Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ


 
«Οι χρήσεις της εθνικής γραμματείας στο έργοτου Κυρίλλου Αλεξανδρείας»
Ειρήνης Αρτέμη
πτ. Θεολογίας, Φιλολογίας.Mphil. Θεολογίας. Υποψήφιας διδάκτορος Θεολογίας.

      Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας είναι μία από τις σημαντικότερες μορφές της αρχαίας Εκκλησίας. Καταλαμβάνει εξέχουσα θέση μεταξύ των πρωτεργατών της δογματικής συγκροτήσεως της Ορθοδοξίας. Βρίσκεται επίσης στη βαθμίδα των μεγαλυτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων όλων των εποχών. Δίκαια, λοιπόν, χαρακτηρίστηκε από τον Αναστάσιο το Σιναίτη ως «σφραγίς των Πατέρων»[1]και από τον Ευλόγιο Αλεξανδρείας «γνώμων της ακριβείας»[2]. Η Ε΄ Οικουμενική Συνοδό τον ονομάζει «της ορθής και αμώμητου Πίστεως συνήγορον»[3].
Η γέννησή του τοποθετείται μεταξύ του 370-380, κατά πάσα πιθανότητα το 375, στην Αλεξάδρεια της Αιγύπτου[4]από οικογένεια με σημαντική οικονομική ευμάρεια, η οποία άνηκε στην ελληνική κοινωνία[5]. Κατά συνέπεια δεν ήταν Αιγύπτιος αλλά εκ της Αιγύπτου καταγόμενος. Θείος του υπήρξε ο τότε πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Κύριλλος. Όπως ήταν φυσικό, έλαβε σπουδαία μόρφωση και εντρύφησε τόσο στα κείμενα της θύραθεν φιλολογίας όσο και σε εκείνα της εκκλησιαστικής γραμματείας. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη και αμφιλαφής μόρφωσή του να τον αναδείξει σε μία επιβλητική και σημαίνουσα φυσιογνωμία της εποχής του. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα εκκλησιαστικά και πολιτικά δρώμενα στην Αίγυπτο[6]τον 5ονμ.Χ. αιώνα αλλά και σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξάνδρειας ανήλθε στις 18 Οκτωβρίου του 412, ύστερα από μία σκληρή αναμέτρηση με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο. Αμέσως μετά την άνοδο του στη θέση του πνευματικού ταγού της Αλεξάνδρειας ασχολήθηκε με την καταπολέμηση των υπολειμμάτων παλαιοτέρων αιρέσεων και σχισμάτων[7]που ταλάνιζαν όμως τις περιοχές που άνηκαν στο Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας. Από τον Απρίλιο του 428 που πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έγινε ο Νεστόριος νέα εποχή δογματικών αγώνων άρχισε για τον Κύριλλο.
Ο Νεστόριος, ο οποίος είχε γαλουχηθεί μέσα στην παράδοση της Αντιοχειανής Σχολής[8], είχε αρχίσει να κηρύττει τη χριστολογική διδασκαλία του, αποδεχόμενος δύο πρόσωπα στον ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό[9]και ονομάζοντας την Παρθένο Μαρία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο[10], αφού υποστήριζε ότι ως άνθρωπος η Μαρία μπορούσε να γεννήσει μόνο άνθρωπο και όχι Θεό[11].Ο Κύριλλος, διαλάμπων δια της μεγάλης αυτού θεολογικής μορφώσεως και της βαθύνοιας, διακρινόμενος ταυτόχρονα για την ποιμαντική αυτού δραστηριότητα και για τον φλέγοντα ζήλον του υπέρ του ορθοδόξου φρονήματος, διέγνωσε αμέσως τη φοβερή δογματική πλάνη του Νεστορίου που νόθευε το ορθόν της χριστιανικής διδασκαλίας[12].
            Ο Κύριλλος μάταια προσπάθησε να ανατρέψει την αιρετική διδασκαλία του Νεστορίου, στέλνοντάς του επιστολές και γράφοντας δογματικά έργα εναντίον της κακοδοξίας του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[13]. Στον ιστ΄ εορταστικό λόγο[14]του κάνει λόγο στην πλάνη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς όμως να αναφέρεται ονομαστικά σε εκείνον. Παρά τις προσπάθειες του Κυρίλλου, ο Νεστόριος συνέχιζε να υποστηρίζει και να διαδίδει την αιρετική διδασκαλία του, βρίσκοντας υποστηρικτές τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Ο τελευταίος είχε διαμορφώσει εσφαλμένη άποψη για τον Κύριλλο εξαιτίας των ψευδών κατηγοριών για τον πατριάρχη Αλεξανδρείας που διέδιδαν πολλοί εχθροί του και που ο αυτοκράτορας τις είχε αποδεχθεί άκριτα. Τον θεωρούσε, λοιπόν, επικίνδυνο για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας, αδιαφορώντας η καλύτερα μη μπορώντας να κατανοήσει τη δογματική διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ των δύο πατριαρχών, Νεστορίου και Κυρίλλου. Άλλωστε ο Θεοδόσιος ο Β΄ δεν είχε την κατάλληλη θεολογική κατάρτιση για να μπορέσει να διαγνώσει την κακοδοξία του Νεστορίου και τις επιπτώσεις που εκείνη είχε στο σωτηριολογικό επίπεδο της χριστιανικής διδασκαλίας.
            Η δογματική διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Νεστορίου απειλούσε τη συνοχή της Εκκλησίας. Υποστηρικτές του Νεστορίου υπήρξαν οι εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως και της Συρίας, ενώ στο πλευρό του Κυρίλλου τάχθηκαν οι εκκλησίες της Ρώμης, της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης αλλά και της Μ. Ασίας. Υπό την απειλή της διασπάσεως της Εκκλησίας και ύστερα από αρκετές διαβουλεύσεις σε τοπικές συνόδους στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, που καταδίκαζαν την πλάνη του Νεστορίου, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συγκαλέσει το 431 τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο. Η Σύνοδος στην οποία πρωταγωνίστησε δυναμικά ο Κύριλλος[15]καταδίκασε την κακοδοξία του Νεστορίου, καθαίρεσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά δεν κατόρθωσε να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη στα εκκλησιαστικά πράγματα. Αυτή τελικά επήλθε το 433 με τον «Όρο των Διαλλαγών»[16].
