμως, χορήγηση άφεσης αμαρτιών.
Έστω, επίσης, ότι ο ενδιαφερόμενος αμαρτωλός είχεν, επί πλέον, προσευ­χηθεί και εξομολογηθεί, προηγουμέ­νως, στο δωμάτιόν του, μόνος ενώ­πιον μόνου τού, άλλωστε, πανταχού μεν παρόντος Θεού, αλλά και παντογνώστου, που, δηλαδή, δεν έχει ανάγκη να μάθει άπ’ την Εξομολόγη­ση τού αμαρτωλού τα αμαρτήματά του, και, ότι ο ίδιος ο αμαρτωλός είχεν ήδη ζητήσει, έτσι, συγχώρηση από τον ίδιον το Θεόν και, ότι, όντως, έλαβεν άφεση από το Θεόν άμεσα και κατευθείαν, δηλαδή, χωρίς καμίαν παρέμβαση ιερέα-πνευματικού, όπως, ακριβώς, δέχονται και εφαρμόζουν οι Προτεστάντες και το «καμάρι» τους, ο κ. Σπ. Φίλος.
Σημειώνομεν δε, ότι όσα λέγει για το σημείον αυτό ο κ. Σπ. Φίλος, ότι ίσχυαν στην αρχαία Εκκλησίαν, άφίνει να εννοηθεί, ότι τα θεωρεί ορθά και, ότι τα αποδέχεται. Το σημειώνομεν αυτό, διότι, εν τη αμηχανία και ένεκα αδιεξόδου του, μπορεί να υποστηρίξει όπως, άλλω­στε, κάνει σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι: αυτά, όντως, μεν συνέβαιναν στην αρχαία Εκκλησίαν, όμως, δεν είναι και σύμφωνα με την Καινή Διαθήκην και, άρα, όχι ορθά και, ότι, επομένως, ο ίδιος δεν τα εγκρίνει, αλλά τα απορ­ρίπτει. Διπλωμάτης και γαρ!
Θα πρέπει, εν τοιαύτη περιπτώ­σει, να δεχθεί ο κ. Σπ. Φίλος, ότι, έτσι, θα ήταν δυνατόν, ο μεν εκπεσών μετανοήσας, εξομολογη­θείς προ τού Θεού μόνου και αιτήσας παρ αυτού άφεση, να τη λάβει, βέβαια, αλλά η «τοπική» Εκκλησία να τον έχει επί έτη ακόμα αποκομμένον και αφορισμένο, μολονότι, δη­λαδή, ο ίδιος θα είχεν ήδη προ πολλού συγχωρηθεί από τον ίδιον το Θεόν και θα είχεν συμφιλιωθεί μαζί Του.Πως, όμως, μπορεί η διοίκηση της «τοπικής» Εκκλησίας, που, κατά τον κ. Σπ. Φίλον, νοείται σε ακριβώς ανθρώπινην και μόνο διάσταση, να ξέρει όχι απλά, ότι ο αμαρτωλός μετανόησεν ειλικρινά, αλλά και, ότι ο Θεός, όντως, τον έχει συγχωρήσει, αυτόν, που η «τοπική» Εκκλησία, συνήθως, συνεχίζει να έχει αποκομμένον από το σώμα της;
Αλλά και, ενώ η αποκοπή από την τοπικήν Εκκλησίαν μπορούσε να διαρκέσει και επί πολ­λά έτη, ποιος εκπεσών αμαρτωλός, που θα επεθύμει, βέβαια, να συνεχίζει να είναι μέλος της τοπικής Εκκλη­σίας, δεν θα εγονάτιζεν εις το δωμά­τιόν του, την ίδιαν ημέραν της επίση­μης, υπό της «τοπικής» Εκκλησίας, «Αποκοπής» του από την εκκλησια­στικήν Κοινότητα, μόνος ενώπιον μό­νου τού Θεού, για να ζητήσει ο ίδιος προσωπικά από το Θεόν, άμεσα και κατευθείαν, άφεση αμαρτιών και να την πάρει αυθωρεί και παραχρήμα, σήμερον;
Αλλά και ποιος ήδη έτσι συγχωρηθείς από τον ίδιον το Θεόν, δηλαδή, ποιος πρώην αμαρτωλός, δεν θα διεμαρτύρετο, την επομένην, εις την «τοπικήν» Εκκλησίαν, λέγοντας:Αφού ο ίδιος ο Θεός ήδη με συγχώρησεν χθες το βράδυ, ποιοί, επί τέλους, νομίζετε ότι είσθε εσείς, οι ού­τως ή άλλως ανθρωπίνως και μόνον ανθρωπίνως διοικούντες την «τοπι­κήν» Εκκλησίαν(Jure humano),που τολμάτε να μού αρνείσθε την κοινωνίαν με την τοπικήν Εκκλησίαν, επί­σης γήινη και ανθρώπινη; Φαντάζε­σθε, λοιπόν, οι μόνον ανθρωπίνως και γηίνως, ούτως ή άλλως, διοικούντες την τοπικήν Εκκλησίαν, τον εαυτόν σας κριτήν ανώτερον και την απόφαση σας εγκυροτέραν της ετυμηγορίας του ύψιστου κριτή, τού ίδιου τού Θεού;
Την περαιτέρω δε λογικήν αναίρεση της θεωρίας τού κ. Σπ. Φίλου θα συνεχίσουμεν, αφού, προηγουμένως, εκθέσουμεν το ιστορικόν και αφού ακολουθήσουμεν το νήμα της σκέψης τού προτεσταντικού συναφιού, που οδήγησεν τον εξιοθρήνητον κ. Σπ. Φίλον στα ανεδαφικά συμπεράσματά του.
ΟΚ. Μεταλληνός, που, όπως προαναφέραμεν, προηγήθηκεν τού κ. Σπ. Φίλου, με όσα έγραψεν, ήθελε να αποδείξει, ότι η ορθόδοξη Εκκλησία, στο ζήτημα της Εξομολόγησης, παρεξέκλινεν από την πρακτικήν της αρχαίας Εκκλη­σίας, εκαινοτόμησεν, ενεωτέρισεν.Σ’ αυτό, δηλαδή, το σημείον κόλλησεν όλη κι' όλη η επιχειρηματολογία του. Αυτή ήταν η έμμονη ιδέα του: Ενώ, η αρχαία Εκκλησία, μέχρι το 250 μ.Χ., γνώριζε μόνον το σχήμα της δη­μόσιας Εξομολόγησης, έκτοτε, κατήργησεν τη δημόσιαν Εξομολόγηση, και εισήγαγεν τη μυστική, δηλαδή, την, ενώπιον ενός μόνον πρεσβυτέρου, δηλαδή, εξομολόγου-ιερέα, Εξομο­λόγηση. Αυτό και μόνον, κατά τον Κ. Μεταλληνόν, αποδεικνύει, ότι, η μετά το 250 μ.Χ. πρακτική της ορθόδοξης Εκκλησίας στο ζήτημα της Εξομο­λόγησης, αποτελεί νεωτερισμόν και παρέκκλιση από την πρακτικήν της αρχαίας Εκκλησίας.
Αυτή η επίθεση, ή μάλλον η μάχη περί όνου σκιάς, διότι περί αυτού πρόκειται, είναι που έκανεν και το μακαριστόνπ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλονα προβεί στην εξής έκ­κληση: Ελάτε, κ. Μεταλληνέ, στην Ορθοδοξίαν και σάς υποσχόμεθα, ότι, τουλάχιστον για σάς, τους Προτε­στάντες, είμεθα διατεθειμένοι να φέρουμεν, άπ’ την περιφέρειαν της εκκλη­σιαστικής μας πρακτικής στο κέντρον της, το θεσμόν της δημόσιας Εξομο­λόγησης. Θα μπορείτε, λοιπόν, διότι, όντως, το δικαιούσθε εσείς οι Προτε­στάντες, να λέτε τα αμαρτήματά σας ενώπιον όλης της εκκλησιαστικής σύ­ναξης. Νομιμότατη, πάντως, η απαί­τησή σας, καθ' ημάς.
Και, τώρα, συμπληρώνομεν τους αντιπροτεσταντικούς μας συλλογι­σμούς, άπ’ τους οποίους βγαίνουν και τα ορθόδοξα επιχειρήματα μας:
Πρώτον: Ο κ. Σπ. Φίλος δηλώνει, ότι συμφωνεί με την όλημέθοδον έρευνας, τη γραμμήν, τις προϋποθέσεις και τα συμπεράσμα­τα τού ομόπιστού του προτεστάντη Κ. Μεταλληνού και ότι έρχεται να ερμη­νεύσει και, ίσως, να συμπληρώσει τα γραφόμενα τού Μεταλληνού, ενώ στην ουσίαν ήλθε να τον ξελασπώσει, να τον «ξεφρακάρει», να τον βγάλει από το αδιέξοδον και την αμηχανίαν, όπου είχεν οδηγήσει τοΜεταλληνόν η έμμονη ιδέα του περί ασυμβίβαστου μεταξύ δημόσιας και μυστικής Εξομολόγησης,οι οποίες τάχα γι' αυτό και δεν συνυπήρχαν ανέκαθεν, αλλά, και ότι: η ορθόδοξη Εκκλησία δήθεν κατήργησεν τη δημόσιαν το 250 μ.Χ., χάριν της μυστικής Εξομολό­γησης.Ουδέποτε, όμως, επίσημα κατήργησεν η Εκκλησία τη δημόσιαν Εξομολόγηση. Απλώς, στην εκκλησιαστικήν πρακτικήν, δια σοβαρούς λόγους σκανδαλισμού της συνείδησης των πιστών και προσβολής των χρηστών ηθών τους, η δημόσια Εξο­μολόγηση, από το κέντρον τού κύκλου της εκκλησιαστικής πρακτικής, πέρασεν στην περιφέρειαν, χωρίς, όμως, ποτέ επίσημα και να καταργηθεί. Γι’ αυτό και ο σοφός και μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος εδήλωσεν στον Κ. Μεταλληνόν αυτά, που προαναφέραμεν: Ελάτε στην Ορθοδοξίαν και θα δικαιούσθε να λέτε δη­μόσια τα αμαρτήματά σας, αφού θεωρείτε παρέκκλιση την περιφεριοποίηση της δημόσιας Εξομολόγησης. Για σας τους Προτεστάντες θα τη φέρουμεν και πάλιν στο κέντρον, αφού αυτό είναι που σας σκανδαλίζει.Άλλ' όμως, γιατί, τώρα εσείς οι Προτεστά­ντες δεν έχετε αυτήν τη δημόσιαν Εξομολόγηση στις «εκκλησίες» σας, για την οποίαν τόσο θρηνείτε και κόπτεσθε;Αφού, λοιπόν, θέλετε ακ­ριβώς αυτήν την πρακτικήν της αρχαίας Εκκλησίας, από την οποίαν, όπως λέτε, παρεξέκλινεν η Ορθοδοξία, γιατί, λοιπόν, ούτε εσείς ασκείτε, ούτε εφαρμόζετε αυτήν τη δημόσιαν Εξομολόγηση, για να μας δώσετε, έτσι, και ένα μάθημα σ' εμάς, που παρεκκλίναμεν από την πρακτικήν της αρχαίας Εκκλησίας; Είσθε, λοιπόν, ειλικρινής, με όσα γράφετε;
Δεύτερον: Εφόσον ο Κ. Μεταλληνός συμπεραίνει, ότι η δημό­σια Εξομολόγηση της αρχαίας Εκκλησίας ήταν ακριβώς η εφαρμο­γή της Εξουσίας, που έδωσεν ο Κύ­ριος στους μαθητές Του, όταν τους έλεγε: Λάβετε Πνεύμα άγιον αν τί­νων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται, σημαίνει, ότι: ο Κ. Μεταλληνός, εκών άκων, αναγκασθείς από τα αρχαία κείμενα της Εκκλησίας,πρέπει, όμως, να δέχεται ταυτόχρονα ότι, κατά τη δημόσιαν Εξομολόγηση, η αρχαία Εκκλησία χορηγούσεν άφεση αμαρ­τιών στους ούτως, και εκεί εξομολογούμενουςβαρέα αμαρτήματα, διότι, εν εναντία περιπτώσει, δεν μας λέγει ο Κ. Μεταλληνός: πως τελικά αυτά συνεχωρούντο, αφού αυτός δηλώνει ήδη, ότι: ο Χριστιανός μόνον τα μη βαρέα, αλλά καθημερινά του πταί­σματα τα τακτοποιεί με άμεσην προσευχήν και άμεσην εξομολόγηση προς το Θεόν, κατ' ευθείαν; Τα βαρέα όμως, πως, που και πότε συνεχω­ρούντο; Αν απαντήσει στο ερώτημα αυτό ο κ. Σπ. Φίλος, θα αποκαλυ­φθούν και κάποιες απόκρυφες διδα­σκαλίες των Προτεσταντών, που, επι­μελώς, αποσιωπούν αυτοί. Ξέρουν, δηλαδή, να φυλάγωνται, αποσιωπών­τας κάποια κρίσιμα γι' αυτούς σημεία τού θέματος μας.
