Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΨΥΧΩΝ: ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΝΝΟΙΑ;



ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΨΥΧΩΝ:

ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΝΝΟΙΑ;

(ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ)

Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου



   Όταν λέμε «ανάσταση νεκρών» και «αθανασία των ψυχών» δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα. Πολλοί δυστυχώς χριστιανοί συγχέουν τις ανωτέρω έννοιες. Περιληπτικά μπορούμε να πούμε τα εξής:

α) Η αθανασία των ψυχών είναι καθαρά ελληνική διδασκαλία (και όχι μόνο), ενώ η ανάσταση των νεκρών αποκλειστικά χριστιανική.

β) Για την Εκκλησία, η ψυχή δεν είναι εκ φύσεως αθάνατη, όπως πίστευαν οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι γνωστικοί, αλλά κατέστη αθάνατη δια της αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος Χριστός θα ανακαινίσει, αναστήσει και αφθαρτοποιήσει και τα σώματά μας δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος.     

γ) Ο Σωκράτης δεν φοβάται τον θάνατο αλλά τον δέχεται σαν φίλο, ελευθερωτή και λυτρωτή, από την φυλακή του σώματος και των εγκοσμίων, ενώ ο Χριστός αγωνιά και ταράζεται μπροστά στην οντολογική ζημιά που ο θάνατος επιφέρει και, βλέποντας το πρόσωπο του θανάτου ως το μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, προσφεύγει στον παντοδύναμο Πατέρα του. Σύμφωνα με την προς Εβραίους επιστολή εξάλλου, «ο Ιησούς με δυνατές κραυγές και δάκρυα προσέφερε δεήσεις και ικεσίες προς Εκείνον (τον Πατέρα Του), που μπορούσε να τον σώσει» (5,7).

δ) Ο Σωκράτης με ηρεμία πίνει το κώνειο, ενώ ο Ιησούς υποφέροντας στενάζει πάνω στο σταυρό σπαρακτικά: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Μαρκ. 15,37).

ε) Ο θάνατος αντιμετωπίζεται από τους Έλληνες φιλοσόφους, Πλάτωνα κ.α., ως κάτι το φυσιολογικό, ενώ από την Εκκλησία και την Αγία Γραφή ως κάτι το τερατώδες, αφύσικο γεγονός, που δεν ήταν στην αρχική σκέψη του Θεού, αλλά ευθύνεται γι’ αυτόν ο εθελότρεπτος άνθρωπος και ο διάβολος, ο ηθικός αυτουργός. Κατάρα θεωρείται ο θάνατος ήδη από την Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, διότι κατέστρεψε την θεωτική πορεία ανθρώπου και κτίσεως.

στ) Το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνος που χορηγεί την αιώνια ζωή στα σώματα των ανθρώπων, πιστών και αγίων, τα οποία σώματα δεν θεωρούνται κατώτερης μοίρας και σκλαβιά των ψυχών, όπως σε κάποιες φάσεις φαίνεται στην ελληνική και ρωμαϊκή σκέψη, αλλά εξίσου αληθινή και ισότιμη δημιουργία του Θεού όπως το πνευματικό και αόρατο της ψυχής. Το σώμα για τον απ. Παύλο άλλωστε είναι ο «ναός του αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6,19), ιδέα παράλογη για τους Έλληνες φιλοσόφους.

ζ) Για την Καινοδιαθηκική ανθρωπολογία, η ψυχή και το σώμα, εξαρχής και από τη φύση τους, ανήκουν στην καλή δημιουργία, διότι έτσι το θέλησε ο Θεός. Και τα δύο γίνονται κακά όταν κυριεύονται από τη δύναμη της αμαρτίας (παρέκκλισης και αποτυχίας να βαδίσουμε προς το καθ’ ομοίωση), την εξουσία της «σάρκας», που θεωρείται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη κυρίως, «το σώμα της αμαρτίας». Η άμεση απελευθέρωση καί του σώματος καί της ψυχής από την σαρκική νοοτροπία (μετάνοια-Εξομολόγηση) επιτυγχάνεται μόνο με την ενέργεια του Παρακλήτου, ο οποίος «καινά ποιεί πάντα». Επομένως ο χριστιανός δεν θεωρεί σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση από το σώμα, όπως συναντάμε κάποτε στην αρχαιοελληνική σκέψη, αλλά την απελευθέρωση του σώματος και της ψυχής από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Διδασκόμαστε, στην ασκητική επίσης θεολογία, να είμαστε παθοκτόνοι, όχι όμως σωματοκτόνοι. 

η) Τέλος, πιστεύουμε ως Εκκλησία, ότι στην Βασιλεία των Ουρανών το σώμα (ο άνθρωπος) δεν θα ζει από την σαρκική του συνείδηση, τη βιολογία του δηλαδή και τη χημεία του, αλλά από την δύναμη του Αγίου Πνεύματος «εν ημίν». Όταν μιλάμε επομένως για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεν εννοούμε ότι θα λάβει χώρα καταστροφή της φύσης, αλλά απελευθέρωση της ύλης και σύνολης της δημιουργίας από την «σάρκα», τη φθορά και τον θάνατο.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

Βλάχου Ιεροθέου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου, «Η ζωή μετά τον θάνατο», Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου», 1994.
Βλάχου Ιεροθέου, «Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2004.
Γιανναρά Χρήστου, «Η μεταφυσική του σώματος», εκδ. Δωδώνη, Αθ. 1971
Cullmann Oscar, «Αθανασία της ψυχής ή ανάσταση των νεκρών;», εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1994



ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ - Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ-ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Ή ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ;
Page 14 of 38

...
10
11
12
13
14
...
16
17
18

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΗΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΕΠΙΦΑΝΙΟ

origenis
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΗ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΕΠΙΦΑΝΙΟ
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή

    Σύμφωνα με τον Ωριγένη, ο Θεός είναι Μονάς ή Ένας που εκδηλώνεται και αποκαλύπτεται. Είναι νοερά φύση, απλή, δεν επιδέχε­ται κανενός είδους προσθήκη και αποτελεί την αρχή των όντων. Είναι ακατάληπτος όχι όμως όπως το αφηρημένο και απόλυτο ον της φιλοσο­φίας αλλά είναι εκείνο το ανώτατο ον το οποίο δε μπορούμε να γνωρί­σουμε καθώς είναι πέρα από κάθε είδους κτιστής πραγματικότητας.
Καταπολεμώντας τις μοναρχιακές αντιλήψεις ο Ωριγένης υποστηρί­ζει ότι ο Λόγος είναι «δεύτερος Θεός». Δε μπορεί να συγκριθεί με τον Πατέρα διότι είναι εικόνα του και μάλιστα εικόνα της αγαθότητάς Του. Ο Υιός γεννάται πάντοτε από τον Πατέρα και όχι μόνο μία φορά. Ενώ όμως γεννάται υπάρχει και ως «νοητική και προθετική των όλων δύναμις».
Όσον αφορά την κοσμολογία ο Ωριγένης τοποθετεί την όλη δημι­ουργία στο πλαίσιο της αιωνιότητας υποστηρίζοντας ότι ο Θεός δεν κράτησε ποτέ κρυμμένη τη δύναμή Του, την οποία εκδήλωνε δημιουρ­γώντας και αποκαλυπτόμενος. Εφόσον ο Θεός πάντα δημιουργούσε δεν υπήρχε χρόνος χωρίς κόσμο. Αλλά η άποψη αυτή δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος κόσμος είναι αιώνιος αλλά ότι υπάρχει διαδοχική σειρά κόσμων σύμφωνα με τον καθηγητή Π. Χρήστου.
Πρώτα δημιουργήθηκε ο κόσμος των νόων, τα πνεύματα δηλαδή τα οποία ήταν λογικά και με δυνατότητα εκλογής τού καλού και τού κακού.
Η εμφάνιση της αμαρτίας συνδέεται στενά με την εκλογή τού κακού και είναι ένα προκόσμιο επεισόδιο. Η αμαρτία είναι η απομάκρυνση από το Θεό. Πρώτος αμάρτησε ο διάβολος τον οποίον ακολούθησαν οι ψυχές των ανθρώπων. Μόνο η ψυχή τού μελλοντικού ενσαρκωμένου Λόγου δεν αμάρτησε. Ο παρών υλικός κόσμος κτίσθηκε ως τόπος καθάρσεως και τιμωρίας των νόων που έπεσαν και επίσης τόπος όπου οι ψυχές πρέ­πει να αγωνιστούν για να αποκατασταθούν στο παλαιό αξίωμα. Για την κάθαρση από την αμαρτία ήρθε στον κόσμο ο Χριστός. Η ψυχή του απετέλεσε μεσάζον ον που συνέδεσε το Λόγο με το σώμα τού Χριστού.
Ο Άγιος Επιφάνιος δίνει τη δική του θεώρηση γύρω από την Ωριγένεια θεολογία. Σύμφωνα με τον Επιφάνιο ο Ωριγένης πίστευε ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσματα τού Πατρός. Ο Υιός δεν είναι φυσικός αλλά θετός Υιός.
Επίσης υποστήριζε ότι οι ψυχές προϋπήρχαν και σε κάποια στιγμή έπεσαν από τον κόσμο τού πνεύματος στον υλικό κόσμο και φυλακί­στηκαν στο σώμα. Ο Ωριγένης ερμήνευε αλληγορικά το χωρίο (Ψαλμ. 118, 67) «πριν ή ταπεινωθήναί με, εγώ επλημμέλησα» για να στηρίξει την αντίληψή του για την πτώση των ψυχών. Με το χωρίο (Ψαλμ. 114, 7) «επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου» προσπαθούσε να στηρίξει την αντίληψή του περί επιστροφής της ψυχής στην αρχέγονη κατάσταση. Επίσης ο Ωριγένης πίστευε ότι οι δερμάτινοι χιτώνες που ενδύθηκαν οι πρωτόπλαστοι ήταν το σώμα, σύμφωνα με το χωρίο (Γεν. 3, 21) «εποίησεν αυτοίς χιτώνας δερμάτινους και ενέδυσεν αυτούς». Αυτή η αντίληψη αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση της ερμηνείας που έδινε ο Ωριγένης στο είδος και τον τρόπο της γενικής ανάστασης η οποία χαρακτηρίζεται από τον Επιφάνιο «ελλιπής».
Ο Άγιος Επιφάνιος προσπαθώντας να στηρίξει την άποψή του ότι βασικό σημείο του πυρήνα της τριαδολογίας του Ωριγένη είναι η πεποί­θηση στην πιστότητα του Υιού, παρέθετε ένα απόσπασμα από την εξήγηση του Ωριγένη στον πρώτο ψαλμό. Ο Άγιος Επιφάνιος όμως τονίζει ότι, εάν ο Υιός είναι ποίημα και κτίσμα, δεν θα πρέπει να προσκυνείται, καθώς «παν γαρ το κτιστόν ου προσκυνητόν». Ο Υιός δεν είναι κτίσμα καθώς ο ίδιος είχε πει ότι «εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» (Ιωαν. 14, 30) και «εγώ και ο πατήρ εν εσμέν» (Ιωαν. 10, 30). Ο Χριστός κατά τη διάρκεια της ένσαρκης παρουσίας ποτέ δεν είπε ότι ο «Θεός έκτισέ με» αλλά ότι «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωαν. 14, 9). Όλα αυτά τα χωρία υποδηλώνουν ότι ο Υιός δεν είναι κτίσμα αλλά φυσικό γέννημα του Πατρός. Εδώ τίθεται το ερώτημα: Ο Ωριγέ­νης πίστευε πράγματι ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσματα; Όσον αφορά το Λόγο ο Ωριγένης πίστευε ότι προέρχεται εκ του Πατρός και ότι είναι η νοητική και προσθετική των όλων δύναμις, η προαιωνίως υπάρχουσα στον Πατέρα, γεννάται αΐδια από τον Πατέρα, αλλά διακρίνεται από τον Πατέρα κατά το πρόσωπο αντιθέμενος στον τροπικό μοναρχιανισμό, καθώς είναι «δύο τη υποστάσει πράγματα».
Σύμφωνα με το Θεοδώρου, ο Ωριγένης χρησιμοποιώντας κάποιες εκφράσεις ότι ο Λόγος παρίσταται ως το «πρεσβύτατον πάντων των δημιουργημάτων» και ως κτιστή σοφία, έδωσε έρεισμα σε κάποιους αντιωριγενιστές όπως ο Άγιος Επιφάνιος να τον κατηγορήσουν για πρόδρομο τού Αρείου. Όμως ο Ωριγένης τονίζει ότι ο Λόγος δεν είναι Θεός κατά μετουσίαν αλλά κατ’ ουσίαν και ο όρος ομοούσιος απαντά δύο φορές στον Ωριγένη. Σύμφωνα με το Θεοδώρου αδίκως ο Ωρι­γένης χαρακτηρίζεται ως πρόδρομος του αρειανισμού καθώς τα παρα­πάνω χωρία θα πρέπει να ερμηνευθούν σε συσχετισμό με την πίστη ότι ο Λόγος είναι Θεός ο οποίος γεννάται αΐδια από τον Πατέρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ οι Αρειανοί δε χρησιμοποίησαν την αυθεντία του Ωριγένη για να στηρίξουν τις απόψεις τους. Ωστόσο υπάρχει το σχήμα υποταγής στον Ωριγένη όπως μαρτυρεί και ο Άγιος Επιφάνιος , αν και ο Λόγος είναι «δεύτερος Θεός» και εικόνα της αγαθότητάς του, εντούτοις είναι Υιός φύσει και όχι κατ’ υιοθεσίαν. Ως προς την διδασκαλίαν τού Άγιου Πνεύματος, ο Ωριγένης διδάσκει ότι είναι αιώνιο και ισοστάσιο προς την αιωνιότητα τού Υιού. Έχει την αυτή τιμή και δόξα προς τον Πατέρα και τον Υιόν, ενώ φαίνεται ότι πουθενά δεν το αποκαλεί πιστό, επειδή σε κανένα σημείο της Αγίας Γραφής το 'Άγιο Πνεύμα δεν αναφέρεται ως κτιστό.
Το δεύτερο σημείο της θεολογίας τού Ωριγένη στο οποίο αντιτάσσεται ο Άγιος Επιφάνιος, είναι η αντίληψη για την ανάσταση των νεκρών. Ο Επιφάνιος παραθέτει τη διδασκαλία τού Ωριγένη όπως διασώζεται από το Μεθόδιο Ολύμπου σύμφωνα με την οποία κατά την ανάσταση τα σώματα θα είναι πνευματικά χωρίς να υπάρχει αφανισμός «τού προτέρου είδους καν επί το ενδοξότερον γένηται αυτού η τροπή». Σύμφωνα με τον Ωριγένη αυτό το οποίο θα αναστηθεί δεν θα είναι το παχυλό σώμα το οποίο αυξάνεται και αλλάζει με τη λήψη των τροφών καθώς είναι ρευστή η «φύσις τού σώματος» αλλά «το σωματικόν είδος καθ’ ο ειδοποιείται» ο κάθε άνθρωπος. Αυτό το σωμα­τικό είδος δεν αλλάζει ποτέ και «εν τη αναστάσει περιτίθεται πάλιν την ψυχήν επί το κρείττον μεταβάλλον ου πάντως τόδε έτι εντεταγμένον το κατά την πρώτην υποκείμενον».
Ο Ωριγένης δε συμφωνεί σε κάθε είδους υλιστική, παχυλή και απλοϊκή ερμηνεία της αναστάσεως και γι’ αυτό το λόγο επικαλείται τα χωρία (Α' Κορ. 15, 44) «Σπείρεται σώμα ψυχικόν εγείρεται σώμα πνευ­ματικόν» και (Α' Κορ. 15, 50) «σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρο- νομήσαι ου δύνανται». Επίσης συμβουλεύει να ερμηνεύονται σωστά τα χωρία τα οποία ευνοούν μία απλοϊκή ερμηνεία της αναστάσεως όπως αυτά που κάνουν λόγο για το όραμα τού Ιεζεκιήλ.
Ο Άγιος Επιφάνιος αντιτίθεται στην θεωρία τού Ωριγένη ότι οι δερμάτινοι χιτώνες είναι τα υλικά σώματα καθώς αυτό φανερώνει ότι τα υλικά σώματα αποτελούν μία μεταπτωτική κατάσταση. Σύμφωνα με τον Ωριγένη αυτή η μεταπτωτική κατάσταση θα καταργηθεί με την Ανάσταση όπου θα υπάρξει επιστροφή στην προπτωτική κατάσταση. Κατά τον Επιφάνιο οι δερμάτινοι χιτώνες είναι η παχυλότητα των σωμάτων η οποία θα καταργηθεί με την ανάσταση. Ο Άγιος αρνείται να δεχτεί ότι τον άνθρωπο τον χαρακτηρίζει μόνο η ψυχή καθώς σώμα και ψυχή βρίσκονται άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Έτσι ο άνθρωπος σώζεται ως ολότητα.
Το σώμα προορίζεται να σωθεί και όχι μόνο η ψυχή. Το σώμα θα αναστηθεί και θα είναι πνευματικό. Ο όρος «πνευματικό» δεν σημαίνει ότι δε θα υπάρχει ταυτότητα τού σώματος πριν και μετά την ανάσταση αλλά ότι το σώμα πια θα πράττει πνευματικά έργα και αυτό θεμελιώνε­ται στο χωρίο (Γαλ. 5, 25) «Ει ζώμεν πνεύματι, πνεύματι και στοιχώμεν». Έτσι μετά την ανάστασιν το σώμα δε θα πράττει σαρκικά αλλά πνευματικά έργα. Το σώμα λοιπόν τού ανθρώπου θα είναι όπως ήταν το σώμα τού αναστημένου Χριστού το οποίον αν και απέβα- λε την υλική παχύτητα όμως ταυτιζόταν με το σώμα που έπαθε. Ο αναστημένος Χριστός με το αναστημένο σώμα του συνέφαγε με τους μαθητές του. Το χωρίο (Λουκ. 24, 39) «Ίδετε ότι Πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα» για να δείξει την πραγματι­κότητα του σώματός τού Χριστού ο οποίος δεν ήταν φάντασμα.
Ο Επιφάνιος υποστηρίζει ότι οι δερμάτινοι χιτώνες δεν ήταν τα σώματα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δημιουργία της Εύας έγινε από την πλευρά τού Αδάμ σύμφωνα με το χωρίο (Γεν. 2, 21) «επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ και ύπνωσε και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού». Μόνο ένας άνθρωπος με υλικό σώμα έχει «πλευρά» η οποία είναι μέρος τού σώματος και όχι ένα Πνεύμα. Επίσης η θεία Γραφή αναφέρει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε από χώμα σύμφωνα με το χωρίο (Γεν. 1, 21) «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν και έλαβε χούν από της γης και έπλασε τον άνθρω­πο» Το χώμα λοιπόν έγινε η πρώτη ύλη για τη δημιουργία του σώματος του Αδάμ. Επίσης η Εύα όταν δημιουργήθηκε είχε οστά και υλικό σώμα καθώς ο ίδιος ο Αδάμ όταν ξύπνησε από το βαθύ ύπνο αναφώ­νησε «τούτο νυν οστούν εκ των οστών μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» (Γεν. 2,23).
Ενέργειες τού Αδάμ όπως λήψη και βρώση τροφής σύμφωνα με το χωρίο (Γεν. 2, 7), η κάλυψη της γύμνιας του με φύλλα σύμφωνα με το χωρίο (Γεν. 3, 10) «την φωνήν σου ήκουσα και εφοβήθην» αποδεικνύουν έμμεσα ότι ο προπτωτικός άνθρωπος έφερε ένα υλικό σώμα το οποίο όμως δεν ήταν υποταγμένο στη φθορά.
Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο ο ίδιος ο Χριστός είχε πει ότι «εάν μη ο κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. 12, 24). Αυτός ο κόκκος τού σίτου είναι το σώμα τού Χριστού και όχι κάποιου άλλου, ούτε κάποιο μέρος μόνο τού σώματος. Αυτό το σώμα σταυρώθηκε και αυτό το σώμα αναστήθηκε. Αυτό μαρτυρείται από τα λόγια του αγγέλου προς τις Μυροφόρες που επισκέφτηκαν τον κενό τάφο, «οίδα γαρ ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε, ουκ έστιν ώδε.ηγέρθη γαρ καθώς είπε» (Ματθ. 28,5-6).
Η γενική ανάσταση των ανθρώπων θα γίνει πραγματικότητα εξ αίτιας της ανάστασης τού Χριστού. Η γενική ανάσταση τού ανθρώπινου γένους από δυνατότητα θα γίνει πραγματικότητα. Αυτή η πεποίθη­ση αποτελεί το θεμέλιο της πίστης σύμφωνα με το χωρίο (Α’ Κορ. 15, 14) «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις υμών, ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες τού Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά τού Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται».
Η εικόνα τού κόκκου τού σίτου ο οποίος πέφτει στη γη και πεθαί­νει χρησιμοποιείται επίσης από τον Απόστολο Παύλο στο χωρίο (Α Κορ. 15, 35). «Αλλ’ ερείς τις· πως εγείρονται οι νεκροί; ποίω δε σώματι έρχονται; άφρον συ ο σπείρεις, ου ζωοποιείται εάν μη αποθάνη, και ο σπείρεις, ου το σώμα το γενησόμενον σπείρεις, αλλά γυμνόν κόκκον, ει τύχοι σίτου ή τινός των λοιπών. Ο δε Θεός αυτώ δίδωσι σώμα καθώς ηθέλησε, και εκάστω των σπερμάτων το ίδιον σώμα». `Ο Άγιος Επιφάνιος επικαλούμενος το ανωτέρω χωρίο τονίζει ότι αυτό που σπείρεται όταν φυτρώνει δεν αλλάζει ουσία αλλά είναι καρπός τού αυτού σπέρ­ματος. Κατά τον ίδιον τρόπο όταν το σώμα ενταφιάζεται και μετά ανασταίνεται δεν αλλάζει κατά τη βαθύτερη ουσία του διότι «το σπειρόμενον αυτό εστί το εγειρούμενον». Αυτός λοιπόν ο κόκκος που θάβεται στη γη, αυτό το σώμα που πεθαίνει και ενταφιάζεται «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη» (Α΄ Κορ. 15, 43). Τα χωρία (Ψαλμ. 29, 1) «Υψώσω σε Κύριε, ότι υπέλαβές με ανακαινίζων τον οίκον μου και ουκ ευφράνας τους εχθρούς μου επ’ εμέ» και (Παροιμ. 24, 27) «ετοίμαζε εις την έξοδον τα έργα σου και παρασκευάζου εις τον αγρόν» σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο κάνουν λόγο για την ανάσταση των ανθρώπων. Ο «οίκος» τού χωρίου είναι το σώμα τού ανθρώπου το οποίο ανακαινίζεται από τον Κύριο. Η φράση παρασκευάζου εις τον αγρόν» αναφέρεται στην απόθεση τού σώματος στη γη, ενώ η «ανοικοδόμηση» τού οίκου αναφέρεται στην ανάσταση τού ανθρώπου. Εφόσον ο Θεός έχει δημιουργή­σει τον άνθρωπο κατά τον ίδιο τρόπο θα αναδημιουργήσει το σώμα ανασταίνοντάς το. Ο Άγιος Επιφάνιος αρνείται να δει το γεγονός της ανάστασης κάτω από μία ανθρωπολογία με διασπαστικές τάσεις. Όχι μόνο η ψυχή αλλά επίσης και το σώμα είναι προορισμένο να σωθεί. Εάν το σώμα δε θα μετάσχει της βασιλείας τού Θεού τότε είναι ανώφελη όλη η ασκητική προσπάθεια τού ανθρώπου καθώς η άσκηση προε­τοιμάζει το σώμα για την είσοδό του στη βασιλεία τού Θεού.


Σημείωση ιστοσελίδος: Δεν δημοσιεύουμε τις υποσημειώσεις του κειμένου με σκοπό να προωθήσουμε την αγορά του.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
 «Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου»  (Διδακτορική Δια­τριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονί­κης), Θεσσαλονίκη 1998.

ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ Ο ΩΡΙΓΕΝΗΣΤΗΝ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ;+ π.ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ Δρ. Θεολ. Δρ. Φιλοσ.