            Αν και η θεολογική παιδεία του Κυρίλλου υπήρξε εξειδικευμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό, δε συνέβηκε το ίδιο με τη φιλοσοφική και θύραθεν παιδεία του. Μελετώντας κάποιος το πλήθος των έργων του Κυρίλλου θα διαπιστώσει ότι οι γνώσεις του σχετικά με τη θύραθεν παιδεία είναι γενικές. Το βέβαιο είναι ότι στηρίχθηκε σεΑνθολόγιαμε φιλοσοφικά κείμενα Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Ταυτόχρονα φαίνεται να γνώριζε καλά έργα χριστιανών απολογητών και προγενέστερων εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων όπως του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, του Ευσέβιου Καισαρείας και του ψευδο-Ιουστίνου. Χρήσιμο βοήθημά του στην αντιμετώπιση της πλάνης των νεοαρειανών οπαδών του Ευνομίου υπήρξε τοΌργανοντου Αριστοτέλη. Το συγκεκριμένο σύγγραμμα του Σταγειρίτη φιλοσόφου ο Κύριλλος το είχε μελετήσει επαρκώς κατά τη διάρκεια της φοιτήσεώς του στις φιλοσοφικές σχολές της εποχής του. Χειρίζεται την ελληνική φιλοσοφία και τη θύραθεν γραμματεία με απόλυτη προσοχή·ούτε τις περιφρονεί αλλά ούτε γίνεται δέσμιός τους. Άλλωστε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας δεν απορρίπτει την αρχαία ελληνική σκέψη ως φιλοσοφία, αλλά ως θεολογία. Το κίνητρό του είναι προφανές. Η αντίθεση μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχει μόνο, όταν η ελληνική φιλοσοφία παρουσιάζεται ως θεολογία και η χριστιανική διδασκαλία ως μία ορισμένη φιλοσοφία. Η μεταξύ τους έριδα προϋποθέτει κοινό χώρο, τον οποίο εκατέρα διεκδικεί για τον εαυτό της. Η κυρίλλειος απόρριψη της ελληνικής «ψευδολατρείας ως αχρήστου παντελώς»[17]λαμβάνει χώρα ως θεολογική κρίση. Όταν ο Κύριλλος κατακρίνει τας «Ελληνικάς και μανιώδεις... κακοβουλίας» και ασκεί «έλεγχον της Ελλήνων απάτης»[18], γίνεται από τα συμφραζόμενα φανερό ότι δεν καταφέρεται κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικότητας.
            Σημαντικό θεωρείται το έργο του Κυρίλλου «Κατά Ιουλιανού»[19]. Στο έργο αυτό ο Κύριλλος επιστράτευσε όλες τις γνώσεις της θύραθεν παιδείας του για να πετύχει την πλήρη ανατροπή των επιχειρημάτων του αυτοκράτορα Ιουλιανού υπέρ του παγανισμού και της ειδωλολατρικής θρησκείας (378-379) που είχε γράψει στο έργο του «Κατά Γαλιλαίων». Στο έργο αυτό ο Ιουλιανός με την επικουρία διαφόρων εθνικών λογίων έγραφε το πόσο σημαντική ήταν η αρχαία θρησκεία και φιλοσοφία έναντι της διδασκαλίας του Γαλιλαίου[20]. Άλλωστε την εποχή του Ιουλιανού η ύπαρξη διαφόρων θρησκειών αποτελούσε σημαντικό παράγοντα διαιρέσεως της ενότητας της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας στο έργο του υιοθετούσε μία πολεμική εναντίον των ψευδο-κυνικών, των Αντιοχειανών, έκανε λόγο για μία ιδεατή ηθική, για την πίστη όλων των ανθρώπων στο βασιλιά Ήλιο, το δωροδότη της ζωής κατά τον Ιουλιανό και την Κυβέλη τη μητέρα των Θεών. Για το μόνο που δεν κάνει επαρκή αναφορά είναι στο θάνατο, γιατί εκεί θα έβρισκε νικητή τη χριστιανική διδασκαλία που αναφέρει την Ανάσταση του ενανθρωπήσαντα Λόγου αλλά και την υπόσχεση της αναστάσεως όλων των ανθρώπων δίκαιων και αδίκων. Στο σημείο αυτό ο χριστιανισμός είχε ένα πολύ σημαντικό και αδιαμφισβήτητο προβάδισμα νίκης έναντι του παγανισμού και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
Το έργο του Κυρίλλου εναντίον του Ιουλιανού γράφτηκε πιθανόν μεταξύ του 434-437. Την περίοδο αυτή ο Κύριλλος είχε αναδειχθεί τελικός νικητής στη νεστοριανική διαμάχη, με επισφράγιση της πύρειας αυτής νίκης το κείμενο του «Όρου των Διαλλαγών». Στο απολογητικό έργο του ο Κύριλλος εξηγεί με επιχειρήματα τη διαφορά μεταξύ της ελληνικής παραδόσεως και της Εκκλησίας. Το κάλλος και η φιλοσοφία της αρχαιοελληνικής σκέψεως ως σειρήνες μάγευαν τους ανθρώπους του πνεύματος, αλλά η Εκκλησία ήταν και είναι η μόνη που μπορούσε να προσφέρει σωτηρία στον άνθρωπο, δίνοντάς του την ευκαιρία να ενωθεί με το Θεό και να γίνει με τη χάρη του Τριαδικού Θεού ισόθεος.
            Φυσικά, και πριν τον Κύριλλο, υπήρξαν κάποιοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς που είχαν προσπαθήσει να ανατρέψουν τα επιχειρήματα του Ιουλιανού σχετικά με την αρχαιοελληνική θρησκεία και φιλοσοφία. Πρώτος επιχείρησε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός να ανασκευάσει τις απόψεις του παλιού του συμφοιτητή και αργότερα αυτοκράτορα μέσα από το έργο του «Κατά Ιουλιανού Βασιλέως, και κατά Ελλήνων, στηλιτευτικός Α΄ και Β΄» (Διάλογοι IV et V)[21]. Μία μαρτυρία από τον Ερμεία Σωζόμενο στο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία»[22]αναφέρει ότι και ο Απολλινάριος Λαοδικείας έγραψε ένα διάλογο «Περί της αληθείας» εναντίον του αυτοκράτορα Ιουλιανού και των Ελλήνων φιλοσόφων, αντιπαραβάλοντας στα δικά τους μυθεύματα την αλήθεια της Γραφής. Ταυτόχρονα τόνιζε ο Απολλινάριος την παντελή έλλειψη αναφορών στη Γραφή στο έργο του Ιουλιανού.
            Επίσης ο Εφραίμ ο Σύρος στο ποίημά του «Ύμνος στον Παράδεισο και εναντίον Ιουλιανού» εξέφραζε την απόρριψή του σε όσα έγραψε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης[23]. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός στην «Εκκλησιαστική Ιστορία»[24]του αναφέρει ότι εναντίον του Ιουλιανού είχε γράψει ο Φίλιππος ο Σιδίτης και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Επίσης ο Θεοδώρητος Κύρου στο έργο του «Ελληνικών Παθημάτων Θεραπευτική ήτοι Ευαγγελικής αλήθειας εξ ελληνικής φιλοσοφίας επίγνωση, Λόγοι ΙΒ΄»[25]ανασκευάζει σημείο προς σημείο το κείμενο του Ιουλιανού «Κατά Γαλιλαίων»[26]. Πολλοί μελετητές με κυριότερο τον Garnier[27]θεωρούν ότι μόνο ο Θεοδώρητος Κύρου και ο Κύριλλος Αλεξαξανδρείας καταφέρνουν με επιτυχία να δείξουν ότι όσα γράφει ο Ιουλιανός συγκεκριμένο πόνημά του είναι ανυπόστατα.
            Η άποψη που είχε υιοθετηθεί από τον αυτοκράτορα ήταν ότι οι Χριστιανοί δανείστηκαν κάποιες από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας και από τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις περί κοσμογονίας και θεογονίας και νοθεύοντάς τις η αλλοιώνοντας το περιεχόμενό τους, κατασκεύασαν τη χριστιανική διδασκαλία, μένοντας προσηλωμένοι στη μωσαϊκή παράδοση και στους νόμους του Μωυσέως. Ο Κύριλλος του αντετάχθηκε τονίζοντας ότι τα έργα του Μωυσέως είναι παλαιότερα χρονικά από εκείνα των Ελλήνων φιλοσόφων[28]. Ταυτόχρονα του εξηγούσε -θεωρητικά στον Ιουλιανό αλλά στην πραγματικότητα σε όσους πρέσβευαν τα ίδια με τον αυτοκράτορα, αφού ο τελευταίος είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν γεννηθεί ο Κύριλλος- ότι οι χριστιανοί δεν ήταν δέσμιοι των δεισιδαιμονιών που ταλάνιζαν τους αρχαίους Έλληνες, ενώ ο βίος τους συνήδε με όσα έγραφε στα βιβλία του ο ιεροφάντης Μωυσής. Τέλος τους επεσήμαινε ότι τα δόγματα του χριστιανισμού δεν ήταν καινά αλλά είχαν τις ρίζες τους στην Παλαιά Διαθήκη. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν τα δικά τους δόγματα αντλώντας στοιχεία από τη μέχρι τότε παράδοση του Μωσαϊκού Νόμου[29].