Τρίτον: Όταν και ο κ. Σπ. Φίλος έρχεται και μας λέει, ότι: η κατά Μεταλληνό δημόσια Εξομολό­γηση χορηγούσεν όχι την άφεση των αμαρτιών τού αμαρτωλού (δηλαδή, δεν ήταν η συμφιλίωση του με το Θεόν), αλλά, απλά, εξασφάλιζε μό­νον την Επανασύνδεση του με την «τοπικήν» Εκκλησίαν (η οποία, όπως θα δούμεν, είναι, κατά τον κ. Σπ. Φίλον, ανθρώπινο κατασκεύα­σμα, όχι θεϊκόν και έχει μόνον ανθρώπινη και γήινη διάσταση), εν τοιαυτή περιπτώσει, (ο κ. Σπ. Φίλος) απομακρύνεται και αποκλίνει από τιςπροϋποθέσεις, που είχε θέσει ο ίδιος ο Κ. Μεταλληνός. Διότι, βέ­βαια, ο Κ. Μεταλληνός θεωρούσε ν τη δημόσιαν Εξομολόγηση ως εφαρμογή τού «Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας...». Όταν, λοιπόν, ο κ. Σπ. Φίλος δηλώνει, ότι συμφωνεί και δέχεται τα γραφόμένα τού Μεταλληνού και ταυτόχρονα ισχυρίζεται, ότι η δημόσια Εξομολόγηση δεν στόχευεν στην άφεση των αμαρτιών, άπ’ τη μιαν παρεκκλίνει και αυτός από τις προϋποθέσεις τού Κ. Μεταλληνού και απ’ την άλλην παραλογίζεται, διότι ισχυ­ριζόμενος, ότι η δημόσια Εξομολό­γηση, που ήταν εφαρμογή της Εξου­σίας «αφέσεως αμαρτιών», δεν έδιδεν άφεση αμαρτιών, δεν ισχυρίζεται τίποτε άλλο, εν τελευταία αναλύσει, παρά ασπάζεται τον εξής παραλογισμόν, που έκαμε  και ο Κ. Μεταλλη­νός, ότι: Η άφεση των αμαρτιών δεν ήταν άφεση των αμαρτιών. Γενικός Προτεσταντικός παραλογισμός, ή προσωπικός τοιούτος και τού κ. Σπ. Φίλου; Πάντως στο μέτρον, που οι Προτεστάντες της Ελλάδας αποδέ­χονται τον συλλογισμόν αυτόν τού κ. Σπ. Φίλου, γίνονται, λιγότερον ή περισσότερον, κοινωνοί αυτού τού παρα­λογισμού του.
Τέταρτον: Ο κ. Σπ. Φίλος θέλει να αποδείξει, ότι η Εξουσία «αφέσεως αμαρτιών» δεν ήταν Εξουσία «αφέσεως αμαρτιών». Θέλει, δηλαδή, να αλλοιώσει αυτόν τούτον τον πυρήνα, την ουσίαν, το χαρακτήρα της Εξουσίας αυτής. Άλλ' η Εξουσία, που έδωσεν ο Κύριος στους μαθητές Του, να συγχωρούν ή να μη συγχω­ρούν αμαρτίες, είναι και δεδομένη και ρητή, και μονοσήμαντη, δηλαδή, όχι διφορούμενη, άρα, και σαφής και συγ­κεκριμένη, επομένως, αναντίρρητη, αναμφίλεκτη, αδιάσειστη και ακλόνη­τη.
Ως προς το περιεχόμενον της Εξουσιοδότησης, δηλαδή, πρόκειται για την άφεση ή μη άφεση των αμαρτιών, συγκεκριμένα, και για τίποτε άλλο. Προσοχή, όμως, στο σημείον αυτό, γιατί οι Προτεστάντες, για να μπερδέψουν την σκέψη των αναγνωστών τους, χρησιμοποιούν μίαν παραπλανητικήν έκφραση: Λένε, ότι: στο «Αν τίνων αφήτε τας αμαρ­τίας ...» πρόκειται για την «εκκλησιαστικήν συγχώρηση», όπως πονηρά ονομάζουν οι Προτεστάντες όχι την «εκκλησιαστικήν άφεσιν αμαρτιών», η οποία έχει προς Θεόν την αναφοράν, σκοπεύει στον ουρανόν, στην σωτη­ρίαν της ψυχής, στην συγχώρηση των αμαρτιών τού αμαρτωλού, στην συμφιλίωσή του με το Θεόν, στην τακτοποίη­ση της συνείδησης του προ τού Θεού και είναι κάτι το «εσωτερικόν».
Όταν όμως οι Προτεστάντες μιλάνε για «εκκλησιαστικήν συγχώρηση», εννοούν όχι την «άφεσιν των αμαρτιών», αλλά μόνον τη διαλλαγήν, συμφιλίωση, επανα­σύνδεση με την «τοπικήν» Εκκλησίαν, την οποίαν, όμως, τη θεωρούν μόνον σε γήινη διάσταση, Όπως θα δούμεν και αυτόείναι βέβαια, κάτι το «εξωτερικόν».
Πάντως, το «Αν τίνων αφήτε ...» δεν είναι δυνατό να νοηθεί μόνον οριζοντίως, σε ανθρώπινες μόνον και γή­ινες διαστάσεις. Έχει, προπαντός, κυρίως και ουσιωδώς και προς Θεόν την αναφοράν και την αιχμήν και τον στόχον. Διότι το «Αν τίνων αφήτε ...» και το «Αν τίνων κρατήτε ...», καταλήγουν το μεν πρώτον στο αφίενται, που σημαίνει: έχουν συγχωρηθεί από τον ίδιον τον Θεόν, το δε δεύτερον στο κεκράτηνται, που υπονοεί πάλιν, ότι υπό τού Θεού κεκράτηνται, ερμη­νείες, που τις αποδέχονται, εξ άλλου, και οι ίδιοι οι Προτεστάντες και αυτός ο κ. Σπ. Φίλος.
Άρα η όποια ενέργεια της τοπικής Εκκλησίας, καθ' ημάς τους ορθόδοξους, δεν είναι μόνον οριζόντια (μόνον ανθρώπινη τακτοποίηση ανθρώπινων σχέσεων, σε μίαν ανθρώπινων μόνον κατά τους προτεστάντες διαστάσεων τοπι­κήν Εκκλησίαν), άλλ' είναι και κάθε­τη, (δηλαδή έχει και προς Θεόν την αναφοράν).Στο συγκεκριμένο, λοι­πόν, θέμα της Εξομολόγησης και της Εξουσίας αφέσεως αμαρτιών, προ­βάλλει τόσον η ανθρώπινη και γήινη, όσον και η θεϊκή και ουράνια πλευρά: Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς.. Όποιους εσείς οι άνθρω­ποι Απόστολοι (,ή λειτουργοί) της Εκκλησίας συγχωρείτε επί της γης, είναι συγχωρημένοι άπ' το Θεόν, στον ουρανόν.
Πέμπτον: Έφ' όσον ο Κύριος, αναντίρρητα, έδωσεν συγκεκριμένην εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών στους μαθητές Του, δηλαδή, επροίκισεν την Εκκλησία με τέτοιαν εξουσίαν, έφ' όσον, κατά Μεταλληνόν, αυτής της Εξουσίας εφαρμογή στην αρχαία Εκκλησίαν ήταν μέχρι το 250 μ.Χ. η λεγόμενηδημόσια Εξομολόγηση, αυτό, κατ' ανάγκην, πρέπει να σημαίνει, ότι κατ' αυτήν εδίδετο και η άφεση των αμαρτιών στους ούτω δημόσια εξομολογούμενους. Και εφόσον, κατά τον κ. Σπ. Φίλον, η δημόσια Εξομολόγηση δεν ήταν παρά η Επανασύνδεση τού λόγω αμαρτιών πεπτωκότος αμαρτωλού με την τοπικήν Εκκλησίαν, άρα, και κατά την Επανασύνδε­ση εδίδετο και άφεση αμαρτιών, ή, μάλλον, η ίδια η «Επανασύνδεση» ήταν και άφεση αμαρτιών, καθ' ημάς. Εξ άλλου, τι εγίνοντο, τελικώς, τα βαρέα αμαρτήματα τού πεπτωκότος; Συνεχωρούντο υπό τού Θεού μόνον, λένε οι Προτεστάντες.Πως όμως και πότε και προπαντός πως;
Λογικώς, ή η άφεση αμαρτιών εφηρμόζετο στη δημόσιαν Εξο­μολόγηση, η οποία κατά τον κ. Σπ. Φίλον δεν ήταν παρά Επανα­σύνδεση, άρα στην Επανασύνδεση αυτήν έχομεν και άφεση αμαρτιών. Ή, αν η Επανασύνδεση δεν σημαί­νει και την ταυτόχρονον άφεση αμαρ­τιών, τότε εκείνη δεν είναι ένα με τη δημόσια Εξομολόγηση, κατ' ανάγκην.
Αν δε και κατά τη δημόσιαν Εξο­μολόγηση δεν εδίδετο άφεση αμαρ­τιών, τότε η δημόσια Εξομολόγηση, απλούστατα, δεν αποτελεί την εφαρμογήν της Εξουσίας αφέσεως αμαρ­τιών, που έδωσεν ο Κύριος στους μαθητές Του. Αλλά, εν τοιαυτή περι­πτώσει, ο μεν Κ. Μεταλληνός δεν θα είχε δίκαιο, μα ούτε και ο κ. Σπ. Φίλος, ο οποίος θέλει να εμφανίζεται, ότι εναγκαλίζεται την έρευναν τού Μεταλληνού, ερμηνεύοντας και συμπληρώνοντας την.
Κατά τους Προτεστάντες, οι «τοπικές» Εκκλησίες ούτε πλευρές της μιας Εκκλησίας του Χριστού είναι, ούτε και έχουν, κατ' ανάγκην, ουδεμίαν ουσιώδη σχέση μ'αυτήν.
Θα πρέπει να τονίσουμεν, ότι αν οι Προτεστάντες διατυπώνουν τέτοιες παράξενες διδασκαλίες για τα Μυστήρια της Εκκλησίας και τόσες παραβολές ιδέες και αντιλή­ψεις, συγκεκριμένα, για το θέμα μας, δηλαδή, για το Μυστήριον της Εξο­μολόγησης, αυτό συμβαίνει, διότι αυ­τοί χωλαίνουν σ' ένα βασικόν σημείον:στην αληθινή φύση και στην ορθή έννοιαν περί της ίδιας της Εκκλησίας.Ακριβώς δε,οι αιρετικές αντιλήψεις τους για την Εκκλησίαν είναι που τους υποχρεώνουν να αποκλίνουν και από τις υπόλοιπες αλήθειες, τις οποίες όμως διδάσκει ο λόγος τού Θεού. Εάν, λοιπόν, δεν αναφερθούμεν, έστω και συντόμως, σ' αυτές τις αιρετικές περί Εκκλησίας αντιλήψεις τους, τις οποίες και αποκρύπτουν αυτοί επιμε­λέστατα, δεν θα καταλάβουμεν, κατά βάθος, γιατί διδάσκουν και στο συγκεκριμένον περί Εξομολογήσεως θέμα μας πλανεμένες και τουταυτό αιρε­τικές διδασκαλίες.
Πιστεύουν, λοιπόν, οι Προτεστά­ντες, ότι η μόνη αληθινή Εκ­κλησία, δηλαδή, η Εκκλησία, που θέλησεν και ίδρυσεν ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι αποκλειστικά και μόνον πνευματική και ουράνια, χωρίς ανθρώπινες-γήινες διαστάσεις και γι' αυτό τη θεω­ρούν, όχι μόνο μεν μίαν και αγίαν, αλλά προπαντός και αποκλειστικάα ό ρ α τ η ν, που δεν έχει, δηλαδή, και ορατή και ανθρώπινη και επίγειαν πλευράν. Για τους Προτεστάντες, επί­σης,η Εκκλησία, που ίδρυσεν ο Χρι­στός, αποτελείται από αποκλειστικά και μόνον αγίους, που τους ξέρει και τους επιλέγει μυστικά ο Θεός άπ' αυ­τήν την ζωήν και άπ' όλους τους χώ­ρους και άπ' όλα τα περιβάλλοντα, έτσι, όμως, ώστεδεν μπορείς εσύ να ξέρεις ούτε για τον άλλο χριστιανόν, τον απέναντι σου, το διπλανόν σου, εάν ανήκει σ' αυτήν τη μυστικήν Εκκλησίαν του Χριστού, άλλ' ούτε και για τον εαυτόν σου, εάν εσύ είσαι μέ­λος αυτής της τόσονεφελώδους, αι­θέριας, μυστικής, ουράνιας, πνευμα­τικής και προ παντός αόρατης Εκ­κλησίας, που, κατά τους Προτεστά­ντες είναι αυτή που, ίδρυσεν ο ίδιος ο Χριστός, ούτε και μπορείς να το βε­βαιώσεις, ή, να το αποδείξεις.
