Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού - Τι συμβολίζει ο Σταυρός(α΄), του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού - Τι συμβολίζει ο Σταυρός(α΄), του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

  • Γράφτηκε από  π. Αυγουστίνος Καντιώτης
  • Πέμπτη, 02 Μαΐου 2013 17:15
  • μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Εκτύπωση 
  • E-mail
Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού - Τι συμβολίζει ο Σταυρός(α΄), του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ο σταυρός, ἀγαπητοί μου, τὸ ὀδυνηρὸ ξύλο ποὺ ἐπάνω του ἀτιμασμένος ξεψύχησε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε τὸ ζωηρότερο ἔμβλημα τῆς αἰωνίου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεὸς ποτέ δὲν ἔπαψε ν᾿ ἀγαπᾷ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπου κι ἂν στρέψουμε τὸ βλέμμα στὴ φύσι, θὰ δοῦμε τὴν ἀγάπη του. Τυφλοὶ καὶ κουφοὶ καὶ ἀναίσθητοιαὐτοὶ ποὺ δὲν τὴ βλέπουν. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, οἱ αὖρες καὶ οἱ ζέφυροι, τὰ ῥεύματα τῶνποταμῶν, τὰ κύματα τῶν θαλασσῶν, τὰ χιόνια στὶς κορυφές, οἱ θησαυροὶ τῶν ὠκεανῶν,τὰ πολύτιμα μέταλλα στὰ σπλάχνα τῆς γῆς,τὰ πολύχρωμα εὐωδιαστὰ ἄνθη, οἱ γλυκοὶ καρποὶ τῶν δέντρων, οἱ μέλισσες, τὰ ἀρνάκια, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι,τὰ ἄστρα, οἱ γαλαξίες…· ὅλα κηρύττουν μυστικά, ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ μεγάλα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλάχιστα τῆς δημιουργίας· μιὰ σταγόνα, ἕνα φύλλο, ἕνα μόριο τῆς ὕλης, ποὺ βλέπουμε στὸ μικροσκόπιο, ἂν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τὰ ρωτήσουμε κι αὐτὰ νὰ μᾶς ἀπαντήσουν, θ᾽ ἀκούγαμε μὲ μία μυριόστομη φωνὴ νὰ ὑμνοῦν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ τὸν βλέπῃ νὰ ζῇ μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν μυστικὴ ἀόρατη ἁλυσίδα συγκρατεῖ τὴ δημιουργία, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ διαλυθῇ, νὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ τοῦ ἀποστάτου ἀνθρώπου, τὴν χαλιναγωγεῖ, τὴν ῥυθμίζει νὰ λειτουργῇ εὐεργετικὰ γι᾽ αὐτόν. Τὰ πάντα ἀποτελοῦν μιὰ ὑπέροχη ἁρμονία, ποὺ ἔκανε τὸν Δαυῒδ νὰ ψάλλῃ· «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι· πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ· τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι· τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερω-τά» (Ψαλμ. 148,7-10). Ὁ ἥλιος π.χ. ἀνατέλλει καὶ δύει σὲ ὡρισμένη ὥρα. «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ»(ἔ.ἀ. 103,19-20).Ἡ τροχιὰ τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο εἶνε καθωρισμένη. Ἡ ἀπόστασι τοῦ ἥλιου ἀπὸ τὴ γῆστὶς διάφορες ἐποχὲς τοῦ ἔτους εἶνε κι αὐτὴ καθωρισμένη. Ὅλα καθωρισμένα ἀπὸ τὸν πανάγαθο Δημιουργό!
Ἀλλ᾿ ἐὰν Ἐκεῖνος, δυσαρεστημένος γιὰ τὸν ἠθικὸ ἐκτροχιασμὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ νόμο του, ὑποθέσουμε ὅτι διέταζε τὸν ἥλιο ν᾿ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴ γῆ,τί θὰ γινόταν; Τότε ὁ ἥλιος θὰ φαινόταν σὰν ἕνα μικρὸ ἀστέρι, ἡ γῆ θὰ βυθιζόταν στὸ σκοτάδι, ὅλα θὰ πάγωναν καὶ ἡ ζωὴ θὰ νεκρωνό-ταν. Ἂν πάλι ὁ ἥλιος ἔπαιρνε ἀπὸ τὸν Πλάστη ἀντίθετη διαταγή, νὰ πλησιάσῃ τὴ γῆ, τί θὰ γινόταν; Ὁ ἥλιος θὰ φαινόταν τετραπλάσιος καὶ πενταπλάσιος ἀπ᾽ ὅ,τι τώρα, οἱ ἀκτῖνες του θὰ ἔλειωναν καὶ τὰ σκληρότερα μέταλλα,οἱ ποταμοὶ θὰ στέγνωναν, οἱ ὠκεανοὶ θὰ ἐξα-τμίζονταν, ἡ γῆ θὰ ψηνόταν σὰν τὸ τοῦβλομέσα στὸ καμίνι, οἱ ἄνθρωποι θὰ κρύβοντανστὰ σπήλαια τῆς γῆς καὶ διψασμένοι θὰ ἔγλειφαν τὰ ὑγρὰ τοιχώματα γιὰ λίγη δροσιά…Ἀλλά, ἄνθρωποι, μὴν ἀνησυχεῖτε καὶ μὴν ταράζεστε. Ὁ ἥλιος μένει στὴ θέσι του καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ στέλνῃ κάθημερινῶς ἑκατομμύρια - δισεκατομμύρια κιλοβὰτ στὴν ἀχάριστη γῆ. Καὶ ὁ Κύριός του, ἀντὶ γι᾽ αὐτά,εἰσπράττει… βλαστήμιες, φρικτὲς βλαστήμιες.
Ὦ Κύριε, πόσο ἐλεήμων εἶσαι! ἐξακολουθεῖς νὰ ἀνατέλλῃς τὸν ἥλιο σου «ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς» καὶ νὰ βρέχῃς «ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45).
Θαυμαστὴ ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ὅπως ἐκδηλώνεται στὴ φύσι. Ἀλλ᾽ ὅσοθαυμαστὴ κι ἂν εἶνε, φαίνεται μικρή, πολὺ μικρή, ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ἐκδηλώθηκε στὴ χάρι , δηλαδὴ στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσῃ νὰ ὑμνήσῃ τὴν ἀγάπη αὐτή; Ἀνοῖξτε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ μελετῆστε μὲ προσοχὴ δύο ῥητὰ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Τὸ ἕνα εἶνε τοῦ Κυρίου· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).
Τὸ ἄλλο ῥητὸ εἶνε τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι στοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ»(Γαλ. 6,14).
 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κηρύττει· Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ἡ θάλασσα οὔτε ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸ μηδὲν οὔτε τίποτε ἄλλο ὑπάρχει ποὺ ν᾿ ἀποδεικνύῃ τόσο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὅσο ὁ σταυρός. Ὁ σταυρὸς εἶνε ἡ δόξα μας, ἡ δόξα τῶν κηρύκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό. Εἶνε ἡ ἀγάπη ὅπως φαίνεται ὄχι πλέον στὶς χρυσὲς ἀκτῖνεςτοῦ ἥλιου καὶ τὰ μυροβόλα ἄνθη τῶν ἀγρῶνκαὶ τὶς δροσερὲς αὖρες, τοὺς ζεφύρους καὶτὰ λοιπὰ εὐεργετικὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ὄχι ὑπὲρφίλων, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἐχθρῶν, ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀχαρίστων καὶ βλασφήμων ἡμῶν ἀνθρώπων(βλ. Ῥωμ. 5,6-10).
 Ἀγάπη οὐρανομήκης. Ἀγάπηποὺ ξεπερνᾷ κάθε μέτρο, κάθε κατανόησι, ἀγάπη ἐσταυρωμένη  –κάπως ἔτσι πρέπει νὰτὴν ὀνομάσουμε. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἄναψε στὸ νοητὸ στερέωμα μεγάλο φῶς, ἕναν ἥλιο ποὺ θὰ φωτίζῃ καὶ θὰ θερμαίνῃ καὶ θὰ ζωογονῇ κάθε καρδιὰ ποὺ πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη συμπλέκεται τρυφερὰ καὶ σχηματίζει τὸν ἥλιο,τὸν μυστικὸ ἀστέρα τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸν ἀστέρα τῶν ὀκτὼ ἀκτίνων. Πῶς; Ζωγράφισε ἕνα σταυρὸ καὶ βάλε ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὸ ἀρχικὸ γράμμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, τὸγράμμα Χῖ, καὶ ἔχεις τὸ ἀκτινοβόλο ἀστέρι,τοῦ ὁποίου σύμβολο ἦταν τὸ ἀστέρι τῆς Βηθλεὲμ ποὺ φάνηκε κατὰ τὴν ἀλησμόνητη νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ναί· ὁ ἀληθινὸς ἀστήρ, ποὺ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος! Τὸ λέει ὁ ἴδιος στὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως·
«Ἐγὼ Ἰησοῦς ἔπεμ ψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. Ἐγώ  εἰμι ἡ ῥίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός»(Ἀπ. 22,16).
Αὐτὸς ὁ ἀστήρ, αὐτὸς ὁ ἥλιος, χαμήλωσε,ἄγγιξε τὴ γῆ, περπάτησε πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰδὲν τὴν ἔκαψε. Δὲν ἔκαψε τοὺς ἁμαρτωλούς,ἀλλὰ ἔφερε νέα φωτιά, ποὺ φλογίζει ἔκτοτε τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Ἔφερε τὴν οὐρανία ἀγάπη. Ἄνοιξε πάνω στὸ σταυρὸ τὴν ἀγκάλη του γιὰ νὰ δεχθῇ καὶ περιπτυχθῇ τὸν ἄσωτο υἱό.
Ἄνθρωπε, γιατί ταράζεσαι, γιατί μελαγχο-λεῖς καὶ ἀπελπίζεσαι; Ἡ ἁγία Τριὰς σὲ ἀγαπᾷ. Μύριες οἱ ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Οἱ σταγόνες τῶν ὠκεανῶν μπορεῖ νὰμετρηθοῦν, ἀλλὰ τὰ δείγματα, τὰ τεκμήρια, οἱ φανερὲς καὶ ἀφανεῖς ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ εὐεργετεῖ δὲν ἔχουν καταμέτρησι. Ἡ ὑψίστη ὅμως ἀπόδειξις τῆς θείας ἀγάπης εἶνε ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἀντὶ σοῦ καὶ ὑπὲρ σοῦ, ἰδοὺ σὲ μία σύντομη πρότασι τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ. Ἀντὶ νὰ ὑψωθῇς ἐσὺ σὲ σταυρό, ὑψώθηκε ἐκεῖνος. Ὅ,τι ἔπρεπε νὰ πάθῃς ἐσὺ ἐπάνωσὲ σταυρὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, ἔπαθε ἐκεῖνος. Ἔπαθε, γιὰ νὰ χαρίσῃ σ᾽ ἐσένα τὴν ἄφε-σι τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία καὶ λύτρωσι. Γιατί λοιπὸν ταράζεσαι; Ποιά εἶνε τὰ ἁμαρτήματά σου; Καὶ ἂν ἀκόμα ὁ διάβολος ἐργάσθηκε ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ δεκαετίας καὶ ῥίζωσε καὶ πύργωσε μέσα σου τὴν ἁμαρτία σὰν γρανιτένια βουνά, μὴν ἀπελπισθῇς.Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐξιλέωσις τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν δικῶν σου καὶ τοῦ κόσμου ὅλου. Μία σταγόνα τοῦ αἵματός του ἔχει τέτοια λυτρωτικὴ δύναμι, ὥστε ἀρκεῖ νὰ διαλύσῃ τὸ ἁμαρτωλὸ συγκρότημα, νὰ σβήσῃ τὴν ἐνοχή, νὰ κηρύξῃἀθῷο καὶ δίκαιο ἀκόμη καὶ τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό.
«Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας», κηρύττειὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου(Α΄ Ἰω. 1,7).
Δόξα στὸ Λυτρωτὴ τῶν αἰώνων, ψάλλουνχαρμόσυνα οἱ λυτρωμένοι ἀπὸ κάθε σημεῖοτῆς ὑφηλίου. Ποιός μπορεῖ πλέον νὰ χωρίσῃ τοὺς λυτρωμένους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Παῦλος ἀπαντᾷ· Ἔχω ἀκράδαντη πεποίθησι, ὅτι «οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»(Ῥωμ. 8,38-39) .Ὁ σταυρὸς καταργεῖ τὴν ἔχθρα, τὸ «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφ. 2,14) , συνάπτει τὰ διεστῶτα, ἑνώνει Θεὸ καὶ ἄνθρωπο. Εἶνε τὸ σύμβολο τῆς θείας ἀγάπης.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (φ. 1/Ἰαν. 1953).
***
Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού
- Τί συμβολίζει ὁ Σταυρός (β΄) του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ο σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σύμβολο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Συνάπτει τὰ διεστῶτα, ἑνώνει Θεὸ καὶ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἑνώνει, συγχρόνως καὶ χωρίζει. Χωρίζει; Μάλιστα, χωρίζει. Τί χωρίζει; Προσέξτε, ἀγαπητοί μου, τὴ συνέχεια.
Ἡ ἐσταυρωμένη ἀγάπη, ὁ Χριστός, ἐπιβάλλει ὑποχρεώσεις· θέλει ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη του, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε φλογερά. «Ἡμεῖς», λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α΄ Ἰω. 4,19) . Καὶ πρώτη ἐκδήλωσις ἀγάπης πρὸς αὐτὸν εἶνε, νὰ μισήσουμε ἐκεῖνο ποὺ ὠδήγησε τὸν Κύριο στὸ σταυρό, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία.  Ἡ ἁμαρτία μὲ τὶς ποικίλες μορφὲς καὶ διακλαδώσεις της, μὲ ἀγκυροβόλιο καὶ ὁρμητήριο τὴν καρδιὰ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ξεκινᾷ κ᾽ ἐξαπλώνεται στὸ περιβάλλον, ἀποκτᾷ κι ἄλλους ὀπαδοὺς καὶ συνεργάτες, καὶ δημιουργεῖ αἰσχρὴ παράταξι, δικό της κόσμο ἄκοσμο, μέσα στὸν ὁποῖο κυρίαρχο στοιχεῖο εἶνε ἡ ἴδια. Αὐτὴ ἡ ἁμαρτία, ποὺ εἰσώρμησε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμστὴν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὠργανώθηκε ἐπιτελικά, ἐσταύρωσε «τὸν Κύριον τῆς δόξης» (Α΄ Κορ.2,8).
Ἡ ἁμαρτία, νά ὁ σταυρωτὴς τοῦ Κυρίου. Συνεπῶς, τὴν ἁμαρτία πρέπει νὰ μισήσουμε, γιατὶ εἶνε ὑπαίτιος γιὰ ὅλα τὰ κακά, καὶ νὰ ποῦμε· Θάνατος στὴν ἁμαρτία, θάνατος στὶς κακίες καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν «παλα ὸν ἄνθρωπον»! (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9). Αὐτὸν πρέπει νὰ πολεμήσουμε, νὰ βιάσουμε, νὰ νεκρώσουμε, νὰ σταυρώσουμε , καὶ νὰ κάνουμε τὸν ἑαυτόμας ἀκίνητο καὶ ἀνενέργητο γιὰ τὸ κακό.
Ἡ νέκρωσις τῆς κακίας μέσα μας εἶνε ὁ πρῶτος σταυρὸς ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε καὶνὰ σηκώνουμε μέχρι τὴν τελευταία μας πνοή(βλ. Λουκ. 9,23) . Καὶ ἂν τὸ κακὸ ἀπ᾽ ἔξω ὀργανωθῇ καὶ ἐπιτεθῇ μὲ ὁρμὴ θηρίου, ὁ πιστὸς δὲν πρέπεινὰ ὑποχωρήσῃ οὔτε σπιθαμή, ἀλλὰ ν᾽ ἀντιτάξῃ γενναία ἀντίστασι, καὶ νά ᾽νε πρόθυμος γιὰ τὴν τήρησι τοῦ θείου θελήματος νὰ ὑποστῇ καὶ αὐτὸς σὲ μικρογραφία ὅσα ὑπέστη ὁ Κύριος γιὰ τὴ δική μας σωτηρία· νὰ ἐμπαιχθῇ, νὰἐμπτυσθῇ, νὰ μαστιγωθῇ, νὰ φορέσῃ ἀκάνθινο στεφάνι καὶ κόκκινη χλαμύδα, δηλαδὴ νὰ συνεχίσῃ στὴ σύγχρονη γενεὰ τὰ πάθη τοῦΚυρίου, γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ σ᾽ αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. 1,5).
Χριστὸς καὶ κόσμος εἶνε δύο κύριοι ἀσυμβίβαστοι· καὶ «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24) . Ὁ κόσμος π.χ., ποὺ θεὸ ἔχει τὸ μαμωνᾶ, λέει· Καλὸ εἶνε τὸ λαμβάνειν, μὲ ὁποιοδήποτε μέσο καὶ τρόπο. Δόγμα του «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς». Ἀντιθέτως ὁ Χριστὸς λέει· Μακάριον τὸ διδόναι, τὸ νὰ ἐλεῇς, νὰ συμμετέχῃς στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, νὰτοὺς ἀνακουφίζῃς καὶ νὰ τοὺς βοηθᾷς(βλ. Πράξ. 20,35).Μεταξὺ Χριστοῦ καὶ κόσμου, ἀγάπης καὶ μίσους, μεταδοτικότητος καὶ πλεονεξίας, ἐλεημοσύνης καὶ ἁρπαγῆς, τί σχέσι ὑπάρχει; Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ βαδίζῃ δρόμο ὄχι παράλληλο ἀλλὰ κάθετο πρὸς ἐκεῖνον ποὺ χαράζει γιὰ τοὺς ὀπαδούς του ὁ κόσμος· καὶ ἡ τομή, τὸ σημεῖο δηλαδὴ ἐκεῖνο τῆς ζωῆς στὸ ὁποῖο γίνεται ἡ σύγκρουσις τοῦ θεϊκοῦ μὲ τὸ ἀντίθεοφρόνημα, σχηματίζει ἀκριβῶς σταυρό.
Ὅπου τομή, ἐκεῖ σταυρός. Ὅσες συγκρούσεις, τόσοι καὶ σταυροί. Οἱ Χριστιανοὶ ἀνακρίνουν, τέμνουν ψυχικὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τέ- μνονται ἀπ᾿ αὐτὸν σωματικά. Ὁ πιστὸς δὲν πορεύεται σύμφωνα μὲ τὸ ῥεῦμα τοῦ κόσμου,ἀλλ᾿ ἐναντίον του, καὶ λέει στὸν ἀντίθεο κόσμο·Δὲν θὰ περάσῃς, δὲν θὰ μολύνῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς ψυχῆς μου! Πέφτω νεκρὸς ἀλλ᾿οὔτε σπιθαμὴ χριστιανικοῦ ἐδάφους δὲν σοῦπαραδίδω. Ἐδῶ εἶνε ἡ τομή, ἐδῶ εἶνε ὁ σταυρός μου, καὶ θὰ σταυρωθῶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶτὴ δικαιοσύνη.
Κόσμε, μὲ ὅλα τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα ποὺ διαθέτεις, ὡς πρὸς ἐμένα εἶσαι νεκρός . Καμμία ἐπίδρασι δὲν ἔχεις πάνω μου. Τί μπορεῖ νὰ μοῦ κάνῃ ἕνας νεκρός;
Ἀλλὰ καὶ ἐγώ  –τὸ ἁμαρτωλὸ ἐγώ, ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» ποὺ φέρουμε μέσα μας (ἔ.ἀ.) –, ὡς πρὸς τὸν κόσμο εἶμαι νεκρός. Νεκρὰ εἶνε τὰμέλη μου· ἡ γλῶσσα μου δὲν λέει τὶς ματαιότητες τῶν ἀνθρώπων, τὰ μάτια μου δὲν βλέπουν τὰ πονηρά, τὰ αὐτιά μου δὲν ἀκοῦνε τὶςσειρῆνες τῆς ἁμαρτίας, τὰ χέρια μου δὲνἁρπάζουν τὰ ξένα ἀγαθά, τὰ πόδια μου δὲν τρέχουν στοὺς διεστραμμένους δρόμους, ἡ καρδιά μου πρὸ παντὸς δὲν πάλλει γιὰ τὶςἡδονὲς τοῦ κόσμου. Κόσμε, εἶμαι νεκρός. Βάλε ἕνα νεκρὸ μέσα σὲ χρυσάφι, ἐμπρὸς σὲγαργαλιστικὰ φαγητὰ καὶ ποτά, σὲ θεάματα ἁμαρτωλῶν γυναικῶν· θὰ μείνῃ ἀκίνητος,ἀναίσθητος σὰν τὸ μάρμαρο. Κόσμε, τί ζητᾷςἀπὸ μένα; Ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς ὡς πρὸς ἐσένα.
Ἔτσι μιλάει ὁ Παῦλος· «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ  ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20) . Ἔτσι μιλοῦν οἱ πιστοὶποὺ ζοῦν τὴν ἐσταυρωμένη ζωή. «Οἱ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (ἔ.ἀ. 5,24) . Ἀλλ᾿ ἐμεῖς;
Πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή! Ὁ Κύριος εἶπε ἕνα τρομερὸ λόγο· «Ὃς οὐ  λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀ  πίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,38) . Ἑρμηνεύοντας τὸν λόγο αὐτὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης τὸν 14ο αἰῶνα, λέει σ᾽ ἕνα κήρυγμά του πρὸς τὸν λαό· «Ὅταν μὲν εἶνε καιρὸς εἰρήνης τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν, νεκρώνοντας διὰ τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, περιφρονώντας καὶ τὴ ζωή του καὶ θυσιάζοντάς την ὑπὲρ τῆςεὐσεβείας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν Κύριο. Νὰ εἶσαι ἕτοιμος, χάριν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων νὰ δεχθῇς τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο».Σταυρός! Ἕνωσις μὲ τὸ Χριστό, χωρισμὸς ἀπὸ τὸν κόσμο ὄχι τοπικῶς ἀλλὰ τροπικῶς.Διότι μπορεῖ νὰ μένῃς στὴν ἔρημο, καὶ νὰ ἔχῃς στὴν καρδιά σου τὸν κόσμο· καὶ ἀντιθέτως, νὰ μένῃς στὴν πιὸ πολυθόρυβη πόλι, καὶ νὰ ἔχῃς στὴν καρδιά σου τὸν Χριστό.