            Μέσα από το συγκεκριμένο αντιρρητικό έργο ο Κύριλλος προσπάθησε να οχυρώσει πνευματικά τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, ώστε να μην υιοθετούν αδιάκριτα τις διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Ειδάλλως τότε θα ελλόχευε ο κίνδυνος να ασθενήσουν από την πνευματική ασθένεια του συγκρητισμού και να θεωρηθούνδίψυχοιαφού από τη μία λέγονταν χριστιανοί ενώ από την άλλη η διδασκαλία της πίστεως τους νοθευόταν με αλλότρια και δη ειδωλολατρικά στοιχεία: «Κατά τον ίσον τρόπον τω πειράζοντι Σατανά την του ανθρώπου ψυχήν κατίδοι τις αν͵ ει τον οικείον αφείσα θεμέλιον͵ τουτέστι Χριστόν, και εις την της πίστεως υποβάθραν ταις διψυχίαις υβρίζουσα παραλόγως αλίσκοιτο»[30].
            Μέσα από το πόνημα «Κατά Ιουλιανού» μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι ο Κύριλλος βασίστηκε σε έργα προηγούμενων απολογητών όπως το «Προπαρασκευής ευαγγελικής βιβλία ΙΕ΄»[31]του Ευσεβίου Καισαρείας, το «Λόγος Προτρεπτικός προς Έλληνας. Παιδαγωγός εις λόγους τρεις»[32]και «Στρωματείς εις λόγους οκτώ»[33]του Κλήμεντος Αλεξανδρέως, το «Λόγος Παραινετικός προς Έλληνας»[34]που αποδίδεται στον ψευδο-Ιουστίνο και την πραγματεία «Περί Τριάδος»[35]του Διδύμου Τυφλού. Αναμφισβήτητα ο πατριάρχης Αλεξανδρείας έκανε χρήση και των ανάλογων «Ανθολογίων» με χωρία των Ελλήνων φιλοσόφων, για να τεκμηριώσει ότι και οι Εθνικοί συγγραφείς υποστήριζαν την ύπαρξη ενός Θεού[36], αλλά με το πέρασμα των χρόνων κάποιοι σκοπίμως η εκ παραδρομής παρερμήνευσαν τα γραφόμενά τους. Η παρερμηνεία αυτή οδήγησε στην πολυθεία και κατά συνέπεια στην ειδωλολατρία: «Ει δε δη τινες των μετ̉ εκείνους, ου συνέντες τα αυτών, διημαρτήκασι ταληθού, ουκ εκείνοις μάλλον, έψεται δε τούτοις κατά γε τον ορθώς έχοντα λογισμόν η του πεπλανήσθαι γραφή. Ει μεν ουν οι της ενούσης αυτοίς αβελτηρίας ευρεταί και των ανοσίων δογμάτων καθηγηταί γεγονότες ταις αλλήλων συνηνέχθησαν δόξαις, δεικνύτωσαν και πεπαύσομαι»[37].
            Προσπάθεια του Κυρίλλου ήταν να αποδείξει ότι πολλές φορές οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς συμφωνούσαν με όσα πρέσβευε η διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας, για το λόγο αυτό παρέθετε και ανάλογα χωρία του Ερμή Τρισμεγίστου: «Ο δε τρισμέγιστος Ερμής ούτω πως φησι· Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον ω και νοήσαι δυνάτον· το γαρ ασώματον σώματι σημήναι αδύνατον, και το τέλειον τω ατελεί καταλαμβάνεσθαι ου δυνατόν, και το αίδιον τω ολιγοχρονίω συγγενέσθαι δύσκολον· το μεν γαρ αεί έστι, το δε παρέρχεται, και το μεν αληθές εστι, το δε υπό φαντασίας σκιάζεται. Όσω ουν το ασθενέστερον του ισχυροτέρου και το έλαττον του κρείττονος διέστηκε, τοσούτω το θνητόν του θείου και αθανάτου. Ει τις ουν ασώματος οφθαλμός, εξερχέσθω του σώματος επί την θέαν του καλού͵ και αναπτήτω, και αιωρηθήτω, μη σχήμα, μη σώμα, μη ιδέας ζητών θεάσασθαι, αλλ΄ εκείνο μάλλον το τούτων ποιητικόν, το ήσυχον, το γαληνόν, το εδραίον, το άτρεπτον, το αυτό πάντα και μόνον, το εν, το αυτό εξ εαυτού, το αυτό εν εαυτώ, το εαυτώ όμοιον, ό μήτε άλλω όμοιόν εστι,μήτε εαυτώ ανόμοιον... Μηδέν ουν περί εκείνου πώποτε του ενός και μόνου αγαθού εννοούμενος αδύνατον είπης· η πάσα γαρ δύναμις αυτός εστι͵ μηδέ εν τινι αυτόν διανοηθής είναι, μηδέ πάλιν κατεκτός τινος· αυτός γαρ απέραντος ων πάντων εστί πέρας, και υπό μηδενός εμπεριεχόμενος πάντα εμπεριέχει. Επεί τις διαφορά εστι των σωμάτων προς το ασώματον, και των γενητών προς το αγένητον, και των ανάγκη υποκειμένων προς το αυτεξούσιον͵ η των επιγείων προς τα επουράνια͵ και των φθαρτών προς τα αίδια; ουχ ότι το μεν αυτεξούσιόν εστι, το δε ανάγκη υποκείμενον, τα δε κάτω ατελή όντα φθαρτά εστιν;»[38]αλλά και του σπουδαίου τραγωδού Σοφοκλή: «Αλλά μην και Σοφοκλής ούτω φησί περί θεού· Εις ταις αληθείαισιν, εις εστιν θεός, Ος ουρανόν τ̉ έτευξε και γαίαν μακράν, Πόντου τε χαροπόν οίδμα, κανέμων βίας· Θνητοί δε πολλοί, καρδία πλανώμενοι Ιδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχάς, Θεών αγάλματ̉ εκ λίθων τε και ξύλων, Η χρυσοτεύκτων η ΄λεφαντίνων τύπους, Θυσίας τε τούτοις και κενάς πανηγύρεις Τεύχοντες, ούτως ευσεβείν νομίζομεν»[39]. Μία όμως προσεχτικότερη παρατήρηση θα βοηθούσε να διαπιστωθεί ότι τα χωρία αυτά που παραθέτονται από τον Κύριλλο δεν είναι γνήσια χωρία των παραπάνω συγγραφέων αλλά νόθα. Τα τελευταία είχαν παραποιηθεί η είχαν κατασκευαστεί από παλαιότερους χριστιανούς συγγραφείς για λόγους απολογητικούς.
            Πολλές φορές ο Κύριλλος υπογράμμιζε στο συγκεκριμένο έργο ότι οι Έλληνες σοφοί γνώριζαν για τον Ένα και συγχρόνως Τριαδικό Θεό. Έκανε, λοιπόν, έναν παραλληλισμό μεταξύ όσων έλεγε ο Πορφύριος[40]ότι υποστήριζε ο Πλάτων με εκείνα που η θεολογία της Εκκλησίας δίδασκε. Ο Πλάτων μιλούσε για ένα Θεό, τριαδικό. Στην Τριάδα αυτή ο πρώτος Θεός θεωρούνταν αγαθός, ο δεύτερος ήταν ο δημιουργός και ο τρίτος ήταν η ψυχή του κόσμου. Ο Κύριλλος ισχυριζόταν ότι ο Πλάτων αναφερόταν στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα[41]. Έτσι αποδείκνυε περίτρανα ότι ο Έλληνας φιλόσοφος αναφερόταν στην περί τριών θείων υποστάσεων διδασκαλία της Εκκλησίας[42]. Στην πραγματικότητα όμως δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Πλάτων στα έργα του «Τιμαίος»[43]και «Νόμοι»[44]αναφέρεται σε κάποια τριαδολογία σχετικά με το θείο ον, αλλά αυτή δεν μπορεί ούτε να παραλλησθεί και φυσικά ούτε να ταυτισθεί με τη χριστιανική τριαδολογία. Στην Αγία Τριάδα δεν υπάρχει ούτε απορροή ούτε έκχυση, οι οποίες αποτελούν βασική και απαραίτητη προϋπόθεση της περί τριαδικότητας του θείου όντος στον Πλάτωνα.
            Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας επαινούσε τα συγγράμματα των εθνικών Ελλήνων ως προς τη δομή τους και τη ροή του λόγου τους, αλλά υπογράμμιζε ότι η διδασκαλία τους διαφέρει από εκείνη των Γραφών. Στις τελευταίες μόνο υπάρχει το φως της μοναδικής αλήθειας. Χαρακτηριστικά γράφει: «Περιεργαζόμενοι δε τας Ελλήνων συγγραφάς, την μεν των λέξεων επαινούμεν συνθήκην και το εύρυθμον εις λόγους, απανιστάμενοι δε των εν αυταίς δογμάτων, ταις αγίαις μάλλον προσκεκλίμεθα Γραφαίς· εναστράπτει γαρ αυταίς της αληθείας το κάλλος»[45]. Συμπληρωματικά ο Κύριλλος εξέφραζε το θαυμασμό του για την αττική γλώσσα[46]αλλά είχει συνειδητοποιήσει ότι η θεία αλήθεια δεν εξασφαλίζεται μέσα από την καλλιέπεια των λέξεων αλλά από το φωτισμό του Πνεύματος. Μόνο έτσι μπορούσε ο ίδιος να θεολογήσει ορθά και να μην καταστεί έρμαιο αιρετικών διδασκαλιών. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της θύραθεν παιδείας ως προγύμνασμα της αληθινής παιδείας εν νουθεσία Κυρίου: «Χρώμεθα δε τοις Ελλήνων λόγοις οίον τι προγύμνασμα της αληθούς παιδείας το χρήμα ποιούμενοι»[47]. Κατανοούσε απόλυτα την απλότητα και την πενία των εκφραστικών μέσων που χαρακτηρίζουν τη βιβλική γλώσσα, αλλά εκείνος δε δείχνει να την εκτιμά για την καλλιέπειά της αλλά για το ότι αυτή είναι το σεντούκι μέσα στο οποίο κρύβεται ο θησαυρός της θείας αλήθειας[48]. Από την άλλη πλευρά ως αλεξανδρινός θεολόγος προσπαθούσε να εγκωμιάσει και να καταξιώσει τη χριστιανική διδασκαλία έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας, προσδίδοντας στην πρώτη μία νότα φιλοσοφικής χροιάς. Ταυτόχρονα στην προσπάθειά του αυτή φαίνεται η επίδραση την οποία είχε δεχθεί από την πλατωνική και κυρίως τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Της τελευταίας τα ίχνη μπορεί κανείς να εντοπίσει στο συγκεκριμένο απολογητικό έργο του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Κατά Ιουλιανού».
            Αν και η προσπάθεια του ιερού Κυρίλλου ήταν να δείξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες και κυρίως οι συγγραφείς τους γνώριζαν τον αληθινό τριαδικό Θεό, εντούτοις ερχόταν σε αντίθεση προς τη θεολογική του θεώρηση της πτώσεως του Αδάμ και της Εύας και των συνεπειών αυτής. Αποτέλεσμα αυτής της παρακοής ήταν ο άνθρωπος να γίνει δέσμιος της αμαρτίας, και η σκέψη του να οδηγηθεί και να εγκλωβιστεί στην άγνοια του Δημιουργού του[49]. Συγχρόνως τόνιζε ότι οι Έλληνες αν και ήταν σοφοί εμωράνθησαν και άλλαξαν τη δόξα του αληθινού και άφθαρτου Θεού με ομοιώματα φθαρτών δημιουργημάτων όπως των ανθρώπων και των ζώων: «Επλάνησαν γαρ τους ανά πάσαν την γην, θεόν είναι λέγοντες τον ουρανόν και τα έτερα των στοιχείων. ... ηλλάξαντο την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών»[50]Αντίθετα τα όσα γράφηκαν από το Μωυσή δεν έχουν καμία σχέση με τις τερατολογίες των Ελλήνων ούτε με τους μύθους τους σχετικά με τη γέννηση και τη δημιουργία των θεών τους. Η γέννηση των αρχαίων θεών των Ελλήνων ήταν συνέπεια αιμομεικτικών σχέσεων, σκευωριών και παρανόμων σχέσεων[51]. Τέλος όλοι οι θεοί ακόμα και ο ανώτερος όλων των θεών ο Δίας ήταν δέσμιος της Μοίρας και του Πεπρωμένου που ήταν δυνατότερα από όλους και κανείς δεν μπορούσε να τα παρακούσει[52].
            Σε άλλο σημείο του έργου επικαλείτο τα γραφόμενα του Πορφυρίου για να αποδείξει ότι ο Πλάτων έκανε λόγο για ένα θεό, για τον οποίο κανένα ανθρώπινο όνομα δεν ήταν αρμόζον, αφού Εκείνος ήταν πέρα από τα όρια της ανθρωπίνης γνώσεως και ήταν ο πραγματικό αίτιος της δημιουργίας των πάντων: «...όνομα μεν αυτώ μηδέν εφαρμόττειν μηδέ γνώσιν ανθρωπίνην αυτόν καταλαβείν, τας δε λεγομένας προσηγορίας από των υστέρων καταχρηστικώς αυτού κατηγορείν. Ει δε όλως εκ των παρ̉ ημίν ονομάτων χρή τι τολμήσαι λέγειν περί αυτού, μάλλον την του ενός προσηγορίαν και την ταγαθού τακτέον επ̉ αυτού. Το μεν γαρ εν εμφαίνει την περί αυτού απλότητα και δια τούτο αυτάρκειαν· χρήζει γαρ ουδενός, ου μερών, ουκ ουσίας, ου δυνάμεων, ουκ ενεργειών, αλλ̉ έστι πάντων τούτων αίτιος»[53].
