Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η Θεανθρώπινη κοινωνία της Εκκλησίας και η "Διακοινωνία" του Οικουμενισμού

Η Θεανθρώπινη κοινωνία της Εκκλησίας και η "Διακοινωνία" του Οικουμενισμού


Η Θεανθρώπινη κοινωνία της Εκκλησίας και η "Διακοινωνία" του Οικουμενισμού

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου


Πηγή: Από το βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 228-231.
Αναδημοσίευση από:

Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες, Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η έξης: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι' αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα άγια Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.

Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα άγια Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.

Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην intercommunio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κοινωνία ενώ η έννοια intercommunio, διακοινωνία, είναι καθ' εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.

Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθόδοξου πίστεως, είναι το έξης: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να .- υπάρχουν «μυστήρια», επομένως, και ουδεμία διακοινωνία ( intercommunio ) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παν -μυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.

Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ' αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τι μετοχή έχουν δικαιοσύνη και ανομία; τι δε κοινωνία φως προς σκότος;» (Β' Κορ. 6, 14).

Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού: (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικό άνθρωπον» αλλά δίνει σ' αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο, την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπο ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι' Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β' Ιω. 1, 10).

Ο Κανόνας ΜΕ' των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ' της εν Λαοδικεία Συνόδου). η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;

Ο Κανόνας ΞΔ' των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός ή λαϊκός εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.

Ο Κανόνας Μς' των αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;»
Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.


Από το βιβλίο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 228-231.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Θεόκλητος Διονυσιάτης: Εισαγωγή στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, α΄ τόμος)

Θεόκλητος Διονυσιάτης: Εισαγωγή στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, α΄ τόμος)

Λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός ετοιμάζει «πόρρωθεν» τα μεγάλα έργα Του. Πραγματικά, προνοεί και παρασκευάζει την γνωριμία δύο κατάλληλων «σκευών» του Πνεύματος, για να προσφέρει στο λαό Του την αποθησαυρισμένη αγιοπνευματική σοφία των εκλεκτών τέκνων Του, που κινδύνευε να αφανιστεί μέσα στις «κονιοβριθείς» και «σητόβρωτες» χειρόγραφες βιβλιοθήκες των ιερών Μοναστηριών.

Πρόκειται για την γνωριμία, φιλία και συνεργασία μεταξύ του αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του από της νήσου Νάξου αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη, που αποτελεί ευλογημένο σταθμό για την εκκλησιαστική γραμματεία, χάρη στον εμπλουτισμό της Εκκλησίας με ένα μεγάλο αριθμό πολύτιμων συγγραμμάτων, που προέκυψαν από την συνεργασία της ιερής αυτής «ξυνωρίδος».

Όπως προκύπτει από το βίο του αγίου Νικοδήμου, ύστερα από διετή παραμονή στη Μονή του αγίου Διονυσίου, αναχώρησε το 1777 για τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου συναντήθηκε με τον Άγιο Μακάριο επίσκοπο Κορίνθου, εκθρονισθέντα από τους Τούρκους για τη συμμετοχή της βυζαντινής προελεύσεώς οικογένειάς του των Νοταράδων, στην εξέγερση του 1770. Εκεί του παρέδωσε χειρόγραφα από ανθολογίες πατερικών κειμένων (μοναστικών, ασκητικών, ησυχαστικών, θεολογικών) για να τα επεξεργαστεί προς έκδοση.

Τα κείμενα αντεγράφησαν προφανώς από χειρόγραφους κώδικες των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να διαφωτίζουν, αν από τα επιλεγέντα αφαιρέθησαν ή προσετέθησαν από τον άγιο Νικόδημο. Πάντως, ο θείος Νικόδημος, αφού διόρθωσε φιλολογικώς τα κείμενα, τα παρέβαλλε κριτικώς με άλλους κώδικες, παρέθεσε στα παρασέλιδα μερικές παρατηρήσεις του, έγραψε το Προοίμιο και τις σύντομες βιογραφίες των συγγραφέων και παρέδωσε το όλο έργο ύστερα από μια διετία στον άγιο Μακάριο. Αυτός στην συνέχεια, κατέφυγε στον γνωστό «καλό καγαθόν» πρίγκιπα της Μολδοβλοχίας Ιωάννη Μαυρογορδάτο, που συνάντησε στην Σμύρνη, ο οποίος ανέλαβε τις δαπάνες της εκδόσεως.