      Όσοι υιοθετούν αυτή την ανιστόρητη άποψη, μνημο­νεύουν ιδιαίτερα το όνομα του Ωριγένη, τον οποίο χαρα­κτηρίζουν οπαδό της μετενσάρκωσης.

Η κίνηση των «Χάρε Κρίσνα« λόγου χάρη, στην ελλη­νική έκδοση του περιοδικού της «Επιστροφή στον Κρίσ­να» (σ. 8) «τεκμηριώνει» αυτή την άποψη παραθέτοντας απόσπασμα από το ανύπαρκτο έργο του Ωριγένη «Πρώται Αρχαί», χωρίς περαιτέρω παραπομπή σε τόμο και κεφά­λαιο. Προφανώς εδώ εννοείται το «Περί άρχων» σύγγραμ­μα του Ωριγένη.

To εδάφιο στο οποίο αναφέρεται το περιοδικό των «Κρίσνα» βρίσκεται στο κεφάλαιο 8 τού πρώτου τόμου (ΒΕΠ 16, 307). Εκεί αναφέρεται πράγματι πως μερικές ψυ­χές από μια ροπή προς το κακό «εν σώμασι γίγνεσθαι πρώτον μεν ανθρωπίνοις», ύστερα ξεπέφτουν στο επίπεδο των ζώων και τελικά καταλήγουν να γίνουν φυτά. Από εδώ αρχίζουν και πάλι να ανέρχονται τις βαθμίδες «και προς ουράνιον χώρον αποκαθίστασθαι»

 Το απόσπασμα αυτό δεν μας επιτρέπει να δούμε κατά πόσον εκφράζει απόψεις τού ίδιου τού Ωριγένη ή μήπως ο Ωριγένης μεταφέρει εδώ ξένες απόψεις, τις οποίες τελικά απορρίπτει στο κείμενο τού κεφαλαίου 8, που δεν διασώ­θηκε στα ελληνικά, παρά μόνο σε μερικά αποσπάσματα; Η μόνη δυνατότητα να λύσουμε αυτό το πρόβλημα είναι να καταφύγουμε στη σειρά «SourcesChretiennes», που δημο­σιεύει ολόκληρο το κείμενο τού κεφαλαίου 8 στη λατινική μετάφραση, που μόνη αυτή διασώθηκε. Μεταξύ άλλων αναφέρεται εκεί χαρακτηριστικά η άποψη τού Ωριγένη για το επίμαχο ζήτημα ως εξής:

 «Θεωρούμε βέβαια ότι δεν οφείλουμε με κανένα τρόπο να δεχθούμε τις απορίες ή τις θέσεις κάποιων που υποστη­ρίζουν ότι οι ψυχές μπορούν να φθάσουν σ' ένα τέτοιο βαθμό πτώσεως ώστε, ξεχνώντας τη λογική τους φύση και την τιμή τους, φθάνουν μέχρι την τάξη των ανοήτων όντων, δηλαδή των ζώων και των θηρίων»(Περί αρχών, I, 8,SC 253, σ. 232).

 Ο Ωριγένης τάσσεται βέβαια υπέρ της «ενσωματώσε­ως», υπέρ της απόψεως ότι οι ψυχές προϋπήρχαν και «ενσωματώθηκαν» κάποια φορά στο παρελθόν, αλλά την «μετενσωμάτωσιν» την αποδίδει στον Πλάτωνα και στους Πυθαγορείουςκαι την απορρίπτειως μη χριστιανική.

 Στο σύγγραμμα του «Κατά Κέλσου» (Δ 17, ΒΕΠ 9, σ. 243) κα­τηγορεί τον Κέλσο ότι αν εγνώριζε την χριστιανική πίστη «ουκ αν ούτω διέσυρε τον αθάνατον εις θνητόν ερχόμενον σώμα, ου κατά την Πλάτωνος μετενσωμάτωσιν, αλλά κατ' άλλην τινά υψηλοτέραν θεωρίαν».

 Στο «Κατά Κέλσου» Ε' 49 αντιπαραβάλλει την αποχή από κρέας των χριστιανών μοναχών και των Πυθαγορείων και υποστηρίζει ότι τα κίνητρα είναι εντελώς διαφορετικά. Εμείς, λέγει, απέχομε από την κρεωφαγία διότι «βουλόμεθα νεκρούν τα μέλη τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, ασέλγειαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν» ενώ οι Πυθαγόρειοι το κάνουν «δια τον περί ψυχής μετενσωματουμένης μύθον» (ΒΕΠ 10, σ. 47).

 Στο Η' βιβλίο «Κατά Κέλσου» Ο Ωριγένης επανέρχεται σ' αυτό το επιχείρημα:

 Νηστεύουμε, λέγει, «όχι γιατί έπ' ουδενί λόγω δεχόμα­στε τη μετενσωμάτωση της ψυχής και την κατάπτωση της μέχρι τα άλογα ζώα..»(Κατά Κέλσου Η' 30, ΒΕΠ 10, σ. 196). Στο ίδιο σύγγραμμα του ο Ωριγένης υπογραμμίζει πως όσοι πιστεύουν στη μετενσωμάτωση έπεσαν σε «άνοια», δηλ. έχασαν τα μυαλά τους (Κατά Κέλσου Γ' 75, ΒΕΠ 9, 228).

 Κατά τον Ωριγένη λοιπόν το δόγμα της μετενσωμάτω­σης ή μετενσάρκωσηςείναι ξένο και ασυμβίβαστο με τη χριστιανική πίστη. Στο «Κατά Ματθαίον υπόμνημά» του (ιγ' 1, ΒΕΠ 13, σ. 34) το χαρακτηρίζει «ψευδοδοξίαν».

 Αναφερόμενος στους ισχυρισμούς ότι δήθεν η ψυχή τού Ηλία και τού Ιωάννη είναι η αυτή, και ότι συνεπώς, ο Ιωάννης είναι μετενσάρκωση τού Ηλία ο Ωριγένης ανα­σκευάζει τη δοξασία αυτή με λεπτομερή επιχειρήματα. Σ' αυτό το θέμα επανέρχεται πολλές φορές:  «Διότι πρόσεξε», λέγει μεταξύ άλλων, «δεν είπε ‘εν ψυχή Ήλιου’(Λουκ. α' 17), για να στηριχθεί η μετενσωμάτωση, αλλά ‘εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού’.Ο Ιωάν­νης λέγεται Ηλίας, όχι γιατί έχει την ίδια ψυχή, αλλά γιατί έχει το ίδιο πνεύμα και την ίδια δύναμη» (Ωριγ. Εις το κα­τά Ματθ., τόμος ιγ' 2, ΒΕΠ 13, 167).

«Και αν μεν ο Ηλίας είχε πεθάνει, θα είχε κάποια βάση αυτή η θεωρία. Αφού όμως ανελήφθη με το σώμα του, πως η εν σώματι ψυχή μεταφέρθηκε σε άλλο σώμα; Αλλά το «εν πνεύματι», όπως αναφέρεται, το αποδίδει στο προφητι­κό χάρισμα», καταλήγει ο Ωριγένης, αναλύοντας τη βασι­κή θέση, ότι «ου δυνατόν...μίαν ψυχήν εν ένί καιρώ εν δύο σώμασιν ενεργείν»(Ωριγ. Εις το κατά Λουκάν, ομιλία Δ' , ΒΕΠ 15, 17-18).

 Οι δοξασίες του Ωριγένη που θεωρούνται από την Εκκλησία αιρετικές απαριθμούνται με σαφήνεια στο έργο του Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου για την πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο που βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών:

 1. Όλα τα πνευματικά όντα (άνθρωποι, άγγελοι, δαίμο­νες, η ψυχή τού Χριστού) και πολλά όντα κατά το φαινόμε­νον υλικά (ήλιος, σελήνη, αστέρες, κ. α.) είναι ουσίαι πνευ­ματικοί, που κατ' αρχάς ήσαν μεταξύ τους όμοιαι, ίσαι και ομοδύναμοι και δια τούτο απετέλουν μίαν «ενάδα» και μη έχοντα τα δηλωτικά διαφοράς ονόματα, που έχουν σήμε­ρον, ωνομάζοντο συλλήβδην, «νόες». (Βλ.Mansi9,536 έξ.)

 2. Όμως οι νόες ημάρτησαν εψύγη η προς θεόν αγάπη τους-και δια τούτο ωνομάσθησαν έκτοτε ψυχαί˙ και προς τιμωρίαν των ηνώθησαν με σώματα διαφόρου παχύτητος και σκοτεινότητος, αναλόγως της από θεού απομακρύνσεως.

 3. Εις και μόνον νους έμεινε καθαρός. Με αυτόν ηνώθη ο Θεός Λόγος και αυτός απετέλεσε την «ψυχήν» του Χρι­στού.

 4. Αι ψυχαί έχουν την δυνατότητα να επανέλθουν εις την αρχαίαν κατάστασιν, εάν ανερχόμενοι βαθμηδόν καθα­ρισθούν από παντός ρύπου.

 5. Ο Θεός Λόγος, που ηνωμένος με τον αναμάρτητον «νόα» εσαρκώθη υπέρ ανθρώπων, εν τω μέλλοντι θα γίνη χάριν των Χερουβείμ Χερουβείμ και χάριν των δαιμόνων κάτι ανάλογον δια να αποκαταστήση τα πάντα. Τας περί αποκαταστάσεως των πάντων ιδέας του Ωριγένους απεδέχετο και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας. Ο άγιος Φώτιος μας πληροφορεί, ότι «ο Θεόδωρος...την Νεστορίου αίρεσιν ωδίνων ημίν, εν πολλοίς ώπται και την Ωριγένους [νοσών] κατά γε το τέλος υποφωνείν της κολάσεως» (βλ. Βιβλ. 177 εν RHenry. 179)˙ και ότι «εν τω προς Μαστούβιον...και την των αμαρτωλών αποκατάστασιν τερατεύεται» (Βιβλ. 81, R. HenryI 187).

 6. Κατά την ανάστασιν όλαι αι ψυχαί θα γίνουν ισόχριστοι, τέλειοι νόες, θα επανέλθουν εις την ενάδα και θα προσλάβουν σωματικώς το σχήμα της τελειότητος, το σφαιρικόν!» (Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, Η πέ­μπτη Οικουμενική Σύνοδος, «Αθήναι 1985, σ. 611).

       Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός μελετητής τού Ωριγένη που να υποστηρίζει ότι ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφές δεχόταν τη δοξασία της μετενσάρκωσης. Όπως αναφέ­ρουν οι σχολιαστές της σειράς SourcesChretiennesπου εξέδωσαν όλα τα έργα του Ωριγένη, ήδη ο Ιερώνυμος, που λογίζεται ως πρώτος συστηματικός πατρολόγος της αρχαίας Εκκλησίας (+ 420), στην επιστολή του 124,4 απορρίπτει την άποψη ότι ο Ωριγένης εδέχετο τη μετενσωμάτωση ή μετενσάρκωση (SC253, σ. 119-120). Από τους μεταγενεστέρους αναφέρονται ο J. Denisκαι ο P.D.Huet, ένας από τους σχολιαστές του Ωριγένη στην ελλη­νική σειρά της Πατρολογίας του Migne, που απορρίπτουν επίσης την άποψη ότι ο Ωριγένης εδέχετο την μετενσωμάτωση (MPG 17, 915-916. SC 253, σ. 120-121).



 ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ Ή ΑΝΑΣΤΑΣΗ; ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΑΘΗΝΑ 1995

ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ: Η ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ



ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ

Η ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ1

Έκθεση προσωπικής πείρας σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)



Η εικοσαετής έρευνα και εντατική ενασχόληση με θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου Πίστεως, αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, με οδήγησε σε ορισμένα βασικά ποιμαντικά συμπεράσματα, τα οποία επιθυμώ στη συνέχεια να συνοψίσω.