Σύμβολο νεκρώσεως τῶν παθῶν ὁ σταυρός. Ἀλλὰ καὶ ζυγαριὰ ὁ σταυρὸς ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ὅταν σταθοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦΚυρίου καὶ σκεφθοῦμε σοβαρὰ τί ὑπέφερε ἐκεῖνος γιὰ τὴν σωτηρία μας, τί σταυρὸ σήκωσε, ὅταν ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ δοῦμε τί ὑπέφεραν οἱ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, τί σταυροὺς σήκωσαν,τότε αἰσθανόμαστε τὸν ἑαυτό μας πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ ἰδανικὸ τοῦ σταυροῦ.Τί ζῇ μέσα μας, ὁ Χριστός; Ἀλλὰ να «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α΄ Ἰω. 2,16) κυριαρχοῦν στὰ πρόσωπα, τὶς οἰκογένειες καὶ τὴν κοινωνία μας. Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου κυριαρχεῖ στὶς διάνοιες καὶ τὶς καρδιές. Ἡ ἡδονὴ ἔγινε θεότης. Μιὰ ἐπιπόλαιη ζωή. Σωστὰ ἔγραψε ἕνα περιοδικό· «Τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα τεί-νει νὰ συμβιβάσῃ τὸ φιλόκοσμο πνεῦμα τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς ἀξιώσεις καὶ ἐπιταγὲς τῆς ἁγίας μας θρησκείας. Ὁ σταυρός, ποὺ ἀποτελεῖ σύμβολο διαρκοῦς θυσίας, παραμένει ὑψωμένος καὶ καθορᾶται σὰν ἁπλὸ σημεῖο Χριστιανισμοῦ ποὺ ἔχασε τὸ θεῖο περιεχόμενό του»(βλ. «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», Βόλος 1952, σελ. 195-196 μτγλτ.).
Στὴν ἐποχή μας ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ Χριστοῦ καὶ κόσμου τείνει νὰ ἐξαλειφθῇ. Ὅλα τὰ συγχωροῦμε, ὅλα τὰ ἀμνηστεύουμε,ὅλα ζητοῦμε νὰ τὰ συμβιβάσουμε μὲ τὴ συνείδησί μας. Τὴ θρησκεία τοῦ σταυροῦ ἔρχεται ν᾿ ἀντικαταστήσῃ ἡ «ἐθελοθρησκεία» (Κολ. 2,23), ἡ θρησκεία χωρὶς σταυρό, ἡ νέα κοσμικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία διὰ ἱερέων καὶ πνευματικῶν της ἐκπροσώπων θὰ χαλαρώνῃ διαρκῶς τὰ ἡνία, καὶ τὸ ἀνθρώπινο κτῆνος ὑπὸ τὶς εὐλογίες τυφλῶν ὁδηγῶν θὰ γιγαντώνεται καθημερινῶς.
Δυστυχῶς, ἄξιαθρήνων πολλῶν τὰ καθ᾿ ἡμᾶς! Τὸν χριστιανισμὸ ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς βαπτισμένους Χριστιανοὺς τὸν ἀσκοῦν σὰν μία συνήθεια, σὰν ἕνα τύπο χωρὶς καμμία γνῶσι καὶἐπίγνωσι τοῦ μεγαλείου του, ἄλλοι τὸν ἔχουν κάνει ὑπόθεσι ἐμπορίου (βλ. Β΄ Πέτρ. 2,3) , ὑπάρχουν δὲ καὶ πολλοὶ ποὺ ὑβρίζουν τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, τοὺς ὁποίους ἔκλαιγε ὁ Παῦλος γράφοντας· «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες!» (Φιλιπ. 3,18-19).
Σταυρός, ἀγαπητοί μου, σημαίνει· ἕνωσις μὲ τὸ Χριστό, χωρισμὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, νέκρωσις μελῶν, σταύρωσις παθῶν, ἄθλησις ὑπὲρ ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης, ζωὴ θυσίας καὶ αὐταπαρνήσεως.
Χριστιανὸς χωρὶς σταυρὸ δὲν νοεῖται.Κύριε, στὸ ἔλεός σου ἐλπίζουμε, μὴ μᾶς καταισχύνῃς! Διὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς  ἀναστάσεώς σου «ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς· πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου, τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ σου εἰς τέλος» (Ψαλμ. 15,11)
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (φ. 1/Ἰαν. 1953).

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)
Ένας μεγάλος διδάσκαλος του Γένους
και ένας φλογερός ζηλωτής της ορθοδόξου παραδόσεως

Μέσα στη χορεία των μεγάλων πνευματικών αναστημάτων της Ορθοδοξίας εξέχουσα θέση κατέχει ο εν Χίῳ οσιακώς κοιμηθείς στις 24 Ιουνίου 1813 Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος αναδείχθηκε διαπρεπής θεολόγος, φωτεινός διδάσκαλος του Γένους, ακαταπόνητος εθναπόστολος, στερρός υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, απαρέγκλιτος φρουρός και θεματοφύλακας της ορθοδόξου παραδόσεως, πολυγραφότατος συγγραφέας, ηγετικό στέλεχος του φιλοκαλικού κινήματος, ιδρυτής και σχολάρχης της περιωνύμου Μεγάλης Σχολής της Χίου.
Ο γενναίος και ακαταπόνητος αυτός αγωνιστής και ακοίμητος φρουρός των ορθοδόξων δογμάτων της αμωμήτου πίστεώς μας γεννήθηκε το 1721 στο χωριό Κώστος (ή Κόστος) της Πάρου, γεγονός που δικαιολογεί την επωνυμία « Πάριος», με την οποία έμεινε γνωστός στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αφού το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος. Είχε άλλα τρία αδέλφια, αλλά ο Αθανάσιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του εκ Σίφνου καταγομένου πατρός του, ο οποίος ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος, η δε μητέρα του ήταν από την Πάρο. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στη γενέτειρα του, την Πάρο, ενώ σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες φοίτησε στη Σχολή του Παναγίου Τάφου στη Σίφνο, αλλά και στη Σχολή του Γένους στην Άνδρο με δαπάνες της Μονής του Αγίου Αντωνίου Κεφάλου της Πάρου. Η επιθυμία του για περαιτέρω μόρφωση τον οδήγησε το 1745 στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην ιδρυθείσα το 1733 περιώνυμη Ευαγγελική Σχολή, στην οποία δίδασκαν ο ιδρυτής της, μοναχός Ιερόθεος Δενδρινός και ο Χρύσανθος Καραβίας που κατάγονταν και οι δύο από την Ιθάκη. Μετά από την εξαετή του φοίτηση αναχωρεί το 1751 για το Άγιο Όρος, όπου φοιτά στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, την οποία διηύθυνε ο μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ενώ το 1753 ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο εκ Κερκύρας ιεροδιάκονος Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος ονομάσθηκε «ο νέος Αριστοτέλης της Ελλάδος». Από τον Ευγένιο Βούλγαρη ο Αθανάσιος διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τις ξένες γλώσσες για να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί και να μεταφράζει τα ξένα συγγράμματα. Παράλληλα η μεγάλη του δίψα για ολοένα και περισσότερες γνώσεις τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη της Σχολής, αλλά και σε άλλες αγιορείτικες βιβλιοθήκες, όπου μελετούσε ακατάπαυστα την ελληνική ιστορία, την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άριστες επιδόσεις του στην Αθωνιάδα Σχολή εντυπωσίασαν τον Ευγένιο Βούλγαρη σε τέτοιο βαθμό, ώστε με την προτροπή του χειροτονήθηκε ο Αθανάσιος διάκονος, ενώ διετέλεσε και καθηγητής της Σχολής. Η πνευματική κατάρτιση του Αθανασίου του Παρίου και η φήμη που απέκτησε, παρακίνησε τους Θεσσαλονικείς να του ζητήσουν να αναλάβει τη διεύθυνση του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν η Σχολή του Γένους για την πόλη. Ο Αθανάσιος αρχικά αρνήθηκε την πρόταση, αλλά ύστερα από την επιμονή του Ευγένιου Βούλγαρη και των Θεσσαλονικέων ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής για δύο έτη (1758 -1760), όπου εργάσθηκε ως άριστος διδάσκαλος με καλλίκαρπη δράση. Παράλληλα διηκόνησε με ιδιαίτερο ζήλο το Ιερό Θυσιαστήριο, κηρύττοντας ανελλιπώς τον Θείο Λόγο και καθοδηγώντας πνευματικά το υπόδουλο Γένος.
Όμως το 1760 ο Αθανάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και τη Σχολή και να καταφύγει στην Κέρκυρα, αφού η επιδημία πανώλης που ενέσκυψε στην πόλη, οδήγησε και στο κλείσιμο της Σχολής. Η ευρυμάθεια και η πνευματική πολυπραγμοσύνη του φημισμένου θεολόγου, φιλοσόφου και φυσικομαθηματικού Νικηφόρου Θεοτόκη (1731 -1800) προσέλκυσε τον Αθανάσιο που διψούσε για διεύρυνση του πνευματικού του επιπέδου, στο να παρακολουθήσει στην Κέρκυρα κοντά στον επιφανή διδάσκαλο μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικής και ρητορικής κατά τα έτη 1760-1764. Το 1764 προσκλήθηκε από τον συμμαθητή του στην Αθωνιάδα Σχολή, Παναγιώτη Παλαμά (1722 -1803), για να διδάξει στην Παλαμαία Σχολή του Μεσολογγίου, η οποία ιδρύθηκε το 1760 από τον φίλο και συμμαθητή του, ο οποίος είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα τις ικανότητες και το ήθος του Αθανασίου του Παρίου. Έτσι ο Αθανάσιος εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Κέρκυρα και έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου δίδαξε μέχρι το 1767, ενώ παράλληλα εξήσκησε με επιτυχία και τα καθήκοντα του ιεροκήρυκος, αφού με τα φλογερά του κηρύγματα αναπτέρωνε το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Το 1767 μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε για τέσσερα έτη (1767 -1771) τη διεύθυνση του «Ελληνομουσείου». Έτσι για δεύτερη φορά αναλαμβάνει ο Αθανάσιος τη σχολαρχία της περίφημης Σχολής του Γένους της Θεσσαλονίκης.
Όμως το 1771 και μετά το ξέσπασμα των Ορλωφικών προσκαλείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναλάβει τη σχολαρχία της Αθωνιάδος Σχολής στο Άγιο Όρος. Ο Αθανάσιος αναλαμβάνει Σχολάρχης και παραμένει στη θέση αυτή επί έξι έτη (1771 -1777). Κατά την παραμονή του στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα το 1775 χειροτονήθηκε ιερέας από τον ευρισκόμενο στο Αγιώνυμο Όρος Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 -1805). Την εποχή όμως αυτή το Άγιο Όρος συνταράσσεται από την κολλυβαδική έριδα και ο Αθανάσιος αναδεικνύεται ένθερμος υπερασπιστής του κολλυβαδικού κινήματος, της περίφημης Φιλοκαλικής Αναγέννησης, μαζί με τους στενούς συνεργάτες του, Μακάριο Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου και Νικόδημο Αγιορείτη. Σκοπός του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων ήταν η επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση με ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της Κυριακής ως ημέρας της Αναστάσεως του Κυρίου μας και στη συχνή Θεία Μετάληψη. Η κολλυβαδική έριδα συνεκλόνισε το Άγιο Όρος στα μέσα του 18ου αιώνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Αθανάσιος συκοφαντήθηκε και διώχθηκε από τους αντιπάλους του ως αιρετικός, γεγονός που οδήγησε το 1776 στην καθαίρεσή του. Όμως το 1781 αποκαταστάθηκε και πάλι στην κανονική του θέση, αφού οι κατηγορίες εναντίον του αποδείχθηκαν ανυπόστατες.