Στα κείμενα αυτά, που στο σύνολό τους εκφράζουν την αγάπη του καλού με πνευματική έννοια, που ταυτίζεται με το αγαθό, δόθηκε ο τίτλος «Φιλοκαλία», με την επεξηγηματική δήλωση, ότι η φιλία αυτή του καλού, εις αυτά τα υψηλά πνευματικά επίπεδα, ανήκει στους «Ιερούς Νηπτικούς», δηλαδή στους ασκητικούς εκείνους αγίους Πατέρες, που έφτασαν στην θεία κατάσταση της αδιάλειπτης νήψεως και εγρηγόρσεως του θεωθέντος νου τους. Και σε ένα τόμο μεγάλου σχήματος είδε η Φιλοκαλία το φως της δημοσιότητος στην Βενετία το 1782, που έλαμψε σαν τηλαυγής πνευματικός φάρος σε όλη την ελληνόφωνη Ορθοδοξία.

Αργότερα, ο γνωστός ρώσος ιερομόναχος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, μετέφραση ολόκληρη την Φιλοκαλία στην Σλοβανική, που έγινε το εντρύφημα των Ορθοδόξων μοναχών και Σλαυικών λαών. Τον Παΐσιο ακολούθησε ο Θεοφάνης του Ταμπώφ, κατά το 1877, αλλά καινοτόμησε ο μεγάλος αυτός ασκητής, με την αφαίρεση ολοκλήρου του έργου του ιερομάρτυρος Πέτρου του Δαμασκηνού, των Κεφαλαίων του Καλλίστου Καταφυγιώτου και των Πρακτικών Κεφαλαίων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, την θέση των οποίων κάλυψε με πρακτικότερα κείμενα των αγίων Εφραίμ του Σύρου, Βαρσανουφίου, Ιωάννου της Κλίμακος και Κατηχήσεων του Θεοδώρου του Στουδίτου.

Την Φιλοκαλία, βάσει της εκδόσεως του 1782, τύπωσε στην Αθήνα σε δύο τόμους ο Παναγ. Τζελάτης το 1893, προσθέσας και τα «περί Προσευχής Κεφάλαια» του Πατριάρχου Αγίου Καλλίστου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταφράζονται στη Δύση αποσπάσματα της Φιλοκαλίας στα Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ στη Ρουμανία μεταφράζεται ολόκληρο αυτό το μέγα έργο από τον γνωστό θεολόγο π. Δ. Στανιλοάε, διανθίσαντα με θεολογικά σχόλια τα μεταφρασθέντα κείμενα που τυπώθηκαν σε 10 τόμους.

Επίσης, για βιβλιογραφική ενήμερωση, πρέπει να λεχθεί, ότι εξέδωσαν στην Αγγλική γλώσσα δύο τόμους από τη ρωσική έκδοση, με κατ' επιλογήν κείμενα από τη Φιλοκαλία οι E. Kadloubovsky και G.E.H. Palmer, όπως παραλλήλως ο π. Jean Gouillard εξέδωσε ανθολογία, με θέματα αναφερόμενα στη νοερά προσευχή, μάλλον καρδιακή προσευχή, στη Γαλλική με τον τίτλο «Petite Philocalie de la Priere du Coeur», όλα παρμένα από το ελληνικό πρωτότυπο, που απετέλεσαν αφορμή να γίνει τόσο η νοερά προσευχή, όσο και η ασκητική και μυστική παράδοση της Ορθοδοξίας πιο γνωστές στο Δυτικό κόσμο, ώστε να καλλιεργείται σήμερα θερμό ενδιαφέρον για την ορθόδοξη πνευματική ζωή.

Στις εκδόσεις της Φιλοκαλίας στην ελληνική, πρέπει να προστεθεί και η έκδοση από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ», των αδελφών Αλ. Και Ευαγ. Παπαδημητρίου. Πρόκειται για ένα αληθινό εκδοτικό άθλο αγάπης και προσφοράς, που πρέπει να αναγνωρισθεί ως μία σημαντική προσφορά προς τον λαό του Θεού της ελληνόφωνης Ορθοδοξίας σε μια εποχή γεμάτη πνευματική σύγχυση από την εισβολή δυτικών ρευμάτων στον ορθόδοξο χώρο.

Προ εικοσαετίας σχεδόν ο εν λόγω εκδοτικός οίκος, ενθαρρυνόμενος από παράγοντες της Εκκλησίας, αποφάσισε την έκδοση, σύμφωνα με τα κείμενα της Βενετίας του 1782. Αλλά η έκδοση εκείνη είχε ατέλειες, κυρίως στη στίξη, σε τυπογραφικά αβλεπτήματα, αλλά δεν ήταν απαλλαγμένη και από ελάχιστα συντακτικά και λεκτικά λάθη. Επιστρατεύθηκε ο τότε διάκονος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και ανέλαβε την ευθύνη του επιμελητή της εκδόσεως. Έτσι η Φιλοκαλία αναδύθηκε «ιματισμένη», απαλλαγμένη από τα ποικίλα λάθη, αριθμήθηκαν τα κείμενα που δεν είχαν παραγράφους και το κυριώτερο, ανιχνεύθηκαν με πληρότητα σχεδόν οι αναφορές στις θείες Γραφές και καταχωρήθηκαν οι σχετικές παραπομπές. Η Φιλοκαλία έκτοτε προσφέρεται σε πέντε κομψούς τόμους, καλαίσθητους, με διχρωμία, ωραία βυζαντινά κοσμήματα, βιννιέτες, τους αγίους συγγραφείς αποδιδομένους σε γραμμικές ιχνογραφήσεις και στον πέμπτο τόμο παρατίθεται εκτεταμένο ευρετήριο. Ήδη η Φιλοκαλία του «Αστέρος» αριθμεί τέσσερις εκδόσεις, γεγονός που δίνει το μέτρο της απηχήσεώς της στον ορθόδοξο λαό μας.