Αλλ' ερωτώμεν τους Προτεστάντες:Η Εκκλησία, που ίδρυσεν ο Ιησούς Χριστός, δεν απετελείτο, τουλάχιστον στην αρχήν της, από τον Ίδιον, τους μαθητές Του και όσους πίστευσαν στο Χριστόν και βα­πτίσθηκαν άπ' εκείνους;Δεν έκανε δε αυτή η Εκκλησία του Χριστού την πρώτην εμφάνισή της, τοπικώς μεν, μέσα σταΙεροσόλυμα, συγκεκριμένα, χρονικώς δε επί των ημερών τού Ιη­σού; Δεν ιδρύθη, δηλαδή, και ανεπτύχθη σε συγκεκριμένον τόπον και χρόνον; Δεν εισήλθε, λοιπόν, εις την ανθρώπινη ιστορίαν; Δεν είναι, επο­μένως, η Εκκλησία και ιστορικόν Ίδρυμα τού Ιησού Χριστού δεν έχει και «ιστορικήν σάρκα», όπως και ο Ίδιος υπήρξεν και ουράνιον, αλλά και ενσαρκωμένον ιστορικόν πρόσωπον;Και οι κατά τόπους, λοιπόν, ιστορικές χριστιανικές Κοινότητες, τις οποίες, υπό την πνοήν και καθοδήγηση τού Αγίου Πνεύματος, ίδρυσαν οι ίδιοι οι Απόστολοι, π.χ. στην Κόρινθον, στην Έφεσον, στους Φιλίππους, κ.λπ., δεν αποτελούσαν, ακριβώς, επί μέρους περιπτώσεις της πάντοτε μίας Εκ­κλησίας τού Χριστού, όπως συγκεκρι­μένα περιγράφει η ίδια η Καινή Δια­θήκη;
Οι Προτεστάντες τολμούν και λέ­γουν τα εξής: Αυτές οι Κοινότη­τες δεν ήσαν παρά τοπικές Εκ­κλησίες και όχι η Εκκλησία τού Χρι­στού, η οποία είναι μόνον ουράνια, μία, πνευματική και αόρατη και για την οποίαν κανείς δεν ξέρει, ποια είναι τα μέλη της, ποιοι συγκεκριμένα την αποτελούν. Το μόνον, που ξέρομε γι' αυτήν είναι: ότι την αποτελούν αποκλειστικά άγιοι, που, απολύτως μυστικά, τους επιλέγει ο Θεός, ή, που τους έχει εκλέξει και προορίσει προ αιώνων, προ καταβολής κόσμου, γι' αυτό και τη λέμε αόρατην.
Όσον, τώρα, για τις άλλες ιστορικές Κοινότητες, που ίδρυσαν οι Απόστολοι και που κατά τους Προτεστάντες κατα­χρηστικώς ονομάζονται Εκκλησίες, θα πρέπει, κατ' αυτούς, να τις αποκαλούμεν τοπικές Εκκλησίες και όχι μόνο δεν ταυτίζονται αυτές με την Εκκλησίαν τού Χριστού, αλλά δεν έχουν, κατ' ανάγκην, καμίαν σχέση με τη μίαν και μόνην, αληθινήν Εκκλησίαν τού Χριστού, είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, κι ας τις ίδρυσαν οι Απόστολοι κινούμενοι υπό την οδηγίαν τού Αγίου Πνεύματος. Αυτές ού­τε ουράνιες είναι, ούτε ιδρύθησαν θείω δικαίω (divino jure), αλλά είναι και λειτουργούν ανθρωπίνω δικαίω (humano jure), είναιανθρώπινα κατα­σκευάσματα και ιδρύματα.
Ηόλη δε διοργάνωση τους, τόσον οι αξιωματούχοι και λειτουργοί τους, όσον και οι τυ­χόν εξουσίες τους, καθώς και όλα όσα υπάρχουν, ισχύουν, τελούνται σ' αυ­τές, είναι μόνον ανθρωπίνω δικαίω, έχουν αποκλειστικά και μόνον ανθρώ­πινη διάσταση και ουδέν το θεϊκόν, ουράνιον και «εσωτερικόν», τα οποία τελευταία αυτά και μόνον, ανήκουν μόνον στην ουράνιαν και αόρατην και μίαν και αγίαν Εκκλησίαν του Χρι­στού. Πάντα δε τα μέτρα, που τυχόν λαμβάνει κάθε τοπική Εκκλησία, είναι απλώς και μόνον πειθαρχικά, διοικητικά, ανθρώπινα, χωρίς πνευματικήν, ουράνιαν, σωτηριώδη διά­σταση, καθ' ο μέτρα της αποκλειστικά ανθρώπινης και μόνο γήινης τοπικής Εκκλησίας.
Αυτές, λοιπόν, οι τοπικές Εκκλη­σίες, που, κατά τους Προτε­στάντες πάντα, είναι άσχετες προς την αόρατην Εκκλησίαν, δεν αποτελούν, επομένως, επί μέρους περιπτώσεις της, επί μέρους πραγμα­τώσεις της, επί μέρους φανερώσεις, εκφάνσεις, εκδηλώσεις της, ούτε και επίγειες απλώς πλευρές της μιας Εκκλησίας τού Χριστού.
Επομένως, δεν έχει και καμίαν απολύτως αξίαν νόημα, και σημασίαν για την ψυχήν, την σωτηρίαν σου κ.λπ., το να είσαι ή να μη είσαι μέλος μιας έστω και αποστολοΐδρυτης ή αποστολοκυβέρνητης επίγειας, δηλαδή, τοπικής Εκκλησίας. Το παν είναι να ανήκεις στην ουράνιαν Εκκλησίαν και μόνον.
Ως προς δε την αιώνιαν σωτηρίαν τού Χριστιανού, διδάσκουν οι Προτεστάντες, δεν σώζεται αυτός δια τού αδελφού του εν τη επιγείω Εκκλησία και δι' αυτής, αλλά μόνον εάν και διότι αυτός ανή­κει στην ουράνιαν Εκκλησίαν, που ίδρυσεν ο μόνος Σωτήρας Ιησούς Χρι­στός και, μόνον διότι και εάν έχει ο χριστιανός αυτός απόλυτον σύνδεσμον και σχέση προσωπική με το Θεόν, όχι, όμως, δια τού αδελφού, αλλά μόνον άμεσα και κατ' ευθείαν με το Θεόν, ό,τι, δηλαδή, λέγουν και για την Εξομολόγηση, ειδικότερα.
ΣτουςΠροτεστάντες, δηλαδή, επικρατεί απόλυτος υποκειμενι­σμός, άκρατος ατομικισμός, χωρίς κανένα αντικειμενικόν κριτήριον.Γι' αυτό και κάθε Προτεστάντης, κατά βάθος, θεωρεί ότι, εν τελευταία αναλύσει, μόνον αυτός, ατομικά, είναι η αληθινή Εκκλησία, χωρίς ο διπλανός του να είναι δυνατό να τον μεταπείσει, ούτως ή άλλως, πλανώμενον. Πρόκειται, δηλαδή, για ψυχολογικόν υποκειμενισμόν, που γίνεται, επίσης, κοινωνικός ατομικισμός και εμφανίζε­ται, τέλος, και ως οικονομικός καπι­ταλισμός, που δεν είναι άλλος παρά αυτός ο θρησκευτικός Προτεσταντι­σμός.
Όλ' αυτάενυπάρχουν στουςΠροτεστάντες και συναποτελούν την πεμπτουσίαν της προτεσταντικής ψυχολογίας, νοοτρο­πίας και σκέψης. Και μια και μιλήσα­με γιαπροτεσταντικήν ψυχολογίαν, είναι εύκολον πια να διαγνώσουμεν, περαιτέρω, και την ψυχοπαθολογίαν της: Μπορούμεν, τώρα, να ερμηνεύσουμεν, συγκεκριμένα, και εκείνην την σχιζοφρένειαν π.χ. των προ ετών βομβαρδισμών στην Σερβίαν και των πρόσφατων στο Ιράκ από τους, καθ' όλα, χριστιανούς Προτεστάντες φίλους μας Αμερικανούς. Αλλά και όποιος έχει το κουράγιον και την υπομονή να διεξέλθει το δίτομον έργον τού κ. Σπ. Φίλου, διακρίνει ευκολότατα και την εξαλλοσύνην τού συγγραφέα, που προ πολλού έχει απογειωθεί και έχει ξε­περάσει τα όρια τού έστω φανατισμού, τού έστωφονταμενταλισμούκαι που, κυριολεκτικώς,ωρύεται. Το έργον του δε αυτό αποτελεί μνημείον προτε­σταντικής μανίας. Άπ' αυτή δε την πλευράν του, δεν έχει αυτό ανάγκη θεολόγου, που να το αναιρέσει, αλλά, μετά λύπης ψυχής το λέγω, άλλου ειδικού, για να κάνει πλέον αυτόςκαι τη διάγνωση και να δώσει την αντί­στοιχη θεραπευτικήν αγωγήν. Και απορώ ειλικρινά: μα δεν υπάρχει, λοι­πόν, στον προτεσταντικόν κόσμον της Ελλάδας, ούτε ένας Προτεστάντης, με χριστιανικήν αγάπην προς τον ομόπιστόν του, που να τον πλησιάσει, δηλαδή, με ενδιαφέρον πολύ και συμπάθειαν χριστιανικήν και να τού πει: «Αδελφέ, δεν σε βλέπω να είσαι και τόσον καλά. Δεν πάμε σ' ένα ειδι­κό να σε ανακουφίσει ψυχολογικά»;
Τόσον πολύ, λοιπόν, εψύγη η αγάπη στον προτεσταντικό χώρον;
Τα γράφω αυτά, γιατί ήδη έδωσα το δίτομον έργον τού δυστυχούς και αξιοδάκρυτου αυτού συγγραφέα σε ειδικόν επιστήμονα, ο οποίος και έκανεν την σχετική διάγνωση. Βέβαια, δεν νομίζω, ότι είναι πρέπον και να τη δημοσιεύσω. Και το έκαμα αυτό, διότι εγώ δεν είμαι ειδικός. Η δική μου ειδικότητα περιορίζεται μόνον σ' αυτήν τού θεολόγου-φιλόλογου.
Σ' αυτό, λοιπόν, τον απόλυτονπροτεσταντικόν υποκειμενισμόνκαιάκρατον ατομικισμόν, που, σημειωτέον, απειλεί και ολόκληρην την ανθρωπότητα ως καπιταλισμός, ο οποίος και εξεπορεύθη, κατά μεν τονMaxWeber, από αυτόν τούτον τον Προτεσταντισμόν, καθ' ημάς δε ως παγκόσμια πανώλης και που ήδη μο­λύνει και αλλά μη προτεσταντικά έθ­νη, θα πρέπει να διακρίνουμεν τις πραγματικές διαστάσεις τού κινδύνου, ο οποίος γίνεται ακόμα μεγαλύτερος, ένεκα, ακριβώς,της ικανότητάς του να μεταμορφώνεται από θρησκείαν και θεολογίαν σε οικονομίαν και πολιτικήνμε διεθνές, μάλιστα, βεληνεκές και αξιώσεις πλανηταρχίας.Δεν σκιαμαχούμε, λοιπόν, ούτε ανασταίνομεν το Μεσαίωνα, όταν μιλάμε για ορθόδοξην Εξομολόγηση, κατά της οποί­ας, ακριβώς, μαίνεται και λυσσά ο Προτεσταντισμός. Στην ουσίαν και στο βάθος μιλάμε για τα πιο επίκαιρα, και καυτά προβλήματα τού πλανήτη μας.Όσοι έχουν μάτια, ας δουν. Όσοι έχουν αυτιά, ας ακούσουν. Σε όσους έμεινεν ακόμη νους, ας εννοή­σουν.Με τέτοιες δε προτεσταντικές διδασκαλίες, σήμερα, αφιονίζουν και χιλιάδες αφελείς συνέλληνές μας, για να έχουν και λαϊκή βάση, κάποιοι ινστρούκτορες-πράκτορες τού καπιτα­λισμού, που πήγασεν και εκτρέφεται, ακριβώς, από τον Προτεσταντισμόν.
Εκατοντάδες δε είδη τέτοιων προτε­σταντικών αιρέσεων και παραφυάδων φυτρώνουν καθημερινά και σε κάθε δέκα μέτρα στο κέντρον της πρωτεύ­ουσας και των προαστείων και οδη­γούν, δυστυχώς άλλ' αληθώς, στη νεύρωση και στις ψυχώσεις χιλιάδες συμπατριωτών μας, δια μόνης της οδού τηςθρησκευτικής απάτης, που αυτοί χρησιμοποιούν με επιστημονικόν, όμως, τρόπον και που, έτσι, εξασθενίζουν τη βούληση και κρίση και διαστρέφουν τη διάνοιαν των θυμάτων τους, ώστε να μη είναι ικανά αυτά τα θύματα να σκεφθούν, να αν­τιληφθούν ακόμη και τα πιο σαφή και απλά και οφθαλμοφανή και αυτονόη­τα πράγματα και, προπαντός, να είναι ανίκανα να αντιδράσουν.
Περίπτωση δε και εφαρμογήν στην πράξη αυτής της άκρας υποκειμε­νικότητας, αποτελεί στον τομέα της προτεσταντικής θεολογίας και, συγκεκριμένα, στο χώρον της Εξο­μολόγησης, η προτεσταντική θεωρία περί της μη παρέμβασης και μη μεσο­λάβησης τρίτου προσώπου, δηλαδή τού ιερέα-εξομολόγου, ανάμεσα στην συνείδηση τού αμαρτωλού άτομου και στο Θεόν. Εντεύθεν και ο προτεστα­ντικός ισχυρισμός, ότι ο αμαρτωλός, μόνον εξ αιτίας της δικής του αιτήσεως και προσευχής προς το Θεόν, αποσπά αυτόματα, άφευκτα, κατ' αναγκαιότη­τα, πάντοτε, άμεσα, με απόλυτην σιγουριάν και βεβαιότητα και, προπα­ντός, κατ' ευθείαν παρά Θεού την άφεση των αμαρτιών, χωρίς, δηλαδή, παρεμβολήν και μεσολάβηση ιερέα-πνευματικού, τουτέστιν χωρίς την παρέμβαση της Εκκλησίας, χωρίς, δηλαδή, την εξασφάλιση εξωτερικού κριτηρίου και, επομένως, χωρίς καμίαν εγγύηση αντικειμενικότητας.