Μετά την αναχώρησή του από το Άγιο Όρος αναλαμβάνει για τρίτη φορά τη σχολαρχία του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης κατόπιν επίμονης πρόσκλησης των Θεσσαλονικέων. Κατά την περίοδο αυτή το «Ελληνομουσείο» γνώρισε μεγάλη ακμή και φήμη, γεγονός που παρακίνησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο να προσκαλέσει τον Αθανάσιο για να αναλάβει τη σχολαρχία της περίφημης Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, αφού σύμφωνα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ο πλέον κατάλληλος και καταξιωμένος διδάσκαλος. Μάλιστα η επιθυμία του Πατριαρχείου στο να αναλάβει ο Αθανάσιος τη σχολαρχία της Πατριαρχικής Σχολής ήταν τόσο μεγάλη και επίμονη, ώστε του προτάθηκε να καθορίσει ο ίδιος το ποσό της αμοιβής του, αλλά και να επιλέξει την περιοχή, στην οποία επιθυμεί να χειροτονηθεί Μητροπολίτης. Ο επιφανής όμως διδάσκαλος και ακαταπόνητος αγωνιστής της ορθοδόξου παραδόσεως αρνήθηκε τη δελεαστική αυτή πρόταση, λέγοντας χαρακτηριστικά «τάς μέν ἀρχιερατείας τιμῶ καί προσκυνῶ, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος ……. διά τοῦτο ἄφετέ με, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τά πέριξ νά ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τούς ἀδελφούς μου καί τό Γένος».
Έτσι το 1786 και σε ηλικία εξήντα πέντε ετών ο Αθανάσιος αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να μεταβεί στην πατρίδα του, την Πάρο, για να επιδοθεί στην άσκηση και τη συγγραφή, έχοντας αποκτήσει ήδη πολλές γνώσεις, αλλά και πολυτιμότατη πνευματική εμπειρία. Μάλιστα η επιθυμία του ήταν να εγκατασταθεί στη Μονή του Αγίου Μηνά, όπου υπήρχαν και τα πατρικά κτήματα. Ο Αθανάσιος επιβιβάσθηκε σε πλοίο στη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Πάρο, αλλά το πλοίο προσάραξε στη μυροβόλο και αγιοτόκο νήσο Χίο, όπου έγινε δεκτός με πολλή χαρά από τους άρχοντες του νησιού. Ενδεικτικό είναι ότι μετά την άφιξή του, του παραχωρήθηκε από τους Δημογέροντες της Χίου ως κατοικία το μονύδριο της Αγίας Τριάδος στο Παλαιόκαστρο που αποτέλεσε το κάθισμά του και στο οποίο επιδόθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προσευχή και το συγγραφικό του έργο. Την εποχή όμως αυτή οι φιλοπρόοδοι και φιλομαθείς Χίοι επιθυμούσαν να ιδρυθεί στο νησί τους μία σχολή που θα ήταν ανώτερη των ενοριακών – συνοικιακών σχολείων και εφάμιλλη των περιώνυμων σχολών της εποχής, όπως της Ευαγγελικής και της Αθωνιάδος Σχολής. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού θεωρούσαν ιδιαίτερα ευεργετική την παρουσία του Αθανασίου, ο οποίος ήταν ένας φωτισμένος διδάσκαλος με μεγάλη εμπειρία και πανελλήνια φήμη. Έτσι άρχισαν να προσπαθούν να πείσουν τον Αθανάσιο να παραμείνει στη Χίο και να αναλάβει τη διδασκαλία στην υπό ίδρυση σχολή. Ο Αθανάσιος δέχθηκε τελικά να παραμείνει προσωρινά στη Χίο και να διδάξει στη σχολή μέχρι να τελειώσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787 -1792), ο οποίος είχε ήδη ξεσπάσει. Όμως η παραμονή του Αθανασίου στη Χίο παρατάθηκε, αφού αφενός μεν ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει, αφετέρου δε οι Χίοι άρχισαν να ασκούν πιέσεις στον Αθανάσιο να παραμείνει στο νησί και να αναλάβει τη σχολαρχία και το διδακτικό έργο της Σχολής της Χίου. Μάλιστα για την επίτευξη του σκοπού αυτού ζητήθηκε η βοήθεια και η μεσολάβηση του φίλου και ομόφρονός του, Αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου, ο οποίος την εποχή αυτή εγκαταβιώνει στη Χίο, καθώς και του Οσίου Νήφωνος του Κοινοβιάρχου. Έτσι κατά τη διάρκεια της προσωρινής ήδη παραμονής του Αθανασίου στη Χίο άρχισε η λειτουργία της Σχολής της Χίου, η οποία επισήμως λειτούργησε το 1792. Σχολάρχης ανέλαβε ο ίδιος ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι το 1811. Η περίφημη Σχολή της Χίου απέκτησε πανελλήνια φήμη και ακτινοβολία, αφού με τη φωτισμένη πνευματική καθοδήγηση του Διδασκάλου και Σχολάρχου της, Αθανασίου του Παρίου, κατέστη η πνευματική κυψέλη, στην οποία καλλιεργήθηκαν τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και η ανάγκη διατήρησης της ελληνορθοδόξου παραδόσεως ως ασπίδας προστασίας απέναντι στο ευρωπαϊκό πνεύμα του Διαφωτισμού, το οποίο ωθούσε προς τον ορθολογισμό και την αθεΐα. Ενδεικτικό είναι ότι στη Σχολή της Χίου φοίτησαν μαθητές από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Παρόλο όμως που η Σχολή της Χίου είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και είχε διαγράψει μία ανοδική πορεία και άνθηση χάρη στον σοφό, πολυμαθή, εργατικό και καταξιωμένο διδάσκαλό της, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο οποίος διακρινόταν για τις σπάνιες αρετές και τον ανεπίληπτο βίο του, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τη Σχολή το 1811, κατηγορούμενος από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του ως συντηρητικός και ως φλογερός ζηλωτής της ορθοδόξου παραδόσεως.
Μετά από την παραίτησή του αποσύρθηκε στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά, το οποίο βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλεως της Χίου και ιδρύθηκε το 1770 από τον Χίο μοναχό Νείλο τον Καλόγνωμο που υπήρξε συμμοναστής του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου. Στο γαλήνιο και καταπράσινο περιβάλλον του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά εγκαταβίωσε έχοντας ως συνοδεία του τον ιερομόναχο Όσιο Νικηφόρο τον Χίο (1750 – 1821) και τον ιερομόναχο Ιωσήφ τον εκ Φουρνά της Ευρυτανίας. Εκεί επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην προσευχή, τη νηστεία και τις αγρυπνίες, αλλά και στο πολυσχιδές συγγραφικό του έργο. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών και συγκεκριμένα στις 24 Ιουνίου του έτους 1813 παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον δικαιοκρίτη και στεφανοδότη Κύριο, τον Οποίο σε όλη του την επίγεια πορεία υπηρέτησε και υπερασπίσθηκε με ξεχωριστό σθένος. Ενταφιάσθηκε στη νότια πλευρά του καθολικού και μάλιστα στον ίδιο χώρο, όπου παλαιότερα είχε ενταφιασθεί ο ιδρυτής του μονυδρίου, Νείλος ο Καλόγνωμος.
Ο λαμπρός και επιφανής αυτός διδάσκαλος με την ανεκτίμητη πνευματική προσφορά στο ελληνορθόδοξο Γένος μας, κατετάγη επίσημα στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄ στις 9 Ιανουαρίου 1995, η δε μνήμη του καθιερώθηκε να τιμάται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα δηλαδή της οσιακής κοιμήσεώς του στη μυροβόλο και αγιοτόκο νήσο Χίο. Δέκα έτη μετά από την επίσημη κατάταξή του στο ορθόδοξο αγιολόγιο και συγκεκριμένα στις 25 Ιουνίου 2005 τελέσθηκαν με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Παροναξίας κυρό Αμβρόσιο Στάμενα (… 25 Μαρτίου 2008) τα εγκαίνια του ανεγερθέντος στο χωριό Κώστος Πάρου περικαλλούς Ιερού Ναού επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Η μνήμη του τιμάται επίσης στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνης Αντιπάρου, αλλά και στον Ιερό Ενοριακό Ναό της Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων πόλεως Χίου, όπου το αριστερό του κλίτος (παράβημα) τιμάται από τις 24 Ιουνίου 2001 στον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι το μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά, όπου ο Άγιος αποσύρθηκε από το 1811 μέχρι την οσιακή του κοίμηση στις 24 Ιουνίου 1813, περιήλθε το 1998 στην ενορία Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων, της οποίας έκτοτε αποτελεί μετόχιο. Λείψανα του Αγίου φυλάσσονται στους Ιερούς Ναούς Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων Χίου (τμήμα της τιμίας κάρας), Αγίου Αθανασίου Παρίου Κώστου Πάρου, Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου και Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Χώρας Νάξου, ενώ την ασματική του ακολουθία εποίησε ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης. Αξιολογότατο είναι και το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, αφού χάρη στην πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα αναδείχθηκε με τη διδασκαλία και τις συγγραφές του ως ένας από τους μεγαλύτερους και πολυγραφότερους θεολόγους και διδασκάλους στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα φερόμενα έργα του υπολογίζονται σε 85 και κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: Αντιρρητικά - Πολεμικά, Δογματικοκανονικά, Λειτουργικά, Διδακτικά, Αγιογραφικά – Υμνολογικά, Ομιλίες – Λόγοι και Επιστολές.
Η πνευματική προσφορά του λαμπρού διδασκάλου του Γένους και ακαταπόνητου αγωνιστού των δογμάτων της πίστεώς μας και της ορθοδόξου παραδόσεως, Αγίου Αθανασίου του Παρίου, υπήρξε ανεκτίμητη και πολυτιμότατη για τη διατήρηση του ορθοδόξου φρονήματος του Γένους μας. Ο «ἄκρος ζηλωτής τῶν πατρῴων τῆς εὐσεβείας δογμάτων» Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται από τον βιογράφο του, Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, υπήρξε βαθύτατα πατερικός και ησυχαστικός και αναδείχθηκε ηγετικό και δυναμικό στέλεχος του κολλυβαδικού κινήματος, αγωνιζόμενος με σθένος για τη διατήρηση της σχέσεως του ελληνορθοδόξου Γένους μας με την παράδοση, δηλαδή με την ομαλή και απρόσκοπτη συνέχεια της εν Χριστῴ ζωής. Παράλληλα αγωνίσθηκε και για την ύπαρξη μιας παιδείας, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται στην παράδοση του Γένους, να μην θεοποιεί τη γνώση και να αποκαθαίρει την ψυχή του ανθρώπου από τα πάθη, καθιστώντάς τον ηθικό και ενάρετο. Ο ευρυμαθής και σοφός Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος υπήρξε βαθύτατα ευσεβής και εξαιρετικά φιλακόλουθος, θεωρώντας την ορθόδοξη πίστη ως καθολικό τρόπο ύπαρξης και τη λατρεία ως χώρο μέσα στον οποίο διασώζεται η παράδοση ή από τον οποίο ξεκινά η αλλοτρίωσή της με το πρόσχημα της «ανανεώσεως». Γι’ αυτό και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τιμή των Αγίων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι κύριοι συντελεστές για την πνευματική ακμή της Εκκλησίας. Ιδιαίτερη πνευματική βαρύτητα είχε για τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο η τιμή των νεομαρτύρων, αφού πρότεινε «νά τιμῶνται, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ νά τιμῶνται ὡς ἅγιοι οἱ νεομάρτυρες καί πρίν ἀπό τήν ἔγκριση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας», διότι με την τιμή τους αναπτερώνεται το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα του υπόδουλου λαού και ενδυναμώνεται η πίστη στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αξιομνημόνευτη ήταν η φιλανθρωπία και η αφιλαργυρία του, δεδομένου ότι απεβίωσε πάμπτωχος με μοναδική περιουσία μία ενδυμασία, έναν λύχνο και ένα μελανοδοχείο. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος συνέχισε την παράδοση των ανυπέρβλητων μαχητικών ιεραρχών, Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1357) και Αγίου Μάρκου του Ευγενικού (1444) και άσκησε έντονη κριτική στην Ευρώπη και τη Δύση που γι’ αυτόν ήταν έννοιες ταυτόσημες. Έτσι δικαιολογείται και ο σθεναρός του αγώνας εναντίον της «αθεΐας» και του πνεύματος του Διαφωτισμού. Με τον όρο «αθεΐα» και «άθεος» δεν εννοούσε μόνο την απόρριψη του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και την απομάκρυνση από τον Θεό των Πατέρων ημών που είναι η Ορθοδοξία. Παράλληλα αντιμαχόταν την αποχριστιανοποίηση των ιδεολογικών συνθημάτων της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία έκανε λόγο για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, ενώ ήταν εναντίον και όλων αυτών που καταφεύγουν να σπουδάσουν στις ακαδημίες της Ευρώπης, διότι προσπαθούσαν να υποκαταστήσουν την ελληνορθόδοξη παράδοση με ιδεολογίες ξένες προς την πίστη μας, τις οποίες χαρακτήριζε «νεωτερισμούς». Οι θέσεις του για την Ευρώπη και την παιδεία της έγιναν αντικείμενο τέτοιας αρνητικής κριτικής από τους υπέρμαχους της ευρωπαϊκής σκέψεως και τους επιφανείς λογίους της εποχής του, όπως ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ώστε τον θεωρούσαν «συντηρητικό» διδάσκαλο, άνθρωπο «περιορισμένου πνευματικού ορίζοντος», σύμβολο του «σκοταδισμού» και εκφραστή της «αντίδρασης». Όμως ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μιμούμενος τους αρχαίους απολογητές της Εκκλησίας ανέλαβε να αποκρούσει τις κατηγορίες εναντίον του χριστιανισμού και ιδιαίτερα τις αμφισβητήσεις της θεότητος του Ιησού Χριστού και τα επιχειρήματα των αθέων οπαδών του Βολταίρου, αφού σύμφωνα με την άποψή του ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνδεδεμένος με την αθεΐα και υιοθετηθείς με τη Γαλλική Επανάσταση από το γαλλικό έθνος, ήταν πολύ πιο επικίνδυνος από τις αρχαίες αιρέσεις. Επικριτική ήταν και η θέση του για τον Παπισμό, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την αμάθεια και τη φτώχεια του υπόδουλου ελληνικού λαού, επεδίωξε να τον αποσπάσει από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να τον προσδέσει στον Παπισμό που εισήγαγε τον σχολαστικισμό και τη φιλοσοφία στη Θεολογία και κατήργησε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η κατά το έτος 2013 επετειακή συμπλήρωση διακοσίων ετών από την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, δίνει την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς μας τη βαρυσήμαντη πνευματική αξία της ελληνορθοδόξου παραδόσεως, της οποίας ανυποχώρητος υπερασπιστής υπήρξε ο οσιακώς κοιμηθείς στην ευλογημένη γη της μυροβόλου και αγιοτόκου νήσου Χίου στις 24 Ιουνίου 1813, Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος του Γένους, ο πολυγραφότατος συγγραφέας, ο θαρραλέος ομολογητής της πίστεώς μας, ο γνήσιος εκφραστής της πατερικής παραδόσεως, ο σθεναρός υπέρμαχος της ελληνοχριστιανικής παιδείας.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
· Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721 -1813), Πρακτικά Πνευματικού Συμποσίου, Έκδοση Χιακής Αδελφότητος Αττικοβοιωτίας «Ο Κοραής», Αθήναι 2004.
· Χαλκιά –Στεφάνου Πόπης, Οι Άγιοι της Χίου, Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήναι 2008.
· Χαροκόπου Αντωνίου Ν., Η περιώνυμη Μεγάλη Σχολή της Χίου –Το ιστορικό «Γυμνάσιο Χίου», Εκδοτικός Οίκος Αφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2006.


«HEU ME MISERUM! TULERUNT A ME DEUM MEUM», του Κωνσταντίνου Κορναράκη,

«HEU ME MISERUM! TULERUNT A ME DEUM MEUM», του Κωνσταντίνου Κορναράκη,

«HEU ME MISERUM! TULERUNT A ME DEUM MEUM»
(Abba Cassianus, Collat. X, 3)
του Κωνσταντίνου Κορναράκη
Επίκουρου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ
το παρόν κείμενο προέρχεται από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β' Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 471-481
Θεολογικές παρατηρήσεις πάνω στο ζήτημα
της θρησκειοποίησης της πνευματικής ζωής
με αφορμή μια ιστορία από τα κοινόβια της αιγυπτιακής ερήμου
Α. Μια παράδοξη ιστορία από τα κοινόβια της αιγυπτιακής ερήμου του Δ΄ αι. ως παράδειγμα εισαγωγής στο ζήτημα της θρησκειοποίησης της πνευματικής ζωής
Περί το έτος 399, όπως όριζε το έθος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο αρχιεπίσκοπος της Θεόφιλος, μετά τα Θεοφάνεια, δηλαδή την εορτή των Χριστουγέννων και την εορτή της Βαπτίσεως, κυκλοφόρησε την εγκύκλιο για την έναρξη της Μ. Τεσσαρακοστής καθώς και την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα εκείνου του έτους (1). Εκείνη τη χρονιά όμως, οι επιστολές δεν θα περιορίζονταν μόνο στην τυπική αναγγελία ημερομηνιών. Ήδη από καιρό ήταν γνωστή η εμπλοκή των μοναστικών κοινοτήτων της Αιγύπτου στην αίρεση των ανθρωπομορφιτών (2) και η εγκύκλιος της χρονιάς εκείνης περιελάμβανε ολόκληρη πραγματεία που αναιρούσε τα θεολογικά επιχειρήματα της αιρέσεως αυτής. Όπως είναι ευνόητο, η επιστολή αυτή ξάφνιασε τους μοναχούς της Αιγύπτου, ιδιαιτέρως δε διότι οι περισσότεροι από αυτούς, μη διαθέτοντας την απαιτούμενη θεολογική μόρφωση, είχαν εδραιώσει την πίστη τους στη βεβαιότητα ότι το «κατ’ εικόνα Θεού» αναφερόταν και στην εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου. Η πλειοψηφία των μοναστικών κοινοτήτων λοιπόν, απέρριψε την επιστολή ως αιρετική και συζητείτο ευρέως η διακοπή κοινωνίας με τον αρχιεπίσκοπό τους, διότι κατ’ αυτούς εξέφραζε αιρετικές θέσεις.
Όπως φαίνεται, στον αγώνα αυτόν πρωτοστατούσαν οι μοναχοί της ερήμου της Σκήτης, οι οποίοι διακρίνονταν για τη βαθιά γνώση των όρων και των προϋποθέσεων του μοναστικού βίου. Η επιστολή δεν αναγνώσθηκε στις περισσότερες κοινότητες της Σκήτης, πλην εκείνης που προΐστατο ο ιερομόναχος Παφνούτιος. Ο Παφνούτιος φαίνεται ότι είχε κατανοήσει το υφιστάμενο θεολογικό πρόβλημα και επέτρεψε την ανάγνωση της επιστολής. Τότε όμως εμφανίστηκε ένα σημαντικό πρόβλημα στην κοινότητα. Ο Σεραπίων, ο εμπειρότερος περί τον μοναστικό βίο και ασκητικότερος αββάς της Σκήτης, ο οποίος θεωρείτο μάλιστα εκ των εξεχουσών μορφών της αιγυπτιακής ερήμου, αντέδρασε με σθένος. Κατ’ αυτόν, η θεολογική διδασκαλία της επιστολής εισήγαγε καινοτομία στη δογματική θεολογία της Εκκλησίας γεγονός που το θεωρούσε απαράδεκτο. Δεδομένης της ασκητικής του φήμης, η αντίδρασή του αυτή παρέσυρε και άλλους μοναχούς, οι οποίοι όπως είναι εύλογο τελούσαν σε σύγχυση. Ο Παφνούτιος είχε σχεδόν εξαντλήσει κάθε προσπάθεια να τον μεταπείσει όταν αναπάντεχα δέχθηκε μια εξαιρετικά σημαντική για τα δεδομένα της ερήμου επίσκεψη. Επρόκειτο για την επίσκεψη ενός διακόνου από την Καππαδοκία, του Φωτεινού, ο οποίος επιθυμούσε να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς το εντόνως προβαλλόμενο μοναστικό ιδεώδες της αιγυπτιακής ερήμου.
Ο Φωτεινός, εμβριθής γνώστης της θεολογικής επιστήμης αλλά και φορέας της καππαδοκικής θεολογίας, κατόπιν παροτρύνσεως του Παφνουτίου, θεμελίωσε θεολογικά τις επιστολές του Θεοφίλου αλλά και, ανεξάρτητα από αυτές, ερμήνευσε τη θεολογική σημασία του Γεν. 1, 26. Αυτό συνέβη ενώπιον της συνάξεως της αδελφότητας με ευεργετικές συνέπειες. Οι μοναχοί ειρήνευσαν και βεβαιώθηκαν περί της ορθοδοξίας των επιστολών και του αρχιεπισκόπου τους, ενώ ο πλούτος των θεολογικών επιχειρημάτων εκ μέρους του Φωτεινού, φαίνεται ότι έκαμψε τις αντιρρήσεις και τις αντιστάσεις του Σεραπίωνος. Η ειρήνευση αυτή της αδελφότητας προκάλεσε αισθήματα χαράς και ευφροσύνης. Έτσι εγέρθηκαν οι αδελφοί για να προσφέρουν δοξολογία ευχαριστίας προς τον Θεό. Ενώ όμως είχαν φθάσει στο μέσον της δοξολογίας, συνέβη το αδιανόητο. Ο αββάς Σεραπίων κατέρρευσε συναισθηματικά, ξεσπώντας σε γοερές κραυγές και αναφιλητά. «Πεσμένος καθώς ήταν στα γόνατα, κραύγαζε θρηνητικά: Δυστυχία, δυστυχία μου! Μου πήραν τον Θεό μου! Δεν ξέρω πια από πού να πιαστώ! Ποιον να λατρεύσω; Σε ποιον να απευθυνθώ; Δεν ξέρω πια» (3) .
Πού οφειλόταν άραγε η παραπλάνηση των μοναχών της Σκήτης που «υπερέβαιναν σε γνώση και τελειότητα τους υπόλοιπους μοναχούς»; Επίσης ποια ήταν η γενεσιουργός αιτία, η οποία είχε ωθήσει ένα γνώστη της ασκητικής ζωής, ο οποίος βίωνε το ασκητικό ιδεώδες στην πληρότητά του, ώστε μάλιστα να θεωρείται κορυφαίος μεταξύ των υπολοίπων ασκητών της αιγυπτιακής ερήμου, να υπερασπίζεται με τέτοιο απόλυτο τρόπο μια κακοδοξία που προκαλούσε «ζημία στους ορθοδόξους»; Και εάν τα ανωτέρω ερωτήματα είναι δυνατόν να απαντηθούν ποικιλοτρόπως πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η συναισθηματική και ψυχολογική κατάρρευση του έμπειρου αββά Σεραπίωνος;
Β. Μια ανάλυση της ιστορίας: Τα θεολογικά και υπαρξιακά θεμέλια της θρησκειοποίησης.
1. Δόγμα και ήθος: Ο βιωματικός χαρακτήρας του δόγματος.
Με βάση την ανωτέρω διήγηση, είναι προφανές ότι για να κατανοήσουμε το τι συνέβη εκείνη την ημέρα στη σκήτη, πρέπει να μην αποσυνδέσουμε τη συμπεριφορά του σεβάσμιου αββά Σεραπίωνος από το γεγονός της εν γένει βιωτής του, αλλά να εξετάσουμε εάν τα θεμέλια της πίστεώς του ήταν διαβρωμένα παρά το ότι η εξωτερική εντύπωση που αποκόμιζε ο ουδέτερος παρατηρητής ήταν εξόχως θετική και συνέπιπτε προς το ιδεώδες της τέλειας ασκητικής ζωής.
Θεμελιώδης αφετηρία για μια τέτοια έρευνα θα μπορούσε να είναι η νηπτική διδασκαλία περί της σχέσεως ήθους και δόγματος, διότι η διδασκαλία αυτή, στην αυθεντική της έκφραση, ως προϊόντος εκκλησιολογικής συνειδήσεως, έχει τη δυνατότητα να ελέγχει και να επαληθεύει την Ορθοδοξία του ανθρώπου με κριτήριό της την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι χαρακτηριστικό του νηπτικού βίου είναι η αδιάλειπτη εργασία του ανθρώπου πάνω στους όρους και τις προϋποθέσεις του πνευματικού του βίου και η κατά το δυνατόν πλήρης βίωση αυτών με κεντρικό άξονα την αποκοπή του ιδίου θελήματος. Η σκέψη λοιπόν των νηπτικών Πατέρων παιδαγωγείται να αναβαπτίζεται μέσα στη λειτουργία του βιώματος της μετανοίας ως αυτοσυνειδησίας (αυτοσυνειδησία η οποία υπερβαίνει τη φυσίωση που επιφέρει η ορθολογική γνώση ή ανθρωπολογικές θεωρίες που κινούνται στο πλαίσιο της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως) και με την πρόοδό της σε χαρισματικές εμπειρίες, όπως οι μυστικές εμπειρίες μιας αναγωγικής πορείας του ανθρώπου (έκσταση, θείο φως), διεισδύει στον γνόφο της αγνωσίας.
Επί παραδείγματι, ο Γρηγόριος Νύσσης διευκρινίζει ότι ο απόστολος Παύλος διατύπωσε τη δογματική πρόταση «τότε και αυτός ο Υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα» (4), διότι διδάχθηκε «εν τω παραδείσω» τα απόρρητα μυστήρια του Θεού και δίδασκε «εν εαυτώ έχων τον Χριστόν» (5). Η ερμηνευτική αυτή τοποθέτηση του επισκόπου Νύσσης σημαίνει ότι ο απόστολος Παύλος κατενόησε και βίωσε τις σωτηριολογικές συνέπειες της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού. Ερμήνευσε βιωματικά το δόγμα επειδή προηγουμένως αποδέχθηκε απροϋπόθετα την Οικονομία του Θεού για τον άνθρωπο.
Κατά τη σκέψη του Γρηγορίου –και στο σημείο αυτό συγκεφαλαιώνεται η πατερική διδασκαλία περί της σχέσεως ήθους και δόγματος- η υποταγή του ανθρώπου στον Θεό, ως μαθητεία στον Λόγο (6), σημαίνει την άρση της «πολυπραγμοσύνης της διανοίας» και την «κατά φύσιν επάνοδο», η οποία ορίζεται ως επιστροφή του ανθρώπου στις οντολογικές προϋποθέσεις της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας του (7). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η διάνοια προαιρείται καθ’ ομοίωσιν «προς τον εξουσιάζοντα πάντων» (8). Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, θα επισημαίναμε ότι κατά την πατερική σκέψη (όπως την εκφράζει ο Γρηγόριος Νύσσης) η θεία συγγένεια Θεού και ανθρώπου δεν θα μπορούσε ποτέ να ορίζεται επί τη βάσει μιας ορισμένης ανθρωπομορφικής ομοιότητας η οποία θα εγγυάτο για τον άνθρωπο τη δυνατότητα ενάρετης διαγωγής, αλλά επί τη βάσει της διαπαιδαγωγήσεως του θελήματος του ανθρώπου σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Τούτο βεβαίως σημαίνει ότι ο αληθής περί Θεού λόγος συναρτάται κατά τρόπο άμεσο με τη λειτουργία του έσω ανθρώπου. Επομένως, σύμφωνα μάλιστα και με τη σκέψη του Μαξίμου του Ομολογητού, η βίωση της Αλήθειας οδηγεί στην πραγμάτωση της αρετής και όχι το αντίθετο, η βίωση της αρετής στην Αλήθεια (9).
Ο Σεραπίων όμως είχε κάνει ένα αυθαίρετο νοηματικό άλμα. Είχε παρακάμψει τον σκόπελο της διεισδύσεως και ενασχολήσεώς του με τα υπαρξιακά προβλήματα του έσω ανθρώπου προβάλλοντας ως δογματικό κριτήριο ηθικού βίου την ανθρωπομορφική ομοιότητα. Η ιδιότυπη αυτή αίρεση (ιδεατή μοναχική βιωτή αλλά και αλλοίωση δόγματος) εντοπιζόταν στο γεγονός ότι είχε προσαρμόσει μια ορισμένη περί Θεού εικόνα στις υπαρξιακές του ανάγκες. Στην πραγματικότητα είχε αφοσιωθεί στην πραγμάτωση αρετών οι οποίες θα τον οδηγούσαν προς τον Θεό χωρίς να τεθεί στη βάσανο της αναζητήσεως της Αλήθειας και της εντεύθεν βιώσεως των αρετών της κοινωνίας μαζί του. Επομένως ήταν βέβαιος ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του ανθρωπομορφικού Θεού, διότι ασυνειδήτως είχε πλάσει τον Θεό κατ’ εικόνα δική του.
2. Η υπαρξιακή αποτυχία βιώσεως του δόγματος ως θεμέλιο γενέσεως της αιρέσεως.
Ωστόσο, ο αββάς Σεραπίων ήταν διάσημος για την πνευματικότητά του. Επομένως τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στην περίπτωσή του; Η διήγηση του αββά Κασσιανού είναι αρκετά αποκαλυπτική. Η εμμονή του στην αίρεση των ανθρωπομορφιτών φαίνεται ότι αποτελούσε για τον Σεραπίωνα μια ζωτικής φύσεως ανάγκη.
Στο σημείο μάλιστα αυτό θα μπορούσαμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο στην ψυχολογία, υπό την έννοια ότι πρόκειται περί ενός χρήσιμου εργαλείου ερμηνείας ανθρωπολογικών ζητημάτων, λόγω της συναντήσεως των ανθρωπολογικών επιστημών με τη θεολογική ανθρωπολογία στην ανάλυση υπαρξιακών βιωμάτων. Μπορεί να προσφέρει δηλαδή μια αρχική κατανόηση της ψυχολογικής λειτουργίας του ανθρώπου προς όφελος μιας μετα – ερμηνείας των πατερικών κειμένων αλλά συγχρόνως υπολείπεται πάντοτε της δυνατότητας της πατερικής γραφής, να έχει δηλαδή μια καθολική εποπτεία της υπάρξεως, καθώς διαφοροποιείται η ψυχολογική αυτή θέση κατά την αξιολόγηση και αξιοποίηση των βιωματικών προϋποθέσεων του ανθρώπου επί τη βάσει των βιολογικών του εκδηλώσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε για τις ανάγκες της μελέτης μας τη θέση του Igor Caruso, ότι η νεύρωση αποτελεί μια μορφή υπαρξιακής αίρεσης η οποία υποκαθιστά την απουσία της «ορθοδοξίας» της λειτουργίας του ψυχικού οργανισμού (10). Ο αββάς Σεραπίων λοιπόν είχε κατά πάσα πιθανότητα αναπαυθεί σε μία αίρεση η οποία υποκαθιστούσε την προβληματική του ορθοδοξία.
Όταν ρωτήθηκε ο αββάς Ιωάννης της Γάζας της Παλαιστίνης πώς ορίζει τον αιρετικό, απάντησε ότι η αίρεση ξεκινά από τον έσω άνθρωπο. Κατά τον ασκητικό συγγραφέα του 6ου αιώνος, «πας ο μη φυλάσσων τας εντολάς του Χριστού αιρετικός έστι και εάν ο άνθρωπος μη πιστεύση εν τη καρδία αυτού, οι λόγοι ουδέν ωφελούσι αυτόν» (11). Μια ερμηνευτική προέκταση της διαπιστώσεως αυτής θα ήταν αναμφιβόλως η εμβάθυνση στις βιωματικές αφετηρίες εκείνου ο οποίος «δεν φυλάσσει τις εντολές του Χριστού». Kατά τον Μάρκο τον ερημίτη, o άνθρωπος ο οποίος αδυνατεί να βιώσει τη διδασκαλία του Χριστού στην πληρότητά της, υποκαθιστά την αδυναμία του αυτή με τον εξορθολογισμό (και όχι βιωματικό ρεαλισμό) της ευαγγελικής πίστεως (12). Κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλοιώνει την ευαγγελική πίστη εφόσον κατασκευάζει μια νέα μορφή πίστεως η οποία θεμελιώνεται στις αυθαίρετες επιλογές του ιδίου θελήματος και η αλλοίωση αυτή συμπίπτει προς τη μετατροπή της απροϋπόθετης και αδέσμευτης ελευθερίας της πνευματικής ζωής σε τύπους θρησκευτικότητας.
Επί τη βάσει αυτού του άξονα σκέψεως, όταν ο ίδιος πατήρ ρωτήθηκε επίσης «εάν πρέπει να αναθεματίζουμε τους αιρετικούς», προφανώς υπό την έννοια ότι ερωτά ο ορθοτομών την αλήθεια, απήντησε ότι «όποιος δεν τηρεί τις εντολές του Χριστού, δεν τον αγαπά. Όποιος όμως δεν τον αγαπά, τελεί αυτοδικαίως υπό ανάθεμα. Πώς τότε αυτός μπορεί να αναθεματίσει τους αιρετικούς» (13) ; Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο αββάς Ιωάννης από τη Γάζα της Παλαιστίνης προσπάθησε να επανενώσει την περί το δόγμα γνώση με τη γνώση που πηγάζει από τη ζώσα κοινωνία με τον Θεό, υπονοώντας σαφώς ότι δεν αρκεί η γνωσιοθεωρητική κατάρτιση περί το δόγμα για να ορισθεί η ορθοδοξία του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή άλλωστε θα μπορούσε να τεθεί θέμα πάσχουσας περί την ακρίβεια ορθοδοξίας.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στην περίπτωση του αββά Σεραπίωνος συναντούμε τα θεμέλια της θρησκειοποιήσεως της πνευματικής ζωής, υπό την έννοια ότι η θρησκειοποίηση αποτελεί «παραχάραξη της αλήθειας, δηλαδή αίρεση» (14). Η αυστηρή τήρηση του Νόμου εκ μέρους του Σεραπίωνος, η οποία μάλιστα κορυφωνόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος συμπεριλαμβανόταν στους μοναχούς που αναθεμάτιζαν τους αντιφρονούντας προς αυτούς (15), καταδεικνύει με σαφήνεια το γεγονός ότι μια ζωτικής φύσεως ανάγκη τον ωθούσε να προκρίνει την υπαρξιακή ασφάλεια που του πρόσφερε εκείνο το ήθος, βάσει του οποίου έπλαθε την εικόνα του Θεού. Προφανώς αυτό το ήθος έκρυβε δυσδιάκριτα βιώματα τα οποία εμπόδιζαν την απελευθέρωσή του ζηλωτή μοναχού από ανθρωπομορφικές παραστάσεις του Θεού ώστε να προαχθεί αληθινά σε απροϋπόθετη κοινωνία με τον Θεό.
Κατά τον αββά Δωρόθεο, η παθογένεια του ήθους παρομοιάζεται με τη γάγγραινα - μια παρατήρηση που βοηθά ιδιαιτέρως στην κατανόηση του τρόπου αναπτύξεως των βιωματικών αφετηριών της αίρεσης. Το γεγονός της αιρέσεως δηλαδή, έχει μεν θεολογικές και ιστορικές αφετηρίες (αίρεση σημαίνει επιλογή και αιρετικοί ήταν οι θεολόγοι εκείνοι οι οποίοι επέλεγαν τι επιθυμούσαν ή τι μπορούσαν να προβάλλουν ως πίστη των Πατέρων, κατακερματίζοντας την Παράδοση) αλλά έχει και ανθρωπολογικές αφετηρίες. Σύμφωνα με τον αββά Δωρόθεο, εάν ο άνθρωπος αμελεί να φροντίσει «λεπτομέρειες» της πνευματικής ζωής, «που δεν έχουν μεγίστη σημασία», τότε εκείνες, όπως η γάγγραινα, ξεκινούν σαν μικρή πληγή και πριν το καταλάβει ο άνθρωπος αυτός απλώνουν παντού (16). Επομένως δίχως να το αντιληφθεί, αν και τυπικά μπορεί να οριζόταν ως παραδοσιακός, στην ουσία ο Σεραπίων είχε ασυνειδήτως επιλέξει να προσαρμόσει τη δογματική πίστη της Εκκλησίας στις βιωματικές του δυνατότητες, οδηγούμενος, συμφώνως προς τα πατερικά κριτήρια, από την απόρριψη των μικρών στην απόρριψη των μεγαλύτερων και τελικώς είχε καταστεί «δίχα ζων αυτού», δηλαδή αρνητής του Χριστού (17). Ο Σεραπίων, βυθισμένος στον λαβύρινθο των (όποιων) βιωματικών του αδιεξόδων, είχε ήδη διολισθήσει στις βιωματικές αφετηρίες της αιρέσεως του ανθρωπομορφισμού, οι οποίες ταυτίζονταν με τη βιωματική αφετηρία κάθε αιρέσεως, δηλαδή την αίρεση του ιδίου θελήματος.
Υπό την έννοια αυτή, από μόνος του ο όρος «ανθρωπομορφισμός» φανερώνει μια ειδωλοποίηση. Ο Σεραπίων δηλαδή, είχε ειδωλοποιήσει τους λογισμούς που καταξίωναν μέσω του Νόμου (της νομικής θεωρήσεως του ευαγγελικού λόγου) την κατ’ αυτόν νομιζόμενη αυθεντικότητα της υπάρξεώς του.
3. Η θρησκειοποίηση της πνευματικής ζωής ως ειδωλοποίηση ευσεβών λογισμών.
Κατά τον Νείλο τον ασκητή, η ειδωλοποίηση των λογισμών είναι μια σύνθετη εργασία, η αφετηρία της οποίας έγκειται στην αδυναμία του ανθρώπου να απομυθοποιήσει και να ελέγξει τις φαντασίες εκείνες οι οποίες έπονται μιας εμπαθούς καταστάσεως και οι οποίες απειλούν τον ενάρετο βίο. Κατά τον αυτό ασκητικό συγγραφέα, ο άνθρωπος «αγαλματοφορεί» (18) τους λογισμούς αυτούς, τους οποίους εάν δεν συντρίψει, τότε είναι δυνατόν να προβάλλει εξωτερικά μια εικόνα ευσεβούς ανθρώπου, αλλά στην πραγματικότητα να έχει αγκυλωθεί στη μνήμη ενός λαθραίως μορφούμενου ειδώλου.
Στην περίπτωση της θρησκειοποίησης της πνευματικής ζωής, είναι προφανές ότι η εμμονή στις διατάξεις του νόμου, μαρτυρά την αδυναμία του θρησκευτικού ανθρώπου να βιώσει την κατεξοχήν ελευθερία του πνεύματος, όπως αυτή βιώνεται ως αναγέννηση του όλου ανθρώπου. Κατανοεί με συνειδητό ή ασυνείδητο τρόπο τα ενοχικά του βιώματα, αλλά αντί να απονευρώσει ενοχικώς τα βιώματα αυτά μέσω του εσωτερικού διαλόγου και της καθάρσεώς τους, προτιμά να φιλοτεχνεί είδωλα ευσεβείας με ενοχικό υπόβαθρο. Φιλοτεχνεί δηλαδή λογισμούς, οι οποίοι δεν τον εισάγουν σε ένα απροϋπόθετο ενοχικό διάλογο με τον εαυτό του, ο οποίος ενδεχομένως θα τον πληροφορήσει για την ελλειμματική πνευματική του κατάσταση, αλλά έχουν ως σκοπό τους να ανακουφίσουν την ένοχη συνείδηση (19) .
Έτσι ο πνευματικός άνθρωπος διολισθαίνει σε μια κλασσική λειτουργία του θρησκευτικού βιώματος, δηλαδή την αντιστοιχία: βίωση ενοχής-εξευμενισμός του Θείου. Η κύρια μέριμνά του είναι η απενοχοποίηση της συνειδήσεώς του, διότι συναισθάνεται ότι τα υπαρκτικά θεμέλια της πίστεώς του είναι διαβρωμένα από την αδυναμία του να ταυτίσει την εικόνα που θεωρεί ότι περιγράφει τον ιδεατό του εαυτό με την κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος βιώνει αυτή τη δυσλειτουργία στη ζωή του, κατασκευάζει θρησκευτικές εικόνες περί του πνευματικού του βίου, οι οποίες του προσφέρουν την παραμυθία του εξευμενισμού του Θείου. Τηρεί τον νόμο για να απολαμβάνει της ευαρέσκειας του Θεού. Στην περίπτωση αυτή, αν και είναι δυνατόν να αποτελέσει σημείο εξωτερικού θαυμασμού, ίσως και υπόδειγμα για την ποιότητα της πνευματικής του ζωής, εντούτοις αγνοεί ή και απωθεί το εσωτερικό αυθεντικό βίωμα μετανοίας ως της εν ελευθερία ανατροπής των δεσμεύσεων που του επιβάλλουν οι επιθυμίες του, διότι αισθάνεται ότι οι επιθυμίες αυτές επιβεβαιώνουν τη, ζωτικής γι’ αυτόν φύσεως, θρησκευτική του ταυτότητα.
Κατά τον αββά Ισαάκ της Σκήτης, ο οποίος σχολίασε στους παρευρισκομένους το συμβάν με τον Σεραπίωνα, το πρόβλημα του σεβάσμιου αυτού ασκητού εντοπιζόταν στο ότι «επέμενε» (20) να υποστηρίζει τις εσφαλμένες αντιλήψεις του. Η αθεμελίωτη θεολογικά επιμονή του, εφόσον ο ίδιος ο Σεραπίων ήταν απλός και αγράμματος άνθρωπος (προερχόμενος από αγροτικό περιβάλλον), σημαίνει ότι ο αββάς αυτός, δια της ανθρωπομορφικής του πίστεως, είχε απολυτοποιήσει μια σημαντική θρησκειοψυχολογική παράμετρο, δηλαδή τη δια της συγκεκριμένης πίστεως δικαίωση των υπαρξιακών του επιλογών (21) γεγονός που είχε συμβεί χάρη στην εκλογίκευση των ηθικών και θρησκευτικών ειδωλικών λογισμών που είχε κατασκευάσει μέσα του. Ωστόσο, αυτή η επιμονή που παρατήρησε ο αββάς Ισαάκ και η ισχυρή αντίθεση του Σεραπίωνος στην αποδοχή της ορθοδοξίας, αποκαλύπτουν ότι δεν βίωνε τη μετάνοια ως αποκαθήλωση αυτών των ηθικών και θρησκευτικών ειδωλικών λογισμών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αββάς της Σκήτης είχε εντάξει την πνευματική του ζωή σε ένα πλαίσιο ηθικοποιημένου βίου, εφόσον η ηθική του τελειότητα δεν αντλούσε τη δυναμική της από την κατ’ εικόνα Θεού λειτουργία της υπάρξεώς του, όπως άλλωστε υπονοεί η κραυγή του, «μου πήραν τον Θεό μου». Στην πραγματικότητα, αυτό που είχε χάσει ήταν η στατική και σχηματική εικόνα ενός «δανεικού» Θεού, η οποία για δεκαετίες είχε ανασχέσει την επεκτατική προς τον αληθινό Θεό κίνηση της ψυχής του.
Εδώ προφανώς εγκρύπτονται και οι ρίζες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού (22). Η μετατροπή της ορθόδοξης πίστης σε ιδεολόγημα οφείλεται προφανώς σε ψυχολογικά αίτια τα οποία μάλιστα κατευθύνουν τον άνθρωπο σε απολυτοποιημένη ερμηνεία των θρησκευτικών τύπων. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος δεν βιώνει την πίστη της Εκκλησίας ως ελευθερία από τις δεσμεύσεις που του επιβάλλουν οι επιθυμίες του, αλλά ως δέσμευσή του σε θρησκευτικούς τύπους (23) οι οποίοι παρακωλύουν τη δυναμική έκφραση της πνευματικής του λειτουργίας.
Κατά την πατερική σκέψη, όταν ο άνθρωπος βιώνει την αδέσμευτη ελευθερία του Πνεύματος του Θεού, μπορεί μέσω της μετανοίας (όχι της μετανοίας ως θρησκευτικής παραμέτρου, αλλά της αδιαλείπτου μετανοίας ως προϊόντος ερωτικής προς Θεόν διαθέσεως), να ερμηνεύσει βιωματικά τους θρησκευτικούς τύπους. Ούτως ή άλλως, η σαλότητα ως χαρισματικός τρόπος της πνευματικής ζωής, με την ανατροπή κατεστημένων ηθικών τύπων και συμπεριφορών, αποκαλύπτει ότι το Πνεύμα του Θεού δεν εγκλωβίζεται σε τυποποιημένες μορφές θρησκευτικής βιωτής. Κατά τον απ. Παύλο (πάντοτε λαμβανομένης υπ’ όψη της αναλογίας χαρισμάτων και προϋποθέσεων), η κατά κόσμον μωρία του χριστιανικού κηρύγματος πρέπει να βεβαιώνεται σε κάθε βαπτισμένο μέλος του Σώματος του Χριστού (24) .
Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η απεκατεστημένη, χάρη στη Σάρκωση του Λόγου, ελευθερία του κατ’ εικόνα, αποτελεί το κατ’ εξοχήν γεγονός που εγγυάται την κατάλυση κάθε μορφής θρησκειοποίησης του πνευματικού βίου. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ελευθερία αυτή επιβεβαιώνεται στην πατερική εκδοχή του βιώματος της μετανοίας, ως αρνήσεως του ιδίου θελήματος (και επομένως απόρριψεως των θρησκευτικών τύπων) και ως «συνθήκης πρὸς Θεὸν δευτέρου βίου» (25), συνθήκης η οποία για τον ένα συμβαλλόμενο, τον άνθρωπο, έχει ως αφετηρία της τη νοσταλγία της Ορθοδοξίας .
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Abba Cassianus, Collationum, X, 1-5, στο E. Pichery (εκδ.), Jean Cassien, Conférences, VIII – XVII, S. C. 54, Les éditions du cerf, Paris 1958, 75-79. Βοηθητικά χρησιμοποιήσαμε τη γαλλική μετάφραση της S.C. αλλά και την ελληνική που επιμελήθηκε η Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα (Αββά Κασσιανού, Συνομιλίες με τους Πατέρες της ερήμου, τ. Α΄, Εκδόσεις «Ετοιμασία», Καρέας 2004, 364-369).
2. Για την ανθρωπομορφική έριδαβλ.: Elizabeth A. Clark, The Origenist Controversy: The Cultural Construction of an Early Christian Debate, Princeton University Press, Princeton 1992• Graham Gould, "The Image of God and the Anthropomorphite Controversy in Fourth Century Monasticism," in Robert J. Daly (εκδ.), Origeniana Quinta [Bibliotheca Ephemeridum Theologicarum Lovaniensium – 105], Leuven University Press, Leuven 1992, 549-57.Στη μελέτη αυτή όμωςδεν εξετάζουμε την ιστορία του Σεραπίωνος με άξονα τη ιστορική μέθοδο,όπως επιχειρεί ο G. Florovsky («The Anthropomorphites in the Egyptian Desert», Akten des XI Internationalen Byzantinistenkongresses, Verlag C. H. Beck, Munich 1958, 154-159• Το ίδιο: Collected Works, τ. IV, Belmont 1975, 89-96). Κατά την ανάλυση του Florovsky, στη διήγηση αυτή, κάτω από την επιφάνεια της σύγκρουσης μεταξύ πεπαιδευμένων και απαίδευτων μοναχών, συγκρούονται δύο τάσεις του αιγυπτιακού μοναχισμού, δηλαδή η ωριγενική αντίληψη περί του πνευματικού βίου (εκπροσωπούμενη από τον Κασσιανό), η οποία τείνει προς την «απο-Χριστοποίηση» της λατρείας, εφόσον ο συμβολισμός περιθωριοποιεί τα ιστορικά γεγονότα της Οικονομίας, και η τάση του «Ευαγγελικού ρεαλισμού». Κατά μία άλλη ερμηνευτική προσέγγιση,με αφορμή τη σχετική διήγηση του Κασσιανού, «though replacement of the embodied God of the Bible with the incorporeal deity of Neoplatonist metaphysics occasioned great relief for St. Augustine, it was traumatic for other» [D. L. Paulsen, «Early Christian Belief in a Corporeal Deity: Origen and Augustine as Reluctant Witnesses», The Harvard Theological Review, 83.2 (1990) 116]. Ο αυτός Paulsen δέχεται σε άλλη εργασία του μάλλον την εκδοχή του Κασσιανού,ότι δηλαδή «gives us reason to believe that for fourth-century Egyptian monks, anthropomorphism was the norm rather than the exception» [D. Paulsen, «Reply to Kim Paffenroth's Comment», The Harvard Theological Review, 86.2 (1993) 239]. Στην παρούσα όμως εργασία, επιχειρείται ηθική ανάλυση των γεγονότων όπως ακριβώς τα εμφανίζει ο Κασσιανός, διότι, εάν προσπεράσουμε τον φλοιό της προβληματικής του ιστορικού πλαισίου (όχι βεβαίως υπό το κράτος μιας ορισμένου τύπου μανιχαϊκής λογικής αλλά υπό το πρίσμα μιας άλλης ερμηνευτικής διαστάσεως ενός περιγραφόμενου γεγονότος), έχουμε ενώπιόν μας μια διήγηση, της οποίας η τραγική κατάληξη αρκεί από μόνη της για να ανοίξει νέους ερμηνευτικούς ορίζοντες. Η διήγηση του περιστατικού αυτού από τη ζωή του αββά Σεραπίωνος διατηρεί μια υπαρξιακή νωπότητα που της προσδίδει διαχρονική αξία, διότι περιγράφει με σαφήνεια τον άνθρωπο που έχει εκνομικεύσει την πνευματική του ζωή, διαμορφώνοντας ένα ήθος άψογο αλλά όχι άγιο.
3. «Heu me miserum! Tulerunt a me deum meum et quem nunc teneam non habeo vel quem adorem aut interpellem iam nescio» (Abba Cassianus, Collationum X, 3, E. Pichery, 77).
4. Α´ Κορ. 15,28.
5. Εις το τότε και αυτός ο Υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, K.Downing (εκδ.), GNO 3.2, E.J.Brill, Leiden-N.York-Köln 1987, σ. 3, 11 κ.εξ.
6. Όππ., σ. 3, 14 κ.εξ.
7. Περί παρθενίαςΧΙΙ, J.P.Cavarnos (εκδ.), GNO 8.1, E.J.Brill, Leiden 1986, σ.300, 6 κ.εξ.
8. Όππ., σ.298, 10 κ.εξ.
9. Προς Θαλάσσιον, 30, C. Laga - C. Steel (Εκδ.), Maximi confessoris quaestiones ad Thalassium, I CCSG 7, Brepols, Turnhout 1980, 220, 19.
10. Ig.Caruso, Ψυχανάλυσις και σύνθεσις της υπάρξεως (μτφρ. Αθ. Καραντώνη), Αθήναι 1953, 147.
11. Βαρσανουφίου και Ιωάνου του προφήτου, Αποκρίσεις και επιστολαί, 536, F. Neyt - P. de Angelis-Noah, Correspondance, τ. ΙΙ, 2, SC 451, Les éditions du cerf, Paris 2001, 680.
12. «Πας ο την εντολήν του Χριστού μη εργαζόμενος την φύσιν αυτού περιεργάζεται» (Μάρκου ερημίτου, Λόγος δογματικός προς τους λέγοντας μη ηνώσθαι την αγίαν σάρκα μετά του Λόγου, 42, G.-M. de Durand (εκδ.), Traités II, SC 455, Les éditions du Cerf, Paris 2000, 300, 14-15.).
13. Βαρσανουφίου και Ιωάνου του προφήτου, Αποκρίσεις και επιστολαί, 700, F. Neyt - P. de Angelis-Noah, Correspondance, τ. ΙΙΙ, SC 468, Les éditions du cerf, Paris 2002, 144-146.
14. Μ. Μπέγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, 236.
15. Abba Cassianus, Collationum, X, 2, E. Pichery, 76.
16. Αββά ΔωροθέουΔιδασκαλίαι διάφοροιΙΙΙ, 42, L. Regnault - J. de Préville, Dorothée de Gaza. Oeuvres spirituelles, SC 92, Les éditions du cerf, Paris 1963, 212.
17. Βαρσανουφίου και Ιωάνου του προφήτουΑποκρίσεις και επιστολαί, 536, F. Neyt - P. de Angelis-Noah, 680.
18. Νείλου του Ασκητού, Λόγος ασκητικός, ΛΗ΄, PG 79, 768A. Ο όρος είναι του Φίλωνος (Πρβλ. Περί της κατά Μωυσέα κοσμοποιΐας, IV, 18, 2, στο: L. Cohn, Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 1, Reimer, Berlin 1896 [αναπαρ. De Gruyter, 1962]) αλλά απαντά και στον Ευάγριο (Περί των Οκτώ της κακίας λογισμών, Η΄, PG 79, 1153Β).
19. Ιω. Κορναράκη, Ο Ιούδας ως ομαδικός ενοχικός αρχέτυπος, Εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, 25-35• Κ. Κορναράκη, Η διαλεκτική του φιλοκαλικού ήθους, Εκδ. ΑρμόςΑθήνα 2002, 21-153 κ.εξ.
20. Abba Cassianus, Collationum, X, 5, E. Pichery, 78.
21. Πρβλ. «For the superego normally also prescribes means of expiation whereby guilt feelings can be reduced and self – esteemed raised. And again, many of the means of expiation are themselves religious practices» (W. Pruyser, A Dynamic Psychology of Religion, Harper&Row, N. York-Evanston-London 1968, 315).
22. Ηθική θεώρηση του ζητήματος αυτού βλ. στο Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Ι, Εισαγωγή – Γενικές αρχές, Σύγχρονη προβληματική, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, 259-269. Θρησκειοκοινωνιολογική θεώρηση του ζητήματος καθώς και γενική επισκόπηση αυτού μπορεί να βρει κάποιος στο, Μ. Μπέγζου, Θεοκρατία ή Δημοκρατία; Μελέτες Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2005, 77-80. Για μια ενδεικτική βιβλιογραφία ποικίλων όψεων του φαινομένου, βλ. J. Barr, Fundamentalism, SCM Press, London 1977• G. Marsden, Fundamentalism and American Culture: The Shaping of Twentieth Century Evangelicalism, 1870–1925, Oxford University Press, New York 1980• Nancy T. Ammerman, Bible Believers: Fundamentalists in the Modern World, Rutgers University Press, New Brunswick, N.J. 1987• L. Caplan, Studies in Religious Fundamentalism, The MacMillan Press, London 1987• M. E. Marty - R. Scott Appleby (eds), Accounting for Fundamentalisms: The Dynamic Character of Movements, University of Chicago Press, Chicago 1994• B. Bawer, Stealing Jesus: How Fundamentalism Betrays Christianity, Crown Publishers, New York 1997• J. Watson, The Christian Coalition: Dreams of Restoration, Demands for Recognition, St. Martin's Press, New York 1997• Karen Armstrong, The Battle for God: A History of Fundamentalism, Knopf, New York 2000• L. Seat, Fed Up With Fundamentalism: A Historical, Theological, and Personal Appraisal of Christian Fundamentalism, 4-L Publications, MO 2007.
23. Μια συνοπτική εικόνα του ζητήματος βλ. στο Βασίλη Ξυδιά, «Χριστιανοί κατά της θρησκείας Ο χάρτης ενός γνωστού-άγνωστου τοπίου» Σύναξη 106 (2008) 45-54. Επίσης, Χ. Γιανναρά, Ενάντια στη Θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα 2006, 85-185.
24. Α΄ Κορ. 1, 27.
25. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, 5, Περὶ μετανοίας μεμεριμνημένης καὶ ἐναργοῦς, ἐν ᾗ καὶ βίος τῶν ἁγίων καταδίκων• καὶ περὶ τῆς φυλακῆς, PG 88, 764Β.