Αλλά ο χρόνος, οι συνθήκες ακολουθούν τη νομοτέλειά τους, που συνοδεύεται από αλλαγές και μεταβολές. Ειδικότερα, έντονες μεταβολές έχουν σημειωθεί στη γλώσσα. Επόμενο λοιπόν είναι, η γλώσσα της Φιλοκαλίας να δημιουργεί πρόβλημα κατανοήσεώς της, ηπιότερο προ εικοσαετίας, οξύτερο τώρα και οξύτατο αργότερα. Από πολλά χρόνια είχε κατανοηθεί, ότι τα πατερικά κείμενα θα έπρεπε να καταστούν προσιτά στον πολύ ορθόδοξο λαό, με μια γλωσσική απλούστευση, πράγμα που συνεκίνησε αρκετούς για ένα τέτοιο έργο και συγκεκριμένως για ολόκληρη τη Φιλοκαλία. Αλλά το έργο απαιτούσε και χρόνο και ικανότητα και μια συγγενή γεύση προς τις πατερικές εμπειρίες. Εκείνος που αναδέχθηκε τον μόχθο του αθλήματος, ήταν ο ήδη μακαρίτης Εφέτης Αντ. Γ. Γαλίτης, πατέρας του πανεπιστημιακού καθηγητή της θεολογίας κ. Γεωργίου Γαλίτη, ο οποίος με αίσθηση ευθύνης, με αγάπη και γεύση των αγιοπνευματικών κειμένων, έφερε σε αίσιο πέρας το μέγα αυτό έργο. Ο υποφαινόμενος είχε την ευκαιρία να διαβάσει προ οκταετίας την θαυμάσια μεταφραστική εργασία του ανωτέρω δικαστικού, τον οποίο και προσωπικώς εγνώρισε, αλλά και να εξηγήσει, πως ένας λειτουργός της Θέμιδος κατόρθωσε να προσεγγίσει τον νου των αγίων Πατέρων και να αποδώσει με τόση ακρίβεια τα λεπτότατα εκ πνευματικής εμπειρίας νοήματά τους. Ο μακαρίτης ήταν από τη νεότητά του φιλομόναχος και εντρυφούσε πάντοτε στη Φιλοκαλία. Αυτό το στοιχείο, μαζί με την δεδομένη ορθόδοξη αίσθησή του, που του δωροφόρησε ο χριστιανικός πνευματικός του βίος, εξηγούν την επιτυχημένη απόδοση των φιλοκαλικών κειμένων σε μια σώφρονα ομιλουμένη γλώσσα, που επιχείρησε από αρκετά χρόνια, από την επιθυμία της μεταδόσεως στο ερύτερο ορθόδοξο κοινό των αγιοπνευματικών θησαυρών των Πατέρων.

Ο Θεός, στη συνέχεια, οικονόμησε και για την ωφέλεια των πιστών, δια της εκδόσεως της μεταφρασμένης σε απλούστερο γλωσσικό ιδίωμα Φιλοκαλίας. Την έτοιμη για την δημοσιότητα αυτή εργασία, ανέλαβε ο σχετικώς νέος εκδότης βιβλίων κ. Νικόλαος Χίτογλου. Ο οποίος από θείο ζήλο κινούμενος, θέλησε να προσφέρει το μνημειώδες αυτό απαύγασμα των υψηλοτέρων εν Αγίω Πνεύματι εμπειριών, στον ελληνόφωνο ορθόδοξο λαό μας, χωρίς εμπορικό υπολογισμό. Κι έτσι το μέγα αυτό έργο, που για πολλούς αδελφούς αποτελεί «κήπον κεκλεισμένον και πηγήν εσφραγισμένην», λόγω γλώσσας, θα γίνει κτήμα από το ευρύτερο κοινό.

Ως προς την σημασία των ανθολογημένων έργων των ιερών Νηπτικών, θα επαναλάβουμε, μαζί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ότι η Φιλοκαλία είναι «...ταμείο της νήψεως, φυλακτήριο του νου, μυστικό σχολείο της νοεράς προσευχής, εξαίρετη υποτύπωση της πρακτικής αγωγής, απλανής οδηγός της πνευματικής θεωρίας, ο πατερικός Παράδεισος, η χρυσή αλυσίδα των αρετών, η συνεχής ενασχόληση με το όνομα του Ιησού, η σάλπιγγα που επαναφέρει τη χάρη και το μυριοπόθητο όργανο της θεώσεως...».