            Ο Κύριλλος έφερνε ως απόδειξη της γνώσεως του ενός Θεού από τους εθνικούς Έλληνες το χωρίο του Ξενοφώντα από ταΑπομνημονεύματάτου[54]. Εκεί ο Έλληνας ιστορικός σημείωνε ότι ο θεός είναι παντοδύναμος, μέγας, φανερός ως προς τις ενέργειές του, αφανής ως προς τη μορφή του. Παράλληλα ο Κύριλλος παρέθετε αμέσως μετά το χωρίο του Ξενοφώντος τη διδασκαλία της Γραφής ώστε η σύγκριση μεταξύ γνήσιας θεολογίας και πλαστής να είναι ορατή. Τόνιζε, λοιπόν, ότι κατά τη θεόπνευστη Γραφή ο Θεός είναι ένας και αληθινός, υπερκείμενος του ανθρωπίνου νού και λόγου, ζωοποιός, άφθαρτος, αγέννητος, δημιουργός των πάντων. Υπογράμμιζε δε ότι «τον εξ αυτού κατά φύσιν γεννηθέντα Υιόν, τον δημιουργόν αυτού Λόγον, εγνώκασι και αυτοί (=οι Έλληνες σοφοί, ποιητές, φιλόσοφοι κ.α.)»[55].
            Προσπάθεια, λοιπόν, του Κυρίλλου ήταν να δείξει σε όσους ήταν θιασώτες της ελληνικής φιλοσοφίας και κυρίως της αρχαιοελληνικής θρησκείας ότι και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μέσα τους ίχνη της γνώσεως του αληθινού θεού, τα οποία όμως κάποιοι σκοπίμως φρόντισαν να σβηστούν. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έπεσαν θύματα της παγίδας της ειδωλολατρίας. Σε μερικούς, όμως, παρέμεινε μέσα τους η σπίθα της αλήθειας, για το λόγο αυτό έκαναν αναφορά για την ύπαρξη του ενός Θεού, δημιουργού όλης της κτίσεως και του ανθρώπου. Μέσα από τις γενικόλογες αυτές ερμηνείες των θέσεων των αρχαίων φιλοσόφων και συγγραφέων περί ενός Θεού, ο Κύριλλος προσπαθούσε να πείσει τους εθνικούς ότι οι αρχαίοι Έλληνες συμφωνούσαν απόλυτα με όσα αναφέρει περί Θεού η Παλαιά Διαθήκη. Επιδίωξη του πατριάρχη Αλεξανδρείας ήταν να ευτελίσει στα μάτια των εθνικά μορφωμένων τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αποδεικνύοντας ότι ο Ιουλιανός ο Αποστάτης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το αληθινό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας και ταυτόχρονα βρισκόταν σε σύγχυση σχετικά με την αρχαία φιλοσοφία των ελλήνων εθνικών.

 

[1]Ὁδηγός, PG 89, 113.
[2]Φωτίου,Μυριόβιβλος230, PG 103, 1053.
[3]Mansi6, 1008.
[4]Ὁ Στ. Παπαδόπουλος ὑποστηρίζει ὅτι: «ὁ Κύριλλος γεννήθηκε πιθανότερα τὸ 378 στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, περίπου 120 χλμ. ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, στὸ Θεοδόσιο (ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ Mahalleh-el-Kobra)», Στ. Παπαδοπούλου,Ἅγιος ΚύριλλοςἈλεξανδρείας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2004, 23.
[5]Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,ΛόγοςἈπολογητικός πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον,PG 76, 480D. Mansi V,151. Ed. Schwartz,Acta Conciliorum OecumenicorumI,I, 7, σ. 149. Βλ. σχετικά  Χρ. Παπαδοποπούλου, ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν,Ἅγιος ΚύριλλοςἈλεξανδρείας, ἐν Ἀλεξανδρεία 1933, 26ἑ. Ἐπίσης τοῦ ἰδίου,Ἱστορία τῆςἘκκλησίας τῆςἈλεξανδρείας,Ἀλεξάνδρεια 1935,σ. 308.
[6]Ἡ Αἴγυπτος ἐκείνη τὴν περίοδο αὐξημένη πολιτικοστρατιωτική αὐτονομία. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ἡ κεφαλὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων Αἰγύπτου και Λιβύης, τοὺς ὁποίους καὶ ἐκπροσωποῦσε. Ἐκεῖ ἀνθοῦσε ὁ μοναχισμός. Τέλος ὁ Κύριλλος ἀποτελοῦσε ἄξιο διάδοχο τοῦ Ἀθανασίου ὡς πρὸς τὴν ἀνάπτυξη τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ γενικότερα στὴ συγγραφή διαφόρων θεολογικῶν ἔργων.
[7]Καταπολέμησε μὲ ἐπιτυχία τὰ ὑπολείμματα τῶν ὁπαδῶν τοῦ Μαρκίωνα, τοῦ Παύλου Σαμοσατέα, τοῦ Ἀρείου, τοῦ Εὐνομίου. Στράφηκε μὲ σφοδρότητα ἐναντίον τῶν Ναυατιανῶν ἤ Καθαρῶν. Πολέμησε τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὴν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Πελαγίου.
[8]Στὴν Ἀντιόχεια ἕνεκα τῆς ὑπάρξεως πολλῶν Ἰουδαίων, ποὺ πολεμοῦσαν τὸ χριστιανισμό μὲ τὴ γραμματικὴ καὶ ἱστορικὴ ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, υἱοθετήθηκε ἡ μέθοδος τῆς ἱστορικογραμματικῆς ἑρμηνείας. Χρησιμοποιοῦσαν τὴΛογικήτοῦ Ἀριστοτέλη, μὲ τὴν ὁποία προσπαθοῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μὲ βάση τὴν ἀριστοτελική ἀρχή ὅτι δύο τέλεια δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἕνα (Μεταφυσικά1039α,9-10), θεωροῦσαν ἀγεφύρωτο τὸ χάσμα μεταξύ Θεοῦ καὶ κτιστοῦ, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατη ἡ λύση τῆς ἑνότητας τῶν φύσεων στὸ Χριστό. Πρβλ. Σ. Παπαδοπούλου,ΠατρολογίαΒ΄,Ἀθήνα 1990, 566-574.
[9]Ὁ Κύριλλος ἀντικρούοντας τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ Νεστορίου χαρακτηριστικά ἔγραφε: «Ἕνα τοιγαροῦν τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, γεννηθέντα μὲν ἐκ Θεοῦ καὶ Πατρός, θεϊκῶς, ὡς Λόγον, πρὸ παντὸς αἰῶνος καὶ χρόνου∙ ἐν ἐσχάτοις δὲ τοῦ αἰῶνος καιροῖς, τὸν αὐτὸν γεγονότα κατὰ σάρκα ἐκ γυναικός», Κυρίλλου,Ὅτι εἷςὁ Χριστός,SC 97, 778A, σ. 512 (=PG 75, 1361C). Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐναθρωπήσεως, PG 75, 1472C. Τοῦ ἰδίου,Ἐπιστ.IV - Πρός Νεστόριον. Περί τοῦ Θεοῦ Λόγου, PG 77, 43CD.
[10]Ὁ διαφιλονικούμενος ὅρος.«Θεοτόκος» ἦταν εὐρέως ἀποδεκτός στὴν Ἀλεξανδρινὴ Σχολὴ. Ἦταν συνέπεια τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων «communicatio idiomatum» καὶ ἔκφραζε τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἑνώθηκε μὲ τὸ θεῖο Λόγο. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος ὀνομαζόταν Θεὸς ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἄνθρωπος, δηλ. θεάνθρωπος. Βλ. J.N. Kelly,EarlyChristianDoctrines,London 19684, 311.
[11]«... καλεῖσθαι κατὰ ἀκριβεστέραν προσηγορίαν τὴν ἁγίαν Παρθένον χριστοτόκον, οὐ Θεοτόκον»,ΝεστορίουἘπιστολή πρὸς Κύριλλον,PG 77, 53B.