α) Η νέα προβληματική

Γίνεται από όλους παραδεκτό, ότι η εποχή μας είναι εποχή κοσμογονικών αλλαγών. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την πρωτοχριστιανική εποχή κατά την οποία ο παλαιός κόσμος παραχωρούσε τη θέση του στη χριστιανική πίστη. Η Εκκλησία εκλήθη τότε να προσφέρει το μήνυμά της αντιπαραθέτοντάς το με τα ποικίλα μηνύματα της εποχής εκείνης και να δείξει ότι αυτή μόνη αποτελεί τη λύση στα αδιέξοδα του ανθρώπου και του κόσμου. Το έργο αυτό ήταν έργο της απολογητικής της Εκκλησίας. Σήμερα όλοι έχουμε τη συναίσθηση ότι κάτι ουσιαστικό πάει να αλλάξει στον κόσμο μας. Όπως ορθά παρατηρεί ο David Barnet στην World Christian Encyclopedia, ο κόσμος σήμερα είναι πιο φιλόθρησκος από κάθε άλλη φορά. Σχεδόν όλα τα είδη των θρησκειών ξαναγύρισαν. Αλλά αυτή η επιστροφή δεν είναι για το καλό. Η σύγχρονη θρησκευτική πραγματικότητα είναι διφορούμενη και έχει ένα πρόσωπο Ιανού (Janus), τον οποίον αποκαλύπτει το καλύτερο και το χειρότερο στον ανθρώπινο χαρακτήρα.

 Έτσι λοιπόν είτε μας αρέσει είτε όχι πρέπει να ζήσουμε με αυτή την πραγματικότητα και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να την καταλάβουμε. Αν και οι παλιές θρησκείες ξαναζωντανεύουν, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ανάπτυξη και η εξάπλωση των νέων θρησκευτικών κινήσεων είναι ένα από τα πλέον εκπληκτικά συμβάντα του αιώνα μας. Βρίσκονται να εργάζονται σε αντι-κοινωνικούς κύκλους εδώ και 3 ή 4 γενεές. Αλλά στη σύγχρονη εποχή μπήκαν στο προσκήνιο σαν μεγάλοι κονωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί και θρησκευτικοί παράγοντες. Ο Barretυπολογίζει ότι στα επόμενα 10 χρόνια, 138.000.000 άνδρες και γυναίκες επί παγκοσμίου επιπέδου θα είναι οπαδοί των καινούριων θρησκευτικών κινήσεων.Εξάλλου η χριστιανική πίστη δεν εμποτίζει ούτε προσδιορίζει πλέον ζωτικούς τομείς της ζωής των λαών της Ευρώπης. Τέτοιοι τομείς είναι η παιδεία, η νομοθεσία, η πολιτική, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η κοινωνική και πολιτική ζωή, ακόμη και στην επαρχία, δεν έχουν πλέον αναφορά στα μεγάλα γεγονότα της Εκκλησίας. Εάν τώρα αναλογισθούμε ότι άλλοι τομείς όπως η λογοτεχνία, η μουσική, ο χορός και η τέχνη γενικώτερα, έχουν ήδη από τον περασμένο αιώνα χάσει κάθε επαφή με το πνεύμα της Εκκλησίας, κατανοούμε ότι βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε δραστικές αλλαγές. Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι το πνεύμα της Εκκλησίας παραμερίζεται και αντικαθίσταται από το πνεύμα του αποκρυφισμού και της παραθρησκείας. Ήδη στη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκαν στην Ευρώπη γκουρουιστικές και παραθρησκευτικές ομάδες, που τώρα βρίσκονται σε πλήρη έξαρση.

Οι αποκρυφιστικές οργανώσεις ανέρχονται ήδη σε εκατοντάδες· το πνεύμα τους, που ως τάση είναι ευρύτερα γνωστό με τον όρο «Νέα Εποχή», επηρεάζει βασικούς παράγοντες των περισσοτέρων τομέων της ζωής μας. Σ’ αυτή την τάση συμπλέκονται δεκάδες χιλιάδες επί μέρους παράγοντες και ομάδες, όπως ακριβώς οι κόμβοι σ’ ένα τεράστιο δίκτυο· μερικοί πιο στενά, αλλού πολύ χαλαρά, ευρισκόμενοι σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο. Αυτό το τεράστιο δίκτυο χαρακτηρίσθηκε από τους «αποστόλους» της τάσεως αυτής «απαλή συνωμοσία». Ο κίνδυνος αυτής της διαβρώσεως απειλεί σήμερα ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο και τον δυτικό πολιτισμό, που θεμελιώνεται στη χριστιανική αντίληψη περί ανθρώπου. Το μέγεθος του κινδύνου γίνεται σαφές και από πρόσφατη δήλωση που έκανε ο Όλε Νυντάλ στην Αθήνα, σε ελληνικό περιοδικό.

Ο Νυντάλ είναι ο πρώτος δυτικός Λάμα και ιεραπόστολος του βουδισμού σ’ ολόκληρη τη Δύση. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Σήμερα πράγματι είμαστε σε θέση να πούμε ότι ο βουδισμός τέλειωσε στην Ασία. Η Κίνα και το Θιβέτ καταστράφηκαν από τους κομμουνιστές. Οι γιαπωνέζοι κατασκευάζουν DATSUNκαι SONYκαι παραμέλησαν την πνευματική πρόοδο. Στην Ταϋλάνδη πουλάνε τις κόρες τους, τις μανάδες τους, τις γυναίκες τους, τις γιαγιάδες τους και ότι άλλο μπορούν στους τουρίστες. Το Βιετνάμ, η Καμπότζη, το Λάος καταστράφηκαν από τους πολέμους… ο βουδισμός στην Ασία είναι κοντά στο θάνατό του. Από την άλλη όμως, στη Δύση συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Καταπληκτική αύξηση».

Ο Νυντάλ δεν έχει πρόβλημα να κατοχυρώσει την έξαρση του βουδισμού στη Δύση με «προφητείες» από τον Ζ’ και ΙΕ’ αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες θα’ ρθει ο «προστάτης» από τη Δύση και οι μαθητές του θα οικοδομήσουν το Παγκόσμιο βουδιστικό Κέντρο και «τα προβλήματα θα εξαφανισθούν»,για να υπογραμμίσει: «Πράγματι, αυτό το πραγματοποιήσαμε το 1986. Στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, ο Βουδισμός προοδεύει αλματωδώς». Πιο συγκεκριμένα ο Νυντάλ ανέφερε ότι αποτέλεσμα αυτής της ιεραποστολής είναι η ίδρυση 35 βουδιστικών Κέντρων στη Γερμανία, 20 στην Πολωνία, 10 στη Ρωσία, 4 στην Αυστρία και ακολουθεί η Ελλάδα. Παρόμοιες αντιλήψεις προβάλλονται και από άλλες ασιατικής προελεύσεως ομάδες, οι οποίες συμπλέκονται με τη «Νέα Εποχή». Βρισκόμαστε ήδη σε μια εποχή όπως εκείνη στην οποία ευρίσκετο η πρώτη Εκκλησία, που όλα γύρω της προσδιορίζονταν από ένα «άλλο πνεύμα». Επομένως και σήμερα καλείται η Εκκλησία να ξαναδώσει στην απολογητική διακονία της τη θέση εκείνη που η διακονία αυτή κατείχε στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία.

β) Η απολογητική της Εκκλησίας

Η έξαρση της παραθρησκείας συνέβη σε μια εποχή που, κυρίως στη Δύση, παραμελήθηκαν οι πνευματικές προεκτάσεις της χριστιανικής πίστεως. Όπως υπογραμμίζεται σε κείμενο της Association to the Dialog Centre International (Update and Dialog 1/1991), που διευθύνεται από τον Δανό θρησκειολόγο καθηγητή JohannesAagard, οι εκκλησίες στο σύνολό τους απλώς παρακολουθούν αυτή την καινούρια πραγματικότητα με φόβο και δυσπιστία. Αν και προσπαθούν να μελετήσουν την κατάσταση, οι νέες θρησκείες επιτίθενται και αρπάζουν μέλη της εκκλησίας. Τα πιο κύρια στοιχεία των νέων θρησκευτικών κινήσεων είναι άγνωστα στους αρχηγούς της Εκκλησίας και στους θεολόγους. Π.χ. η κουνταλίνι είναι η κύρια θεότης της εποχής μας, αλλά πόσοι γνωρίζουν τη φύση αυτής της «δύναμης του όφεως»; Έτσι οι ιεραποστολές των Εκκλησιών βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όσον αφορά τις νέες θρησκείες. Δεν καλλιεργείται η ιεραποστολική υποχρέωση για να αντιμετωπισθούν οι νέες κινήσεις και οι χριστιανικές ιεραποστολές προσπερνούν τις γκουρουιστικές και μένουν σε πλήρη άγνοια. Μετά λύπης πρέπει να πούμε, συνεχίζει το κείμενο, ότι οι παλιές καλές μέρες, που ο χριστιανισμός ήταν δυνατός, πέρασαν, και αυτές οι μέρες δεν θα ξανάρθουν. Ο χριστιανισμός έχασε το μονοπώλιο. Για να μείνει μια ζωντανή πραγματικότητα, η χριστιανική πίστη πρέπει να ζήσει πλάι πλάι με τις άλλες πίστεις και απόψεις.

Κι εμείς, από τη δική μας πλευρά, διαπιστώνουμε ότι η αντιαιρετική ποιμαντική, που κατά την άποψή μας πρέπει να χαρακτηρισθεί «απολογητική της Εκκλησίας», βρίσκεται σήμερα στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής. Μερικοί θεολόγοι, ιδιαίτερα λαϊκοί, εκφράζουν την άποψη πως η απολογητική αυτή διακονία καθίσταται εντελώς περιττή, εάν η ενορία λειτουργεί ορθά. Άλλοι πάλι, κυρίως ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, εκφράζουν την άποψη πως πρέπει να αποφεύγουμε οποιαδήποτε μορφή αντιπαραθέσεως με οποιαδήποτε θρησκευτικά ή ιδεολογικά ρεύματα, γιατί διαφορετικά μεταβάλλουμε την πίστη μας σε ιδεολογία. Οι κύκλοι αυτοί ρίπτουν περισσότερο βάρος στο θρησκειολογικό, παρά στο ποιμαντικό στοιχείο. Μερικοί μάλιστα δεν διστάζουν να ομιλούν και να ενεργούν με τρόπο περιφρονητικό για το έργο εκείνων που σήμερα ασκούν την απολογητική αυτή διακονία μέσα στην Εκκλησία και προβάλλουν γι’ αυτή τη στάση τους ακόμη και λόγους συνειδήσεως. Πρόκειται όντως για το τρίτο μέτωπο της απολογητικής· το πρώτο είναι η δραστηριότητα των αιρετικών και παραθρησκευτικών ομάδων και η εναντίον μας πολεμική, το δεύτερο είναι η πολεμική που προέρχεται από τους ανθρώπους «του κόσμου τούτου». Το τρίτο μέτωπο αναφέρεται σε παράγοντες μέσα στην Εκκλησία!

Οι θέσεις αυτές εναντίον της απολογητικής της Εκκλησίας αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για το ποιμαντικό μας έργο, όχι μόνο επειδή οι άνθρωποι αυτοί ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν τα στελέχη της Εκκλησίας, αλλά και επειδή είναι φυσικό να επηρεάζουν τους διδασκάλους του μαθήματος των θρησκευτικών στα Σχολεία και μερικές φορές και ανώτατα στελέχη της Εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές, πως δεν επιτρέπονται αντιπαραθέσεις, αποτελούν βασικό δόγμα της λεγόμενης «Νέας Εποχής του Υδροχόου», που τάσσεται υπέρ της εναρμονίσεως θρησκειών και ιδεολογιών.Όλες οι θρησκείες οδηγούν κατά την αντίληψη αυτή, στην ίδια κατεύθυνση. Η διαφορά έγκειται στο ότι η καθεμιά από αυτές απευθύνεται σε ανθρώπους που βρίσκονται σε διαφορετικό εξελικτικό επίπεδο. Έτσι δεν υπάρχει ορθή και λανθασμένη θρησκεία, όπως δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, στο καλό και στο κακό. Όλα εξυπηρετούν την «εξέλιξη» και είναι προσαρμοσμένα στο «εξελικτικό επίπεδο» του καθενός. Οι αντιλήψεις αυτές, που δυστυχώς στην εποχή μας γίνονται σε πολλές περιπτώσεις πράξη, αφαιρούν από τους νέους μας το σταθερό σημείο αναφοράς και δημιουργούν σύγχυση και αβεβαιότητα. Γι’ αυτό και η μόνη ελπίδα για έξοδο από αυτή τη σύγχυση είναι η απολογητική της Εκκλησίας μας.

Στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία η απολογητική κατείχε κεντρική θέση στην εκκλησιαστική ζωή. Αποτελούσε βασικό μέλημα, όχι μόνο των μεγάλων θεολόγων και ποιμένων της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού. Ήδη στην Καινή Διαθήκη υπογραμμίζεται το καθήκον όλων των πιστών να είναι «έτοιμοι εις απολογίαν παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου» (Α’ Πέτρ. γ’ 15). Αντίθετα με αυτό το καθολικό καθήκον, οι ποιμένες και οι πιστοί φαίνεται ότι εδικαιούντο να πουν σε κάποιον που ζητούσε υλική συμπαράσταση: «αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι» (Πράξ. γ’ 6). Αυτές οι νέες προτεραιότητες γίνονται αντιληπτές από όλες τις αποκρυφιστικές οργανώσεις, οι οποίες προβάλλουν τις δικές τους προσφορές για την κάλυψη των υπαρξιακών κενών της εποχής μας. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ απόσπασμα άρθρου σε αποκρυφιστικό περιοδικό, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει προς τα έξω ένα ουδέτερο πρόσωπο ή ακόμα και φιλο-ορθόδοξο.Δεν είναι, φυσικά, εδώ ο κατάλληλος χώρος να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί γίνεται αυτό. Παραθέτουμε απλά το απόσπασμα:

«Στην εποχή μας, που για όλους τους γνωστούς λόγους, η τάση «εσωτερικής» αναζήτησης είναι τόσο αυξημένη, Ορθοδοξία και Ελλάδα έχουν στα χέρια τους τόσο σοβαρά «όπλα», που κυριολεκτικά θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Το ζήτημα αφορά τόσο την εκκλησιαστική, όσο και την πολιτική ηγεσία. Η χώρα μας δεν θα βγει από την απομόνωση ούτε με τις τουριστικές καμπάνιες, ούτε με διοργανώσεις αγώνων και συνεδρίων. Τη δίψα ή τη μόδα της αναζήτησης, την εκμεταλλεύονται πλήρως όλοι. Από σοβαρές εσωτερικές παραδόσεις με υπόβαθρο και ζωντανούς δασκάλους, μέχρι αστεία ή και επικίνδυνα νοητικά κατασκευάσματα αυτοφωτισμένων γκουρού. Από βιομηχανίες ειδών νέας εποχής, μέχρι σχολές και πανεπιστήμια με σχετικές έδρες. Η κατάρρευση του «υπαρκτού κομμουνισμού» είναι επίσης γεγονός. Ένα τεράστιο έθνος, με έντονα καταπιεσμένο τόσα χρόνια το θρησκευτικό του συναίσθημα, είναι έτοιμο να πάει σε άλλο άκρο. Ποιος θα επωφεληθεί; Ήδη η εισβολή άρχισε, όχι μόνο από τα τζιν, την κόκα κόλα και τα μακ ντόνατς, αλλά κι από τα διάφορα εσωτερικά ρεύματα και φιλοσοφίες. Απέναντι όμως στις φοβερές αυτές απαιτήσεις, η Ορθοδοξία -για να λέμε τα πράγματα όπως είναι- είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι που να συνδυάζουν το εσωτερικό βίωμα με την ευρεία θεωρητική κατάρτιση, όχι μόνο την ορθόδοξη, αλλά γενικότερη. Μόλις τώρα διαφαίνονται κάποια φωτεινά πνεύματα, ικανά να σηκώσουν αυτό το βάρος. Οι πατέρες της εκκλησίας, τα έβγαλαν πέρα στο δύσκολο έργο τους, έχοντας μαζί τους τη θεία χάρη, αλλά και μια πλατειά γνώση, χωρίς μισαλλοδοξία, των φιλοσοφιών και θρησκειών που αντιμετώπισαν. Τέτοια πνεύματα χρειάζονται σήμερα. Ακόμη χρειάζεται γνώση και εφαρμογή των νόμων επικοινωνίας, που εφαρμόζουν πλέον οι διαφημιστικές εταιρείες».

Η Εκκλησία λοιπόν ίσως είναι σήμερα αναγκασμένη να επανεξετάσει το ζήτημα των προτεραιοτήτων της στο ποιμαντικό έργο.

γ) Η διάβρωση

Στην εποχή μας επιχειρείται διάβρωση των πολιτειακών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών ή ακόμη και εκκλησιαστικών φορέων. Εάν επικρατήσει η παραπάνω άποψη για την απολογητική της Εκκλησίας, το διαβρωτικό αυτό έργο θα συνεχιστεί και θα συστηματοποιηθεί χωρίς την παραμικρή αντίσταση από μέρους μας. Για να γίνει αντιληπτό ότι απειλείται με διάβρωση ακόμη και ο θεολογικός χώρος και το μάθημα των θρησκευτικών στα ορθόδοξα σχολεία, αναφέρουμε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

1) Ως «εξεταστέα ύλη» στο Ε’ εξάμηνο του Ποιμαντικού (χειμερινό 1989) της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, στο μάθημα της Ιστορίας Θρησκευμάτων, δόθηκε κείμενο συνεντεύξεως του M. Eliade στο περιοδικό «Σικάγο», στην οποία ο Eliade, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι μόνο με τις εμπειρίες του στην Ινδία κατανόησε την αξία των εικόνων στην ορθόδοξη Εκκλησία. Στο ίδιο κείμενο, το οποίο ο Ιστορικός Τομέας της «Θεολογικής Σχολής» εξέδωσε ως «προσφορά τιμής και σεβασμού» στη μνήμη του Eliade ως «Ύπατον των Θρησκειολόγων», οι ορθόδοξοι φοιτητές της θεολογίας διδάσκονται: «Δεν πηγαίνω στην Εκκλησία, αλλά σε κάθε μορφή θρησκευτικής εκδηλώσεως αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου». Ακόμη: «Το νόημα της ζωής μπορεί κανείς να το ανακαλύψει «στο Ζεν ή στη Γιόγκα»· όλες οι λεωφόροι είναι ανοικτές και τίποτε δεν είναι κλειστό».

Οι αντιλήψεις αυτές διδάσκονται σήμερα ευρύτατα και στη χώρα μας από τους κύκλους της Θεοσοφίας, του γκουρουισμού, ιδιαίτερα της «Αποστολής Ραμακρίσνα» και όλων των ομάδων της «Νέας Εποχής». Η «Αποστολή Ραμακρίσνα», βασικός κλάδος του «Τάγματος Ραμακρίσνα», έχει ήδη ιδρύσει στη Δύση ναούς, μοναστήρια και πλήθος Κέντρων. Προβάλλεται συνήθως ως φιλοσοφία, με δραστηριότητες που δήθεν δεν αποβλέπουν στον προσηλυτισμό.Όμως μοναχοί του τάγματος (σουαμί), με βιβλία που μεταφράζονται σε όλες τις Δυτικές γλώσσες, ακόμη και με γκουρουιστικά υπομνήματα στην αγία Γραφή, με διαλέξεις σε επίσημες αίθουσες, με διαθρησκευτικά συνέδρια, στα οποία συμμετέχουν και χριστιανοί θεολόγοι, διαδίδουν το βασικό δόγμα του απόλυτου μονισμού ως κοινό δόγμα όλων των θρησκειών, υποστηρίζουν ότι και ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας από τους Αβατάρ, δίπλα στον Κρίσνα, τον Βούδα, τον Ραμακρίσνα κ.ά., ότι σ’ αυτή τη βάση όλες οι θρησκείες είναι ενωμένες και αποτελούν απλώς διαφορετικούς δρόμους, απειλώντας έτσι το χριστιανικό φρόνημα με διάβρωση. Τις ίδιες ιδέες συμμερίζονται και θεολόγοι καθηγητές Πανεπιστημίων, που μετέχουν σε διαθρησκευτικά συνέδρια των παραθρησκευτικών οργανώσεων, ιδιαιτέρως του Σαν Μυούνκ Μουν. Το ότι ο κίνδυνος υφίσταται στην πράξη αποδεικνύεται και από τη δήλωση της φρικτής οργανώσεως του Κορεάτη ψευδομεσία Σαν Μυούνκ Μουν, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες θεολόγοι που συνεργάζονται μ’ αυτή την οργάνωση και συμμερίζονται τις παραπάνω θέσεις για την απολογητική της Εκκλησίας, πρέπει να ενισχυθούν, «γιατί επηρεάζουν την ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος».

2) Συγγραφέας βιβλίου θρησκευτικών μιας τάξεως του ελληνικού Λυκείου, διακηρύσσει δημόσια την άποψη ότι δεν πρέπει να γίνεται αντιπαράθεση με τις παραθρησκευτικές και αιρετικές ομάδες, ότι αυτές αποτελούν απλά θρησκευτικά ή κοινωνικά φαινόμενα, ότι οι γκουρού είναι κάτι ανάλογο με τους δικούς μας γέροντες και ότι υπάρχουν και γνήσιοι γκουρού, τους οποίους μπορεί κανείς να γνωρίσει πηγαίνοντας στην Ινδία. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια θέση του θρησκειολόγου Eliade και των ομάδων της «Νέας Εποχής», η οποία δημιουργεί σύγχυση στους νέους μας, όχι μόνο στους μαθητές του Λυκείου, αλλά και στους φοιτητές της θεολογίας και στους διδασκάλους του μαθήματος των θρησκευτικών στα Ορθόδοξα σχολεία. Αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις προπαγανδίζουν οι ποικίλες γκουρουιστικές ομάδες στη Δύση. Υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να γίνεται αντιπαράθεση ιδεών· το περιεχόμενο της πίστεως του καθενός είναι ακριβώς αυτό που ο καθένας χρειάζεται, όπως και οι θρησκείες είναι ακριβώς εκείνες που χρειάζονται οι οπαδοί τους, ανάλογα με το εξελικτικό επίπεδο του καθενός ανθρώπου ξεχωριστά και του καθενός λαού σε μια συγκεκριμένη εποχή. Καμιά θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια, αλλά και καμιά θρησκεία δεν είναι λανθασμένη· όλες αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, που υπηρετούν την εξέλιξη του ανθρώπου. Ο καθένας, ανάλογα με τα «καρμικά δεδομένα» της προηγούμενης ζωής του «εκλέγει» τους γονείς που θα τον γεννήσουν, τη γεωγραφική περιοχή, το έθνος, το λαό, τη θρησκεία ή τον «Γέροντα», τον «Δάσκαλο» ή τον «γκουρού», όλες δηλαδή τις συνθήκες ζωής, τις απαραίτητες για την περαιτέρω εξέλιξή του! Ο υπεύθυνος της κινήσεως Ραμακρίσνα στην Ελλάδα, σε τηλεφωνική επικοινωνία μού υπογράμμισε ότι αυτοί οι σουάμι είναι κάτι ανάλογο με τους δικούς μας γέροντες στο άγιον Όρος. Πρόκειται, είπε, για γνήσιους σουάμι, που αποστέλλονται από το κέντρο του Τάγματος και δεν είναι σαν εκείνους που δημιουργούν προβλήματα στη Δύση! Είναι ακριβώς η αντίληψη που «πέρασε» ήδη και σε συγγραφείς διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των θρησκευτικών σε ορθόδοξα σχολεία.

3) Ο κίνδυνος διαβρώσεως του φρονήματος ακόμη και ανθρώπων που ανέλαβαν την εκπαίδευση των διδασκάλων του θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία μας, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις θεολόγων Καθηγητών του Πανεπιστημίου, οι οποίοι συνεργάζονται με τη φρικτή οργάνωση του Κορεάτη ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν2. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με το εσωτερικό Δελτίο της οργανώσεως του Μουν, τέσσερις Έλληνες ορθόδοξοι καθηγητές έλαβαν μέρος σε πρόσφατο συνέδριο μιας από τις οργανώσεις της «Ενωτικής Εκκλησίας» του Μουν, που αποσκοπεί στη διάβρωση των χριστιανικών Εκκλησιών και στην «ένωσή» τους κάτω από την ιδεολογία και την ηγεσία του Κορεάτη ψευδομεσσία. Μεταξύ αυτών και ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, όπως αναφέρεται στο ίδιο Δελτίο, εδήλωσε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να αναθεωρήσει την εσχατολογία της, και, προφανώς, να την προσαρμόσει στην ιδεολογία της Ενωτικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο Σαν Μυούνκ Μουν είναι ο Κύριος της Δευτέρας Παρουσίας και έχει ως αποστολή να ενώσει όλες τις θρησκείες και όλα τα έθνη κάτω από την ηγεσία του.

4) Στα βιβλία του Νόρμαν Βίνσεντ Πηλ, χρησιμοποιούνται χριστιανικοί όροι (πίστη, προσευχή, Χριστός) με αποκρυφιστική έννοια και κηρύττεται η λύση όλων των προβλημάτων με την αλλαγή των νοητικών καταστάσεων στο υποσυνείδητο του ανθρώπου (“θετική σκέψη”), δηλαδή το «ευαγγέλιο του όφεως», η αυτοσωτηρία, που ακυρώνει το μήνυμα της εν Χριστώ ελπίδας. Αυτά τα βιβλία μεταφράζονται από ορθοδόξους θεολόγους, εκδίδονται από ορθόδοξο εκδοτικό οίκο, κυκλοφορούν σε ορθόδοξα βιβλιοπωλεία μεταξύ ορθοδόξων χριστιανών.

5) Η Ελλάδα όπως και άλλες ορθόδοξες χώρες μεταβάλλονται βαθμιαία, αλλά συστηματικά, σε μεγάλες αποκρυφιστικές αγορές. Αυτό αποδεικνύεται και από τη «ζήτηση» των προϊόντων του αποκρυφιστικού χώρου. Υπάρχουν ήδη ειδικά καταστήματα στην Αθήνα, μερικά αποκρυφιστικά προϊόντα διατίθενται στα σούπερ-μάρκετ και το σύστημα αποστολής τους έχει βιομηχανοποιηθεί. Στην Ελλάδα εκδίδονται 26 αποκρυφιστικά περιοδικά. Μερικά από αυτά έχουν μεγάλη κυκλοφορία, ιδίως μεταξύ των νέων. Στο Φεστιβάλ βιβλίου της Αθήνας (1991), από τα 300 περίπου περίπτερα, 28 ήταν αποκρυφιστικά. Περισσότερα από τα μισά εξέθεταν μεγάλη σειρά αποκρυφιστικών βιβλίων. [Σημ.Αντ.Εγκόλπιου: Σήμερα η κατάσταση έχει χειροτερέψει κατά πολύ]

6) Το πόσο έχει προχωρήσει η διάβρωση του φρονήματος των Ορθοδόξων Ελλήνων αποδεικνύει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα νέοι, που αντιμετωπίζουν υπαρξιακά προβλήματα, καταφεύγουν στις «λύσεις» του αποκρυφισμού και της παραθρησκείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θέμα της μετενσαρκώσεως. Με την μετενσάρκωση υπόσχονται ποικίλες ομάδες να λύσουν το πρόβλημα της υπάρξεως του ανθρώπου, το πρόβλημα του κακού στον κόσμο κ.ο.κ. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τουλάχιστον 5 διαφορετικά βιβλία, που αναφέρονται αποκλειστικά στις δοξασίες του κάρμα και της μετενσαρκώσεως. Υπολογίζεται πως το 35% των Ευρωπαίων, πιστεύουν ήδη στη διδασκαλία αυτή που ακυρώνει όχι μόνο ολόκληρο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό (αφού θεμελιώνεται σε διαφορετική αντίληψη περί ανθρώπου), αλλά και το όλο μήνυμα της Εκκλησίας, που ταυτίζεται με το κήρυγμα της αναστάσεως.

Αυτά είναι μερικά ενδεικτικά «σημεία» του καιρού μας, που αποδεικνύουν ότι η διάβρωση του δικού μας χώρου έχει προχωρήσει ανησυχητικά.Η απολογητική λοιπόν της Εκκλησίας μας αποκτά σήμερα προτεραιότητα για ολόκληρη την Ορθοδοξία· ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες, οι οποίες απηλλάγησαν από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι ποικίλες αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες συναγωνίζονται η μία την άλλη, ποια θα αναπληρώσει το ιδεολογικό κενό που δημιουργήθηκε. Οι ποιμένες της Εκκλησίας και ο λαός σ’ αυτές τις χώρες δεν έχουν την κατάλληλη ενημέρωση, την απαραίτητη προετοιμασία και την στοιχειώδη υποδομή για την αντιμετώπιση της νέας καταστάσεως και ο κίνδυνος της διαβρώσεως είναι υπαρκτός.

δ) Τι πρέπει να γίνει

Η άποψη πως το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι η οργάνωση της ενοριακής ζωής είναι επικίνδυνη. Ακόμη και αν οργανώσουμε  όπως πρέπει την ενοριακή μας ζωή, εάν δεν ενισχύσουμε την απολογητικήτης Εκκλησίας και μείνουμε παθητικοί θεατές μπροστά στη συνεχιζόμενη διάβρωση όλων των φορέων και κέντρων επηρεασμού του κοινού και ιδιαίτερα της νέας γενιάς, δεν θα επιτύχουμε απολύτως τίποτε. Ο χώρος της μουσικής, της τέχνης, του κινηματογράφου, των μέσων μαζικής ενημερώσεως, οι μορφωτικοί και πολιτιστικοί φορείς, ο χώρος της εκπαιδεύσεως, ακόμη και της θρησκευτικής, τα πολιτικά κόμματα και η τοπική αυτοδιοίκηση έχουν σε ανησυχητικό βαθμό διαβρωθεί. Ο αποκρυφισμός σε όλες του τις μορφές, προσδιορίζει το φρόνημα των φορέων αυτών σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι το περιεχόμενο της ορθοδόξου πίστεως.

Εάν δεν κάνουμε κάτι γενναίο, ακόμη κι αν οργανώσουμε την ενοριακή μας ζωή, δεν θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε ούτε εκείνους που θα κρατήσουμε μέσα στην Εκκλησία, γιατί το φρόνημά τους θα υποστεί διάβρωση. Θα εγκολπωθούν ιδέες και θα τρέφονται με πνευματική τροφή ξένη προς την ορθόδοξη πίστη και θα θεωρούν τις εξωχριστιανικές δοξασίες ορθόδοξες! Αυτό γίνεται ήδη σε πολλές περιπτώσεις.  Το πρόβλημα θα οξυνθεί με την συντονισμένη προπαγάνδα της λεγομένης «Νέας Εποχής», που τείνει να κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Στη δεκαετία του 1990 διαμορφώνεται ήδη ένας νέος πολιτισμός. Βασικό γνώρισμά του είναι η σύγχυση ανάμεσα στη θρησκεία και στην πολιτική, η θρησκειοποίηση της πολιτικής και η πολιτικοποίηση της θρησκείας. Ο πολιτισμός που διαμορφώνεται ακυρώνει το χριστιανικό ήθος και ολόκληρο το δυτικό πολιτισμό. Μπροστά σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα η συμβολή της Ορθοδοξίας στην αναζήτηση των πνευματικών θεμελίων για την οικοδομή του ονομαζομένου «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» έχει μεγίστη σημασία. Πιο συγκεκριμένα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η ουσιαστική αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων, που σχετίζονται με τις αιρέσεις και γενικώτερα με την εξωχριστιανική και εξωευρωπαϊκή απειλή, προϋποθέτει σε βάθος γνώση του αντικειμένου, την αντικειμενική ενημέρωση.

Εάν δεν γνωρίσουμε την πρόκληση, δεν είναι δυνατόν να δώσουμε τις ορθόδοξες λύσεις, να οριοθετήσουμε την πίστη μας και να προσφέρουμε το απαραίτητο σταθερό σημείο αναφοράς και το «μέτρο κρίσεως κάθε τι νέου που φθάνει σε μας. Η σύγχρονη και συστηματική απολογητική της Εκκλησίας, πρέπει να έχει ως σκοπό την πρόληψη της πλάνης, καθώς και την επιστροφή των πεπλανημένων. Πρέπει αν συνδυάζει την οριοθέτηση της Ορθοδόξου πίστεως,που προϋποθέτει την καλή γνώση της ποικίλης προκλήσεως (αιρετικής, αποκρυφιστικής, γκουρουιστικής, νεογνωστικής κ.ά.) και της Ορθοδόξου Πατερικής θεολογίας. Πρέπει, σύμφωνα και με όσα ήδη εκθέσαμε, να είναι σε θέση να αποκαλύπτει πίσω από τα πολυάριθμα προσωπεία το αληθινό πρόσωπο της κάθε ομάδας, να προσδιορίζει τους αληθινούς σκοπούς της, τις διασυνδέσεις της, τη στρατηγική της και τις επιπτώσεις που έχει η τυχόν εξάπλωση των δοξασιών της για την εν Χριστώ ελπίδα, για την κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική μας ζωή, ακόμη και για τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η απολογητική εργασία μας πρέπει να αποβλέπει στην ποιμαντική κάλυψη του μεγάλου κενού: να αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο της κάθε ομάδας, πίσω από τυχόν προσωπεία (φιλοσοφικά, ψυχολογικά, παιδαγωγικά, μορφωτικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά, οικολογικά, υγιεινιστικά, αθλητικά κ.ο.κ.), τις διεθνείς διασυνδέσεις της, τη μέθοδο προσηλυτισμού, τις αρνητικές επιπτώσεις στην προσωπικότητα των θυμάτων. Να καθιστά, τέλος φανερό, γιατί η ιδιότητα του μέλους των ομάδων αυτών είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ορθοδόξου χριστιανού. Για να κινηθεί η απολογητική της Εκκλησίας μας σ’ αυτά τα πλαίσια απαιτείταιειδική εκπαίδευση και συνεχής ενημέρωση. Όμως, δυστυχώς, σε πανορθόδοξο κλίμακα, δεν υπάρχει ειδικός φορέας (εκκλησιαστικό ίδρυμα, ερευνητικό κέντρο, Θεολογική Σχολή) που να ασχολείται με εκπαιδευτικά προγράμματα σ’ αυτό τον τομέα.

 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επί μία δεκαπενταετία, με την ευλογία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσπαθήσαμε να λειτουργήσουμε μερικά βασικά εκπαιδευτικά προγράμματα, στηριζόμενοι στην ελεύθερη και εθελοντική συνεργασία. Πολύτιμοι συνεργάτες των προγραμμάτων αυτών ήσαν διάφορες προσωπικότητες που ευαισθητοποιήθησαν κι ενημερώθησαν, γονείς των οποίων τα παιδιά έπεσαν θύματα των αιρέσεων και της παραθρησκείας και ιδιαιτέρως, πρώην θύματα, που βοηθήθηκαν να απαλλαγούν από αιρετικές και παραθρησκευτικές εξαρτήσεις, επανεντάχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και εκπαιδεύτηκαν γι’ αυτό το έργο.

Κλείνοντας εκφράζουμε την βαθειά μας πεποίθηση ότι πρέπει να κάνουμε βασικά βήματα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα ποιμαντικά αυτά προβλήματα, που απειλούν το έθνος, τον πολιτισμό, αλλά κυρίως την εν Χριστώ ελπίδα μας. Πρέπει να λεχθεί πως όσοι βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια πρέπει να γνωρίζουν τον «χώρο», δεν φθάνει να είναι θεολόγοι ή και καθηγητές στο πανεπιστήμιο.Αν κανείς δεν έχει στη θεολογική του εργασία ποιμαντικό προσανατολισμό και εάν δεν γνωρίζει και τον χώρο των αιρέσεων και της παραθρησκείας όπως είναι στην πραγματικότητα και όχι όπως εμφανίζεται στην ξένη βιβλιογραφία και στην ακαδημαϊκή προβληματική, δεν έχει να προσφέρει σ’ αυτό το έργο κάτι το ουσιαστικό. Αντίθετα: είναι δυνατόν να επηρεάσει την όλη προσπάθεια και να την οδηγήσει σε εντελώς λαθεμένη κατεύθυνση.

Η ορθόδοξη θεολογία μας καλείται να δεχθεί την πρόκληση των αιρέσεων και της παραθρησκείας και να δώσει τις λύσεις της. Αυτό έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας και βοήθησαν στην ανάπτυξη της θεολογίας. Αυτό πρέπει να γίνει σήμερα από θεολόγους, οι οποίοι γνωρίζουν καλά αυτή την πρόκληση και την αποδέχονται ως σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα. Όσοι απορρίπτουν την απολογητική της Εκκλησίας επειδή νομίζουν πως έτσι θα «ιδεολογικοποιήσουν» την πίστη μας και όσοι δεν γνωρίζουν την «έξωθεν πρόκληση» δεν είναι δυνατόν να προσφέρουν βοήθεια στο δικό μας αγώνα.Η απολογητική διακονία μας δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί κατά τρόπο δραστικό και σύμφωνο με την παράδοση της Εκκλησίας, αν δεν στηρίζεται στη βαθύτερη μελέτη και ορθή κατανόηση της έξωθεν προκλήσεως. Είναι δυστύχημα το ότι δεν υπάρχει στη χώρα μας ένα Ερευνητικό Κέντρο, που να ασχολείται με αυτό το θέμα. Η στάση που παίρνουν οι υπεύθυνοι παράγοντες των ανώτερων και ανώτατων ιδρυμάτων, που ανέλαβαν την εκπαίδευση των στελεχών της Εκκλησίας μας δεν είναι, δυστυχώς, ελπιδοφόρα. Γι’ αυτό και η Εκκλησία πρέπει να προχωρήσει σε γενναίες αποφάσεις και στην υλοποίησή τους με επιταχυνόμενες διαδικασίες. Όμως είναι πολύ ελπιδοφόρο το γεγονός ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήδη από την πρώτη της Συνεδρίαση του μηνός Σεπτεμβρίου 1991, έδωσε στην απολογητική διακονία ιδιαίτερη βαρύτητα και προτεραιότητα. Το εκπεφρασμένο ενδιαφέρον του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Σεραφείμ για την προώθηση της ποιμαντικής αυτής διακονίας και η παρουσία στην Ιερά Σύνοδο Ιεραρχών που διακατέχονται από ιδιαίτερη ευαισθησία γι’ αυτά τα θέματα, αλλά και που διαθέτουν την απαραίτητη γνώση του όλου χώρου των αιρέσεων και της παραθρησκείας, θεμελιώνουν την ελπίδα, ότι η διακονία αυτή θα λάβει σύντομα τη θέση στο ποιμαντικό έργο μας, την οποία είχε κατά την πρωτοχριστιανική εποχή και στους χρόνους των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.


1. Εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο, το έτος 1995.
2. Ο συντάκτης της Εισηγήσεως αναφέρεται στη δεκαετία του 1990.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχη 71-72 (1-6/2013)

ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.



Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών



Α΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας

Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας



Συμπεράσματα περί τής φιλοσοφικής επιρροής στη διδασκαλία τών Απολογητών

1. Περάναντες το κεφάλαιον το σχετικόν προς την θεολογίαν των Απολογητών, δυνάμεθα να θέσωμεν ευθέως το ερώτημα: εις ποιαν κατάστασιν ευρέθη το Χριστιανικόν δόγμα εν τω θεολογικώ συστήματι των Απολογητών, κατά το β' ήμισυ της β' μ. Χ. Εκατονταετηρίδος;

2. Την απάντησιν εις το ερώτημα τούτο συνθέτουν τρία σημεία βασικά: Α) Εξ επόψεως θεολογικής αναπτύξεως το Χριστιανικόν δόγμα παρέμενεν, εις τας βασικός αυτού γραμμάς, σχεδόν το αυτό, ως ήτο κατά την προηγηθείσαν μεταποστολικήν εποχήν. Β) ορισμένα σημεία της διδασκαλίας των Απολογητών παρουσιάζονται καινοφανή και επικίνδυνα, μη δυνάμενα να φέρουν την σφραγίδα της Εκκλησιασπκής παραδόσεως. Γ) Είναι εμφανής η απολογητική προσπάθεια διερμηνείας του δόγματος δια της επιστημονικής γλώσσης και των φιλοσοφικών όρων της εποχής.

3. Και το μεν πρώτον σημείον γίνεται ευκόλως κατανοητόν. Οι απολογηταί ως εκ πεποιθήσεως τέκνα της Εκκλησίας ως στηρίζοντες την διδασκαλίαν των επί των πηγών της θείας αποκαλύψεως — της αγ. Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως — είναι γνήσιοι μάρτυρες της πίστεως της Εκκλησίας, κινούμενοι επί των αυτών γραμμών διδασκαλίας ως και οι θεολόγοι της πρώτης μεταποστολικής γενεάς (Αποστολικοί Πατέρες). Ως είναι φανερόν, εκ της επόψεως ταύτης η θεολογία των Απολογητών, ως στατικώς επαναλαμβάνουσα την προγενεστέραν αυτής θεολογικήν παράδοσιν, δεν παρουσιάζει το αναμενόμενον ενδιαφέρον δια την επιστήμην της ιστορίας των δογμάτων.

4. Το δεύτερον σημείον είναι οπωσδήποτε σοβαρώτερον. Εδώ την προσοχήν του μελετητού προσελκύει η ιδιοτυπία της θεολογικής σκέψεως των Απολογητών, η οποία κινείται κυρίως εις τον χώρον της καθαράς θεολογίας. Οι απολογηταί εκ φιλοσοφικών και θεολογικών προϋποθέσεων ορμώμενοι, κυρίως όμως παρακινούμενοι εκ της απολογητικής σκοπιάς του έργου των, διετύπωσαν την περί Θεού διδασκαλίαν της πίστεως κατά τρόπον όλως ιδιάζοντα, ξένον μεν εν πολλοίς προς την θεολογίαν των Αποστολικών Πατέρων, φέροντα όμως στοιχεία τόσον θετικά όσον και αρνητικά. Και θετικά μεν ήσαν τα στοιχεία εκείνα της περί Θεού διδασκαλίας των, δια των οποίων αφ' ενός μεν απεκρούσθησαν ο θεολογικός δυϊσμός του Γνωστικισμού και η πολυθεΐα της ειδωλολατρικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε ηρμηνεύθη το ιστορικόν πρόσωπον του Ιησού Χριστού (δια της περί Λόγου διδασκαλίας) και ετέθησαν αι βάσεις της μελλοντικής αναπτύξεως της Χριστολογίας εν τη Εκκλησία. Εν τω Χριστώ δεν ενοικεί δύναμις του Πνεύματος, αλλ' ο Λόγος του Θεού σαρκοποιηθείς. Ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος ο αυτός. Εξ αυτού απορρέει η πραγματική θρησκεία, η μόνη θεία και έλλογος, η οποία υπερθεματίζει μεν, κυρίως όμως καταλύει πάσαν άλλην θρησκείαν, πληρούσα όλας τας ελλόγους εφέσεις του πνεύματος και τας καθαράς της καρδίας ανατάσεις. Αρνητικά δε στοιχεία ήσαν κυρίως τα περί γεννήσεως, υποταγής και δύο καταστάσεων του Λόγου διδάγματα. Εν προκειμένω η θεολογία των Απολογητών είναι άκρως επισφαλής, προσανατολιζομένη επικινδύνως προς την αρειανικήν κακοδοξίαν. Είναι προφανές, ότι επί του πεδίου τούτου, η εξέλιξις του Χριστιανικού δόγματος υπήρξε μάλλον αρνητική, ουδείς δε έχει το δικαίωμα να θεωρήση την θεολογίαν των Απολογητών ως εκφράζουσαν την γνησίαν δογματικήν συνείδησιν της Εκκλησίας.

5. Το σπουδαιότερον όμως όλων των άλλων σημείων είναι το τρίτον. Οι Απολογηταί αναλαβόντες το δύσκολον έργον της διερμηνείας του δόγματος επί τη βάσει της φιλοσοφικής ορολογίας και εννοιολογίας της εποχής, ανέλαβον έργον γόνιμον και θετικόν342, κατά πάντα σύμφωνον προς τας περί ιστορικής ανελίξεως του δόγματος επιστημονικάς αρχάς της ιστορίας των δογμάτων. Αναλαβόντες δε το έργον τούτο, αφ' ενός μεν απεσκόπουν εις την ικανοποίησιν βαθυτάτης ιστορικής και υπαρξιακής ανάγκης της Εκκλησίας, της οποίας το δόγμα και η εν γένει υπόστασις εχαρακτηρίζοντο υπό των λογίων εθνικών της εποχής ως φανατισμός, σκοτεινή δεισιδαιμονία και μωρία (επεδίωκον δηλαδή την δικαίωσιν του Χριστιανισμού)· αφ' ετέρου δε προέβαλλον γονίμως την Χριστιανικήν διδασκαλίαν εις το κουρασμένον εξ επόψεως θρησκευτικής εθνικόν περιβάλλον των με σκοπόν να κερδίσουν τούτο θετικώς εις την νέαν εξ αποκαλύψεως Χριστιανικήν πίστιν των.

6. Το ερώτημα όμως, το οποίον απ' αρχής απησχόλησε την ιστορίαν των δογμάτων, ανακύπτει έντονον και πιεστικόν: Η προσπάθεια των Απολογητών ηλλοίωσεν εις την ουσίαν αυτού το Χριστιανικόν δόγμα της Εκκλησίας ή υπήρξε μόνον η εξωτερική διατύπωσις αυτού επί τη βάσει των επιστημονικών μέσων της εποχής;

7. Εις το ερώτημα τούτο εδόθησαν ανέκαθεν δύο σαφείς και εκ διαμέτρου αντίθετοι αλλήλων απαντήσεις. Ούτως η μεν φιλελευθέρα προτεσταντική θεολογία, αφορμωμένη εκ των περί δόγματος ειδικωτέρων αντιλήψεων αυτής, δια της θεολογίας των Απολογητών βλέπει την εν τω Χριστιανισμώ οριστικήν εγκατάστασιν της φιλοσοφίας του Πλάτωνος και του Ζήνωνος,343 ομιλούσα ομοίως και περί ψευδούς εξελληνισμού του Χριστιανισμού.344 Κατ' αυτήν η θεολογία των Απολογητών διέφθειρε δια των κατηγοριών της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως την ουσίαν του Χριστιανικού δόγματος. Αντιθέτως, η ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξος θεολογία, αφορμώμεναι ομοίως εκ των περί δόγματος αντιλήψεων αυτών, εν τη θεολογία των Απολογητών, παρά τας άλλας δυσμενείς επ' αυτής επιδράσεις της φιλοσοφούσης σκέψεως των Ελλήνων, βλέπουν την ειδολογικήν μορφολογικήν διατύπωσιν της εξ αποκαλύψεως θείας αληθείας δια των επιστημονικών (φιλοσοφικών) μέσων της εποχής.

8. Η περί το φλέγον τούτο ζήτημα διαμάχη δεν έπαυσε να απασχολή την Χριστιανικήν θεολογικήν σκέψιν, απ' αρχής μέχρι σήμερον. Ως δε εσημειώσαμεν εν τη εισαγωγή του παρόντος κεφαλαίου, το βασικόν ή μη της αρνητικής προτεσταντικής κριτικής θα ανελάμβανε να αντιμετωπίση το εν λόγω κεφάλαιον δια της ενδελεχούς και νηφαλίας μελέτης της θεολογίας των Απολογητών. Προς τον σκοπόν ακριβώς τούτον, αφ' ενός μεν εδόθη μεγάλη σχετικώς έκτασις εις το ειρημένον κεφάλαιον, αφ' ετέρου δε η θεολογία των Απολογητών εξητάσθη εν αυτώ κυρίως υπό το πρίσμα των σχέσεων αυτής προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, τοσούτω δε μάλλον καθ' όσον εν τη θεολογία ταύτη έχομεν την απαρχήν και την ρίζαν του όλου θεολογικού προβλήματος.

9. Η εκ της μελέτης του όλου θέματος απάντησις ημών εις το ανωτέρω τεθέν ερώτημα είναι μία και μόνη: Ο διισχυρισμός της υπό των Απολογητών αλλοιώσως του Χριστιανικού δόγματος δια της Ελληνικής φιλοσοφίας και ανιστόρητος είναι και δεν ανταποκρίνεται εις την βαθυτέραν ουσίαν του πράγματος.345 Ως πολλάκις ετονίσθη, η υπό των λογίων εκείνων ανδρών χρησιμοποίησις της Ελληνικής φιλοσοφίας εγένετο δια καθαρώς Ιεραποστολικούς και απολογητικούς σκοπούς. Οι Χριστιανοί Απολογηταί ηθέλησαν να διαθέσουν την φιλοσοφικήν των μόρφωσιν αφ' ενός μεν δια την υπεράσπισιν του Χριστιανισμού, αφ' ετέρου δε δια την εποικοδομητικήν προβολήν του ευαγγελίου εις το πνευματικόν περιβάλλον της εποχής των. Η προσθήκη του νέου τρόπου σκέπτεσθαι εις τον πυρήνα του Χριστιανικού κηρύγματος δεν είχεν ως συνέπειαν την αλλοίωσιν της ουσίας αυτού, αλλά την κατοχύρωσιν τούτου δια των μέσων και της δυνάμεως του ανθρωπίνου λόγου. Το απολογητικόν τούτο εγχείρημα ήτο κατά πάντα νόμιμον. Κατά τους απολογητές, ο ανθρώπινος λόγος, ως έκλαμψις του καθολικού θείου Λόγου, έχει θείαν την προέλευσιν αυτού. Παρά δε την εξασθένισίν του δια της αμαρτίας δεν έπαυσε να υπάρχει εις τον άνθρωπον, ανάγων αυτόν — έστω και αμυδρώς — προς τον Θεόν και οδηγών εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας. Επομένως κατά τρόπον όλως φυσικόν οι λόγιοι εκείνοι άνδρες προέβησαν εις την κατοχύρωσιν της Χριστιανικής αληθείας διά των επιστημονικών εννοιών και όρων της φιλοσοφίας της εποχής. Εις το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως προσέθετον το είδος της Ελληνικής σκέψεως, δια να προσδώσουν εις το πρώτον το σφρίγος και την δροσερότητα εκείνην, η οποία ήτο απαραίτητος δια να προσελκύση εις την εν Χριστώ θείαν αλήθειαν τους φιλοσοφικώς σκεπτόμενους αναγνώστας των. Εξ επόψεως όμως ουσίας οι Απολογηταί υπήρξαν εκλεκτικοί έναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας. Προσκείμενοι κυρίως εις τον Πλατωνισμόν και τον Στωικισμόν, όσας εννοίας εξ αυτών εθεώρουν συμφώνους προς την νέαν πίστιν των (την θείαν υπερβατικότητα, λ.χ.) εισήγον ανενδοιάστως εις το Χριστιανικόν δόγμα — ασχέτως αν το εγχείρημα τούτο δεν ήτο πάντοτε ακίνδυνον — ενώ αντιθέτως τα ξένα προς την πίστιν διδάγματα (λ.χ. την περί ειμαρμένης στωικήν αντίληψιν) απέρριπτον και επέκρινον ζωηρώς. Η υπό των Απολογητών χρησιμοποίηση της Ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε νηφαλία και σύμμετρος. Τίμιοι προς εαυτούς και το περιβάλλον των δεν ήθελαν να κολακεύσουν ή να ευαρεστήσουν εις τους αναγνώστας των, αλλά να τους διδάξουν την αλήθειαν και να τους αποσπάσουν εκ της ματαιότητος της θρησκευτικής και φιλοσοφικής των παραδόσεως τονίζοντες ουχ ήττον την αρμονικήν συνάρθρωσιν του Χριστιανισμού, ως της μόνης αληθινής και συμφόρου φιλοσοφίας, προς ό,τι οι πατέρες των, παρακινούμενοι υπό του σπερματικού θείου λόγου, εύρισκον υγιές και σύμφωνον προς την αλήθειαν, η οποία εν τη πληρότητι αυτής εφανερώθη εις τον κόσμον δια της εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού επιφανείας του όλου Λόγου.

10. Ως όμως είναι φανερόν, η προσπάθεια της δια του φιλοσοφικού λόγου διερμηνείας του Χριστιανικού δόγματος προσέδιδεν αφ' ενός μεν μονομέρειαν εις την θεολογίαν των Απολογητών, αφ' ετέρου δε ωδήγει την προσπάθειάν των εις δρόμον εξόχως επικίνδυνον και ολισθηρόν. Περί του τελευταίου τούτου σημείου εκάμαμεν ήδη λόγον εις τα προηγούμενα. Ως προς δε την μονομέρειαν, είναι φανερά η προσπάθεια των Απολογητών να τονίζουν ωρισμένα μόνον σημεία της Χριστιανικής πίστεως, τα οποία ηδύναντο να βοηθήσουν την υπ' αυτών αναληφθείσαν προσπάθειαν, άλλα δε να αφήνουν εις την σκιάν. Τοιουτοτρόπως το περί Θεού και κόσμου δόγμα, το οποίον υπεβοήθει το απολογητικόν έργον των, σχεδόν αναπτύσσουν αποκλειστικώς ενώ περί των υπολοίπων δογμάτων — του χριστολογικού και του σωτηριολογικού — τηρούν κατά τα μάλλον ή ήττον σιγήν. Να μη εγνώριζον άράγε τα δόγματα ταύτα; Το ερώτημα είναι αφελές, αν αποβλέψωμεν τουλάχιστον εις τον Ιουστίνον, ο οποίος επί των δογμάτων τούτων και πλούσιος είναι και διεξοδικός.

11. Η μονομέρεια, ως και η νοησιαρχική ανάχρωσις του έργου των Απολογητών ωδήγησαν πολλούς, προτεστάντας κυρίως, κριτικούς εις την διατύπωσιν της γνώμης, ότι δι' αυτών (των Απολογητών) επετεύχθη η εκλογίκευσις του Χριστιανισμού. Τι να σημαίνη άράγε ο χαρακτηρισμός; να έχη την έννοιαν, ότι δια της απολογητικής προσπαθείας απεκενώθη ο μυστηριακός χαρακτήρ του Χριστιανισμού, αντικατασταθείς δια διδαγμάτων καθαρώς ανθρωπίνης προελεύσεως; Ο λόγος δεν είναι ισχυρός, πρώτον διότι η μελέτη του μυστηριακού βάθους του Χριστιανισμού είναι έργον ολίγον πρώιμον δια την θεολογίαν των Απολογητών, δεύτερον δε, διότι ο τονισμός της μυστηριακής αισθήσεως του δόγματος εις ολίγον θα ωφέλει την απολογητικήν των προσπάθειαν. Βεβαίως είναι αναντίρρητον τα γεγονός, ότι δόγματα, ως η περί δικαιώσεως και χάριτος διδασκαλία ματαίως θα ανεζητούντο εις την διδασκαλίαν των περισσοτέρων Απολογητών. Τούτο όμως, εξηγούμενον και άλλως, δεν δύναται να αποτελέση μομφήν κατά της θεολογίας των. Αν πάλιν, ο διισχυρισμός σημαίνη την δια των κατηγοριών του ανθρωπίνου λόγου και της φιλοσοφίας ανάπτυξιν του Χριστιανικού δόγματος, κανείς δεν θα είχεν αντίρρησιν. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην η γενίκευσις δεν παύει να είναι άδικος: δια των Απολογητών δεν «εκλογικεύεται» ολόκληρος ο Χριστιανισμός, αλλά μερικά μόνον σημεία της δογματικής πίστεως της Εκκλησίας, και μάλιστα εκείνα εις τα οποία ο ανθρώπινος λόγος έχει φυσικωτέραν την προσαγωγήν του.

12. Οι Χριστιανοί Απολογηταί δεν ηλλοίωσαν την εις Χριστόν πίστιν των δια του περιεχομένου της προτέρας των φιλοσοφικής μορφώσεως. Εισελθόντες μετά λόγου και κατόπιν μακροτάτων προσπαθειών εις τους κόλπους της Εκκλησίας, δεν απέρριψαν ως άχρηστον την προτέραν των μόρφωσιν, υπό τα πρίσμα της οποίας ηθέλησαν να ομιλήσουν τιμίως και ειλικρινώς περί της Χριστιανικής αληθείας εις τα εθνικόν περιβάλλον των. Τον Χριστιανισμόν παρέστησαν ως την μόνην αληθή και σύμφορον φιλοσοφίαν την Χριστιανικήν πίστιν (εις ωρισμένα σημεία αυτής) ως σύστημα αληθειών δυναμένων να παρασταθούν και να δικαιωθούν υπό του λόγου· τον Χριστόν ως τον μέγαν νομοθέτην και διδάσκαλον, του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπον εκ της πλάνης και του ψεύδους· την Χριστιανικήν θρησκείαν, τέλος, ως την υγιά εκείνην μονοθεΐαν, η οποία δύναται να ικανοποιήση τας βαθυτάτας θρησκευτικάς ανάγκας παντός υγιώς και ελλόγως σκεπτομένου πνεύματος. Ο απολογητικός ούτος λόγος δεν δύναται να αποτελέση μομφήν. Οι Απολογηταί εξαίροντες την φωτιστικήν διδακτικήν όψιν του σωτηρίου έργου του Χριστού (ηθική περί απολυτρώσεως, θεωρία) έπραξαν ό,τι και οι Αποστολικοί Πατέρες προ αυτών, και ό,τι έμελλε μετ' αυτούς να πράξη ολόκληρος η χορεία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Δια την Ορθόδοξον θεολογίαν η έξαρσις της διδακτικής τούτης πλευράς της απολυτρώσεως, συμπίπτουσα προς τα προφητικόν αξίωμα του Χριστού, ευρίσκεται εις την ουσίαν της πίστεως και εις την καρδίαν των σωτηριολογικών ενατενίσεων του κατ' ανατολάς Ορθοδόξου Χριστιανισμού. Παρά ταύτα, δεν παύει η προσπάθεια αυτή των Απολογητών να αποτελή μονομέρειαν και μάλιστα σκόπιμον, κινουμένην επί σαφώς διαγεγραμμένου πεδίου και αποβλέπουσαν εις σαφείς και συγκεκριμένους σκοπούς.

13. Ότι, τέλος, το θεολογικόν σύστημα των Απολογητών δεν είχε τι το επιλήψιμον και αιρετικόν, δεικνύουν κυρίως η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον υπέρτατον κριτήν εις τα δογματικά της πίστεως ζητήματα. Η Εκκλησία ενθέρμως υπεδέχθη και υιοθέτησε την θεολογίαν των Απολογητών, τους οποίους πολυειδώς και ετίμησεν. Αντιθέτως, όπου αυτή είδεν αίρεσιν, εστράφη αμειλίκτως κατ' αυτής. Τοιουτοτρόπως τα Γνωστικά συστήματα, τα οποία ωδήγησαν πράγματι εις νόθον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού, κατεδίκασε και απέκοψεν εκ του σώματος αυτής. Ομοίως κατεδίκασε τας αιρετικάς ακρότητας του Τατιανού, όπως βραδύτερον έμελλε να καταδικάσει και τας αιρετικάς κακοδοξίας του Ωριγένους, αι οποίαι όντως ωδήγησαν εις αλλοίωσιν του Χριστιανικού δόγματος δια των διδαγμάτων της Ελληνικής φιλοσοφίας. Τους Απολογητάς όμως ουδόλως επέκρινε, διότι εν τω συστήματι αυτών — εξαιρουμένων βεβαίως των επικινδύνων σημείων αυτού — έβλεπε την ιδικήν της συνείδησιν, έβλεπεν εκπληρούμενον τον ιδικόν της πόθον και τον ιδικόν της δυναμισμόν! Οι Απολογηταί, πιστά μέλη της Εκκλησίας, διέθεσαν ενσυνειδήτως ολόκληρον τον εκρηκτικόν δυναμισμόν της προσωπικότητός των υπέρ των σκοπών του διωκομένου Χριστιανισμού, σφραγίσαντες μάλιστα — ως ο Ιουστίνος — την εις Χριστόν πίστιν των δια του μαρτυρικού των αίματοςΙ



Σημειώσεις

342. Δια του έργου των τούτου οι Απολογηταί έθεσαν τας βάσεις της επιστημονικής διαμορφώσεως της εκκλησιαστικής θεολογίας. Υπήρξαν οι πρώτοι γνήσιοι θεολόγοι της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς τους γνωστικούς, οι οποίοι υπήρξαν μεν θεολόγοι (δια των επιστημονικών μέσων της εποχής προσεπάθησαν να διαμορφώνουν εις σύστημα τας σχετικάς αντιλήψεις των), όμως δια της όλης συγκρητιστικής προσπαθείας των προέβησαν εις την κατάλυσιν της γνησίας εκκλησιαστικής θεολογίας (διέφθειραν το Χριστιανικόν δόγμα).

343. Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 172.

344. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 139.

345. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 140.