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αναφέρονται κυρίως στη νοερά προσευχή. Και όπως καταφαίνεται από όλο το Προοίμιο του Αγίου Νικοδήμου, σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας ήταν η προβολή της προσευχής αυτής, πράγμα πιστούμενο όχι μόνον από άλλα έργα του αγίου Νικοδήμου, αλλά και από την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, που ασκούσαν οι δύο αυτοί Όσιοι σε όλο το βίο τους. Έτσι βλέπουμε σε αυθεντικές εικόνες του αγίου Μακαρίου, να τον αποδίδουν, παρ' ότι ήταν ιεράρχης, με μοναχική αμφίεση, με το κομβοσχοίνι στο χέρι και με ελαφρώς στραμμένη την οσία κεφαλή του προς τα αριστερά, όπως συνηθίζουν οι εργάτες της νοεράς προσευχής. Ο δε άγιος Νικόδημος, στις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του, επανελάμβανε την μονολόγιστη ευχή εκφώνως, γιατί δεν μπορούσε πλέον να την λέγει μυστικά, επειδή ο νους του είχε εξασθενήσει, όπως έλεγε.

Όμως η Φιλοκαλία δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία της νοεράς προσευχής, αλλά και το σύνολο της πνευματικής εμπειρίας των αγίων Πατέρων, σε όλες τις διαστάσεις των κινήσεων του νου και της καρδιάς. Και αντιφεγγίζει τις αστραπές και τις ελλάμψεις του αγίου Πνεύματος επάνω στις καθαρές ψυχές των Αγίων, ως «καρπός του Πνεύματος», όπως και τα απηχήματα των πολέμων με τους αόρατους δαίμονες, τα ψεκτά πάθη και τις γοητείες του κόσμου.

Αν η Φιλοκαλία, ως συλλογή πατερικών κειμένων, δεν εξαντλεί όλο τον πλούτο της πατερικής γραμματείας, γίνεται φανερό, ότι αποτελεί ένα μόνο μέρος της και από ορισμένους μόνον αγίους Πατέρες. Αλλά πάντως εκπροσωπεί σε όλη την πληρότητά τους τις ποικίλες πνευματικές, ασκητικές, ησυχαστικές και θεολογικές εμπειρίες των θείων Πατέρων της Ορθοδοξίας, που διακρίνονται για την ενότητα στα ουσιώδη και την ιδιοτυπία τους, χάρη στην ιδιοπροσωπεία εκάστου. γι' αυτό και εμφανίζονται κάποιες ιδιομορφίες στα ασκητικά μέσα, στους τρόπους πνευματικής εργασίας, στον τονισμό ορισμένων αρετών και στην πνευματική και θεωρητική εμβέλεια εκάστου.

Πραγματικά, στο χώρο των Αγίων Πατέρων διαπιστώνουμε διακρίσεις, οφειλόμενες στη διαφορά φυσικής καταβολής, παιδείας, χαρακτήρα, δεκτικότητας χαρισμάτων, που προσδιορίζουν τις ιδιοτυπίες, αφού όπως λέγει ο Ομολογητής Μάξιμος, «το Άγιο Πνεύμα ενεργεί κατά την υποκειμένη διάθεση στην ψυχή» και ότι, «ούτε σοφία ενεργεί, ούτε λόγο στο μη δεκτικό σοφίας και λόγου νου», γεγονός που σημαίνει ότι αφήνει ανέπαφη την ελευθερία της ψυχής και ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί ανάλογα προς τα προϋπάρχοντα φυσικά και επίκτητα στοιχεία εκάστου.

Ήδη αυτά εξηγούν την ποικιλία, τις ιδιοτυπίες και τις διαφόρου αποκλίσεως κινήσεις του νου των αγίων Πατέρων, όπως καταφαίνεται στη Φιλοκαλία και σε μη περιληφθέντα στο σώμα αυτό κείμενα. Το Πνεύμα το Άγιο για την οικοδομή της Εκκλησίας επιμερίζει τα χαρίσματα κατά την αναλογία της δεκτικότητας των φορέων τους και των ιδιοτυπιών τους, όπως ελέχθη, χωρίς να αίρεται η ενότητα της διδασκαλίας τους στα ουσιώδη, ενώ παραλλήλως «αθλούν νομίμως», με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές, με βαθιά ταπείνωση, με δάκρυα μετάνοιας και αγάπης και «τοις εκ βάθους στεναγμοίς».

Ο γνησίως ορθόδοξος αυτός τρόπος ασκητικής αγωγής και πνευματικής αθλήσεως παράγει «γνώση» αληθινή, γιατί επάνω στην καθαιρόμενη ψυχή αναλάμπει το φως της χάρης του αγίου Βαπτίσματος και σκηνώνει ο Παράκλητος, που ενεργεί τις ελλάμψεις και την μυστική ένωση μετά του Θεού. Και επειδή το Πνεύμα είναι ενοποιόν, «διαιρούν τα χαρίσματα», η ενότητα στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι ψηλαφητή και διαφαίνεται και μέσα από την ποικιλία των χαρισμάτων και των προσωπικών ιδιοτυπιών.

Θα έπρεπε εδώ να σημειωθεί, ότι η πνευματική ενότητα των Αγίων, η λεγόμενη «συμφωνία των Πατέρων», αποτελεί το υπέρτατο κριτήριο της αλήθειας, με το οποίο ελέγχονται οι παραχαράξεις, οι ημιαλήθειες, που εισάγουν στον περίβολο της Εκκλησίας «οι έχοντες την μόρφωσιν της ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (β΄ Τιμ. 3,5) και προκαλούν σύγχυση μεταξύ των πιστών, που ακόμη δεν έχουν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα προς διάκρισην του καλού». Η μεγάλη και παντοτεινή πληγή για την Εκκλησία, είναι ο λανθάνων ορθολογισμός, οι αυθαίρετες φαντασίες, οι ψυχικοί συλλογισμοί, που δεν προήλθαν από την «νόμιμη άθληση», δηλαδή από την «πράξη», που αποτελεί την προϋπόθεση της «επιβάσεως» στη θεωρία. Και η «αχαλίνωτος θεωρία ώσειεν αν κατά κρημνών» λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος.

Από την άποψη αυτή η Φιλοκαλία, σαν κωδικοποιημένη διδασκαλία των θείων Πατέρων σε όλες τις διαστάσεις της πνευματικής ζωής και θεολογίας, είναι μία αληθινή ευλογία του Θεού, γιατί φρονηματίζει θεοφρόνως, ελέγχει οσίως, δακτυλοδεικτεί τον «μετασχηματιζόμενον εις άγγελον φωτός», χαρίζει την βεβαιότητα της αλήθειας «εν χάριτι», οδηγεί στην μετάνοια, προκαλεί την ταπείνωση, καλλιεργεί την διπλή αγάπη, καθαρίζει την ψυχή, ελλάμπει την καρδιά, θεώνει τον νου και ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό σε μια ερωτική αλληλοπεριχώρηση κατά τον λόγο του Χριστού: «εγώ εν υμίν και υμείς εν εμοί» (Ιω. 14,20).


Ίσως παρατηρηθεί ότι η Φιλοκαλία απευθύνεται κυρίως σε μοναχούς, αλλά θα αντιπαρατηρήσουμε ότι είναι προσιτή και ωφέλιμη και σε μη μοναχούς. Γιατί συντελεί στη διαμόρφωση της ψυχής ορθοδόξως, κι επομένως την προστατεύει από ηθικισμούς, που γεννούν αυτάρκεια «εν τοις ελαχίστοις» και μάταιη οίηση. Αλλά επιπλέον παρέχει και πλούσια πνευματικά στοιχεία για βίωση μέσα στον κόσμο, αφού είναι δεδομένη η ιεράρχηση κατά το «Φως μεν μοναχοίς άγγελοι. φως δε λαϊκοίς μοναχοί».

Άξιο και δίκαιο είναι να κλείσουμε τις γραμμές αυτές με τα λόγια του αγίου Νικοδήμου: «...Ελάτε όλοι οι Ορθόδοξοι, λαϊκοί και μοναχοί, όσοι τρέχετε να βρείτε την βασιλεία του Θεού, που υπάρχει μέσα σας, και τον θησαυρό που είναι στον αγρό της καρδιάς σας, δηλαδή τον γλυκύ Ιησού Χριστό. με το σκοπό όπως, αφού ελευθερωθεί ο νους σας από την αιχμαλωσία στα γήινα και από την άτακτη περιφορά του και καθαρθεί από τα πάθη η καρδιά με την αδιάλειπτη και φοβερή επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη συνέργεια των άλλων αρετών, που διδάσκονται στο βιβλίο αυτό, ενωθείτε πρώτα με τον εαυτό σας και δια του εαυτού σας με τον Θεό, σύμφωνα με την παράκληση του Κυρίου Ιησού προς τον Πατέρα, που είπε: «ίνα ώσιν εν, ως ημείς εν εσμέν». Κι έτσι, ενωμένοι με το Θεό και τελείως αλλοιωμένοι από την ενέργεια και έκσταση του θείου έρωτα, θεωθείτε στο πιο υψηλό επίπεδο, με νοερή αίσθηση και αδίστακτη βεβαιότητα, επανερχόμενοι στον πρώτο σκοπό του Θεού – που ήταν η θέωση του ανθρώπου – να δοξάζετε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τη μία θεαρχικότατη Θεότητα, στην οποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».
--------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 11-16).

"Περί Ἐκκλησίας - Μέρος 4"

"Περί Ἐκκλησίας - Μέρος 4"


(Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Ἐκκλησία Θεάνθρωπος παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰώνας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα. Ἀλλά μαζί μέ τόν ἄνθρωπον καί διά τόν ἄνθρωπον, ἀνήκει εἰς τήν Ἐκκλη σίαν καὶ ὁλόκληρος ἡ κτίσις τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ πᾶν τὸ δὴμιουργηθὲν ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· πάντα ταῦτα ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τὸ σῶμα της, τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. 

Ἡ κεφαλὴ εἶναι κεφαλὴ τοῦ σώματος καὶ τὸ σῶμα εἶναι σῶμα τῆς κεφαλῆς οὕτως ὥστε νά εἶναι ἀχώριστα τὸ ἕν ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τὸ ἕν πλήρωμα τοῦ ἄλλου: «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 23). 

Κάθε χριστιανός, γινόμενος διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ πληρώματος «τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου», πληρούμενος καὶ ὁ ἴδιος «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 3,19). Τοιουτοτρόπως ἀποκτᾷ τὸ ὑπερτέλειον πλήρωμα τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι του, τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου του. 

Αὐτὸ τὸ πλήρωμα ἀποκτᾷ κάθε χριστιανὸς διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεώς του καὶ τῆς ἐν χάριτι ζωῆς του ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἰσχύει δι' ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν. 

Ὅλοι εἶναι πεπληρωμένοι μὲ τὸ πλήρωμα «τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»: οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι, καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ὀρυκτά, μὲ μίαν λέξιν ὅλα τὰ θεόκτιστα ὄντα. Τοιουτοτρόπως ἐμεὶς οἱ ἄνθρωποι ἔχομεν ἀποκτήσει συγγένειαν καὶ δὴ θείαν μὲ ὅλα τὰ θεόκτιστα ὄντα καὶ δημιουργήματα. 

Διότι ὅπου εἶναι ἡ θεότης τοῦ Θεανθρώπου ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ ἀνθρωπότης Του, ἐκεῖ εἶναι, ὅλοι οἷ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ὄντων: καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι. 


Θεανθρώπινον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
Τοιουτοτρόπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πληρούμεθα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μὲ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος» (Κολ. 2, 9): Τὸ θεανθρώπινον πλήρωμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ Θεάνθρωπος ἡ κεφαλὴ της, αὐτὴ τὸ σῶμα Του, ἡμεῖς δὲ κατὰ πάντα ἐν πλήρει ἐξαρτήσει ἀπ' Αὐτόν, ὡσὰν τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν κεφαλήν. Ἑξ Αὐτοῦ, ὡς ἀθανάτου Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ῥέουν διὰ μέσου ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ῥεύματα τῶν ζωηφόρων κεχαριτωμένων δυνάμεων καὶ μας ζωογονοῦν μὲ τὴν ἀθανασίαν καὶ τὴν αἰωνιότητα. 

Ὅλαι αἱ θεαθρώπιναι αἰσθήσεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπ' Αὐτόν, ἐν Αὐτῷ καὶ δι' Αὐτοῦ. Ὅλα τὰ ἅγια μυστήρια καὶ αἱ ἅγιαι ἀρεταὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μὲ τάς ὁποίας καθαριζόμεθα, ἀναγεννώμεθα, μεταμορφωνόμεθα, ἁγιαζόμεθα, χριστοποιούμεθα, θεανθρωποιούμεθα, θεούμεθα, τριαδοποιούμεθα, σῳζόμεθα, γίνονται ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς καθ' ὑπόστασιν ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μας ἐν τῷ θαυμαστῷ Προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ. 

Διατὶ ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, τὸ δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι τὸ πᾶν ἐν τῇ Ἐκκλησία: καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ σῶμα Του; Διὰ νά ἠμπορέσωμεν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά «αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός...», «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 15.13). 

Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινον ἐργαστήριον εἰς τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι θεανθρωποποιοῦνται, χριστοποιοῦνται, θεοῦνται, δηλαδὴ μεταμορφώνονται εἰς θεανθρώπους κατὰ χάριν, εἰς χριστοὺς κατὰ χάριν, εἰς θεοὺς κατὰ χάριν. 

Πάντα ταῦτα πραγματοποιοῦνται καὶ συμβαίνουν διὰ τοῦ Θεανθρώπου, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ καὶ κατὰ τὸν Θεάνθρωπον, δηλαδὴ μέσα εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ θεάνθρωπου καὶ τοῦ θεανθρωπίνου. 

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, διὰ τοῦ θεανθρωπίνου Προσώπου Του, συμπεριλαμβάνει, διαπερᾶ, πληροῖ ὅλους τοὺς κόσμους ἐντὸς τῶν ὁποίων ζῇ καὶ κινεῖται ὁ ἄνθρωπος: καταβαίνει εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς, εἰς αὐτὴν τὴν κόλασιν, εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου· ἀναβαίνει ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν «ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα» (Ἐφ. 4, 8 -10. Πρβλ. Ρωμ. 10. 6-7).


Ὁ Θεάνθρωπος αὐξάνει
Τὰ πάντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦν ὁδηγούμενα καὶ καθοδηγούμενα ἀπὸ τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ οὕτω τὸ θεανθρώπινον σῶμα αὐξάνει. Ὁ Θεάνθρωπος αὐξάνει! Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται ἀκαταπαύστως δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ χριστοποίησιν. Αὐξάνει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Αὐξάνει μὲ κάθε ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ συστατικὸν μέρος τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ αὔξησις αὐτὴ τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεται ἀπὸ τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστόν· ἀπ' Αὐτὸν διὰ μέσου τῶν ἁγίων καὶ χριστοφόρων συνεργῶν του. 

Ὁ παμφιλάνθρωπος Κύριος ἔδωσε τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφήτας, καὶ τοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς διδασκάλους, «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 11.12). Καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν ὡς τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας αὐξάνει ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους» (Ἐφ. 4. 16).
Εἰς τὶ ἔγκειται ἡ ἐλπὶς τῆς χριστιανικῆς μας κλήσεως; Εἰς τὴν ἕνωσίν μας μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν, μέσῳ δὲ Αὐτοῦ μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἐντὸς Του, δηλαδή, μέσα εἰς τὸ θεανθρώπινον σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ δὲ σῶμα Του εἶναι «ἕν σῶμα» (Ἐφ. 4, 4), τὸ σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου· καὶ τὸ πνεῦμα εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ εἶναι «ἕν πνεῦμα» (Ἐφ. 4, 4), τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. 

Ἡ θεανθρωπίνη αὐτὴ ἕνωσις εἶναι τελειοτέρα καὶ πληρεστέρα πάσης ἄλλης ἑνώσεως. Εἰς τὸν ἐπίγειον κόσμον δεν ὑπάρχει πιὸ πραγματικὴ καὶ πιὸ περιεκτικὴ καὶ ἀθάνατος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸν καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα. Τὰ δὲ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα εἰσέρχεται κανεὶς εἰς αὐτὴν τὴν ἕνωσιν εἶναι προσιτά εἰς ὅλους: τὰ ἅγια μυστήρια καὶ αἱ ἅγιαι ἀρεταί. 

Τὸ πρῶτον ἅγιον μυστήριον εἶναι τὸ Βάπτισμα, ἡ δὲ πρώτη ἀρετὴ ἡ πίστις. «Μία πίστις» (Ἐφ. 4, 5) καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δεν ὑπάρχει ἄλλη· «εἷς Κύριος» (πρβλ· Α΄ Κορ. 8, 16. 12, 5. Ἰουδ. 3) ἐκτὸς τοῦ ὁποίου δεν ὑπάρχει ἄλλος (Ἐφ. 4, 5) καὶ «ἕν βάπτισμα» καὶ δεν ὑπάρχει ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό.

Μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ἕνωσιν μὲ τὸ θεανθρώπινον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς «σύσσωμος» αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ ὀργανισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾷ τὴν πλήρη αἴσθησιν καὶ ἐπίγνωσιν καὶ πεποίθησιν ὅτι ὄντως ὑπάρχει μόνον «εἷς Κύριος», ἡ Παναγία Τριάς· μόνον «μία πίστις», ἡ πίστις εἰς τὴν Παναγίαν Τριάδα (Ἐφ. 3, 6· 4, 13· 4, 5. Ἰουδ. 3)· μόνον «ἕν βάπτισμα», τὸ βάπτισμα εἰς τὴν Παναγίαν Τριάδα (Ματθ. 28,19) καὶ μόνον «εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 6). «Εἷς ὁ ἐπὶ πάντων Πατὴρ ὃς καὶ διὰ πάντων διὰ τὸν ἐξ αὐτοῦ Λόγον καὶ ἐν πᾶσι διὰ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸ αἰσθάνεται καὶ ζῇ μὲ αὐτὸ σημαίνει ὅτι διάγει τὸν βίον ἀξίως τῆς χριστιανικῆς κλήσεως (Ἐφ. 4, 1. πρβλ. Ρωμ. 12, 2. Κολ. 3, 8-17. Α' Θεσσ. 2, 7)· μὲ μίαν λέξιν, σημαίνει ὅτι εἶναι χριστιανός.

"Περί Ἐκκλησίας - μέρος 1ο"

"Περί Ἐκκλησίας - μέρος 1ο"


(Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

"Ο Θεάνθρωπος Πανευαγγέλιον"
Ὁλόκληρον τό μυστήριον τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἡ Ἐκκλησία· ὁλόκληρον τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος· ὁλόκληρον τό μυστήριον τοῦ Θεανθρώπου ἔγκειται εἰς τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε «σάρξ», ὅτι δηλαδή εἰς τό ἀνθρώπινον σῶμα κατώκησεν ὅλον τό πλήρωμα τῆς θεότητός Του μέ ὅλας τάς θείας δυνάμεις καί τελειότητας, δηλαδή ὅλον τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ.


Τό Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ συνοψίζεται εἰς τό ἑξῆς παγχαρμόσυνον μήνυμα: «Μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16). Τό ἐλάχιστον ἀνθρώπινον σῶμα ἐχώρεσεν μέσα του ὁλόκληρον τόν Θεόν μέ τό ἄρρητον καί ἄπειρον μεγαλεῖον Του! Οὕτω ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πλήρης καί τέλειος ἄνθρωπος, παραμένων, ὅμως, πλήρης καί τέλειος Θεός. 

Ἐδῶ δέν πρόκειται ἁπλῶς περί ἑνός μυστηρίου, ἀλλά περί ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τά ὁποῖα συνηνώθησαν εἰς ἕν μυστήριον: εἰς τό μυστήριον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου, δηλαδή εἰς τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Τά πάντα, γνωστά καί ἄγνωστα, ρητά καί ἄρρητα, συνοψίζονται, καί συνενοῦνται εἰς τό σώμα τοῦ Θεοῦ Λόγου, εἰς τήν σάρκωσιν καί ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ. 

Ἡ ἀλήθεια αὐτή περί τῆς σαρκώσεως περιέχει μέσα της καί ὅλην την θεανθρωπίνην ζωήν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, καί δι' αὐτῆς καί μόνον γνωρίζομεν «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15).

Εἰς τό «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, συνίσταται ὅλη ἡ Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται εἰς τούς ἀνθρώπους καί εἰς τούς Ἀγγέλους διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως τό μυστήριον αὐτό εἶναι μέγα: ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος και ὁ ἄνθρωπος Θεός. Διά τοῦτο πρέπει νά ζῶμεν οἱ ἄνθρωποι ἀξίως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου.


"Θεάνθρωπος «το μόνον καινόν ὑπό τον ἥλιον»" 

Τό μυστήριον αὐτό εἶναι τόσον μεγάλον καί τόσον πρωτοφανές καί μοναδικόν, ὥστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός δικαίως νά λέγῃ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος εἶναι «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον».

Θά προσέθετα: καί τό πάντοτε καινόν, τό καινόν τό μή παλαιούμενον, οὔτε εἰς τόν χρόνον, οὔτε εἰς τήν αἰωνιότητα. Ἀλλ' εἰς τόν Θεάνθρωπον καί μέ τόν Θεάνθρωπον καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἕν «καινόν» ὄν ὑπό τόν ἥλιον, ἕν ὄν θεϊκόν, θεανθρώπινον, κατά Θεόν σπουδαῖον καί πολύτιμον, θείως αἰώνιον καί σύνθετον.
Τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ καί τό μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου ἡνώθησαν ἀχωρίστως, και οὕτως ἔγινε ἕν δυενικόν μυστήριον ἤ μάλλον τό παν-μυστήριον τοῦ ὄντος καί παντός τοῦ ὑπάρχοντος.

"Ὁ Θεάνθρωπος ἴσον Ἐκκλησία καί ἡ κεφαλή της" 
Τοιουτοτρόπως ἔγινεν ἠ Ἐκκλησία. Διότι ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώθη μέχρι τοῦ σημείου νά ἔχῃ ὡς Κεφαλήν του τήν δευτέραν Ὑπόστασιν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι ὁ Θεός Λόγος ἔγινεν ἡ κεφαλή τοῦ θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Κατά τόν θεόσοφον Ἀπόστολον ὁ Θεός Πατήρ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἔδωκε» τόν Θεάνθρωπον, «κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα Αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 22-23).
Μέ τόν θεάνθρωπον Χριστόν ὡς τήν κεφαλήν της ἡ Ἐκκλησία κατέστη ἡ πλέον τελεία καί πλέον σπουδαία ὕπαρξις εἰς ὅλους τούς κόσμους. Ὅλα τά τοῦ Θεανθρώπου, αἱ θεῖαι καί μεταμορφωτικαί θεοποιοί καί θεανθρωποιοί δυνάμεις Του, ἔγιναν αἰωνίως ἰδικά της.

--------------------------------------------------------------
Πηγή: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, "Η Ορθόδοξος Εκκλησίας και ο Οικουμενισμός", Έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974.