[12]Βλ. σχετικά, Ε. Ἀρτέμη, «Τμυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στοὺς δύο διαλόγους,«Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς»καὶ«Ὅτι εἷς ὁ Χριστός»τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας»,Ἐκκλησιαστικός ΦάροςΟΕ (2004), 146-277, σ. 150. Ἐπίσης Χρ. Παπαδοπούλου,Ἅγιος Κύριλλος(ὅπως σημ.5) 112. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας και ἡ Χριστολογική διδασκαλία του»,Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 199, 213-284, σ. 249.
[13]Κυρίλλου,Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Ι,Α, ACO, τ. 1, Ι, 6, σσ.1827-40, 191-43, 201-5, 379-42, 381-43, 391-38, 401-12(=PG 76, 25A-28D, 72Α- 77, 120).
[14]Τοῦ ἰδίου,ἙόρτιοςὉμιλίαVI,PG 77, 748A- 768C.
[15]Ὁ Χρ. Παπαδόπουλος χαρακτηριστικά γράφει: «μεταξύ πάντων τῶν ἁπανταχόθεν τῆς οἰκουμένης συναθροισθέντων ἐπισκόπων ὁ Κύριλλος ἦτο ὁ ἀπαράμιλλος και ἀνυπέρβλητος. Ἔργῳ και λόγῳ ὑπῆρξε το κύριον πρόσωπον τῆς Ἁγίας ἐκείνης και Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατ' άνθρωπίνους δε ὑπολογισμούς ἄνευ τῆς τόλμης αὐτοῦ και τῆς σταθερότητος και τῆς μέχρι ἐσχάτων αὐτοθυσίας, το ἔργον τῆς Συνόδου προσκροῦσαν εἰς ἀνυπερβλήτους ἐξωτερικάς δυσχερείας, δεν ἦτο δυνατόν να ἀχθῇ εἰς πέραν ἀγαθόν. Ἡ ἀλήθεια, ἧς ἧτο ὁ Κύριλλος ἀκατάβλητος ὑπέρμαχος, ἔμελλε, διά τῆς θείας χάριτος, να θριαμβεύσῃ, ἀλλά προς τοῦτο ἀπητοῦντο μεγάλοι και κρατεροί ἀγῶνες δι' οὕς ἦτο ἕτοιμος ὁ Ἱεράρχης Ἀλεξανδρείας», Χρ. Παπαδοπούλου,Ἅγιος Κύριλλος(ὅπως σημ.5) 185.
[16]  Τό κείμενο τοῦὍρου τῶν Διαλλαγῶνἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν Μονογενῆ, Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον, ἐκ ψυχῆς καὶ λογικῆς καὶ σώματος, πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾽ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτόν, δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε, διὸ ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατά ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. Τὰς εὐαγγελικὰς καὶ ἀποστολικὰς περὶ τοῦ Κυρίου φωνάς, ἴσμεν τοὺς θεολόγους ἄνδρας τὰς μέν κοινοποιοῦντας ὡς ἐφ̉ ἑνὸς προσώπου, τὰς δὲ διαιροῦντας ὡς ἐπὶ δύο φύσεων· καὶ τὰς μὲν θεοπρεπεῖς κατὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὰς δὲ ταπεινάς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ παραδίδοντας».Κυρίλλου,Ἐπιστολή πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας,PG 77, 173Α-176D.
[17]Κυρίλλου,Εἰς Ἰωάννην,VII καί VIII, Pusey, vol. II, σ. 3091(=PG 74, 81CD). Πρβλ. Κ. Παπαπέτρου,ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ καίἡ γνῶσις Αὐτοῦ κατά τόὑπόμνημα τοῦ ΚυρίλλουἈλεξανδρείας εἰς τό κατάἸωάννην Εὐαγγέλιον, ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία, Ἀθῆναι 1962, 126.
[18]Κυρίλλου,Εἰς Ἰωάννην,V, A΄, Pusey, vol. I, σ. 66316-17, 23-24(=PG 73, 721CD). Πρβλ. Παπαπέτρου,ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ,(ὅπως σημ.17) 126.
[19]Κυρίλλου,Ὑπρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρὸς τὰ τοἐνἀθέοιςἸουλιανοῦ,PG 76, 752A-1064B.
[20]Σχετικά βλ. W. Malley,The conflict between the notion of hellenic wisdom in the Contra Galilaeos of Julian Apostate and the notion of christian wisdom in the Contra Julianum of St. Cyril of Alexandria, Université Grégorienne, Rome 1975.
[21]Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ,ΚατἸουλιανοΒασιλέως, κακατἙλλήνων, στηλιτευτικὸςΑ΄καιΒ΄, PG 35, 531-720. Bernardi, SC 309.
[22]Σωζομένου,κκλησιαστικἹστορία, V, 18, 1-6, PG 67, 1272 A.
[23]Ε. Βeck, «Ephraem,Hymnen de Paradiso und Contra Julianum», dansCSCO175,Scriptores Syri,t. 79, Louvain 1957, 64-86.
[24]Σωκράτους Σχολαστικοῦ,ἘκκλησιαστικἹστορία,VII, 27, PG 67, 800CD: «Φίλιππος Σιδίτης μὲν ἦν τὸ γένος· Σίδη δὲ πόλις τῆς Παμφυλίας͵ ἀφ΄ ἧς ὥρμητο καὶ Τρώϊλος ὁ σοφιστὴς͵ οὗ καὶ συγγενῆ ἑαυτὸν εἶναι ἐσεμνύνετο. Διάκονος δὲ ἦν͵ ἐπεὶ τὰ πολλὰ τῷ ἐπισκόπῳ Ἰωάννῃ συνῆν· ἐφιλοπόνει δὲ καὶ περὶ λόγους͵ καὶ πολλὰ καὶ παντοῖα βιβλία συνῆγε· ζηλώσας δὲ τὸν Ἀσιανὸν τῶν λόγων χαρακτῆρα͵ πολλὰ συνέγραφε͵ τά τε τοῦ βασιλέως Ἰουλιανοῦ κατὰ Χριστιανῶν βιβλία ἀνασκευάζων͵ καὶ Χριστιανικὴν ἱστορίαν συνέθηκεν· ἣν ἐν τριάκοντα ἓξ βιβλίοις διεῖλεν· ἕκα στον δὲ βιβλίον εἶχε τόμους πολλοὺς͵ ὡς τοὺς πάντας ἐγγὺς εἶναι χιλίους· ὑπόθεσις δὲ ἑκάστου τόμου ἰσάζει τῷ τόμῳ. Τὴν μὲν οὖν πραγματείαν ταύτην οὐκ ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν͵ ἀλλὰ Χριστιανικὴν ἐπέγραψεν· πολλὰς δὲ συνεισφέρει ὕλας εἰς αὐτὴν͵ δεικνύναι βουλόμενος μὴ ἀπείρως ἔχειν ἑαυτὸν τῶν φιλο σόφων παιδευμάτων· διὸ καὶ συνεχῶς γεωμετρικῶν τε καὶ ἀστρο νομικῶν καὶ ἀριθμητικῶν καὶ μουσικῶν θεωρημάτων ποιεῖται μνήμην͵ ἐκφράσεις τε λέγων νήσων καὶ ὀρέων καὶ δένδρων καὶ ἄλλων τινῶν εὐτελῶν».
[25]Θεοδωρήτου Κύρου,ἙλληνικῶνΠαθημάτωνΘεραπευτικήἤτοιΕὐαγγελικῆςἀλήθειαςἐξἑλληνικῆςφιλοσοφίαςἐπίγνωση,ΙΧ, 25, X, 27,SC 57, p. 34121, 36910. PG 83, 1060-1093. K. Neumann,Iulianiimperatorislibrorumcontrachristianosquaesupersunt,Leipzig 1880, p. 89-90.
[26]Dissertatio II de libris Theodoreti, VI, § II, 16-17 (=PG 84, 349-350).
[27]Αὐτόθι.
[28]«Ὅτι δὲ τοῖς Μωσέως βιβλίοις ἐσμὲν οὐ διάφοροι͵ οὔτε μὴν ἀντεξάγουσαν τοῖς ἐκείνου θεσπίσμασι πολιτείαν ἐπετηδεύσαμεν͵ ὡς ἂν οἷός τε ὦ πληροφορεῖν πειράσομαι͵ καιροῦ τοῦ καθήκοντος ἐν τούτοις ἡμῖν τὸν λόγον διαγυμνάζοντος», Κυρίλλου,ΚατάἸουλιανοῦ,Α΄, SC 322, 313-17(=PG76, 512D).
[29]«...φέρε λέγωμεν ὅτι διαφόροις μὲν δόξαις ἀντεγειρομένους ὥσπερ ἀλλήλοις καταθρήσαι τις ἂν αὐτούς͵ ἀσύμβατον δὲ καὶ ἐφ̉ ἑκάστῳ τῶν ὄντων τὴν ἀπολογίαν εἰσφέροντας. Εἶτα πρὸς τούτῳ καταδεικνύωμεν Μωσέα μὲν ἐν χρόνῳ τὰ πρεσβεῖα λαχόντα͵ καὶ δόξαν ὀρθὴν καὶ ἀπλανεστάτην περὶ τῆς ἀρρήτου καὶ ἀνωτάτω πασῶν οὐσίας εἰσκεκομικότα͵ καὶ κοσμοποιίας ἄριστα μνημονεύσαντα͵ καὶ νόμων τῶν εἰς εὐσέβειαν καὶ δικαιοσύνην οὐκ ἀθαύμαστον βραβευτήν͵ τοὺς δὲ παρ̉ αὐτοῖς ὠνομασμένους σοφοὺς γεγονότας μὲν ὑστάτους καὶ νεωτάτους͵ κεκλοφότας δὲ τὰ ἐκείνου καὶ τοῖς ἰδίοις λόγοις ἐγκατακλώσαντας, εἰ καὶ μὴ εἰς ἅπαν ὑγιῶς ἰσχύσαντας οὕτω καὶ δόξαν ἁρπάσαι σεμνοπρεπῆ καί τι τῶν ἀληθῶν ἐοικέναι λέγειν», Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 410-22(=PG76, 513ΑΒ).
[30]Τοῦ ἰδίου,ἙόρτιοςἘπιστολή,ΙΒ΄, PG 77, 669C.
[31]Εὐσεβίου Παμφίλου Καισαρείας,Προπαρασκευῆς εὐαγγελικῆς,βιβλία ΙΕ΄, PG 21, 21-1408.
[32]Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Λόγος Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας. Παιδαγωγὸς εἰς λόγους τρεῖς, PG 8, 247-681.
[33]Τοῦ ἰδίου,Στρωματεῖς εἰς λόγουςὀκτ, PG 8, 685-1381.
[34]Ἰουστίνου Φιλοσόφου καὶ Μάρτυρος (ψευδο-Ἰουστίνου), Λόγος Παραινετικὸς πρὸς Ἕλληνας, J.C.T. Otto,CorpusapologetarumChristianorumsaeculisecundi,vol. 3, Wiesbaden 18793, 18-126.
[35]Διδύμου Ἀλεξανδρέως,Περὶ τῆςἁγίας Τριάδος, PG 39, 269-992.
[36]«Ἕνα γὰρ πάντες ὁμολογοῦσι τὸν ἐπὶ πάντας καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσι Θεόν͵ ἄναρχόν τε καὶ ἀΐδιον, ἀγέννητον, ἄφθαρτον͵ ζωὴν καὶ ζωοποιόν, οὐρανοῦ τε καὶ γῆς ποιητὴν καὶ συλλήβδην ἁπάντων τῶν ἐν αὐτοῖς», Κυρίλλου,Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 401-4(=PG 76, 545CD). Συναφῶς βλ. «Ἔστι τοίνυν ἐξ Ὄντος ὁ Ὤν, καί ὅνομα τοῦτο προσφυέστατον αὐτῷ... καί μήτοι θαυμάσεις, εἰ ταῦτα περί αὐτοῦ διακεκράγασιν οἱ Πνευματοφόροι. Φρονεῖν γάρ ὧδε δοκεῖ καί τοῖς Ἑλλήνων λογάσι. Καί γοῦν ὁ Πλούταρχος ἐν ἰδίῳ λόγῳ  προσρητέον φησί τό Θεῖον, λέγοντας αὐτῷ,«Εἷ καί Ἕν ... καθιστᾶσα τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως»», Αὐτόθι, Η΄, PG 76, 908B.
[37]Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 404-10(=PG76, 545D). Πρβλ. Αὐτόθι, Β΄, SC 322, 209- 17(= PG 76, 577B): «Πεπλάνηντο γάρ͵ καὶ τὸ δοκοῦν ἕκαστος προσκυνοῦντες ἡλίσκοντο͵ καὶ τὸν ἕνα καὶ φύσει Θεὸν ἐξ ἀμαθίας τῆς ἄγαν ἠγνοηκότες λελατρεύκασι τῇ κτίσει. Καὶ οἱ μὲν θεὸν ἐπεγράφοντο τὸν οὐρανόν, ἕτεροι δὲ τὸν ἡλίου κύκλον, εἰσὶ δὲ οἳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις καὶ γῇ καὶ φυτοῖς καὶ τῇ τῶν ὑδάτων φύσει, πτηνοῖς τε καὶ ζῴοις ἀλόγοις τὴν τῆς ἀνωτάτω φύσεως δόξαν ἀπονέμειν ἐσπούδαζον. Καθιγμένων δὴ τῶν πραγμάτων εἰς τοῦτο αὐτοῖς͵ καὶ τῆς οὕτω δεινῆς ἀρρωστίας κατανεμηθείσης ἅπαντας τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς... ».
[38]Κυρίλλου,Κατά Ἰουλιανοῦ,Α΄, SC 322, 4315-29, 441-11(=PG76, 549BCD). Πρβλ. Corp. Herm. III, p. 2, Frgm I, IV, p. 130, Frgm 25 καί Corp. Herm. IV, p. 131, Frgm 26. Ἐπίσης σχετικά βλ. Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 4610--35, 471-4(=PG76, 552D, 553ΑΒ). Πρβλ. Corp. Herm. IV, p. 132, Frgm 27, p. 133, Frgm 28, p. 134, Frgm 28.
[39]Κυρίλλου,ΚατάἸουλιανοῦ,Α΄, SC 322, 4412-21(=PG76, 549D). Πρβλ. TGF, Frgm 1025.
[40]Τὰ χωρία ποὺ ἀναφέρει γιὰ τὸν Πλάτωνα τὰ ἔχει ἀντλήσει ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου,ΦιλοσόφουἹστορίαι. Φυσικά ἡ πραγματικὴ τους ἑρμηνεία διαφέρει ἀρκετὰ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καὶ ὁ Κύριλλος τὸ γνώριζε αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ τὰ παρουσιάσει μὲ τέτοιο τρόπο γιὰ νὰ τεκμηριώσει ὅσα ἔλεγε καὶ κυρίως νὰ δείξει ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γνώριζαν τὴν ὕπαρξη τοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ, ἁπλῶς δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ ἐντρυφήσουν στὴν ἀποκεκαλυμμένη θεία ἀλήθεια.
[41]«...ἄχρι τριῶν ὑποστάσεων τὴν τοῦ θείου προελθεῖν οὐσίαν͵ εἶναι δὲ τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν τἀγαθόν͵ μετ̉ αὐτὸν δὲ καὶ δεύτερον τὸν δημιουργόν͵ τρίτον δὲ καὶ τὴν τοῦ κόσμου ψυχήν· ἄχρι γὰρ ψυχῆς τὴν θειότητα προελθεῖν. Ἰδοὺ δὴ σαφῶς ἐν τούτοις ἄχρι τριῶν ὑποστάσεων τὴν τοῦ θείου προελθεῖν οὐσίαν ἰσχυρίζεται· εἷς μὲν γάρ ἐστιν ὁ τῶν ὅλων Θεός, κατευρύνεται δὲ ὥσπερ ἡ περὶ αὐτοῦ γνῶσις εἰς ἁγίαν τε καὶ ὁμοούσιον Τριάδα͵ εἴς τε Πατέρα φημὶ καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα͵ ὃ καὶ ψυχὴν τοῦ κόσμου φησὶν ὁ Πλάτων· ζωοποιεῖ δὲ τὸ Πνεῦμα͵ καὶ πρόεισιν ἐκ ζῶντος Πατρὸς δι̉ Υἱοῦ͵ καὶ ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν. Ἀληθεύει γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· Τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν», Κυρίλλου,Κατά Ἰουλιανοῦ,Α΄, SC 322, 475-18(=PG76, 553BC). Συναφῶς Αὐτόθι, Η΄, PG 76, 916BC: «Ἄχρι γὰρ τριῶν ὑποστάσεων ἔφη Πλάτων τὴν τοῦ Θεοῦ προελθεῖν οὐσίαν εἶναι δὲ τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν τἀγαθόν͵ μετ̉ αὐτὸν δὲ καὶ δεύτερον τὸν δημιουργόν͵ τρίτον δὲ καὶ τὴν τοῦ κόσμου ψυχήν· ἄχρι γὰρ ψυχῆς τὴν θειότητα προελθεῖν.... Ἡμῖν δὲ ἅπαξ ἀπόχρη τό ἀψευδεῖν, εἰ λέγοιμεν καὶ αὐτούς τῶν Ἑλλήνων λογάδας διακεῖσθαι καί φρονεῖν, ὡς μέχρι τριῶν ὑποστάσεων προβέβληκεν ἡ θεότης, ἤγουν ἡ θεία τε καί ἀπόῤῥητος φύσις, διαμέμνηνται δὲ καὶ Τριάδος». Συναφῶς πρβλ. Αὐτόθι, Γ΄, PG 76, 648D.
[42]Αὐτόθι, Η΄, PG 76, 916C.
[43]36e κ.ἑ.
[44]89de.
[45]Κυρίλλου,Κατά Ἰουλιανοῦ,Ζ΄, PG76, 856D-857A.
[46]«... ἀξιοθαύαμαστον ... εἰς ἠχώ γενέσθαι την ἀτθίδα (=ἀττική γλῶσσα) φαμέν· ὀνήσειε δ̉ ἄν οὐδέν...», Αὐτόθι, PG76, 857C.
[47]Κυρίλλου,ΚατάἸουλιανο, Ζ΄, PG 76, 857D, 860A.
[48]Τοῦ ἰδίου,Εἰς Α΄πρός Κορινθίους, Pusey, vol. ΙΙI, σσ. 26024-27, 2611(=PG 74, 868Β): «Τίς ἡ ὄνησις λέξεως λαμπρᾶς ἐχούσης τῶν ἀγαθῶν οὐδὲν, ὁποία ἡ τῶν ἑλλήνων ἐστίν; ἡ δέ γε τῆς θεοπνεύστου γραφῆς ἁπλῆ μέν ἐστι καὶ κατειθισμένη, πλουσίως γεμὴν ὀνίνησι καὶ ἀποφέρει λαμπρῶς εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθῆ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος Θεοῦ».
[49]«... παρεχαράττετο δὲ ἤδη καὶ ἡ πρὸς Θεὸν ὁμοίωσις διὰ τῆς ἐπεισδραμούσης ἁμαρτίας͵ καὶ ἦσαν μὲν οὐκέτι λοιπὸν οἱ χαρακτῆρες λαμπροὶ͵ ἀμυδρότεροι δέ πως ἐν αὐτῷ καὶ ἐσκοτισμένοι διὰ τὴν παράβασιν. ἐπειδὴ δὲ εἰς πληθὺν ἀριθμοῦ κρείττονα τὸ ἀνθρώπινον ἐξετείνετο γένος͵ κατεκράτει δὲ πάντων ἡ ἁμαρτία͵ πολυτρόπως τὴν ἑκάστου ληϊζομένη ψυχὴν͵ ἀπεγυμνοῦτο μὲν χάριτος τῆς ἀρχαίας ἡ φύσις· ἀπανίσταται δὲ τὸ Πνεῦμα παντελῶς͵ καὶ πίπτει πρὸς τὴν ἐσχάτην ἀλογίαν ὁ λογικὸς͵ καὶ αὐτὸν ἀγνοήσας τὸν κτίσαντα». Τοῦ ἰδίου,ΕἰςἸωάννηνΙΙ, Α΄, Pusey, vol. I, σ. 1839-18(=PG 73, 205ΑΒ).
[50]Τοῦ ἰδίου,Κατά Ἰουλιανοῦ,Β΄, SC 322, 57-12(=PG 76, 561D). Πρβλ. Ρωμ. Ι, 22-23.
[51]«Ἕλληνες μὲν τοὺς μύθους ἔπλασαν ὑπὲρ τῶν θεῶν ἀπίστους καὶ τερατώδεις (καταπιεῖν γὰρ ἔφασαν τὸν Κρόνον τοὺς παῖδας͵ εἶτ̉ αὖθις ἐμέσαι) καὶ γάμους ἤδη παρανόμους· μητρὶ γὰρ ὁ Ζεὺς ἐμίχθη͵ καὶ παιδοποιησάμενος ἐξ αὐτῆς͵ ἔγημε μὲν αὐτὸς τὴν αὑτοῦ θυγατέρα», Κυρίλλου,Κατά Ἰουλιανοῦ,Β΄, SC 322, 112-6(=PG 76, 568Β).
[52]«...ἡττᾶσθαι Μοιρῶν καὶ Πεπρωμένῃ παραχωρεῖν͵ ὡς ἀλκιμωτέρᾳ δηλονότι καὶ αὐτοῦ τοῦ προὔχοντος τῶν ἄλλων θεῶν͵ ὃν δὴ καὶ ὕπατον καλοῦσι Δία», Αὐτόθι, B΄, SC 322, 411-16(=PG 76, 561ΒC).
[53]Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 433-11(=PG 76, 549Α).
[54]Ξενοφῶντος,Ἀπομνημονεύματα,IV, 3, 14. Κυρίλλου,ΚατάἸουλιανοῦ,Α΄, SC 322, 4422-26(= PG 76, 552A).
[55]Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 451-9(= PG 76, 552AΒ).



Read more:http://www.egolpion.net/kurilos_ethikh_grammateia.el.aspx#ixzz2jsUN2P8h

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου