Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ενεργοποίηση της ψυχής

Η προσέγγιση στο σπήλαιο απαιτεί κυρίως γνησιότητα...



 Η προσέγγιση στο σπήλαιο απαιτεί κυρίως γνησιότητα, απλότητα, ειλικρίνεια, εν αντιθέσει προς την αυτάρκεια του ανθρώπου, ο οποίος νομίζει ότι χωρίζει τα πράγματα και ότι απλώς του χρειάζεται και λίγος Χριστιανισμός, για συμπλήρωμά του.
Αυτούς ο Ιησούς δεν τους θέλει κοντά του, διότι οδηγούνται προς μία νοοτροπία που λέγεται φαρισαϊκή, η οποία ως γνωστόν δεν είναι μόνο γνώρισμα των Φαρισαίων των πρώτων αιώνων, αλλά είναι γνώρισμα πολλών ανθρώπων διαφόρων εποχών. Είναι ένα μικρόβιο δυσδιάκριτο, το οποίο όμως ενδημεί στα θρησκευτικά περιβάλλοντα. Δεν μπορείς να εισέλθεις στο Σπήλαιο, στην ουσία δηλαδή του Χριστιανισμού, εάν έχεις μια αυτάρκεια, εάν δεν συγκλονίζεσαι, όπως εκείνα τα αμαρτωλά υποκείμενα συγκινήθηκαν μπροστά στον Ιησού και πήγαν πιο κοντά του από τους αυτάρκεις τηρητάς του νόμου.  Σ’ αυτούς ο Ιησούς λέγει: “εσάς τι να σας κάνω, εσείς τα ξέρετε όλα, ετηρήσατε όλας τας εντολάς, δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω!”. Ενώ γι’ αυτούς που νοιώθουν πώς κάτι τους λείπει και κλαίνε και γονατίζουν ζητώντας την αλήθεια, τους λέει ο Ιησούς, για σας ήλθα εγώ στη γη.
+π.Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος

Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


Αποτέλεσμα εικόνας για nasterea lui hristos icoana
Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω. Βοσκῶν φωνὲς φτάνουν στ’ αὐτιά μου. Δὲν παίζουν σήμερα μὲ τὶς φλογέρες τοὺς κάποιον τυχαῖο σκοπό. Τὰ χείλη τοὺς ψάλλουν ὕμνο οὐράνιο.

Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς.

Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανό: Ἀντὶ γι’ ἀστέρια, δέχτηκε τοὺς ἀγγέλους· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, δέχτηκε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις τὸ πῶς. Γιατί ὅπου θέλει ὁ Θεός, ἀνατρέπονται οἱ φυσικοὶ νόμοι.

Ἐκεῖνος λοιπὸν τὸ θέλησε. Καὶ τὸ ἔκανε. Κατέβηκε στὴ γῆ κι ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι’ αὐτὸν τὸ σκοπό.

Σήμερα γεννιέται Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος! Γίνεται ἄνθρωπος καὶ πάλι Θεὸς μένει!

Ὅταν γεννήθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν δέχονταν τὴν παράδοξη γέννησή Του: Ἀπὸ τὴ μία οἱ Φαρισαῖοι παρερμήνευαν τὰ ἱερὰ βιβλία· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ γραμματεῖς δίδασκαν ἀλλὰ ἀντὶ ἄλλων. OἩρώδης πάλι, ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸ νεογέννητο Βρέφος ὄχι γιὰ νὰ τὸ τιμήσει, μὰ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει.

Ἐ λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ σήμερα τρίβουν τὰ μάτια τους, βλέποντας τὸ Βασιλιὰ τ’ οὐρανοῦ νὰ βρίσκεται στὴ γῆ μ’ ἀνθρώπινη σάρκα, γεννημένος ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα.

Καὶ ἦρθαν οἱ βασιλιάδες νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο Βασιλιὰ τῆς δόξας.

Ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Ἀρχιστράτηγο τῶν οὐράνιων Δυνάμεων.

Ἦρθαν οἱ γυναῖκες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ μετέβαλε τὶς λύπες τῆς γυναίκας σὲ χαρά.
Ἦρθαν οἱ παρθένες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τοὺς μαστοὺς καὶ τὸ γάλα, καὶ τώρα θηλάζει ἀπὸ Μητέρα Παρθένο.

Ἦρθαν τὰ νήπια νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε νήπιο, γιὰ νὰ συνθέσει δοξολογικὸ ὕμνο «ἀπ’ τὰ στόματα τῶν νηπίων» (Ψάλμ. 8:3).

Ἦρθαν τὰ παιδιὰ νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη τὰ ἀνέδειξε σὲ πρωτομάρτυρες.

...ἐπάραντες, ἀναχθῶμεν, κατίδωμεν τὸ ἐν Σπηλαίῳ μέγα μυστήριον …



 Σήμερα το απόγευμα με την ακολουθία του Εσπερινού η Εκκλησία μας προτρέπει να προ-εορτάσουμε τα γενέθλια Του. Και αυτός ο προ-εορτασμός είναι η προ-ετοιμασία μας για τα Χριστούγεννα!
  Προεορτάσωμεν λαοί, Χριστοῦ τὰ Γενέθλια, καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν, ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καὶ κατίδωμεν τὸ ἐν Σπηλαίῳ μέγα μυστήριον· ἤνοικται γὰρ ἡ Ἐδέμ, ἐκ Παρθένου ἁγνῆς Θεοῦ προερχομένου, ὑπάρχοντος τελείου τοῦ αὐτοῦ, ἐν Θεότητι καὶ ἀνθρωπότητι· διὸ κράξωμεν, Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατὴρ ὁ Ἄναρχος, Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς ὁ σαρκωθείς, Ἅγιος Ἀθάνατος, τὸ παράκλητον Πνεῦμα, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι.
  Και εδώ η όποια μετάφραση είναι φτωχή! Η ποίηση δεν μεταφράζεται με λέξεις, το μυστήριο λειτουργείται μέσα στο σπήλαιο της καρδιάς μας και μπορείς να το αποδόσεις (και να γίνει κοινωνός του κάποιος )μόνο δια των δικών μας ενεργειών οι οποίες τον προσκαλούν σε αυτόν τον συνεορτασμό .

  Μια πρόταση, 6 λέξεις δικές της! Ο αγιογράφος χαράσσει με κλίση τη κεφαλή της και αυτή η γραμμή δεν μεταφράζεται με λέξεις. Είναι ένα βιβλίο ολόκληρο η μετάφραση της λέξεις αποδοχή του Θελήματος Του ... της Γέννησης Του… στη ζωή μας!

 Αυτό το ἐπάραντες τὸν νοῦν και το ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ για να κατίδωμεν τὸ ἐν Σπηλαίῳ μέγα μυστήριον· δεν μεταφράζονται…
Και φέρνουν στο νου μου όμως αυτές οι λέξεις, την ευχή, την δική της μορφή, τη Θεία Λειτουργία... ~~~~~~~~~~~~~~~~ παίζοντας με τις λέξεις -ἐπάραντες - επάρω : (προσαρμόζω # εφαρμόζω # στερεώνω # αρμόζω # συναρμόζω, ρήμα εύχρηστο μόνο στον αόριστο επήρσεν και παρατατικό επάρηρα) -ἀναχθῶμεν - ανάγω : οδηγώ άνω # φέρνω επάνω # ανακομίζω # οδηγώ επάνω # -ανεβάζω # ανυψώνω # σηκώνω # προάγω # φέρνω πίσω # επαναφέρω, ρήμα - μέλλων ανάξω - αόριστος ανήγαγον -κατίδωμεν - καθορώ : βλέπω από τα επάνω προς τα κάτω # καταβλέπω # βλέπω προς τα κάτω # παρατηρώ # κοιτάζω # βλέπω # παρατηρώ με περιέργεια # βλέπω ακριβώς για να διαγνώσω, ρήμα - παρατατικός καθεώρων - μέλλων κατόψομαι - αόριστος -κατείδον - παρακείμενος καθεώρακα

Ἀλφαβητάριον παραινέσεων - Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου


Αποτέλεσμα εικόνας για sf grigorie teologul
Ἀρχὴν νόμιζε τῶν ὅλων εἶναι Θεόν.
Βέβαιον οὐδὲν ἐν βίῳ δόκει πέλειν.
Γονεῖς τιμῶν μάλιστα Θεὸν φοβοῦ.
∆ίδασκε σαυτὸν μὴ λαλεῖν ἃ μὴ θέμις.
Ἔργοις δ' ἀρέσκειν σπεῦδε καὶ λόγοις Θεῷ.
Ζωὴν πόθησον τὴν ἔχουσαν μὴ τέλος.
Ἡττῶν σεαυτὸν τοῖς φίλοις νικῶν ἔσῃ.
Θνητὸς δ' ὑπάρχων μηδόλως μέγα φρόνει.
Ἰχνηλάτει μὲν τῶν σοφῶν ἀεὶ θύρας.
Καὶ νοῦν δὲ καλλώπιζε τῆς μορφῆς πλέον.
Λόγῳ Θεοῦ ἄνοιγε σόν, τέκνον, στόμα.
Μνήμης δὲ αὐτοῦ μηδαμῶς λάθῃ ποτέ.


Νήφων προσεύχου τῷ Θεῷ καθ' ἡμέραν.
Ξένους ξένιζε, μὴ ξένος γένῃ Θεοῦ.
Ὁρμὰς χαλίνου τῶν παθῶν ψυχοφθόρους.
Πέδαις τὸ σῶμα ἀσφαλίζου σωφρόνως.
Ῥάβδον σεαυτῷ τὴν συνείδησιν φέρε.
Σαφῶς σχόλαζε ἐν Γραφαῖς ταῖς ἐν θέοις.
Τὰς τῶν πενήτων ψυχαγώγησον λύπας.
Ὑπὲρ σεαυτὸν τοὺς πέλας καλῶς θέλε.
Φίλους ἔχειν σπούδαζε, ἢ πλοῦτον πολύν.
Χρυσοῦ γὰρ αὐτοὶ εὐκλεέστεροι λίαν.
Ψεῦδος μίσησον, τὴν δ' ἀλήθειαν φίλει.
Ὦ παῖ, φυλάσσων ταῦτα σώζῃ ἐνθέως.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

"Η υπομονή αγιάζει" (Νικόλαος Βοϊνέσκος)



(Νικόλαος Βοϊνέσκος)

Πριν μερικά χρόνια μία κυρία έστειλε ένα γράμμα στον μακαριστό γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη και του έγραφε ότι έχει πολλά βάσανα, μεγάλο σταυρό και δεν μπορεί να σηκώσει τον Σταυρό της.
Και ο γέροντας Εφραίμ της απάντησε: «Μου γράφεις ότι έχεις πολλά βάσανα. Και εγώ σου λέγω τόσο το καλύτερο για την ψυχή σου! Ο Θεός που σου δίδει αυτά τα βάσανα γνωρίζει ότι τόσα βαστάζεις, σε τόσα αντέχει η ψυχή σου, αν σου δώσει περισσότερα θα πέσεις, εάν σου δώσει ολιγότερα βάσανα σε αδικεί, από αιώνιο μισθό, από αιώνια χαρά.


Εις τα μέρη των Αθηνών ήτο ένας παπουτσής πολύ σκληρός άνθρωπος, είχε ένα κοριτσάκι μικρό, το όποιο πολύ το παίδευε. Το καημένο έκανε υπομονή έως ότου χτίκιασε, δηλ. έπαθε φυματίωση, και έπεσε στο κρεβάτι. Δεν γόγγυζε, δεν αντιμιλούσε του θετού πατέρα της, αλλά ήταν όλο υπομονή. Στο τέλος πέθανε, αφού προηγουμένως μία Γερόντισσα το έκανε καλογριούλα και το ονόμασε Ανυσία μοναχή. Όταν της έκαναν ανακομιδή τα λείψανά της ευωδίασαν. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Βλέπετε πως πληρώνει ο Χριστός την υπομονή; Εάν γνωρίζαμε τα αιώνια αγαθά, που θα μας χαρίσει ο Πανάγαθος Θεός θα τον παρακαλούσαμε να έχουμε εδώ πάντοτε θλίψεις, βάσανα και πίκρες, για να χαιρόμαστε εκεί αιωνίως. Η Εκκλησία μας λέγει ότι, εάν ο άνθρωπος γνώριζε τα αιώνια αγαθά θα υπέμεινε ευχαρίστως όλες τις θλίψεις και τα βάσανα από κτίσεως κόσμου μέχρι της συντέλειας του αιώνος, για αυτά τα ανέκφραστα αγαθά, αλλά επειδή δεν γνωρίζει για αυτό εύκολα απογοητεύεται και εύκολα απελπίζεται.
Στην Κρήτη μία γυναίκα πολύ υπέφερε από τον άνδρα της. Ήσαν φτωχοί, πάμφτωχοι. Ο άνδρας ήτο καπνιστής μανιώδης και έπινε πολύ. Όταν δεν είχε χρήματα για το πιοτό και τα τσιγάρα στη γυναίκα του ξεθύμαινε και πολύ ξύλο της έδινε. Μία βραδιά πήγε στο σπίτι του και πολύ χτύπησε τη γυναίκα του. Αυτή όμως, Μαρία το όνομα της, υπέμενε γενναίως και όλο την Παναγία επεκαλείτο. Τα μεσάνυχτα σηκώθηκε, χτενίστηκε, φόρεσε τα καλά της ρούχα και πλάγιασε, για να μην ξυπνήσει πλέον. Απέθανε. Όταν, μετά ένα χρόνο, την έκαναν ανακομιδή όλος ο τόπος ευωδίασε. Δεν είχαν ακόμη φτάσει σκάφτοντας στα οστά της και μία άρρητος ευωδιά εξήλθε. Όταν έβγαλαν τα οστά της γέμισε ο τόπος αρρήτου ευωδιάς. Έκλαιγαν όλοι. Ο άνδρας της συγκινημένος και αυτός άλλαξε πλέον βίο. Σταμάτησε να καπνίζει και να πίνει και έζησε εν ειρήνη και μετάνοια. Έτσι λοιπόν βραβεύει, έτσι ανταμείβει ο Χριστός εκείνους πού κάνουν υπομονή. Μακάρι με τις ευχές του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη ο Χριστός να χαρίζει την αγία υπομονή του σε όλους μας.
Τον Μάιο του 1988 επισκέφτηκε τον Γέροντα Παΐσιο ένας φίλος μου αρχιμανδρίτης. Ανάμεσα στα άλλα σοφά που του είπε ο γέροντας τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη της υπομονής θυμίζοντας τα λόγια του Χριστού: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» Όταν ο αρχιμανδρίτης τον ρώτησε: «Γιατί πάτερ δεν πάτε σε γιατρό, για να ανακουφιστείτε από τους πόνους;», ο Γέροντας απάντησε: «Πάτερ, ιερεύς εσείς με ρωτάτε γιατί δεν πάω στους γιατρούς; Ότι κερδίζουμε με τις προσευχές, με τις νηστείες, με τον αγώνα που νομίζουμε ότι κάνουμε, τα ξοδεύουμε. Για αυτό πρέπει να κάνουμε αποταμίευση, υπομένοντας τις θλίψεις πού επιτρέπει ο Θεός».
Μετά του διηγήθηκε μία πολύ διδακτική ιστορία: Εδώ στην Αθωνιάδα Σχολή είναι δύο αδέρφια, που προέρχονται από πρώην μουσουλμανική οικογένεια. Ο πατέρας αυτών των παιδιών, αν και δεν ήξερε πολλά πράγματα, δεν ικανοποιείτο από τη μουσουλμανική θρησκεία. Έβλεπε τη χριστιανική θρησκεία ανώτερη από τη μουσουλμανική, για αυτό φρόντισε, κατηχήθηκε και βαφτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος. Δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Όμως δυο πράγματα έλεγε συνεχώς και προσπαθούσε να τα εφαρμόζει. Πρώτον ότι πρέπει να τηρούμε τις εντολές του Θεού, για να πετύχουμε τη σωτηρία μας και δεύτερον ότι ο Χριστός είναι δίκαιος.
Από την ώρα που έγινε Ορθόδοξος, η γυναίκα του και οι δικοί του τού κήρυξαν τον πόλεμο. Όταν πήγαινε και γονατιστός προσευχόταν σε ένα δωμάτιο, η γυναίκα του τον ειρωνευόταν και του έλεγε: «Άντε καημένε, δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει Χριστός, μόνο Αλλάχ υπάρχει και Μωάμεθ». Εκείνος όμως συνέχιζε τον πνευματικό του αγώνα με υπομονή. Ένας μουσουλμάνος ιερέας, για να τον καταφέρει να επιστρέψει στη μουσουλμανική θρησκεία είπε στη γυναίκα του και στους δικούς του να μην του δίνουν φαγητό και να μην του δίνουν ρούχα να αλλάζει. Είπε ακόμη στη γυναίκα του, την ώρα που ο άνδρας της προσεύχεται να παίρνει έναν κουβά νερό και να τον περιλούζει και έπειτα να μην του δίνει ρούχα να αλλάζει. Αυτά, λοιπόν, εφάρμοσαν η γυναίκα του και οι δικοί του. Εκείνος όμως με θαυμαστή υπομονή και καρτερία αγωνιζόταν τηρώντας τις εντολές του Θεού. Δεν θύμωνε και δεν αγανακτούσε και αν βρισκόταν κανένα ξεροκόμματο το έτρωγε. Ακόμη συνέβη και το εξής θαυμαστό. Αυτός εργαζόταν στη Νομαρχία. Εκεί έβλεπε τις αδικίες που γίνονταν και δεν το άντεχε. Έτσι παραιτήθηκε από την δουλειά του και προτίμησε να εργάζεται ως οικοδόμος.
Το μαρτύριό του κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια, ώσπου μία ευλογημένη μέρα, την ώρα που προσευχόταν, η γυναίκα του πήγε και γονάτισε δίπλα του. Εκείνος ξαφνιασμένος τη ρώτησε: «Τί θέλεις γυναίκα;» Εκείνη απάντησε συγκινημένη, θέλω να προσευχηθώ και εγώ και θέλω να γίνω και εγώ χριστιανή. «Γιατί είδες τίποτα;» τη ρώτησε πάλι. «Σκέφτηκα, απάντησε εκείνη, ότι αν ο Θεός των χριστιανών ήταν τόσο καλός σαν εσένα, τότε θα ήταν πολύ καλύτερος από τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ. Τώρα που εσύ αγωνίζεσαι να μοιάσεις στο Θεό, σκέφτομαι πόσο καλύτερος είναι ο Θεός των χριστιανών». Πράγματι μετά από λίγο καιρό έγιναν και αυτή και τα παιδιά τους χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Όταν τα δυο αδέρφια πήγαν για πρώτη φορά στο Κελλί του Γέροντα Παϊσίου δεν έφαγαν το λουκούμι και δεν ήπιαν το νερό που είχε ο πατήρ Παΐσιος για τους προσκυνητές. Όταν το είδε αυτό ο γέρων Παΐσιος τα ρώτησε γιατί δεν έφαγαν το λουκούμι και εκείνα απάντησαν: «Θέλαμε πάτερ πρώτα να προσκυνήσουμε στο εκκλησάκι σας και έπειτα να φάμε λουκούμι». Κι ο πατήρ Παΐσιος θαύμασε τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών λέγοντας: «Τόσοι άνθρωποι έρχονται να με δουν, αλλά μόνο αυτά τα παιδιά φέρθηκαν με αυτόν τον τρόπο».
Βλέπετε αδελφοί μου, πόσο αναγκαία και πόσο σπουδαία είναι η αρετή της υπομονής και πόσο ευεργετικά και σωτήρια αποτελέσματα έχει; Μακάρι με τις ευχές του μακαριστού γέροντα Παϊσίου ο Θεάνθρωπος Κύριος να χαρίζει σε όλους μας αυτή τη μεγάλη και σωτήρια αρετή.
--------------------------------------------
(από το περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ», Απρίλιος –Ιούνιος 2013, Αριθ. 130)

"Αγαπάτε τους φίλους σας" (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


 (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Η αγάπη προς τους φίλους είναι ακριβή. Εγώ μιλώ για την αληθινή, θεία αγάπη. Βοήθησε το φίλο σου για το καλό -και ζήτησε τη βοήθειά του για το καλό- μόνον αυτό μπορεί να ονομαστεί πραγματική φιλική αγάπη. Επιθυμώ το φίλο όχι για να κολακεύει τις αδυναμίες μου και να σκεπάζει και να δικαιολογεί τα λάθη μου αλλά, αντίθετα, να με διορθώνει στο κακό και να με υποστηρίζει στο καλό. Τέτοια φιλία είναι καθαρτήριο, στο οποίο ο άνθρωπος καθαρίζεται από τις άγριες και χαμηλές συνήθειες και διαθέσεις. Η φιλία είναι πιο απαραίτητη στην ψυχή παρά στο σώμα. Στη θλίψη η σκέψη του φίλου φέρνει ευχάριστη όψη στο πρόσωπο. Στο νεκρικό κρεβάτι η παρουσία του φίλου ομορφαίνει το πρόσωπο του θανάτου. Η φιλία είναι πάντοτε η ζωοδότρα πνοή του αγγέλου που μας παρακολουθεί στη ζωή, που μας σηκώνει όταν πέφτουμε και μας εμπνέει όταν αποδυναμωνόμαστε.

Ανάλογα με το είδος της αγάπης που προσφέρει ένας άνθρωπος στους φίλους του, τέτοιους φίλους θα βρει. Ο καθένας έχει το φίλο που του αξίζει. Ανάλογα με την ποιότητα ή το μέγεθος της θυσίας βρίσκονται οι φίλοι. Θα πρέπει να απαρνηθώ οτιδήποτε ευτελές για να μπορέσω να έχω για φίλο εκείνον που το ύψος της ψυχής του μ΄αρέσει. Και πρέπει να αποβάλω τον εγωισμό αγαπώντας έναν μη εγωιστή φίλο. Και πρέπει να αποβάλω τη θηριωδία αγαπώντας έναν ευγενή φίλο.
Η φιλία είναι σχολείο. Ό,τι είδους είναι η φιλία τέτοιου είδους είναι και το σχολείο. Κάποιον η φιλία τον ανεβάζει στον ουρανό και άλλον τον τραβά στην κόλαση. Φιλίες οι οποίες είναι συνωμοσία ενάντια στο καλό υπάρχουν αρκετές. Τέτοιες φιλίες υπάρχουν πολλές και στο περιβάλλον μας. Φίλοι μπορούν να γίνουν κι εκείνοι που ούτε γνωρίζονται ούτε σέβονται ούτε θυσιάζονται ο ένας για τον άλλον. Φίλοι μπορούν να γίνουν άνθρωποι διαφορετικής ψυχοσύνθεσης για το κέρδος. Φίλοι γίνονται άνθρωποι διαφορετικών αρχών όχι λόγω των αρχών αλλά για τον πλούτο. Λόγω ειδικού καθεστώτος για να πάρουν άδεια εργασίας και λόγω προμηθειών, λόγω πλιάτσικου και κλοπής.
Φίλοι συχνά αποκαλούνται προσωρινά και εκείνοι που στο βάθος της ψυχής τους περιφρονούν ο ένας τον άλλον. Χαμογελούν ο ένας στον άλλον συχνά εκείνοι που με χαμόγελα καταπιέζουν ξεσπάσματα μίσους ο ένας για τον άλλον. Αχ αυτά τα φιλικά χαμόγελα! Συχνά σημαίνουν αυλαία πάνω από την κόλαση. Φίλοι γίνονται συχνά άνθρωποι λόγω δειλίας, συχνά από φόβο του ενός προς τον άλλον, πολλές φορές από ματαιοδοξία, συχνά λόγω του ότι βαριούνται. Αυτή είναι πρόσκαιρη και συμφεροντολογική φιλία -το μεγαλύτερο ζιζάνιο που μεγαλώνει στη γη και η μεγαλύτερη ντροπή των ανθρώπων.
Είναι λοιπόν περίεργο που οι άνθρωποι δεν αγαπούν τους εχθρούς τους, όταν δεν ξέρουν να αγαπούν ούτε τους φίλους τους; Είναι παράξενο να μην μπορεί να διαβάσει βιβλία το παιδί που δεν έμαθε την αλφάβητο; Πώς μπορεί να αγαπήσει ο άνθρωπος τον απόμακρό του, όταν δεν μπορεί να αγαπήσει τον πλησίον του; Πώς μπορεί ο Σέρβος να αγαπήσει τον Γερμανό, όταν ο Σέρβος δεν έμαθε να αγαπά το Σέρβο; Πώς οι μη γνωρίζοντες τον Θεό Ιάπωνες να αγαπήσουν τους χριστιανούς Ρώσους, όταν οι Ρώσοι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλο; Ποτέ δε θα υπάρξει αγάπη προς τους εχθρούς, μέχρι να υπάρξει αγάπη ανάμεσα στους φίλους. Και δε θα υπάρξει αγάπη ανάμεσα σε φίλους, μέχρι να οικοδομηθεί επάνω στη γνώση των άλλων, το σεβασμό και τη θυσία.
Όσο η φιλία θα αποτελεί μόνο υπηρέτρια των κατώτερων στόχων, τόσο θα κυβερνά στον κόσμο το κακό.
Η χριστιανική αγάπη κινείται κυκλικά.
Πρώτα έρχεται η αγάπη προς τον εαυτό μας, κατόπιν η αγάπη προς τους φίλους μας, μετά η αγάπη προς τους εχθρούς μας και, τέλος, η αγάπη προς τον Θεό. Ο Χριστός την αγάπη προς τον εαυτό μας την πήρε για μέτρο της αγάπης μας για τους ανθρώπους και για τον Θεό. “Όπως αγαπάς τον εαυτό σου”, λέει ο Χριστός, “να αγαπάς και τον πλησίον”. Αν οι άνθρωποι είχαν χριστιανική αγάπη προς τον εαυτό τους, γρήγορα θα είχαν και χριστιανική αγάπη προς τους φίλους τους και προς τους εχθρούς τους. Αλλά αυτή η βασική αγάπη των ανθρώπων -η αγάπη προς τον εαυτό μας- ακόμα πλειοψηφεί ως ζωώδης, εγωιστική, αδηφάγα, ακάθαρτη, οπότε και κάθε άλλη αγάπη, βασιζόμενη σε τέτοια αγάπη είναι ομοίως τέτοια.
Όμως, θα έρθει μια καλύτερη εποχή, κατά την οποία οι άνθρωποι θα αγαπιούνται περισσότερο με το πνεύμα και την αλήθεια, και λόγω του πνεύματος και της αλήθειας, και θα έχουν αληθινή αγάπη τόση όση είναι σήμερα η ψευδής αγάπη.
Θα έρθει εποχή κατά την οποία ο φίλος για τον φίλο θα είναι ιερέας και εξομολόγος, και όχι συνεργάτης στην συγκέντρωση πλούτου και την απόλαυση αυτού του κόσμου.
Θα έρθει εποχή κατά την οποία ο φίλος θα είναι για τον φίλο παρηγορητής και γιατρός, και όχι αποπλανητής και εξολοθρευτής της ψυχής.
Όταν έρθει αυτή η εποχή, τότε θα αρχίσει η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Μα όσο μακριά και αν είναι αυτή η εποχή, βρίσκεται καθ΄οδόν και θα έρθει.
Η αγάπη με την οποία σήμερα οι άνθρωποι αγαπιούνται οδηγεί στην αυτοκτονία. Αλλά όταν έρθει εκείνη η εποχή θα φέρει μαζί της και την αγάπη η οποία θα καθοδηγεί προς τη ζωή.
Ακόμα δεν ήρθε η εποχή της αγάπης προς τους εχθρούς, αφού ακόμα δεν πληρούμε την εντολή για την αγάπη προς τους φίλους.
Αλλά θα εκπληρωθεί και η μια και η άλλη εντολή, γιατί δεν προέρχονται από τον άνθρωπο αλλά από τον Θεό. Και η θεϊκή εντολή δεν μπορεί να μείνει ανεκπλήρωτη. Δεν μπορώ, εγώ, αδελφοί μου, να σας παρακινήσω με τους αδύναμους λόγους μου, ώστε να εκπληρώσετε τις θεϊκές εντολές περί αγάπης. Όμως, θα σας κινήσει σε αυτό ο Θεός, ο οποίος κινεί τους ήλιους. Δεν μπορώ να σας δώσω ούτε τη δύναμη για τη γνώση ούτε τη δύναμη για το σεβασμό ούτε τη δύναμη για τη θυσία. Αυτή η δύναμη θα σας τη δώσει Εκείνος που έχει την παντοδυναμία στα χέρια Του και που κινεί τα σύννεφα με τις σκέψεις. Ο λόγος περί Θεού θα καταστεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά ο λόγος περί Θεού, ανεξάρτητα απ΄ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει τέλος δεν μπορεί να αφήσει το επίγειο σπίτι του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιούνται σ΄ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μια κουκκίδα. Δεν είναι ο άνθρωπος αλλά ο Θεός φερέγγυος και πιστός εγγυητής της βασιλείας της αγάπης στη γη. Ο Θεός μας είναι εγγυητής ότι ο ήλιος δε θα σβήσει πριν να δει τα τέκνα Του επί της γης να μοιάζουν στον επουράνιο Πατέρα τους. Κοίτα, σε λίγο καιρό θα σβήσει για μας ο ήλιος: Σκεπασμένοι από το μαύρο πέπλο του θανάτου, θα μείνουμε κρυμμένοι από τον ήλιο. Αλλά γιατί να μη μας δει ο ήλιος, όσο ζούμε, σαν τέκνα που μοιάζουν στον επουράνιο Πατέρα τους; Ας υποσχεθούμε ότι θα δώσουμε τέτοια ευχαρίστηση στον ήλιο και πόσο μεγαλύτερη ευχαρίστηση σ΄εμάς και τους φίλους μας! Ας είναι αρωγός μας σ΄αυτό ο επουράνιος Πατέρας μας, και τώρα και στους αιώνες.
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Αργά βαδίζει ο Χριστός”, Εκδόσεις "Εν Πλω")
------------------------------------------------------------------

π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος: "Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου";


Σ’ ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τὸ ὁποῖο εἶχε φυλάξει στὸ ἀρχεῖο του ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, πατὴρ Ἀρσένιος Κομπούγιας, τοῦ ἡσυχαστηρίου «Παναγία ἡ Γοργοεπήκοος» στὴ Ναύπακτο, γράφει τὸ ἑξῆς σημαντικὸ γεγονός:


Ἕνας ἱερεὺς ζηλωτὴς, μὲ πλούσια δράση, εἶδε κάποτε ἕνα ὄνειρο. Ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχει περιγράψει ὡς ἑξῆς:
«Καθόμουνα στὴν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἐργασία. Τὸ σῶμα μου πονοῦσε ἀπ’ τὴ μεγάλη κόπωση.
Πολλοὶ στὴν ἐνορία μου ζητοῦσαν τὸν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Καὶ πολλοὶ τὸν εἶχαν βρεῖ. Ἡ ἐνορία μου προόδευε ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἡ ψυχὴ μου πλημμύριζε ἀπὸ χαρά, ἐλπίδα καὶ θάρρος. Τὰ κηρύγματά μου ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση. Πολλοὶ προσήρχοντο στὴν Ἐξομολόγηση. Ἡ ἐκκλησία μου ἦταν πάντοτε ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Εἶχα κατορθώσει νὰ κινητοποιήσω ὁλόκληρη τὴν ἐνορία.
Ἱκανοποιημένος ἀπ’ ὅλα, ἐργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ἐξαντλήσεως. Ἐνῷ σκεπτόμουνα ὅλα αὐτὰ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς, ποὺ θὰ σᾶς περιγράψω:
Ἕνας ξένος μπῆκε στὸ δωμάτιο χωρὶς νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γλυκὸ κι εἶχε μεγάλη πνευματικότητα. Ἦταν καλὰ ντυμένος καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι του μερικὰ ὄργανα χημικοῦ ἐργαστηρίου. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση προκαλοῦσε παράξενη ἐντύπωση. Ὁ ξένος μὲ πλησίασε. Κι ἐνῷ μοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι του γιὰ νὰ μὲ χαιρετήσει, μὲ ρώτησε:
-Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ μοῦ προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατὶ ἤμουν πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὸ ζήλο μου. Καὶ δὲν εἶχα καμία ἀμφιβολία, πὼς κι αὐτὸς ὁ ξένος θὰ ἦταν πολὺ χαρούμενος, ἄν τὸν γνώριζε.
Τότε, ὅπως θυμᾶμαι ἀπ’ τὸ ὄνειρό μου, γιὰ νὰ τοῦ δείξω πόση ἀξία ἔχει ὁ ζῆλος μου, σὰν νὰ ἔβγαλα ἀπ’ τὸ στῆθος μου μιὰ συμπαγῆ μᾶζα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε σὰν χρυσάφι. Τοῦ τὴν ἔβαλα στὸ χέρι καὶ τοῦ λέω:
-Αὐτὸς εἶναι ὁ ζῆλος μου.
Ἐκεῖνος τὴν πῆρε καὶ τὴ ζύγισε προσεκτικὰ πάνω στὴ ζυγαριὰ του:
-Ζυγίζει πενῆντα κιλά, μοῦ λέει σοβαρά.
Ἐγὼ μόλις ποὺ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ χαρὰ μου γιὰ τὸ βάρος αὐτό. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ σοβαρότητα, σημείωσε τὸ βάρος σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ συνέχισε τὴν ἐξέτασή του.
Ἔσπασε τὴ μᾶζα ἐκείνη σὲ κομμάτια καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα χημικὸ τηγάνι πάνω στὴ φωτιά. Ὅταν ἡ μᾶζα ἔλειωσε καὶ καθαρίστηκε, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὴ φωτιά. Ξεχώρισε τὰ διάφορα στοιχεῖα. Ὅταν αὐτὰ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τὰ ἄγγιζε μ’ ἕνα σφυράκι καὶ ζύγιζε τὸ βάρος κάθε κομματιοῦ πάνω στὸ χαρτί.
Ὅταν τελείωσε, μοῦ ἔριξε μιὰ ματιὰ γεμάτη ἀπὸ συμπόνια καὶ μοῦ λέει:
-Εὔχομαι νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ σωθεῖς.
Κι ἀμέσως, ἐγκατέλειψε τὸ δωμάτιο.
Στὸ χαρτὶ ποὺ μοῦ ἄφησε στὸ τραπέζι, ἦταν γραμμένα τὰ ἑξῆς:
Ἀνάλυσις τοῦ ζήλου τοῦ ἱερέως Χ.
Συνολικὸν βάρος: 50 κιλὰ
Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυσις παρουσιάζει τὰ ἑξῆς στοιχεῖα:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπικὴ φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρὸς ἐπιβολὴ καὶ κυριαρχία πάνω στὶς ψυχές: 8 κιλά.
• Ἐπίδειξις: 10 κιλὰ παρὰ 20 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό: 10 γραμμάρια.
• Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: 10 γραμμάρια.
Σύνολον: 50 κιλά.
Ἡ παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ ξένου καὶ ἡ ματιὰ μὲ τὴν ὁποία μὲ ἀποχαιρέτησε, μοῦ μετέδωσαν κάποια ἀνησυχία. Μὰ ὅταν εἶδα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξετάσεώς του, ἔνοιωσα τὰ γόνατά μου νὰ λυγίζουν.
Θέλησα στὴν ἀρχὴ ν’ ἀμφισβητήσω τὴν ὀρθότητα τῶν ἀριθμῶν. Μὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα ἕναν ἀναστεναγμὸ τοῦ ξένου, ποὺ εἶχε φθάσει στὴν ἐξώπορτα. Ἠρέμησα κι ἄρχισα νὰ σκέπτομαι πιὸ ψύχραιμα. Μὰ καθὼς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστὰ μου. Δὲν μποροῦσα νὰ διαβάσω τὸ χαρτί, ποὺ κρατοῦσα στὰ χέρια μου. Ἀγωνία καὶ φόβος μὲ κατέλαβαν. Στὰ χείλη μου ἦλθε ἡ κραυγή:
-Κύριε, σῶσον με…
Ἔριξα πάλι μιὰ ματιὰ στὸ χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε αὐτὸ σ’ ἕναν ὁλοκάθαρο καθρέπτη, ποὺ καθρέπτιζε τὴν καρδιὰ μου. Ἔνοιωσα καὶ ἀνεγνώρισα τὴν κατάστασή μου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακαλοῦσα τὸν Κύριο νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπ’ τὸ ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα μὲ μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας.
Στὰ περασμένα χρόνια, παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ σώσει ἀπὸ διαφόρους κινδύνους. Μὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ δικὸ μου ΕΓΩ.
Γιὰ πολὺ καιρὸ ἔνοιωθα ταραγμένος. Τέλος, ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονες προσευχές, ἔνοιωσα τὸ φῶς τοῦ Κυρίου νὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιὰ μου καὶ νὰ καίει τ’ ἀγκάθια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μου. Ὅταν ὁ Κύριος μὲ καλέσει κοντὰ Του, θὰ Τὸν εὐχαριστήσω ὁλόθερμα γιὰ τὴν ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς ἡμέρας, γιατὶ μοῦ φανέρωσε τότε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτὸ μου καὶ ὁδήγησε τὰ πόδια μου στὸν πιὸ στενό, ἀλλὰ καὶ πιὸ ὄμορφο δρόμο. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα ἀνανέωνα τὶς ἀποφάσεις μου.
Ἐκείνη ἡ ἐπίσκεψη ποὺ μοῦ ἔκανε Ἐκεῖνος ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), μὲ ἔκανε ἄλλον ἄνθρωπο καὶ ὠφέλησε πολὺ τὴν ἐργασία μου».
--------------------------------------------------------------------
πηγή: Ἀναγνωστόπουλος Στέφανος (Πρεσβύτερος), "Οἱ Ἀναβαθμοὶ στὴν ἐν Χριστῷ πορεία", Πειραιᾶς, 2011.

Φώτης Κόντογλου: "Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη..."


Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξα­πλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυ­χτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δου­λεύω, βρίσκουμε σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγρά­φιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομά του για ό­λα τα μυστήρια της οικονομίας του.
Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Κα­λή γυναίκα, κορόνα στο κεφάλι του ανδρός της. Η ομορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπί­τι σαν τον ήλιο που βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Η εμορφία δεν την περιφάνεψε, ίσια ίσια η ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Α­νάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κι η πονηριά δεν λέ­ρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Α­πλή.

Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την α­γιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντο­δύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτών». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύρ­γος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέ­σα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγα­θού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξά­πλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοί­ταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος από κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό εί­πε ο Δαυίδ: «Πας άνθρωπος ψεύτης».
Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολι­σμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ' έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυ­στική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, ά­ναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπο­νο.
Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του ό­σους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Εκείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδίας, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα πού είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δά­κρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό.
Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιω­σα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι ε­κεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτιάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο που η αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει α­πό τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι εί­ναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι; «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λο­γαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυ­τόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέ­σα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Α­πό την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, ά­κουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κε­φάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατά­λυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσέ­να, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μά­ταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα ε­γώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμέ­νος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμέ­νος. και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέ­πεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος!
Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέ­ρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημέ­νος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' ό­λο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυ­πήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!». Άλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώ­ρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Εμένα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ' αποχωρι­στούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πά­νω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορ­μιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.
Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Ό­σο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ' Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έ­βλεπα μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύ­ματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί οπού είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεη­θεί. Η λύπη της διάνοιάς μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έ­κανε μεγάλη ταραχή απ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το κα­ντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι ό­ποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρ­τιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούρ­γιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω! κατάδικοι, τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
(Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)

"Τα πάντα μπορούν να μας οδηγήσουν στον Χριστό"! (του γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου)


 
(του γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου)
Το σκοτάδι, ως συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου, δεν βγάζει ποτέ στο φως. Το φως διαλύει το σκοτάδι, διότι το σκοτάδι είναι ανυπόστατο, δεν έχει ουσία. Υπάρχει όμως μία περίπτωσις την οποία πανσόφως εκμεταλλεύεται ο παντουργός Θεός για το καλό μας, βγάζοντας και από το κακό καλό, από το σκοτάδι φως. Πώς; Δια της μετανοίας. Βλέπω την κακία μου, την αμαρτία μου,μετανοώ, κλαίω, θρηνώ, οδηγούμαι στον Θεόν, αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, νήφω, καρτερώ, και μέσα μου καλλιεργείται ο καινούργιος άνθρωπος που βγαίνει από την μετάνοια. Άρα, το καλό δεν βγαίνει από το κακό, αλλά από την μετάνοια, που είναι άλλος νους, ο νους που τον παρέχει ο Θεός μέσα στην καρδιά.
Όταν ανησυχεί, λόγου χάριν, ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή αμαρτάνει το παιδί, και το κτυπά, οπωσδήποτε θα βγάλει αντίθετο αποτέλεσμα. Διότι, εάν το παιδί κάνη αμαρτίες, σημαίνει ότι ζητάει την αμαρτία και θα τα βάλει με σένα, που γίνεσαι κήρυξ της αρετής. Και τώρα μεν φοβάται να αμαρτήσει, αλλά μόλις απελευθερωθεί από σένα, θα οδηγηθεί αμέσως στο κακό. Η βία, το κακό, δεν μπορεί να βγάλει καλό.
Πες λοιπόν στο παιδάκι σου το καλό, μάθε του τι είναι ο Θεός. Μίλησέ του από το πλήρωμα της δικής σου καρδιάς, φώτισέ του λίγο την συνείδηση με την δική σου λαχτάρα και θεία εμπειρία,και μπαίνοντας μέσα του ο Θεός, θα τον αγαπήσει. Μπορεί να βρίζει, μπορεί να κάνη αμαρτίες, αλλά έχοντας τα σπέρματα του Θεού, που είναι τόσο ισχυρά, ο Θεός τα καλλιεργεί και βγαίνει η καινούργια φύτρα, το καινούργιο βλαστάρι, το οποίο δίδει καινούργια ζωή. Αυτή είναι η μετάνοια.
Το παιδί δηλαδή αυτό, επειδή το αφήνεις ελεύθερο, επειδή το σέβεσαι, επειδή του είπες την αλήθεια, επειδή του απεκάλυψες τι έχει η καρδούλα σου και τι κόσμοι υπάρχουν μέσα σε αυτήν,λέγει μετά: Μα, τί φρικτή ζωή που κάνω! Τί είναι αυτή η αμαρτία! «Αναστήσομαι και επιστρέψω εις τον Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Και ο βλαστός της μετανοίας βγάζει τον καρπό της καινής ζωής.
Έτσι τα καταφέρνει ο Θεός να βγάζει και από το στόμα του λύκου την σωτηρία.
Ο Ιώβ, από την κατάρα στην οποία είχε πέσει, έβγαλε την ευλογία του Θεού και ανεκαινίσθη. Ο Μωυσής ο Αιθίοψ, από τα εγκλήματα και τις ληστείες, έβγαλε την καινούργια ασκητικώτατη ζωή και έγινε αγνώριστος. Δεν τον γνώρισαν καν οι παλαιοί σύντροφοί του και οι άλλοι ληστές΄ τόσο «ανεκαινίσθη ως αετού η νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), έγινε καινούργια η ζωή του.
Επομένως, μπορούμε να πούμε: Όποιος είναι θυμώδης, ας στρέψη όλον τον θυμό, όλη την εσωτερική ένταση του προς τη αγάπη του Θεού, προς την ειρήνη, προς τα σωτήρια λόγια, προς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο τον βοηθεί. Κάποιος το έλεγε, κτυπώντας τα χέρια του. Τον είδα και τον ρώτησα: Τί κάνεις εκεί; Και μου απήντησε: Είχα μάθει με τα μηχανήματα να κουνώ τα χέρια μου και δεν μπορώ τώρα να κάνω αλλοιώς. Μπράβο, του λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πως το κακό, ο θόρυβος, που είναι το χειρότερο κακό, μπορεί να βγάλει και καλό; Κάποιος θαλασσινός το έλεγε, έχοντας την εντύπωση ότι έπιανε τα κουπιά, γι’ αυτό και κουνούσε τα χέρια του. Πραγματικά έπιανε το κουπί, τον Χριστόν.
Άρα, το παν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Ό,τι μας δίνει ο Θεός, ότι μας κάνουν οι άλλοι, ότι παθαίνουμε μέσα μας και γύρω μας, όλα είναι μεταγωγικά προς τον Θεόν. Τόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού. Μόνον τα αποβράσματα του εγώ μας δεν είναι σωτήρια. Αυτά μας απομακρύνουν από τον Θεόν.
----------------------------------------------------------------

Η νήψη κατά τη διάρκεια της νύχτας"


(Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.
Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.
Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.
Ερμηνεία
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.
Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις: η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.
Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει - και εποπτεύεσθαι - ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.
Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: "Έρχου και ίδε". Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία - λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς "είδε" τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: "Ίδε αληθής Ισραηλίτης". Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: "Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού". Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.
Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, "αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη". Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι' αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.
Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.
Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε "τι ζητείτε", διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: "Ραββί, που μένεις;". Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.
Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.
Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, "το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με", που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.
Αλλά ποιο είναι "το πρωί"; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα - αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι - και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι' αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.
Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος "ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί". Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή "φάντασμα", διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; "Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους... λέγων: εγώ είμι"(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).
Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: "Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο"(Μαρκ. 1, 35). Το "πρωί" ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι' αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.
Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι' αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.
Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία - την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.
Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.
Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το "εποπτεύεσθαι" είναι η ενέργεια του Θεού.
Το "εποπτεύεσθαι" επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.
Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ' όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.
Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.
Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.
Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.
Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. 
--------------------------------------------------------
πηγή: Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, "Λόγος Περί Νήψεως", εκδ. Ίνδικτος

Ανωνύμου μοναχού: Περί της νοεράς, καρδιακής και νηπτικής προσευχής


Όταν αγαπητέ, θέλεις να προσευχηθείς νοερώς από το βάθος του εαυτού σου, μιμήσου στην καρδιακή ευχή την φωνή του τζίτζικα. Ο τζίτζικας όταν λαλεί, φωνάζει κατά δύο τρόπους. Διότι πρώτα φωνάζει πέντε -δέκα φορές με σιγανή και διακεκομμένη  φωνή και ύστερα, στο τέλος της φωνής, τελειώνει με δυνατότερο τόνο και με τραβηχτή και μουσικότερη φωνή. 

Το λοιπόν και εσύ, αγαπητέ, όταν προσεύχεσαι νοερώς μέσα στην καρδιά σου, έτσι να προσεύχεσαι· πρώτα να λέγεις το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με" καμμιά δεκαριά φορές δυνατά από την καρδιά σουκαι καθαρά με τον νου σου και από το βάθος του εαυτού σου, σε κάθε αναπνοή μία ευχή, και σε κάθε ευχή να κρατάς την αναπνοή σου· και αφού πεις καμμιά δεκαριά φορές ή και περισσότερες με αυτόν τον τρόπο την ευχή μέχρι που να ζεσταθεί μέσα σου εκεί που μελετήθηκε η ευχή, τότε λέγε αυτήν την ευχή με δυνατότερο τόνο του εαυτού σου και περισσότερη βία της καρδιάς σου, όπως τελειώνει και ο τζίτζικας την μελωδία του με δυνατότερο τόνο της φωνής του και με μουσικότερη φωνή. 
Αυτή η ευχή, που λέγεται κυρίως Νοερά προσευχή, λέγεται ακόμη και Καρδιακή προσευχή και Νηπτική προσευχή. Και όταν την λέγεις νοερώς και την μελετάς μυστικώς μέσα σου με εσωτερική φωνή και με ησυχία, τότε λέγεται αυτή η ευχή "Νοερά Προσευχή". 
Όταν λέγεις αυτήν την ευχή από την καρδιά σου, από το βάθος της καρδιάς σου, με δυνατό τόνο της καρδιάς σου, με εσωτερική βία του εαυτού σου, τοτε λέγεται αυτή η ευχή "Καρδιακή ευχή". "Νηπτική" λέγεται, όταν με την προσευχή σου αυτήν ή και από την άπειρη αγαθότητα του Θεού κατοικεί η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή σου και αγγίζει την καρδιά σου ή και σου δείχνει κάποια θεωρία, στην οποία νήφει και προσέχει ο οφθαλμός της διανοίας σου. 
Έτσι όταν καλλιεργείς αυτήν την νοερά προσευχή και την μελετάς με ευλάβεια και όπως ταιριάζει  σ' αυτήν, τότε φαίνεται το όνομα του Χριστού τόσο παρηγορητικό κια γλυκύ στην διάνοιά σου και στην ψυχή σου, ώστε δεν το χορταίνεις ποτέ μνημονεύοντάς το. 
Όταν καλλιεργείς την καρδιακή ευχή, δηλαδή όταν την επιτύχει η καρδιά και αγγίξει η Χάρη του Θεού την καρδιά σου, από την οποία Χάρη του Θεού συλλαμβάνει η καρδιά σου την κατάνυξη, όπως συνέλαβε η Κυρία Θεοτόκος τον Λόγο του Θεού από το Άγιο Πνεύμα, τότε φαίνεται στην καρδιά σου το όνομα του Ιησού και Θεού και όλη η Αγία Γραφή μία άρρητη γλυκύτητα, και κάθε πνευματικό νόημα της γίνεται ένας γλυκόρροος ποταμός της θεϊκής κατανύξεως, που την γλυκαίνει και την θερμαίνει θαυμασίως με τον έρωτα και την αγάπη του δημιουργού της Θεού. 
Μερικές φορές πάλι, όταν εργάζεσαι αυτήν την καρδιακή ευχή με πόνο της εξασθενημένης σου καρδιάς και με λύπη της ταπεινωμένης σου ψυχής, τότε καταλαβαίνει η ψυχή σου την παρηγορία και την επίσκεψη του Κυρίου σ'  αυτήν. Αυτό είναι εκείνο που λέγει ο προφήτης· "Εγγύς Κύριος τοθς συντετριμμένοις την καρδίαν (Ψαλμ. λγ΄19), διότι εγγίζει αοράτως ο Κύριος σ' εσένα για να σου δείξει κάποιο μυστικό πράγμα, δηλαδή σου δείχνει κάποια οπτασία για να σε κάνει θερμότερο στην πνευματική εργασία της καρδιάς σου. 
Και λοιπόν, αγαπητέ, όταν με τη Χάρη του Χριστού θεωρεί η ψυχή σου κάποια οπτασία και κατανύσσεσαι από αυτήν την προσευχή, τότε καταλαβαίνεις ότι η νηπτική ευχή δεν είναι άλλο πράγμα παρά αυτή η θεϊκή Χάρη, δηλαδή η νοερά θεωρία, η θεϊκή οπτασία την οποία κοιτάζει η διάνοιά σου και αντικρύζει σταθερά  ο νους σου και νήφει η ψυχή σου. Και ότι η θεϊκή Χάρη του Αγίου Πνεύματος κατοίκησε στην ψυχή σου και άγγιξε ανεπαισθήτως την καρδιά σου και γλύκανε ανεκφράστως την διάνοιά σου, το γνωρίζεις και το καταλαβαίνεις μόνον εσύ με τον εαυτόν σου, διότι αναβλύζει ασταμάτητα σαν από κάποια ασταμάτητη πηγή από την καρδιά σου η κατάνυξη, μαζί με άρρητη γλυκύτητα της διάνοιάς σου και μαζί με πολλή παρηγορία της ψυχής σου. Οπότε, λαμβάνοντας η ψυχή σου αυτήν την ώρα κάποιο πνευματικό θάρρος, παρακαλεί μυστικώς τον πλάστη και δημιουργό της Θεό και λέγει· 'Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου"(Λουκ. κγ΄42), ή κάποιο άλλο παρόμοιο ρητό της Αγίας Γραφής. 
Εκείνη η αγία και καθαρή δέηση, που γίνεται έτσι μέσα από την ψυχή, τόσο ισχυρή είναι, ώστε διαπερνώντας την ουρανό φθάνει και προχωράει μέχρι τον θρόνο της Αγίας Τριάδος, μπροστά στην Οποία στέκεται σαν το μυρωμένο και ευωδιαστό θυμίαμα. 
Γι' αυτήν την προσευχή έλεγε και ο προφήτης· "Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν Σου"(Ψλμ. ρμ΄ 2). Και λοιπόν, εκείνη η αγία δέηση δέχεται τότε ανεκφράστως από τον εν Τριάδι Θεόν τον καρπόν του Αγίου Πνεύματος, τον οποίο, αφού λάβει μαζί της ευλαβώς και με σεμνότητα, τον προσφέρει στην ψυχή σαν ένα ατίμητο και ουράνιο δώρο που στέλνεται σ' αυτήν από τον Θεό των όλων για αρραβώνα της μελλούσης βασιλείας και υιοθεσίας. Αυτόν τον ουράνιο και θεϊκό καρπό του Αγίου Πνεύματος, αφού τον δεχτεί η ψυχή από την δέηση, δηλαδή από την καθαρή προσευχή, αποκτάει η ίδια την θεία αγάπη, την πνευματική χαρά, την καρδιακή ειρήνη, την μεγάλη υπομονή στις θλίψεις και στους πειρασμούς αυτού του αιώνος, την αρετή σε όλα και την αγαθωσύνη, την αδίστακτη πίστη, την πραότητα του Χριστού και την παθοκτόνο εγκράτεια. Όλα αυτά λέγονται "καρπός του Αγίου Πνεύματος"(Γαλ. ε΄9). Στον Θεό μας ανήκει η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.