Αυτή η γενικότερη και βασική προτεσταντική ψυχολογία και νοοτροπία και σκέψη είναι που γέννησεν την, περί της φύσης και ου­σίας της Εκκλησίας, έννοιαν και αν­τίληψή των. Αυτή δε η περί της Εκ­κλησίας, γενικότερα, αντίληψη τους, όπως είπαμεν, αποτελεί και το κλειδί για να κατανοήσουμεν και τις προτε­σταντικές θέσεις περί Εξομολόγησης.
Αντίθετα, οι ορθόδοξοι δεχόμεθα περί της Εκκλησίας, που ίδρυσεν ο Χριστός, ότι αυτή είναι Οργανισμός Θεανθρώπινος, όπως Θεάνθρωπος είναι και ο Ιδρυτής της Ιησούς Χριστός. Οίος, δηλαδή, ο Ιδρυτής, τοιούτον και το Ίδρυμα. Δεχόμεθα, ακόμη, ότι αυτή η Εκ­κλησία τού Χριστού έχει, επομένως, και ουράνιαν, αλλά και επίγεια διάσταση. Και ότι οι επί μέρους, ανά την Οικουμένην, ορθόδοξες εκκλησια­στικές Κοινότητες δεν είναι παρά περιπτώσεις, πραγματώσεις, εκφάν­σεις, εκδηλώσεις, φανερώσεις, ακρι­βώς, αυτής της μίας, αγίας, καθο­λικής και αποστολικής Εκκλησίας, που ίδρυσεν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Αυτή δε η μία, αληθινή Εκκλησία τού Χριστού, δεχόμεθα, ότι έχει και την ορατήν και την αόρατην πλευράν της, και την ουράνιαν, αλλά και την επίγειαν διάστασή της, ούσα πάντοτε και Μία και Ενιαία. Τέλος, ως προς την τελικήν επίτευξη της σωτηρίας τού χριστιανού, η ορθόδοξη Εκκλη­σία βροντοφωνεί, ότι ο άνθρωπος σώζεται εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, δηλαδή, κοινοτικά, η αλλιώς, εκκλησιαστικά, δια τού αδελφού του και όχι μόνος, διότι: «ουαί τω ενί».Μόνος κανείς, είτε πλανάται και αιρετίζει, είτε σχιζοφρενεί,άπερ εν και το αυτό, κατά τους Πατέρας. Είτε αυτοθεώνεται, είτε αποθηριώνεται και αποκτηνούται, άπερ, πάλιν, εν και το αυτό.
ΟΠροτεσταντισμός, όμως, εκτοξεύει και εκσφενδονίζει τους οπαδούς του εις το πνευμα­τικό διάστημα προς αναζήτηση δήθεν τού Θεού,χωρίς όμως την κοινωνία μετά τού αδελφού, μετά της Κοινότη­τας,χωρίς τον σύνδεσμον, μετά της ιστορικής, δηλαδή, σάρκας της Εκκλησίας. Έτσι, το μόνον, που πετυχαίνει είναι να εμπλέξει τον αφελή οπαδόν του στο δαίδαλον και λαβύρινθον τού υποκειμενισμού, με όλες τις ακολουθίες και συνέπειες, τόσον στο θρησκευτικόν, όσον και στον ψυχολογικόν, αλλά και στον κοινωνικόν τομέα.Είναι η τιμωρία, η κόλαση εκ τού εγκλωβισμού στο Εγώ, διότι αυτή είναι η ουσία της κόλασης, από την οποίαν η επιστροφή είναι δυνατή μόνο με θαύμα μεγαλύτερον και εκεί­νου της νεκρανάστασης, δια μόνης της οδού της Μετάνοιας και Εξομολόγη­σης, πάντα. Να γιατί μιλάμε και για τη «μοναξιάν» τού κ. Σπ. Φίλου.
Η υποκρισία τού Προτεσταντισμού:
ο κ. Σπ. Φίλος ανειλικρινής χριστιανικά και ηθικά
ανέντι­μος στα γραφόμενά του:
Ηανεντιμότητα των Προτεσταντών προς την αλήθειαν και η έλλειψη σεβασμού προς αυτή, φαίνεται και από την εξής παρατήρη­ση: Προκαλούν, λοιπόν, αυτοί να τους προσκομίσουμεν, ή από την Καινή Διαθήκην, ή, έστω και από την ιστορίαν της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, περιπτώσεις, κατά τις οποίες Απόστολοι τού Κυρίου, ή, και λειτουργοί της Εκκλησίας κάλεσαν κάποιον, ή, τον προέτρεψαν να εξομο­λογηθεί σ' αυτούς. Το αν, τώρα, η Καινή Διαθήκη σιωπά για κάτι τέ­τοιο, ή, αν σώζονται σπάνια, αδιάφορον, ή, συχνότερα τέτοια παραδείγ­ματα από την ιστορίαν της αρχαιότα­της Εκκλησίας, καθώς και το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι ζήτημα, που το εξετάζομεν αλλού (δες σελίδα 27) Εδώ θα τονίσουμεν την ανεντιμότητα τού κ. Σπ. Φίλου και τού προτεστα­ντικού σιναφιού του, όταν, δηλαδή, αυτοί απαιτούν να τους φέρουμεν τέ­τοιες μαρτυρίες.Και προσέξτε γιατί:
Κάθε φοράν, που εμείς επικαλούμεθα περιπτώσεις εκ της αρχαι­ότατης Εκκλησίας, κατά τις οποίες ένας αμαρτωλός προσέρχεται σε λειτουργόν της Εκκλησίας, για να εξομολογηθεί, ξέρετε τι απαντάει ο κ. Σπ. Φίλος;
«Ναι μεν διαπιστώνομεν, από την ιστορίαν της αρχαίας Εκκλησίας, μαρτυρούμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες προσέρχεται ο αμαρτωλός στο λειτουργόν της Εκκλησίας και εξομο­λογείται, όμως εμείς οι Προτεστάντες απαιτούμε να μας αποδείξετε: όχι απλά και μόνον ότι ο αμαρτωλός καταφεύγει στον εξομολόγον, αλλά και, ότι: ο αμαρτωλός παίρνει επί πλέον και άφεση των αμαρτιών του παρά του Θεού μεν, αλλά δια του ιε­ρέως, ή, χονδροειδέστερον πως, ότι ο ιερέας χορηγεί στον αμαρτωλόν άφε­ση αμαρτιών .
Αλλ' ερωτώμεν οι ορθόδοξοι: Εν τοιαυτή περιπτώσει, γιατί άλλο, άραγε, να καταφεύγει ο αμαρτωλός στο λειτουργόν της Εκκλησίας, κατά τις, όσες και οποίες, μαρτυρίες εκ της αρχαίας Εκκλησίας;
Απάντηση τού κ. Σπ. Φίλου: Στις περιπτώσεις, που μαρτυρείται, ότι, στην αρχαία Εκκλησίαν, ένας αμαρτωλός καταφεύγει στο λειτουρ­γόν της, για να εξομολογηθεί, το κάνει, είτε επειδή, πριν καταφύγει στο λειτουργόν ο αμαρτωλός, είχεν ήδη εξομολογηθεί μόνος του, ενώπιον μό­νου τού Θεού, είχε, δηλαδή, πάρει την άφεση των αμαρτιών του από τον ίδιον το Θεόν, άμεσα, κατ' ευθείαν και χωρίς ιερέα και μετά καταφεύγει, επιπλέον και στον ιερέα, όχι όμως για να λάβει άφεση αμαρτιών δι' αυτού, άλλ' απλώς για να διαπιστώσει και να πιστοποιήσει ο λειτουργός της Εκκλησίας την ήδη δοθείσαν, κατ' ιδίαν, παρά τού Θεού εις τον αμαρτωλόν άφεση και, ίσως, ακόμη, για να διαβεβαιώσει ο λειτουργός τον αμαρτωλόν, ότι, όντως, ο Θεός τον συγχώρησεν.
Αλλά, εν τοιαυτή περιπτώσει, λέμε εμείς οι ορθόδοξοι προς τι να εξομολογηθεί εκ νέου στο λειτουργόν ο αμαρτωλός, εάν ο τελευταίος αυτός είχεν ήδη αποσπάσει την άφεση από το Θεόν άμεσα, κατ' ευθείαν, κατ' ιδίαν και χωρίς μεσολάβηση ιερέα; Αλλά καιπως ο λειτουργός θα διαπίστωνεν,ότι, όντως, ο αμαρτωλός είχεν ήδη συγχωρηθεί;Λογικότερο δεν θα ήταν να το ερμηνεύσουμεν διαφο­ρετικά, ότι, δηλαδή, ο λειτουργός, ακριβώς, είναι εκείνος, που χορηγεί και την άφεση στον αμαρτωλόν κι ότι αυτός ο τελευταίος γι' αυτό και κατα­φεύγει στο λειτουργόν;
Συνεχίζει ο κ. Σπ. Φίλος: Ίσως, πάλιν, ο αμαρτωλός καταφεύ­γει στο λειτουργόν της Εκκλη­σίας, όχι φυσικά για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του, αλλά δια να τονωθεί στην πίστη του και να ενισχυθεί στη μετάνοιάν του, με τις συμβουλές, οδηγίες, παραινέσεις κ.λπ., εκ μέρους τού λειτουργού, ο οποίος, δηλαδή, παίζει ρόλον καθαρά ηθικόν, συμβουλευτικόν, καθοδηγητικόν, και «πνευ­ματικόν» και μόνον, και έπ' ουδενί «μυστηριακόν», δηλαδή, σε καμιάν περίπτωση δεν αποσπά ο ίδιος ο λειτουργός την εκ μέρους τού Θεού άφεση χάριν τού εξομολογούμενου αμαρτωλού, έπ' ουδενί ο Θεός χορη­γεί στον αμαρτωλόν την άφεση των αμαρτιών δια τού λειτουργού, σαν δι' οργάνου και μέσου και αγωγού της Θείας Χάριτος και μεσολαβητού μεταξύ Θεού και αμαρτωλού.
Ίσως, τρίτον, καταφεύγει ο αμαρτωλός στον ιερέα λέγει ο κ. Σπ. Φίλος , μολονότι εκείνος έχει ήδη λάβει μόνος ενώπιον τού Θεού την άφεση, όχι για να λάβει εκ νέου αυτήν, αλλά για να θεραπευθεί από τυχόν ψυχικές ασθένειές του, άπ' τις οποίες αυτός νοσεί, διότι, στην αρχαιότητα, ο λειτουργός, ως εξομολόγος και πνευματικός, έπαιζεν και το ρόλον τού θεραπευτή των ψυχικών ασθενειών, ελλείψειτότε επιστημό­νων ψυχολόγων, ψυχιάτρων, ψυχα­ναλυτών. Για λόγους, λοιπόν, θεραπευτικούς-ψυχολογικούς, μπορεί να καταφεύγει ο αμαρτωλός στο λειτουργόν-εξομολόγον, και όχι, συγκεκριμένα, για άφεση αμαρτιών.
Άλλ' εάν ερμηνεύει έτσι ο κ. Σπ. Φίλος την προσφυγήν τού αμαρτωλού στο λειτουργόν της Εκκλησίας, τότε είναι, άραγε, ειλικρινής ο κ. Σπ. Φί­λος , όταν μας προκαλεί και ζητεί να τού προσκομίσουμεν έστω και μίαν περίπτωση τέτοιας καταφυγής τού αμαρτωλού στο λειτουργόν της αρ­χαιότατης Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων;
Είδαμεν, ότι κάθε τέτοιαν περί­πτωση Εξομολόγησης θα την ερμήνευεν, όπως και την ερμη­νεύει, σανψυχολογικήν Εξομολόγη­ση. Αλλά, βέβαια, η ψυχολογική Εξομολόγηση ήταν μεν και είναι γενικότερη ανθρώπινη ανάγκη, όλων των κοινωνιών, όλων των αιώνων και αυτό, φυσικά, δεν το αρνούμεθα. Γιατί, όμως, τάχα θα την είχεν κάνει επιπλέον και θρησκευτικό θεσμόν η χριστιανική Εκκλησία, εάν δεν συνοδεύετο η θρησκευτική αυτή Εξομολό­γηση με το ριζικά βασικό θρησκευτικόν αίτημα της ανθρώπινης ψυχής προς άφεση αμαρτιών και συνεπώς προς ανακούφιση της ψυχής και γαλήνευση της συνείδησης από τις ενοχές έναντι τού Θεού;
Προσχωρούμεν, περαιτέρω, για να δείξουμεν, ακριβώς, το ανέντιμον, ανειλικρινές και υποκριτικόν των απαιτήσεων και μεθοδεύσεων τού κ. Σπ. Φίλου:
Και αν, λοιπόν, ακόμη και η ίδια η Καινή Διαθήκη είχεν όχι μόνο δύο, τρεις ή τέσσαρες, αλλά εκατοντάδες περιπτώσεων, κατά τις οποίες οι ίδιοι οι Απόστολοι καλούσαν αμαρτωλούς χριστιανούς να εξομολογηθούν, ή τους παρέπεμπαν σε συναπόστολους για Εξομολόγηση, και τότε ακόμηο κ. Σπ. Φίλος θα έλεγεν, όπως και λέγει για πανομοιότυπες περιπτώσεις, ότι: Στην Καινή Διαθήκην μπορούσαν να εξομολογούντο μεν αμαρτωλοί χρι­στιανοί στους Απόστολους, όχι όμως για να λάβουν άφεση αμαρτιών, αλλά μόνο για λόγους συμβουλευτικούς και ψυχολογικής στήριξης. Χορήγηση, όμως, άφεσης αμαρτιών, ούτε από τους ίδιους τους Απόστολους και, κατά μείζονα λόγον, ούτε και από κανένα λειτουργόν της καινοδιαθηκικής και μετακαινοδιαθηκικής Εκ­κλησίας, ούτε, βέβαια, επιστεύετο τό­τε ότι εγίνετο, άλλ' ούτε και ήταν δυ­νατόν να γίνει. Κι αυτό, διότι ουδείς άνθρωπος, οποίος κι' αν είναι αυτός, αλλά μόνον ο Θεός, δύναται να συγ­χωρεί αμαρτίες, ισχυρίζεται, όπως προαναφέραμεν, επανειλημμένα, ο κ. Σπ. Φίλος.
Στο επόμενον, λοιπόν, κεφάλαιο, θα δούμεν, ακριβώς,τι μας πληροφορεί γι' αυτό το σημείον η ίδια η Καινή Διαθήκη, την οποίαν, σημειωτέον, ο κ. Σπ. Φίλος προσποιείται, ότι την αποδέχεται ως μόνην αξιόπιστην και ως Θεόπνευστο λόγον τού Θεού.
Επικεντρώνομεν, προς το παρόν, την προσοχή μας στη μέθοδον και μόνον τού κ. Σπ. Φίλου: Ενώ, δηλαδή, ο ίδιος είχεν ζητήσει, ακριβώς, έστω και μία μαρτυρίαν εκ της αρχαίας Εκκλη­σίας, ότι ένας αμαρτωλός προσέφυγεν ποτέ για να εξομολογηθεί σε λειτουρ­γόν της Εκκλησίας πρόκληση, που σημαίνει, βέβαια, και που μπορεί να έχει νόημα μόνον αν γίνει δεκτόν, ότι θα επείθετο ο κ. Σπ. Φίλος, εάν τού φέρναμε τέτοια μαρτυρίαν  στην συνέχειαν, ο ίδιος ο κ. Σπ. Φίλος δίνει ψυχολογικήν και όχι θρησκευτικήνμυστηριακήν ερμηνείαν σε τέτοια μαρτυρούμενα γεγονότα.
Κατόπιν απαιτεί, πάλιν, όμως, υποκριτικά, και κάτι άλλο: Φέρτε μου έστω και μία μαρτυ­ρίαν εκ της αρχαίας Εκκλησίας, που να δείχνει ότι υπήρχεν τότε η αντίλη­ψη, όχι απλά ότι ο αμαρτωλός εξομο­λογείται, άλλ' ειδικά ότι: ο ίδιος ο εξομολόγος-λειτουργός της Εκκλη­σίας είναι που, μετην ιερατικήν του μεσολάβηση, αποσπά χάριν του εξομολογούμενου την άφεση παρά του Θεού, ή, ότι ο ίδιος ο Ιερέας παρέχει στον εξομολογούμενον άφεση αμαρτιών.
Κι' όταν, θεωρούντες κατά πάντα νόμιμην και ορθήν την απαίτηση του αυτήν, τού φέρνουμεν πολλές τέτοιες μαρτυρίες, ξέρετε τι απαντάει ο κ. Σπ. Φίλος, που μόλις πριν ο ίδιος τις ζήτησεν;
Λέγει, λοιπόν, τώρα, ο κ. Σπ. Φί­λος: Ναι μεν μαρτυρείται στην αρχαία Εκκλησίαν, ότι οι ιερείς έχουν εξουσίαν άφεσης αμαρ­τιών, αλλά και τι μ' αυτό; Οι μαρτυ­ρίες αυτές είναι, πάντως, μεταγενέ­στερες της Καινής Διαθήκης και, άρα, όχι αξιόπιστες, ούτε και έχουν χαρα­κτήρα κανονιστικόν και υποχρεωτικό για μας, ώστε να πρέπει να συμμορ­φωθούμε μ' αυτές. Μόνον η Καινή Διαθήκη είναι αξιόπιστη, καθ' ο Θεόπνευστη και, άρα, μόνον αυτή είναι δεσμευτική και υποχρεωτική για μας.
Αλλά, ξεχνάει και κάτι ακόμη οκ. Σπ. Φίλος: Ξεχνάει και το λογικόν σημείον εκκίνησης της έρευνάς του. Λησμονεί αυτήν ταυτήν την αφετηρίαν του. Διότι και ο Κ. Μεταλληνός και ο ίδιος ο κ. Σπ. Φίλος έθεσαν, σαν μέθοδον της έρευ­νάςτους, την εξής: Προκειμένου, δηλαδή, να βρουν την αληθινήν ερμη­νεία, δηλαδή, την έννοιαν και σημασίαν της, πάντως, μαρτυρούμενης καινοδιαθηκικής Εξουσίας, που, οπωσδήποτε, έδωσεν ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές Του, όταν τους είπε: Λάβετε Πνεύμα Άγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς..., οι δυο αυτοί Προτεστάντες είπαν: Θα ερευνήσουμε, λοιπόν, τα καινοδιαθηκικά και μετακαινοδιαθηκικά κείμενα της αρχαίαςΕκκλησίας, για να δούμεν: εάν η αρχαία Εκκλη­σία, σαν κοντινότερη στην Καινή Διαθήκην άπ' ό,τι εμείς και, άρα, σαν αξιοπιστότερη, στις δικές της, από τις σημερινές δικές μας, ερμηνείες, εννόησεν, αντιλήφθηκεν και ερμήνευσεν την ανωτέρω εξουσιοδότηση τού Κυρίου προς τους μαθητές Του σαν Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών ή σαν κάτι άλλο. Θα φανεί το πράγμα αυτό και από τα μετακαινοδιαθηκικά κείμενα της αρχαίας Εκκλησίας. Αυτήν τη μέθο­δον εγκαινίασαν και εχρησιμοποίησαν οι δυο τους, ο Κ. Μεταλληνός και ο κ. Σπ. Φίλος.
Αλλά, όταν τους φέρνουμεν, ακριβώς, αυτές τις μαρτυρίες, που ζήτησαν, τότε συστρέφονται, παλινωδούν και λένε, τώρα, κάτι άλλο, λησμονώντας όχι μόνον την αφετηρίαν τους, αλλά και το λόγο, για τον οποίον ερευνούν τις μαρτυρίες των πατέρων, ισχυριζόμενοι, λοιπόν, τώρα, το αντίθετον: οι μαρτυρίες εκ της αρχαίας Εκκλησίας είναι αναξιό­πιστες, διότι είναι μεταγενέστερες της Καινής Διαθήκης, της μόνης αξιόπι­στης. Οι ίδιοι, δηλαδή, μόλις προη­γουμένως είχαν ζητήσει τέτοιες μαρ­τυρίες, για να βασίσουν την έρευνάν τους, δηλαδή, είχαν ζητήσει μαρτυ­ρίες μετακαινοδιαθηκικές, για να κα­τανοήσουν και ερμηνεύσουν, ακριβώς, την ορθήν ερμηνείαν της ίδιας της Καινής Διαθήκης και, όταν τους τις φέραμεν, προφασίζονται όσα είπαμεν ανωτέρω.Είναι, λοιπόν, ειλικρινείς και έντιμοι και η έρευνά τους είναι επιστημονική; Ας συμπεράνει ο νοή­μων αναγνώστης μας.
Τέλος, όμως, θα νόμιζεν, κανείς, ότι οι Προτεστάντες αυτοί αποδέχονται, όντως, ως λόγο Θεού την Καινή Δια­θήκην και, ότι, πράγματι, υποτάσσον­ται στο λόγον τού Θεού, όπως ομο­λογούν ότι είναι αυτή και, ότι ακριβώς θέλουν να βασίσουν, τελικά, τη διδασκαλίαν τους περί Εξομολόγησης στο λόγον τού Θεού, στην Καινή Διαθήκην. Αυτήν, τουλάχιστον, την απατηλήν και ψεύτικην εντύπωση αφίνουν με όσα, μόλις ανωτέρω, προφασίστηκαν. Δεν συμβαίνει όμως αυτό, όπως, σε λίγο, θα διαπιστώσουμεν.
Ακριβώς, λοιπόν, γι' αυτόν το λόγον και προς τιμωρίαν, όμως, και κολασμόν των, θα αποδείξουμεν, στο επόμενον κεφάλαιον, ότιτην Καινή Διαθήκην τη χρησι­μοποιούν μόνον σαν πρόσχημα και προκάλυψη για τις αιρετικές έμμονες ιδέες τους. Προτιμούν, δηλαδή, τις δικές τους έμμονες ιδέες και στραγγα­λίζουν τις πιο σαφείς και ρητές διδα­σκαλίες της Καινής Διαθήκης. Σαν τελευταίο, δηλαδή, προπύργιόν τους, σαν τελευταίον επιχείρημα τους έχουν και κραδαίνουν την ίδιαν την Καινή Διαθήκην, η οποία, όπως ηλίου φαεινότερον θα δούμεν στα επόμενα, όχι μόνο δεν τους στηρίζει, αλλά σθεναρώς και ανοικτιρμόνως τους καταπο­λεμά και αναιρεί εκ βάθρων και διασκορπίζει ως οχληρόν και αποπνι­κτικό νέφος και διαλύει ως πομφόλυγα κάθε αιρετικόν ισχυρισμόν της προτεσταντικής αθλιότητας και προκειμένου για το θέμα μας, αυτό, δηλαδή, της άφεσης των αμαρτιών στο «Μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως».
Μαρτυρείται, λοιπόν, στην ιδίαν την Καινή Διαθήκην,
ότι ο Κύριος έδωσεν εις τους Μαθητές και Απόστολους
του Εξουσίαν «αφέσεως αμαρτιών»;
 Αφού είδαμεν τα διαφορά τεχνάσματα, που χρησιμοποιούν οι Προτεστάντες και ο εκλεκτός τους κ. Σπ. Φίλος, για να κατασυκο­φαντήσουν το ορθόδοξο «Μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως», χωρίς όμως, τελικά, και να το πετυχαίνουν, απομένει σε μας να δηλώσουμεν, που, επί τέλους, βασίζει η ορθόδοξη Εκκλησία μας το θεσμόν αυτόν της Εξομολόγησης και μάλιστα, ειδικό­τερα, την αξίωσή της, ότι: η Εξομο­λόγηση δεν πρέπει, ούτε μπορεί να νοείται προτεσταντικώς, δηλαδή, ως απλώς και μόνον συμβουλευτική, ούτε ως ψυχολογική μόνον στήριξη, ούτε ως ψιλή ηθική ενίσχυση, ή ως σκέτη ενδυνάμωση της πίστης του αμαρτωλού, και ενίσχυση της προς μετάνοια διάθεσής του, άλλ' επί πλέον, κυρίως και προ παντός «μυστηριακώς», δηλαδή ως άσκηση και εφαρμογή υπό τού εξομολόγου επί τον εξομολογούμενον της Εξουσίας άφεσης αμαρτιών, που, κατά τη διδασκαλίαν της Ορθοδοξίας περιβάλλε­ται και ασκεί αυτός ο αρμόδιος λειτουργός της Εκκλησίας, βάσει πάντα της σχετικής Εξουσιοδότησης τού Κυρίου προς τους Απόστολους και δι' αυτών προς τους λειτουργούς της Εκκλησίας.
Επειδή δε οι Προτεστάντες προβάλλουν σαν επιχειρήματα, πρώτον: ότι μόνο ο Θεός δύναται να συγχωρεί αμαρτίες και απολύτως κανένας άλλος, δεύτερον: ότι, επομένως, απολύτως κανένας άνθρω­πος, ούτε ιερέας-λειτουργός της Εκ­κλησίας, άλλ' ούτε καν Μαθητής και Απόστολος τού Κυρίου Ιησού, έλαβεν ποτέ τέτοιαν Εξουσίαν «αφέσεως αμαρτιών», τρίτον: ότι για το ζήτημα της Εξομολόγησης και Άφεσης, εν τελευταία αναλύσει, τον τελευταίο λόγον έχουν οι μόνες αξιόπιστες μαρ­τυρίες, που είναι αποκλειστικά αυτές, τιςοποίες μας δίνει η Αγία Γραφή, σαν ο μόνος αληθινός, αδιάψευστος και Θεόπνευστος λόγος τού Θεού, γι' αυτούς τους τρείς λόγους θα περιορίσουμεν τη μελέτη μας στην ιδίαν την Καινή Διαθήκην, και μάλιστα σε ένα μόνον από τα ειδικά (ad hoc) εδάφιά της, που αυτό και μόνον αρκεί για να κατεδαφίσει το προτεσταντικό θεωρητικόν οικοδόμημα.
Έτσι, θα διαπιστώσουμεν έκ­πληκτοι δύο τινά: Πρώτον: ότι οι Προτεστάντες δεν απο­δέχονται ούτε την σαφέστερη διδασκαλίαν της Καινής Διαθήκης, την οποίαν Καινή Διαθήκην έχουν μόνο για πρόφαση και, ότι, στην ουσίαν, την απορρίπτουν και αυτή διαρρήδην, προτιμώντες μόνον τις προσωπικές τους έμμονες ιδέες και αιρέσεις, τα δικά τους παραληρήματα. Δεύτερον, ότι: ο Κύριος πράγματι εχορήγησεν σε κάποιους ανθρώπους, αποκλει­στικά και μόνον ανθρώπους, την, όντως, θεϊκή Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών, εξ άκρας φιλανθρωπίας και άφατης θεϊκής συγκατάβασης. Και εννοούμε, βέβαια, τους Μαθητές και Απόστολους Του, τουλάχιστον. Η δε τεράστια σημασία αυτού και μόνον τού σημείου, για την κρήμνιση των προτεσταντικών ισχυρισμών περί Εξομολόγησης, είναι η εξής:Εάν, δηλαδή, τουλάχιστον οι Μαθητές και Απόστολοι τού Ιησού, οι οποίοι, βέβαια, δεν ήσαν θεοί, αλλά μόνον άνθρωποι, όμως έλαβαν Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών, τότε και χωρίς να υποχρεωθούμε να αποδείξουμεν το πως, περαιτέρω, μια τέτοια Εξουσία διεβιβάσθη άπ' τους Απόστολους και στους λειτουργούς της Εκκλησίας επί αιώνες μέχρι σήμερον, γκρεμίζεται, πάντως, σίγουρα εις σωρούς ερειπίων και κονιορτοποιείται όλον το οικοδό­μημα τού Προτεσταντισμού για την Εξομολόγηση καθώς και ο αβάσιμος ισχυρισμός τους, ότι: κανείς απολύ­τως άνθρωπος δεν έλαβεν ποτέ τέτοι­αν Εξουσίαν και, επομένως, ότι: κανείς άνθρωπος δεν δύναται να συγχωρεί αμαρτίες.
Επειδή, δηλαδή, οι Προτεστάντες και το «βλαστάρι» τους, ο κ. Σπ. Φίλος, δεν αρνούνται μόνον στους σημερινούς Ιερείς τέτοιαν Εξουσίαν, αλλά και στους ίδιους τους Απόστολους τού Κυρίου, μόνον και μόνον επειδή αυτοί ήσαν άνθρωποι και τίποτε παραπάνω, γι' αυτό και, τελικά, το θέμα μας ανάγεται και επικεντρώνεται στο ερώτημα για τους ίδιους τους Μαθητές και Απόστο­λους τού Κυρίου:Έλαβαν, λοιπόν, αυτοί ποτέ, ναι ή όχι, Εξουσίαν άφε­σης αμαρτιών, αν και ήσαν αποκλει­στικά και μόνον άνθρωποι;Τι μας πληροφορεί, σχετικά μ' αυτό, η Καινή Διαθήκη, την οποίαν, όπως θα δούμεν, προσποιούνται, ότι αναγνωρίζουν και, ότι αποδέχονται οι Προτεστά­ντες; Προκαταβολικά λέμε, ότι αυτή είναι καταπέλτης εναντίον τους και ιδού γιατί:
Διαβάζομε, λοιπόν, στην Καινή Διαθήκην και συγκεκριμένα στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (Ιω. κ', 23.) το εξής περιστατικόν: Ο αναστημένος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκεν στους συγκεντρωμένους μαθητές Του, τους ενεφύσησεν και απευθυνόμενος σ' αυ­τούς μόνον, τους είπε: Λάβετε Πνεύμα Άγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αυτοίς· αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται.
Εδώ, λοιπόν, βλέπομεν, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός,αμέ­σως μετά την Ανάσταση Του, εμφυσά, για να μεταδώσει, έτσι, στους έκπληκτους Μαθητές το Άγιον Πνεύμα, φανερά μεν για να τους εξο­πλίσει με την υπερφυσικήν ικανότητα και αγιοπνευματική δύναμη να λά­βουν, προφανώς δε και για να ασκούν αυτήν την Εξουσίαν άφεσης αμαρ­τιών. Αλλά, όταν μιλάμε για άφεση αμαρτιών, γενικότερα, αλλά και εδώ, προπαντός, κυρίως και ουσιαστικώς, περί τίνος, λοιπόν, ακριβώς, πράγμα­τος πρόκειται;
Σημειώνομεν, ότι πάντοτε και ανε­ξαιρέτως,όταν στην Καινή Διαθήκην γίνεται λόγος για άφεσιν αμαρτιών, ή, όταν εκεί λέγεται αφίημι αμαρτίας σημαίνει συγχώρηση αμαρτιών, ή συγχωρώ αμαρτίες, για τις οποίες, δηλαδή, είναι κανείς ένοχος, κυρίως και προ παντός, έναντι τού Θεού.Επομένως:
Πρώτον: Εδώ, δηλαδή, στο περιστατικόν τού εμφανισθέ­ντος αναστημένου Κυρίου, που προαναφέραμεν, πρόκειται ρητώς, σαφώς, αναντιρρήτως και συγκεκρι­μένα, για άφεση αμαρτιών, για την άσκηση της οποίας ο ίδιος ο Κύριος εξουσιοδοτεί τους έκπληκτους μαθη­τές Του και για τίποτε άλλο.
Δεύτερον: Αυτήν την Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, διαπιστώνομεν, ότι μολονότι, βέβαια, είναι θεϊκή και υπερφυσική, την χορηγεί, όμως, ο αναστημένος Κύριος στους Μαθητές και Απόστολους Του, οι οποίοι, παρά ταύτα, και όπως όλοι, Προτεστάντες, δηλαδή, και ορθόδοξοι, αναγνωρίζομεν, ήσαν άνθρωποι, μόνον άνθρωποι και τίποτε παραπάνω.
Άρα, διαπιστώνομεν σ' αυτό το εδάφιον (Ιω. κ', 23) της Καινής Δια­θήκης, ότι πρόκειται σαφώς: περί Εξουσίας αφέσεως αμαρτιών, συγκε­κριμένα, αλλά και, ότι: αυτοί που τη λαμβάνουν είναι οι Μαθητές και Απόστολοι.
Έτσι αντιλαμβάνεται η ορθόδοξη Εκκλησία το νόημα αυτής της ενέρ­γειας, αυτήςτης πράξης και αυτών των λόγων τού Κυρίου. Πρόκειται, δηλαδή, για κάτι το σαφέστατον και πολύ συγκεκριμένον. Για να δούμεν, όμως, τι απαντούν οι Προτεστάντες μας:
I
Πρώτον: Δεν πρόκειται εδώ λένε, συγκεκριμένα, για Εξουσίαν «αφέσεως αμαρ­τιών», που, δήθεν, δίδει ο Κύριος, αλλά για κάτι άλλο, που θα αναφέρουμεν παρακάτω. Έτσι, οι Μαθητές έλαβαν μεν κάτι από τον Κύριον, άλλ' όχι αυτήν την Εξουσίαν «αφέσεως αμαρτιών», όπως θα δούμε. Δηλαδή, κατά τον προτεσταντικόν τρόπον τού ερμηνεύειν και συλλογίζεσθαι, άφεσις αμαρτιών δεν σημαίνει άφεσις αμαρ­τιών αλλά «κάτι άλλο». Ιδού η προ­τεσταντική λογική. Θαυμάσατε την!
Δεύτερον: Αλλά και, ουδέποτε οι μαθητές έγιναν δέκτες και φο­ρείς τέτοιας Εξουσίας. Κι'αυτόαποδεικνύεται με τον εξής συλλογισμόν: Εάν οι μαθητές είχαν, πράγμα­τι, λάβει τέτοιαν Εξουσίαν, ασφαλώς και θα την ασκούσαν στην ζωήν της καινοδιαθηκικής Εκκλησίας. Αλλά,μέσα στην Καινή Διαθήκην, πουθενά δεν μαρτυρείται τέτοια περίπτωση, κατά την οποίαν, δηλαδή, Μαθητής και Απόστολος τού Κυρίου να άσκησεν ποτέ τέτοιαν Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών. Άρα, θα πρέπει να συμπεράνουμεν, ότι δεν την είχαν λάβει οι Απόστολοι, αφού και δεν την άσκη­σαν.
Ορθόδοξη απάντηση:Ρητώς, σαφώς και συγκεκριμένα μαρτυρείται και, ότι: επρόκειτο περί «αφέσεως αμαρτιών», καθώς και, ότι: ο Κύριος την έδωσεν εις τους μαθητές και, άρα, ότι: οι μαθητές έλαβαν αυτήν την Εξουσίαν «αφέσεως αμαρτιών». Έστω, όμως, όπως επιχειρηματο­λογούν οι Προτεστάντες μας, ότι πουθενά στην Καινή Διαθήκην δεν μαρτυρείται, ότι κάποιος μαθητής τού Κυρίου άσκησεν ποτέ τέτοιαν Εξουσίαν. Αλλά, το «δεν μαρτυρείται, ότι άσκησαν τέτοιαν Εξουσίαν», είναι το «ένα». Όμως, το «δεν άσκησαν πράγματι τέτοιαν Εξουσίαν οι μαθη­τές και Απόστολοι» είναι «δεύτερον», ξεχωριστόν από το προηγούμενον «ένα».
Αλλά, το ότι ο Κύριος εχορήγησεν, πράγματι, τέτοιαν Εξουσίαν, αυτό, λοιπόν, δεν μαρτυρείται; Είναι, δηλαδή, δυνατόν, ένας, που λέγει, ότι αποδέχεται την Καινή Διαθήκην σαν λόγον τού Θεού, να αμφισβητήσει ακριβώς και μόνον το γεγονός καθαυτό, ότι δηλαδή, οι μαθητές, όντως, έλαβαν τέτοιαν Εξουσίαν από τον άναστημένον Κύριον, όπως ρητώς μαρτυρεί στο εδάφιον Ιω. κ' 23 η Καινή Διαθήκη;
Επιπλέον, είναι προφανές, ότι ο Κύριος δεν τους την εχορήγησεν ούτε άσκοπα, ούτε άχρηστα, ούτε μάταια αυτήν την Εξουσίαν «αφέσεως αμαρ­τιών», αλλά, βέβαια, για να την ασκούν έκτοτε εν τη Εκκλησία. Εκαλύπτετο, έτσι, μία βασική, όσον και επεί­γουσα ανάγκη της Εκκλησίας όλων, μάλιστα, των αιώνων. Άλλο, τώρα, είναι το θέμα: εάν η Καινή Διαθήκη, που μαρτυρεί μεν ότι, όντως, την έλαβαν οι μαθητές, όμως, σιωπά για περιπτώσεις άσκησης αυτής της Εξουσίας και εφαρμογής της.
Το δεύτερον αυτό μπορεί, άραγε, λογικά, να ακυρώσει το πρώ­τον; Δηλαδή, μπορούμε να ισχυρισθούμεν ότι δεν την άσκησαν, ή μήπως πρέπει να περιορισθούμεν στο ότι η Καινή Διαθήκη, απλά, δεν μαρ­τυρεί και μόνον σιωπά για την άσκηση καθαυτήν της Εξουσίας αυτής από τους μαθητές; Άλλ' όμως η Καινή Διαθήκη μπορεί για χίλιους δυο λό­γους να σιώπησε για σχετικήν εφαρμογήν τέτοιας Εξουσίας από τους μαθητές. Διότι, εξ άλλου, η Καινή Διαθήκη ούτε τα λέει όλα, ούτε είναι βιβλίον συστηματικόν ή πλήρης αφή­γηση τού τι έκαναν οι Απόστολοι. Σιωπά για χίλια δυο άλλα, εξ ίσου, σημαντικότατα και σπουδαιότατα και αναφέρει όχι μόνον ελάχιστα, άλλ' ελαχιστότατα.Γι' αυτό και δεν είναι, αυτή, καθ' ημάς τους ορθόδοξους, ούτε επαρκής, ούτε αυτάρκης πηγή τού θείου λόγου, αλλά αποβαίνει τοιαυτή, υπό το φως της εκκλησιαστικής Πα­ράδοσης, υπό της οποίας, όχι μόνον ερμηνεύεται, αλλά και συμπληρώνε­ται.Και για να φέρουμεν ένα μόνον κραυγαλέον και χτυπητόν παράδειγ­μα: η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα, ούτε και για το αν οι Μαθητές τού Ιησού βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Τέτοιο πράγμα, λοιπόν, δεν μαρτυρείται μεν, άλλ' οπωσδήποτε και εννοείται και προϋποτίθεται, διότι, δεδομένης, ακριβώς, της αναγκαιότη­τας τού βαπτίσματος, κατά τη διδασκαλίαν τού ίδιου τού Ιησού,δεν είναι δυνατό να δεχτούμεν, ότι οι μαθητές δεν βαπτίσθηκαν, μόνον και μόνον επειδή η Καινή Διαθήκη σιωπά σχετικώς. Είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθούμεν και να πούμεν, ότι, ασφα­λώς, βαπτίσθηκαν, κι ας μη μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκην. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατό να μη είχαν βαπτισθεί οι μαθητές.
Ανάλογος συλλογισμός ισχύει και για το ζήτημα της άσκησης, ή μη, της Εξουσίας άφε­σης αμαρτιών από τους μαθητές τού Κυρίου: Διότι, πως, λοιπόν;Θα τους έδινεν άσκοπα, μάταια, άχρηστα και ανώφελα ο Κύριος τέτοιαν Εξουσίαν; Θα τους την έδινε για να μη την ασκή­σουν;Επομένως, ασφαλώςτην άσκη­σαν και ας σιωπά σχετικώς η Καινή Διαθήκη. Να φθάσουμεν, όμως, εθελοτυφλούντες στο σημείο να ισχυρι­σθούμεν, ή, να δεχθούμεν, ότι: μόνον και μόνον, επειδή δεν μαρτυρείται, ότι οι μαθητές άσκησαν Εξουσίαν άφεσης αμαρτιών, στην Καινή Διαθήκη, άρα, και δεν την έλαβαν ποτέ; Κάτι τέτοιο θα ήταν, οπωσδήποτε, παράλογον, διότι, απλούστατα, όπως αποδείξαμε, μαρτυρείται ρητώς και σαφώς, ότι ο Κύριος τους τη χορήγησεν.
Αναφέραμεν ένα μόνον παράδειγμα σιωπής της ΚαινήςΔιαθήκης. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμεν πάμπολλα και αμέτρητα αλλά. Κι' ολ' αυτάδιότι, ακριβώς, η Καινή Διαθήκη, όπως είπαμε,δεν είναι βιβλίον συστηματικόν. Έχει, απλού­στατα, χαρακτήρα περιστατικόν.
Αλλ' ο κ. Σπ. Φίλος βγάζει συμπεράσματα και επιχειρήματα, ακριβώς,εκ της σιωπής (argumentum e silentio) τού κειμένου της Καινής Διαθήκης, μέθοδος, η οποία στη Λογικήν, αποτελεί τουλάχιστον σόφισμα.
II
Κατά τον Προτεστάντην αιρετικόν κ. Σπ. Φίλον, λοιπόν, το‘Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς˙ αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται’αναφέρεται όχι σε Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, την οποίαν έλαβαν οι Απόστολοι, αλλά σε ένα δικαίωμα που τους παρεχώρησεν ο Κύριος και που συνίσταται στο εξής: να αποκόβουν από την, ή,να επανα­συνδέουν με την τοπικήν Εκκλησίαν βαρέως αμαρτωλά και εκπεσόντα μέλη αυτής.Επρόκειτο, λοιπόν, επί το άπλούστερον, για πειθαρχικό μέτρο, που κατά τους Προτεστάντες, εξουσιοδοτούσεν ο Κύριος να παίρνει η διοίκηση της «τοπικής» Εκκλησίας, δηλαδή, για απλά «διοικητικόν» και έπ' ουδενί «πνευματικό», ή,«μυστη­ριακό» μέτρον αυτής. Αυτά,περίπου, ισχυρίζεται ο Προτεσταντισμός για τη φύση, την ουσίαν και το χαρακτήρα της Εξουσίας, που έδωσεν ο αναστη­μένος Ιησούς στους μαθητές Του. 
Συνιστώμεν, στο σημείον αυτό, ο αναγνώστης τόύ μετά χείρας φυλλαδίου να μελετήσει άλλη μια φοράν τις σελίδες 10-12 τού πα­ρόντος τεύχους, όπου εκθέτομεν τη μονομερή προτεσταντικήν άποψη για την σχέση, ακριβώς, της άφεσης αμαρ­τιών με τη λεγόμενηνΕπανασύνδεση ή Συμφιλίωση, καθ' ην άποψη, κατά την Επανασύνδεση δεν εδίδετο άφεσις αμαρτιών, έφ' όσον η «Επανασύνδε­ση» ήταν απλό πειθαρχικό μέτρον, ανθρώπινο, της επίσης καθαρώς ανθρώπινης τοπικής Εκκλησίας, η οποία, ακριβώς ως γήινη,δεν είχε και καμία μεν σχέση με τη μία, μόνην αληθινήν Εκκλησίαν τού Χριστού, η οποία δεύτερη αυτή και είναι κατά τους Προτεστάντες αποκλειστικά ουράνια και, προπαντός, αόρατη.Πως δε, λοιπόν, μια αποκλειστικά ανθρώ­πινη και γήινη τοπική Εκκλησία θα μπορούσε να χορηγήσει κατά την Επανασύνδεση άφεσιν αμαρτιών; Φυσικά, αν ήταν τέτοια, δεν θα μπορούσεν.Ήταν όμως μόνο γήινη-ανθρώπινη, αποκλειστικά;
Η προτεσταντική, δηλαδή, Εκκλησιολογία είναι που αποκλείει τη δυνατότητα στην τοπικήν Εκκλησία, να δίνει άφεση αμαρτιών. Ενώ, η ορθόδοξη Εκκλησία, που δέχεται τη μίαν Εκκλησίαν τού Χριστού σαν θεανθρώπινον ίδρυμα τού επίσης Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, δηλαδή, που εκδέχεται την λεγόμενην τοπικήν Εκκλησίαν ως έκφραση, εκδήλωση, φανέρω­ση, επί γης περίπτωση της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, η οποία, δηλαδή, τοπική Εκκλησία και ταυτίζεται με την Εκκλησίαν, τη μία και αληθινήν, που ίδρυσεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χρι­στός, αυτή η ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται, ότι «Επανασύνδεση» σημαί­νει επιπλέον και την συμφιλίωση τού βαρέως αμαρτωλού με τον ίδιον το Θεόν και τον ουρανόν, διότι η τοπική Εκκλησία ήταν πλευρά της μιας, αληθινήςΕκκλησίας του Χριστού, όπως και η ουράνια ήταν η άλλη της πλευρά. Επρόκειτο, δηλαδή, πάντα για τη μίαν Εκκλησίαν τού Χριστού. Τίποτε λιγότερον, τίποτε περισσότερον. Να γιατί κάθε ιστορική αποστο­λική τοπική Εκκλησία, ηδύνατο κατά τους ορθόδοξους, και παρείχεν, επι­πλέον, και άφεσιν αμαρτιών.
Άλλες αντιφάσεις προτεσταντικές: α) Ετονίσαμεν ήδη τισημαίνει στην Καινή Διαθή­κην η έκφρασηαφίημι αμαρτίαςκαιάφεσις αμαρτιών. Και είπαμεν, ότι παντού και χωρίς εξαίρεση, στην Καινή Διαθήκην, σημαίνει την συγ­χώρηση των αμαρτιών, που μας ενο­χοποιούν και μας χωρίζουν, κατά κύ­ριο λόγον, από το Θεόν. Συγκεκριμέ­να, στο εδάφιον, που μας απασχολεί (το Ιω. κ', 23.), πρόκειται για Εξουσίαν, που η εφαρμογή της έχει την αναφοράν της όχι απλά προς ανθρώπους οριζοντίως, αλλά και καθέτως, δηλαδή προς τον ίδιον το Θεόν, και τον ουρανόν. Άρα, δεν είναι δυνατό να πρόκειται για γήινον, ανθρώπινο, πειθαρχικόν και μόνο μέτρον. Διότι, φυσικά, ένα αποκλει­στικά πειθαρχικόν, ένα απλά και μόνο διοικητικόν, ένα ψιλά ανθρώπινο, ένα ξηρά γήινο και μόνο μέτρο δεν θα έδιδεν άφεσιν αμαρτιών, η οποία, βέβαια, αφορά στην ψυχήν τού αμαρ­τωλού και στην αιώνιαν σωτηρίαν του. Πρόκειται, όμως, πράγματι για κάτι τέτοιο;
Και, από πού φαίνεται, ότι πρόκειται για κάτι που έχει αναφοράν και προς τον ουρανόν και όχι μόνον οριζόντιαν και ανθρώπινη κατεύθυνση και διάσταση;
β) Ότι, λοιπόν, αυτό το διπλούν:Αν τίνων αφήτε ..., αν τίνων κρατήτε.... έχει ακριβώς προς Θεόν την αναφοράν, αποδεικνύεται και από τιςσυντακτικές αποδόσεις των δύο αυτών υποθετικών προτάσεων, που είναι:αφίενται αυτοίς ... κεκράτηνται. Δηλαδή, και οι ίδιοι οι Προτεστάντες, αντιφάσκοντες προς όσα υποστήριξαν ανωτέρω, παραδέχονται, πάντως, ότι και στο αφίενται και στο κεκράτηνται υπονοείται το υπό τού Θεού . Άρα, εδώ δεν πρόκειται για αποτελέσματα γήινα μόνον και απλώς ανθρώπινα, όπως οριζόντια και μόνον εννοούν την Αποκοπήν και Επανασύνδεση οι Προτεστάντες, άλλ' ούτε και η τοπι­κή Εκκλησία θα μπορούσε να θεωρη­θεί αποκλειστικά και μόνον ανθρώπινο εφεύρημα και κατασκεύασμα, ανθρώπινη οργάνωση και Ίδρυμα, ανθρώπινης επινόησης σύλλογος και σωματείον και τίποτε περισσότερον, όπως διδάσκουν οι Προτεστάντες. Να γιατί δεχόμεθα, ότι η τοπική Εκκλησία σαν οργανικόν μέρος της όλης, έχει Εξουσίαν «αφέσεως αμαρτιών» και ότι αυτή χορηγούσεν αυτήν κατά τη δημόσιαν Εξομολόγηση, της οποίας μία περίπτωση ήταν και η Επανασύνδεση. Άλλ' αυτόσημαίνει, καθ' ημάς τους ορθόδοξους, ότι κατά την Επανασύνδεση, εδίδετο και άφεσις αμαρτιών.
γ) Όμως, ο κ. Σπ. Φίλος, εν προ­κειμένω, αντιφάσκει και διότι: ενώ στο δίτομον έργον του ισχυρίζεται, άπ' τη μιαν, ότι το‘Αν τίνων αφήτε’..., έπ' ουδενί, αναφέρεται στη μετά το Βάπτισμα ζωήν των Χριστιανών, όπου, βέβαια, τοποθετείται η Εξομο­λόγηση και, αν το υποστηρίζει αυτό, είναι μόνον και μόνο για να αποκλεί­σει το Μυστήριον της Εξομολόγησης από την Εξουσίαν «αφέσεως αμαρ­τιών», εδώ, τώρα, εμφανίζεται υποστηρίζων αντιφατικώς ότι αυτότο ‘Αν τίνων αφήτε’... αφορά και αναφέρεται στην επίσης, πάντως, μετά το Βάπτι­σμα Επανασύνδεση τού τυχόν αποκοπέντος από την τοπικήν Εκκλησία βαρέως αμαρτήσαντος και κατόπιν μετανοήσαντος μέλους της.
III.
α)Οκ. Σπ. Φίλος ισχυρίζεται, επί­σης, ότι: το ‘Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας’... ουδέποτε ερμηνεύθηκεν, ούτε εφαρμόσθηκεν από τους Από­στολους ως Εξουσία άφεσης αμαρ­τιών, ούτε στην Καινή Διαθήκην, ούτε και καθ' όλην την ιστορίαν της Εκκλησίας, είτε της αρχαίας,είτε της μεταγενέστερης, μέχρι τον 16οναιώνα.
β) Προφανώς αντιφάσκων ο ίδιος, στην συνέχειαν, ισχυρίζεται κάτι άλλο: ότι, δηλαδή, το ‘Αν τίνων αφήτε’... αναφέρεται και εφαρμόζεται στην εν τω Βαπτίσματι άφεσιν αμαρ­τιών τού βαπτιζόμενου. Αλλά, επει­δή αυτήν την Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, λέγει η Καινή Διαθήκη, ότι την έλαβαν οι Μαθητές και Απόστολοι, αυτόπρέπει να σημαίνει, ότι ο κ. Σπ. Φίλος δέχεται, τουλάχι­στον,ότι πράγματι οι Απόστολοι, αλλά και οι λειτουργοί της Εκκλη­σίας και βαπτίζοντες έδιδαν, άρα και οι λειτουργοί της Εκκλησίας δίδουν, άφεση αμαρτιών, δηλαδή, έστω και κατά το Βάπτισμα.
Αλλ' εν τοιαυτή περιπτώσει, που πάει μεν ο ισχυρισμός τού Σπ. Φίλου, που αναφέραμεν ανωτέρω, ότι το ‘Αν τίνων αφήτε...’ ουδέποτε ερμηνεύθηκεν, ούτε εφαρμόστηκεν, στην Καινή Διαθήκην και στην αρχαία Εκκλησίαν, ως άφεσις αμαρτιών; Έρχεται, λοιπόν, τώρα ο κ. Σπ. Φίλος, για να μας πει, αντιφάσκων, ότι: το ‘Αν τίνων αφήτε ...’ ανα­φέρεται στην με το Βάπτισμα χορηγούμενην άφεση αμαρτιών και μόνο, νοούμενην πιο συγκεκριμένα, ως επιτρέπειν ή μη επιτρέπειν το Βάπτι­σμα σε κάποιον. (Σπ. Φίλου, Ετυμη­γορία της Αλήθειας, τόμ. Β', σελ. 268-269).
Νομίζει, δηλαδή, ο κ. Σπ. Φίλος, ότι μεταθέτοντας την άφεση από την Εξομολόγηση στο Βάπτισμα, απαντά στο πάντοτε άλυτο γι' αυτόν πρόβλημα. Διότι, βέβαια, είτε πρόκειται για εφαρμογήν τού ‘Αν τίνων αφήτε ...’ στην Εξομολόγηση (όπως λέμε οι Ορθόδοξοι), είτε μό­νον στο Βάπτισμα (όπως ισχυρίζονται οι Προτεστάντες),δεν αλλάζει ο χαρακτήρ, η φύση και η ουσία αυτής ταυτής της Εξουσίας για άφεση αμαρ­τιών, που έδωσεν στους Μαθητές Του ο αναστημένος Ιησούς Χριστός.Επομένως, μετά πολλές παλινωδίες, ο κ. Σπ. Φίλος ομολογεί συστρεφόμενος και μάτην μεταθετών το πρόβλη­μα, ότι στο‘Αν τίνων αφήτε ...’, πρό­κειται, όντως, για Εξουσίαν«αφέ­σεως αμαρτιών», που έλαβαν, είχαν και άσκησαν οι Απόστολοι  εδώ, δηλαδή, αναιρούν όλα όσα υποστήρι­ξαν μέχρι τώρα οι Προτεστάντες, και το καμάρι τους, ο κ. Σπ. Φίλος, αυτό το τέρας της Λογικής (!),  και για τίποτε άλλο.
Και, είτε οι Απόστολοι συγχωρούσαν αμαρτίες και κατά την Εξομολόγηση, είτε μόνον κατά  το Βάπτισμα, είτε και κατά την Επανασύνδεση, θα πρέπει να δεχθεί ο κ. Σπ. Φίλος, ότι ένα πράγμα παρα­μένει πίσω άπ' τα τρία αυτά, σαν στα­θερά σίγουρο γεγονός, ούτως ή άλ­λως: ότι, δηλαδή,οι Απόστολοι, όν­τως, συγχωρούσαν αμαρτίες. Πως, όμως, αυτό συμβιβάζεται με τα μέχρι τώρα επιχειρήματα τού κ. Σπ. Φίλου, καθώς δε και με το βασικόν αξίωμα των Προτεσταντών ότι:μόνον ο Θεός και ουδείς, απολύτως ουδείς, άνθρω­πος δύναται να συγχωρεί αμαρτίες,αφού οι Απόστολοι και συγχωρού­σαν, έστω και μόνον κατά το Βάπτι­σμα, και ήσαν άνθρωποι;Συγχωρού­σαν, βέβαια, ακριβώς διότι έλαβαν από τον Κύριον Ιησούν την, όντως, θεϊκήν Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, αν και ήσαν όντως και μόνον άνθρω­ποι, κατά άκρα θεϊκή, δηλαδή, παρα­χώρηση και άφατην συγκατάβαση.
Συμπέρασμα:Ο κ. Σπ. Φίλος, επειδή, ακριβώς, βρίσκεται σε αμηχανίαν και απόγνωση μεγαλύτερην εκείνης τού προκάτοχου του Κ. Μεταλληνού, τον οποίον επι­χείρησε να «ξελασπώσει», εξ αιτίας τού ‘Αν τίνων αφήτε ...’ και αντιφάσκων κατά συρροήν, ταλαντεύεται καικυμαίνεται ανάμεσα στην Επανασύν­δεση, άπ' τη μιαν, και στο Βάπτισμα, άφ' ετέρου, ενώ, χωρίς κανένα λόγον και κανένα επιχείρημα, απορρίπτει την άφεση αμαρτιών στην Εξομολό­γηση, μόνο με ισχυρισμούς. Διότι, βέβαια, η Εξουσία άφεσης αμαρτιών είναι ευρύτερη και θα ηδύνατο, πάντως, να τα συμπεριλάβει σύντρια, εάν, όμως, για κάθε ένα άπ' αυτά προσεκομίζετο, βέβαια, η αντίστοιχη απόδειξη.
γ) Πρόσεξε, αναγνώστα μου, στο σημείον αυτό, και την εξής επιπρόσθετην παρατήρησή μας, που αποδεικνύ­ει, τουλάχιστον, την ανειλικρίνειαν και τον πανικόν τού κ. Σπ. Φίλου: Είπεν αυτός, ότι: το‘Αν τίνων αφήτε ...’αναφέρεται στην άφεση των αμαρτιών, που παίρνει ο βαπτιζόμενος δια τού Βαπτίσματος. Ε, λοιπόν, μάθε, ότι, ακριβώς, οι Προτεστάντες και το βλαστάρι τους, ο κ. Σπ. Φίλοςδεν δέχονται, έπ' ουδενί, ούτε για το Βάπτισμα, ότι δι' αυτού συγχωρούν­ται οι αμαρτίες.(Περαιτέρω ανάπτυ­ξη γι' αυτό το σημείο, δες στο ενορια­κό μας Ημερολόγιον τού 2003, που είναι αφιερωμένον στο Ορθόδοξο Βάπτισμα των ενήλικων και, όπου ακριβώς, αναλύομεν και αναιρούμεν την σχετική διδασκαλίαν των Προτε­σταντών.)
Προκειμένου, λοιπόν, να ξεφύγει ο κ. Σπ. Φίλος από το στρίμω­γμα, που τού κάνει το εδάφιον Αν τίνων αφήτε ... και προκειμένου να αρνηθεί την άφεση των αμαρτιών, που δίδεται κατά την ορθόδοξην Ιεράν Εξομολόγηση, αρνείται, χω­ρίς όμως επιχειρήματα, ότι το περί ου ο λόγος εδάφιον αναφέρεται και εφαρμόζεται στο Μυστήριον της Εξο­μολόγησης και, παραπαίων και τρικλίζων, μεθυσθείς από τον οίνον της αίρεσης, το μεταθέτει, αντιφάσκων και χωρίς πάντα αποδείξεις, στο Βάπτισμα, έχοντας λησμονήσει, ότι κατά τους Προτεστάντες, δεν συγχωρείται κανείς δια τού Βαπτί­σματος, έπ' ουδενί.
IV
Τέλος, και για να ολοκληρώσουμεν τους προτεσταντικούς ισχυ­ρισμούς για το θέμα μας, που είναι: η κατά την ιεράν Εξομολόγη­ση, δια τού εξομολόγου-λειτουργού της Εκκλησίας, χορηγούμενη άφεση των αμαρτιών, θα πρέπει να αναφέρουμεν και τον εξής απατηλόν τοιού­τον, που εξαπατά κάποιους αφελείς και θολώνει τα νερά, όπου συνηθίζουν να ψαρεύουν οι Προτεστάντες. Ακούστε τον, λοιπόν:  Στο κάτω-κάτω της γραφής και εν τελευταία αναλύσει, λένε αυτοί, μπορούμεν και εμείς να δεχθούμεν, ότι οι Από­στολοι και οι μετέπειτα λειτουργοί της Εκκλησίας, μέχρι και σήμερα, όντως, μπορούσαν και μπορούν να συγχωρούν αμαρτίες. Αλλά πως, όμως, και με ποιάν έννοιαν; Απλού­στατα, ισχυρίζονται οι Προτεστάντεςμε το να κηρύττουνοι Απόστο­λοι και οι λειτουργοί της Εκκλησίας το λόγον τού Θεού, να τονίζουν το λυτρωτικόν έργον τού Χριστού, να εξαγγέλλουν τη φιλανθρωπία, φιλευσπλαχνίαν, και άκραν συγχωρητικότητα τού Θεού, με το να τονώνουν και ενισχύουν την πίστη των χριστιανών σ' όλ' αυτά, με το να παραινούν, προτρέπουν και παρακινούν τους πιστούς σε συνεχή και βαθειάν και ειλικρινή μετάνοια. Μ' όλα αυτά,μπορούμε να πούμεν, ισχυρίζονται οι Προτεστάντες ότι οι ανωτέρω συγχωρούν, βέβαια, τις αμαρτίες των χριστιανών,με την  έννοιαν, όμως, μόνον, ότι τους οδηγούν στο να ζητή­σουν, εν συνεχεία, οι πιστοί αυτοί στο δωμάτιόν τους και στην ατομικήν τους προσευχήν, που συνοδεύεται με κατ' ευθείαν Εξομολόγηση ενώπιον μόνον τού πανταχού παρόντος Θεού, χωρίς, δηλαδή, παρουσίαν ιερέως εξομολόγου (και να ζητήσουν) από τον άκρως συγχωρητικό Θεόν την άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και στο να αποσπάσουν από το Θεόν την άφεση των αμαρτιών τους, κατ' ευ­θείαν και άμεσα και χωρίς καμίαν απολύτως μεσολάβηση Απόστολου, η, λειτουργού της Εκκλησίας.
Ορθόδοξη απάντηση:Σ' αυτόν τον τελευταίον ισχυρισμόν τους, δώσαμεν ήδη προλαβόντως την απάντηση. Επί πλέον, παρατηρούμεν, ότι η Εξουσία αφέσε­ως αμαρτιών, την οποίαν έδωσεν ο Κύριος στους μαθητές Του, διατυπώ­θηκε με τόσην καθαρότητα, διαύγειαν, σαφήνειαν, ακριβολογίαν καικυριολεξίαν, ώστε το να την εφαρμόσουμεν στο κήρυγμα των Αποστόλων ή των λειτουργών της Εκκλησίας, θα εσήμαινεν παραδοχή μας, είτε ότι ο Κύριος δεν κυριολεκτούσεν, είτε ότι δεν ήξερε να εκφρασθεί και διατυπώ­σει με ακρίβειαν την σκέψη Του, είτε, τέλος, ότι δεν ήξερεν, τι ήθελε να πει, ή, τι έλεγεν, άπερ βλάσφημα. Διότι, ερωτώμεν τον κ. Σπ. Φίλον, πως αλλιώς θα μπορούσεν σαφέστερον και μονοσημάντως να διατυπώσει ο Κύριος αυτήν την Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών, που, εμείς οι ορθόδοξοι δεχόμεθα, ότι παρεχώρησεν στους μαθητές Του, ώστε αυτή να γίνει, έτσι, δεκτή και από τους Προτεστά­ντες;Υπάρχει, λοιπόν, σαφέστερη διατύπωση της;Ας υποδείξει ο πολύς κ. Σπ. Φίλος άλλην ακριβέστερην. Την αναμένομεν, πάντως με ανυπομονησίαν !
 Αξιώνομεν δε, τέλος, από το δεινόν, όσον και «βαρύγδουπον» κ. Σπ. Φίλον, απάντηση, την οποία δηλώνομεν, ότι: είμεθα ευχαρίστως πρόθυμοι να τη φιλοξενήσουμεν και να την παρουσιάσουμεν από τις στήλες του φυλλαδίου μας, εφόσον, βέβαια, είναι σχετική και απαντά στα γραφόμενά μας και εφό­σον, φυσικά, παρουσιάζει αναλογίαν, κατά την έκτασή της, προς την έκταση τού μετά χείρας τεύχους. Άλλως, αυτός ο κύριος, που από τώρα απορ­ρίπτεται, θα μηδενισθεί και τελεσίδι­κα στο μάθημα όχι μόνον της Θεολο­γίας, αλλά, κυρίως και προ παντός, σ' αυτό της Λογικής. Αναμένομε, λοιπόν, δια να επανέλθωμεν, συν Θεώ, όμως αμέσως μόλις αλέκτωρ φωνήσει.

1. Για τις απόψεις των εν Ελλάδι Προτεσταντών περί της Εξομολόγησης και για την ιστορίαν τού ζητήματος αυτού εις την Ελλά­δα, σημειώνομεν, ότι ο αποθανών κορυφαίος Προτεστάντης και στην ειδίκευση διδάκτορας των Μαθηματικών, Κωνσταντίνος Μεταλληνός, το 1949 είχε δημοσιεύσει στην Αθήνα μίαν εργασίαν του κατά της ορθόδοξης Εξομολόγησης με τίτλον : «Έρευνα περί Εξομολογήσεως και αφέσεως των αμαρτιών».
Επικριτικήν απάντηση στο βιβλίον αυτό έκανε με σειράν άρθρων του στο περιοδικόν «Ενορία» (από 1-7-1950) ο τότε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τρεμπέλας. Άλλ' εκείνος, που ανήρεσεν σφαιρικά, συστηματικά και επιτυχέστατα την εργασίαν τού Κ. Μεταλληνού, ήταν ο μακαριστός αρχιμανδρίτης πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, σε βιβλίον του με τίτλον: «Έχει η Εκκλησία Εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών;», Αθήναι 1958, όπου κυριολεκτικά «ξετίναξεν» τον Κ. Μεταλληνόν και τον παρέδωσε γυμνόν παντός επιχειρήμα­τος, πάσης λογικής και ειλικρίνειας εις το ελληνικόν κοινόν, πράγμα, που οι Προτεστά­ντες ποτέ δεν το συγχώρησαν στον πατέρα Επιφάνιον. Έτσι, αρκετά χρόνια μετά, το 1988, ένας άλλος Προτεστάντης, πολύ πιο «βαρύγδουπος» άπ’ ό,τι ο Μεταλληνός, ο κ. Σπύρος Φίλος, ανέλαβεν εργολαβικώς να απαντήσει στο βιβλίον τού πατρός Επιφανίου, με δύο τόμους σε σχήμα και σε όγκον σαν τηλεφωνικούς κατάλογους. Λέγω δε «βαρύ­γδουπος», διότι, όπως μας πληροφορεί το βιβλίον του, ο δεύτερος αυτός Προτεστάντης εσπούδασεν πολιτικές Επιστήμες στην Ελλά­δα, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικόν, στη Φιλοσοφίαν, Κοινωνιολογία, Θεολογίαν, Ψυχολογίαν και είναι κάτοχος της αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής, λατινικής και εβραϊκής γλώσσας και, φυσικά, της ελληνικής, ειργάζετο δε ως διευθυντής εις το υπουργείον των Εξωτερικών. Δηλαδή, «ούτοι εν άρμασιν και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου τού Θεού ημών». Ομολογώ, λοιπόν, ότι διάβασα αυτούς τους δύο τόμους τού κ. Φίλου, που τιτλοφορούνται : «Η ετυμηγορία της αλήθει­ας», διότι ο πνευματικός μου, ο πατήρ Επιφάνιος, δια τας μεγάλας και πολλάς μου αμαρτίας, μού είχε βάλει σαν επιτίμιον, ακρι­βώς, το όντως άχαρο, όσον και ανιαρόν έργο να μελετήσω τους δύο αυτούς τόμους.

Χ. Βασιλειάδης Θεολόγος
Φιλόλογος Εκπαιδευτικός
ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (τεύχος 37)
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
7   ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2012 


Read more:http://www.egolpion.net/exomologisis_filos.el.aspx#ixzz2jg9JAFKp

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου