ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' Περί του σεβασμού
των πιστών προς την Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον και Αειπαρθένον Μαρίαν
και περί των αγίων αυτής εικόνων και περί των ιερών ναών των τιμωμένων
επ' ονόματι αυτής
. Η Θεοτόκος τοσούτου απέλαυε σεβασμού
παρά των πιστών, τοσαύτης τιμής και αγάπης, ώστε προς ταύτην μετά Θεόν,
πλην της λατρείας, τα δευτερεία της τιμής, του σεβασμού και της αγάπης
απέδιδαν. Ο σεβασμός των πιστών προς την παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν ανέρχεται
εις αυτόν τον Α' και Β' αιώνα, και επεβάλλετο υπ' αυτών των Ιερών Γραφών
μνημονευουσών του ονόματος αυτής ως κεχαριτωμένης και ευλογημένης και
ως ευρούσης χάριν παρά τω Θεώ μόνης μεταξύ πασών των γυναικών. Αυτή η
Θεοτόκος εν πνεύματι προφητικό ήδη αναγγέλει την περιωπήν αυτής μεταξύ
πασών των γενεών, λέγουσα: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι
γενεαί κτλ.» (Λουκ. α' 48). Και αληθώς από του χρόνου εκείνου ήρξατο ο
μακαρισμός της Θεοτόκου. Την Θεοτόκον εμακάρισε πρώτη η Ελισάβετ, ήτις,
πλησθείσα πνεύματος αγίου, ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν «Ευλογημένη
συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, και μακαρία η
πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου» (Λουκ.
α' 42-45). Επίσης αι σύγχρονοι γυναίκες αι θεωρούσαι την παρθένον αγκαλοφορούσαν
το θείον βρέφος πάντως θα εμακάριζον αυτήν. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει
την επάρασαν φωνήν εκ του όχλου και μακαρίσασαν την γαλακτοτροφήσασαν
τον Κύριον Μητέρα (ια' 27). Εκ της χριστιανικής αρχαιολογίας μανθάνομεν
ότι αι εικόνες της θεομήτορος εικονίζοντο και ετιμώντο από του Α' ήδη
και Β' αιώνος. Και ουκ ην άλλως γενέσθαι, του Ευαγγελίου αυτού συνιστώντας
την τιμήν προς την Θεοτόκον Παρθένον Μαρίαν, και αυτής της Θεοτόκου αναγγελούσης
ότι «από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί». Όθεν η Θεοτόκος ετιμάτο
και εμακαρίζετο από πασών των γενεών των από του Ευαγγελισμού αυτής μέχρι
σήμερον και θέλει μακαρίζεται μέχρι της συντελείας των αιώνων. Οι την
τιμήν δε και τον μακαρισμόν της Θεοτόκου μη προσφέροντες προς ρητός του
Ευαγγελίου εντολάς αντιστρατεύονται, διότι όλον το Ευαγγέλιον εστί νόμος,
και η αθέτησις ενός ιώτα ή μιας κεραίας εστίν αθέτησις του νόμου. Κατά
την Γ' πλέον εκατονταετηρίδα ο σεβασμός προς την Θεοτόκον εξεδηλούτο μέγας.
Η χριστιανική υμνωδία υμνεί την Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν ως Βασίλισσαν
του Ουρανού και Κυρίαν των Αγγέλων. Κατά την εποχήν δε ταύτην ανεφάνησαν
εν τισί χώραις, ένθα ευάριθμοι χριστιανοί συνοικούν μετά πολυαρίθμων εθνικών,
κακόδοξοι τίνες, οίτινες ανήγαγον τον προς την Θεοτόκον σεβασμόν εις λατρείαν
και απένειμαν τη Παρθένω Μαρία ισόθεον τιμήν κατά μίμησιν των από των
εθνικών λατρευομένων γυναικείων θεοτήτων. Η κακόδοξος αύτη αίρεσις επεκλήθη
των Κολλυριδιανών διά τους πλακούντας ή κολλυρίδας, ας ως θυσίαν προσέφεραν
καθ' ωρισμένην ημέραν επί δίφρου και ους έπειτα έτρωγαν (Επιφάνιος εν
αιρέσει 78 και 79). Κατά την αυτήν εποχήν ανεφάνησαν και οι εκ διαμέτρου
αντίθετοι των Κολλυριδιανών, οι Άντιδικομαριανίται λεγόμενοι, οι την δόξαν
της Μητρός του Κυρίου μη ανεχόμενοι, οίτινες και επί τοσούτον εξετραχηλίσθησαν,
ώστε να τολμήσωσι να είπωσιν, ότι η Παρθένος μετά την γέννησιν του Σωτήρας
συνήλθεν ανδρί και έτεκε και άλλα τέκνα. Ταύτης της αιρέσεως ζηλωταί εγένοντο
και οι νεώτεροι αντιδικομαριανίται, οι την αειπαρθενίαν και την προσωνυμίαν
Θεοτόκος αρνούμενοι. Τας αιρέσεις ταύτας η Εκκλησία κατεδίκασε και κατέκρινε,
και ευκρινώς διετύπωσε την ορθήν και ασφαλή αυτής δόξαν, καθ' ην την αειπάρθενον
κόρην ως Θεοτόκον οφείλομεν να τιμώμεν, ουχί δε ως Θεόν να προσκυνώμεν
(Κύριλλος). Αι αιρέσεις των Κολλυριδιανών και των Αντιδικομαριανιτών,
αι κατά την Γ' Εκατονταετηρίδα εμφανισθείσαι, μαρτυρούσι παρεκτροπήν από
της αληθούς δόξης της Καθολικής Εκκλησίας, ήτις ευρίσκετο εν τω μέσω των
δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων αιρέσεων. Ο Επιφάνιος εν αιρέσει οη' κεφ. 23
λέγει «Άλλους πάλιν αφραίνοντας εις την υπέρ της αυτής αγίας αειπαρθένου
υπόθεσιν, αντί Θεού ταύτην προσάγειν εσπουδακότας και σπουδάζοντας, και
εν εμβροντήσει τινί και φρενοβλαβεία φερομένους. Διηγούνται γαρ ως τινές
γυναίκες εν τη Αραβία από των μερών της Θράκης τούτο γε το κενοφώνημα
ενηνόχασιν, ως εις όνομα της αειπαρθένου κολλυρίδα τινά επιτελείν, και
συνάγεσθαι επί το αυτό, και εις όνομα της αγίας Παρθένου υπέρ το μέτρον
τι πειράσθαι αθεμίτω και βλασφήμω επιχειρείν πράγματι, και εις όνομα αυτής
ιερουργείν διά γυναικών». Και εν αιρέσει οθ' κεφ. 1 λέγει «Η αίρεσις πάλιν
εν τη Αραβία από της Θράκης και των άνω μερών της Σκυθίας ανεδείχθη...
τινές γυναίκες κουρικόν τινά κοσμούσαι, (ήτοι δίφρον τετράγωνον), απλώσασαι
επ' αυτόν οθόνην, εν ημέρα τινί φανερά του έτους, εν ημέραις τισίν άρτον
προτιθέασι και αναφέρουσιν εις όνομα της Μαρίας, αι πάσαι δε από του άρτου
μεταλαμβάνουσιν». Ουχ ήττον κατά την Δ' ήδη εκατονταετηρίδα η ευλάβεια
και ο σεβασμός προς την Θεομήτορα εξεδηλώθη και εξωτερικώς επί μάλλον
λαμπρότερος δι' ανεγέρσεως μεγαλοπρεπών Ιερών Ναών αφιερωμένων εις το
όνομα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος ην και έστι και έσται τοις πιστοίς η
άμαχος προστάτις και ο ταχύς αντιλήπτωρ και βοηθός. Ταύτην επεκαλούντο
εν κινδύνοις και εν θλίψεσι, και ταύτην είχον υπέρμαχον στρατηγόν εν τοις
πολέμοις. Η απροσμάχητος αυτής δύναμις συνέτριβε τους πολεμίους και η
μητρική προς τον Υιόν και Θεόν Αυτής παρρησία το θείον επί τους πιστούς
εδαψίλευεν έλεος. Η ευλάβεια των πιστών προς την Θεομήτορα από του χρόνου
της καταδίκης της αιρέσεως του Νεστορίου εξεδηλούτο καθ' άπαν το Ρωμαϊκόν
κράτος δια λαμπρών εορτών και πνευματικών πανηγύρεων, οι δε πανταχού ανεγειρόμενοι
επ' ονόματι της θεομήτορος μεγαλοπρεπείς ναοί λαμπρώς διεκοσμούντο και
κάλλει διέπρεπον. Η ηδραιωμένη δε αυτή εν ταις καρδίαις των πιστών ευλάβεια
προς την Θεοτόκον και αειπάρθενον Μητέρα του Κυρίου, αρξαμένη από της
αναδείξεως αυτής ως Μητρός του Κυρίου, διετέλεσεν αμετάπτωτος καθ' όλους
τους αιώνας και θέλει διαμείνη παρά τοις πιστοίς εις άπαντα τον αιώνα
ασάλευτος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' Περί της προσωνυμίας Θεοτόκος Η προσωνυμία Θεοτόκος,
δι' ης προσφωνείται η Υπεραγία Δέσποινα ημών και Μήτηρ του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, είναι η μόνη προσήκουσα αυτή επωνυμία. Οι αποκρούοντες
το όνομα Θεοτόκος λέγουσιν ότι όλοι οι σημαντικοί πατέρες της ορθοδόξου
Ανατολικής Εκκλησίας μέχρι του Επιφανίου, ήτοι επί 400 έτη μ. Χ. οίον
Πολύκαρπος, Ειρηναίος, Ιουστίνος ο μάρτυς, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Χρυσόστομος,
Βασίλειος εις τα γνήσια συγγράμματα αυτών, αναφερόντες το όνομα της Παναγίας,
ονομάζουσιν ως επί το πλείστον Μαρίαν, Μητέρα του Χριστού, Μαρίαν Παρθένον,
Αγίαν Παρθένον κτλ. αλλά ποτέ Θεοτόκον» λέγουσι δ' ότι το όνομα τούτο
έγεινε συχνότατον από της εν Εφέσω τω 430 μ.Χ. συνελθούσης Οικουμενικής
Γ' Συνόδου. Προς ταύτα απαντώμεν, εξ αυτών τούτων των θειων Πατέρων και
διδασκάλων της εκκλησίας φέροντες τας αποδείξεις. Και εν τοις προφήταις
και εν πάση τη Κ. Διαθήκη, εν οις η εκ παρθένου γέννησις του Χριστού προφητεύεται
και ευαγγελίζεται, Θεοτόκος η Μαριάμ κηρύττεται, διότι αύτη εγέννησεν
ουκ άνθρωπον ψιλόν, αλλά Θεόν σεσαρκωμένον αληθώς και κυρίως, και τοιαύτην
πιστεύοντες ομολογούσι, συνωδά προς την δόξαν της Ορθοδόξου ημών Ανατολικής
Εκκλησίας και άπαντες εν γένει οι ιεροί της εκκλησίας φωστήρες από του
πρώτου μέχρι του εσχάτου ως παραδεχόμενοι την παρθένον Μαρίαν Μητέρα Θεού.
Και εν πρώτοις παρά τω Ωριγένει πρώτω (τω 230 μ.Χ.) ευρίσκομεν πρώτον
το όνομα της Παρθένου Θεοτόκος. Ούτος Θεοτόκον την παρθένον εκάλεσεν ερμηνεύων
το λγ' εδάφιον του κβ' κεφ. του Δευτερονομίου, «την ήδη μεμνηστευμένην
γυναίκα καλεί ούτω και επί του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη». Ο Ωριγένης,
ο κατακριθείς δι' άλλας αυτού κακοδοξίας δεν κατεκρίθη διά το όνομα «Θεοτόκος»,
όπερ θα εγίνετο, εάν τούτο ήτο καινόν τι προσφώνημα και ουχί παλαιόν.
Και σημείωσαι ότι ο Ωριγένης μαθητής ην του Ιερού Κλήμεντος του Αλεξανδρέως
του εν έτει 180 μετά Χριστόν ακμάσαντος, και δήλον, ότι παρ' αυτού εμυήθη
την ιεράν συνήθειαν την εν τη εκκλησία και τοις πάσι γνωστήν εντεύθεν
και ου κατεκρίθη. Και Διονύσιος ο Αλεξανδρείας τω 250 γράφων προς Παύλον
τον Σαμοσατέα λέγει: «τον σαρκωθέντα εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου
Μαρίας». Και Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός τω 275 (λόγ. εις
τον Ευαγγελισμόν) λέγει: «ταύτης ουν της προφητείας την ωδήν η Αγία Θεοτόκος
ανέπεμπε λέγουσα, Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον κτλ.» Και ο Ιερός Μεθόδιος
επίσκοπος Πατάρων και εκκλησιαστικός συγγραφεύς (τω 300-311) λέγει: «Και
δη λαβομένη η Θεοτόκος τον εκ του αχράντου και παναμώμου αυτής θυσιαστηρίου
σαρκωθέντα ζωοποιόν και ανέκφραστον άνθρακα, ως λαβίδι...» Και αλλαχού:
«επί τούτοις παρρησιασάμενος ο δίκαιος, και τη προτροπή είξας της διακονησαμένης
Θεώ προς ανθρώπους θεομήτορος...» Και αλλαχού πάλιν «τι προς σε φθέγξομαι,
ω μήτερ παρθένε, και παρθένε μήτερ; Πατρικοίς σε ύμνοις προσφθέγξομαι,
θύγατερ Δαυίδ και μήτερ του Κυρίου και Θεού Δαυίδ... ω πασών γενεών υψηλοτέρα
και πάντων ορατών τε και αοράτων δημιουργημάτων τιμιωτέρα φανείσα, διά
σου γέγονε Κύριος ο Θεός των δυνάμεων μεθ' ημών. Εύγε εύγε εύγε Μήτερ
Θεού, και δούλη». Και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος ο μετά τον Αχιλλάν τω
320, γράφων προς τον Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον τον επί της Α' οικουμενικής
αγίας Συνόδου, και Άμμων Επίσκοπος Ανδριανουπόλεως, Θεοτόκον την Παρθένον
εκάλουν. Και ο Παμφίλου Ευσέβιος τω 320 (εν βίω Κωνσταντίνου κεφ. μγ'.)
λέγει: «Διό δη βασιλίς η θεοσεβεστάτη (Ελένη), της Θεοτόκου την κύησιν
(ήτοι την Βηθλεέμ), μνήμασι θαυμαστοίς κατεκόσμοι». Και μητέρα Θεού ο
αυτός ονομάζει την Παρθένον, λέγων «ανάγκη γαρ τον δημιουργόν των έργων
αυτού κήδεσθαι, επεί δε κοσμικώ σώματι πλησιάζειν εν τε τη γη χρονίζειν
έμελλε, της χρείας τούτο απαιτούσης, νέαν τινά γέννησιν εαυτού εμηχανήσατο,
χωρίς γαρ τοι γάμων σύλληψις, και Αγνής παρθενίας ειλείθυια, και Θεού
μήτηρ, κόρη κτλ.» (βλ. αυτόθι σ. 162). Και ο Μέγας Αθανάσιος ο φωστήρ
της Αλεξανδρείας τω 330 λέγει «και αυτός δε ο Άγγελος δρώμενος ομολογεί
απεστάλθαι παρά του δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ, και επί της Θεοτόκου
Μαρίας ο αυτός ωμολόγησε». Και πάλιν «σκοπός τοίνυν ούτος και χαρακτήρ
της αγίας Γραφής, ως πολλάκις είπομεν, διπλήν είναι την περί του Σωτήρας
επαγγελίαν εν αυτή ότι τε αεί Θεός ων και υιός εστί, λόγος ων και απαύγασμα
και σοφία του Πατρός, και ότι ύστερον δι' ημάς σάρκα λαβών εκ παρθένου
της Θεοτόκου Μαρίας άνθρωπος γέγονε». Και πάλιν «όθεν και γενομένης της
σαρκός εκ της Θεοτόκου Μαρίας, αυτός λέγεται γεγεννήσθαι ο τοις άλλοις
γέννησιν εις το είναι παρέχων και ο Ιωάννης γενομένης φωνής παρά της Θεοτόκου
Μαρίας εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει». Και πάλιν «πόσον αν τις είποι το καύχημα
της Αγίας παρθένου, και θεοειδούς Μαρίας». Και αλλαχού, «Διό και παρθενομήτωρ
ως Θεοτόκος η Αγία Μαρία.» (Αθανασ. λογ. γ. κατά Άρειον: τόμ. α' σελ.
563-579-583, τόμ. β' σελ. 824-875-1271 τόμ. γ' σελ. 1351 κ. εξ.). Και
Γρηγόριος ο θεολόγος τω 370, (επιστ. προς Κληδ. τόμ. α' σελ. 738) κατά
Απολλιναρίου, λέγει: «Ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει χωρίς
εστί της Θεότητος.» Και πάλιν ο αυτός (λόγος α' περί Υιού, προς Έλληνας)
«Που γαρ εν τοις σοις έγνως Θεοτόκον παρθένον;» ωσαύτως και εν λόγω λε'
«Θεοτόκον παρθένον» την Παναγίαν ονομάζει. Και Ιωάννης ο Χρυσόστομος τω
400 (λόγ. εις την Αγίαν παρθένον τόμ. ε' σελ. 876 Εκδ. Ετόν.) λέγει: «Ουδέν
τοίνυν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, ω άνθρωπε, πάσαν την κτίσιν
τω λογισμώ, και βλέπε ει εστίν ίσον ή μείζον της Αγίας Θεοτόκου παρθένου,
περινόστησον την γην, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα,
τους ουρανούς τη διανοία ερεύνησον, τας αοράτους πάσας δυνάμεις ενθυμήθητι,
και βλέπε ει εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν τη κτίσει». Και πάλιν ο αυτός
«Και νυν ου λείπει τω Θεώ Δεβώρα, ου λείπει τω Θεώ Ισραήλ, έχομεν γαρ
και ημείς την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν υπέρ ημών, ει
γαρ η τυχούσα γυνή ενίκησε, πόσω μάλλον η του Χριστού μήτηρ καταισχύνει
τους εχθρούς της αληθείας;» (Λόγ. περί του χρησίμως τας προφητείας ασαφείς
είναι). Και πάλιν ο αυτός: «Εάν ουν είπωσιν ότι των ουρανίων εστίν ο Μελχισεδέκ,
ή άλλου τινός χωρίου, ακουσάτωσαν ότι και αυτός γόνυ κάμπτει τω Χριστώ
τω σαρκωθέντι εκ της Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γαρ ο Απόστολος κτλ.» (Ίωάν.
Χρυσοστ. εις Μελχισεδέκ τόμ. στ' 296). Και πάλιν «ο Θεός ουν ου μόνον
έβλεπε την των Ιουδαίων ακμάζουσα ευσέβειαν, αλλά και την μετά ταύτα των
πιστών ευσέβειαν προήδει ότι έμελλε προϊέναι εκ της Ιουδαίας η Αγία Θεοτόκος
παρθένος, προεώρα τον χορόν των Αποστόλων, προέβλεπε τα τάγματα των ομολογητών,
τας μυριάδας των Ιουδαίων των μελλόντων πιστεύειν κτλ.» (εις την δ'. ήμερ.
της Κοσμοποιΐας τόμ. στ'. σελ. 475). Και ο Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
μαθητής Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και θείος της Εκκλησίας Πατήρ λέγει:
«Συνεκάλεσαν ημάς νυν ενταύθα η Αγία Θεοτόκος και παρθένος Μαρία το αμόλυντον
της παρθενίας κειμήλιον, ο λογικός του δευτέρου Αδάμ παράδεισος, το εργαστήριον
της ενώσεως των φύσεων, η πανήγυρις του σωτηρίου συναλλάγματος, η παστάς
εν η ο λόγος ενυμφεύσατο την σάρκα, η έμψυχος της φύσεως βάτος, η παρθένος
και ουρανός, η μόνη Θεού προς ανθρώπους γέφυρα, ο φρικτός της οικονομίας
ιστός, εν ω αρρήτως υφάνθη ο της ενώσεως χιτών...», (εγκωμ. εις την Θεοτόκον
κτλ 6). Και ο Ιερός Αυγουστίνος τω 400 (λόγ. περί φύσ. και χάριτ. κεφ.
λστ') λέγει: «Πλην μόνης της Θεοτόκου πάντες οι λοιποί ήμαρτον , κατά
το, εάν ειπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, ψευδόμεθα, μόνη γαρ η Θεοτόκος
πλείονα έλαβε χάριν». Ο δε Ιερός Θεοδώρητος τω 436 μαρτυρεί στεντορείως
ότι παράδοσις και διδασκαλία εστίν αποστολική να ονομάζωμεν την Μαριάμ
Θεοτόκον, λέγει γαρ: «των πάλαι και πρόπαλαι της ορθοδόξου πίστεως κηρύκων
κατά την Αποστολικήν παράδοσιν Θεοτόκον διδαξάντων ονομάζει και πιστεύει
την του Κυρίου μητέρα» (Βλέπ. Θεοδ. επιστ. Σπορακίω τόμ. δ'. σελ. 639).
Γρηγόριος δε ο Νύσσης εις την γέννησιν του Κυρίου (Τόμ. III σελ. 460)
λέγει περί της μητρός του Κυρίου η «Θεομήτωρ Παρθένος», το δε θεομήτωρ
ερρήθη κατά το θεοπάτωρ, όπερ ειναι επίθετον αποδιδόμενον τω προφήτη Δαυίδ
παρά των υμνογράφων και των Αρχαίων πατέρων της Εκκλησίας ένεκεν της εξ
αυτού κατά σάρκα καταγωγής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ούτως ο Χρυσόστομος
(περί ψευδοδιδασκαλίας, τόμ. στ' Παρίσιοι 478) λέγει: «ο θεοπάτωρ Δαυίδ
περί των τοιούτων πολλούς μόχθους κατέβαλε». Και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης
(επιστολή VIII Αριθμ. 1 σελ. 778) λέγει: «τι τον θεοπάτορα Δαυίδ εποίει
θεοφιλή;» Εάν λοιπόν ο προφήτης Δαυίδ καλήται θεοπάτωρ διότι ειναι προπάτωρ
της παρθένου Μαρίας, διατί αύτη να μη λέγεται θεομήτωρ η τεκούσα τον Ιησούν
τον Θεόν; ει δε και λέγεται θεομήτωρ, διατί ουχί και Θεοτόκος; Εάν τα
επίθετα θεομήτωρ και Θεοτόκος δεν ήσαν εν χρήσει εν τη Εκκλησία ουδείς
των πατέρων και των συγγραφέων των πρώτων αιώνων θα εποιείτο χρήσιν εν
τη συγγραφή του επιθέτου τούτου, διότι θα απεδοκιμάζετο υπό της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία όμως ου μόνον δεν απεδοκίμασεν, αλλά και του καιρού επιστάντος
επεκύρωσε το ιερόν προσωνύμιον της Παρθένου «Θεοτόκος» διά της Γ' Οικουμενικής
Συνόδου, δι' ης κατεδίκασε μεν τον αιρετικόν Νεστόριον τον βλασφήμως αποκαλέσαντα
την Παρθένον Χριστοτόκον, ανεκήρυξε δε ταύτην κυρίως και αληθώς Θεοτόκον.
Μάτην άρα οι καινοί διδάσκαλοι, οι Νεστοριανοί της εποχής μας, κατά του
επιθέτου Θεοτόκος καταφέρονται. Ο Ιππόλυτος μαθητής του Ειρηναίου του
μαθητού του Πολυκάρπου μαθητού του ευαγγελιστού Ιωάννου ου χρήται μεν
τη λέξει Θεοτόκος, χρήται όμως ισοδυνάμοις άλλαις λέξεσιν εξ ων ηλίου
φαεινότερον γίνεται, ότι Θεοτόκον ταύτην εθεώρει και επίστευεν «Ειπε μοι,
λέγει, ω μακαρία Μαρία, τι ην το υπό Σου εν τη κοιλία συνειλημμένον και
τι ην το υπό Σου εν παρθενική μήτρα βασταζόμενον; Λόγος γαρ ην Θεού πρωτότοκος
απ' ουρανών επί σε κατερχόμενος, και άνθρωπος πρωτότοκος εν κοιλία πλασσόμενος...»
(παρά Θεοδωρ. Διαλ. Α' τόμ. 4 σελ. 27 Εκδ. Ευγεν. του Βουλγ.). Το Αειπάρθενον
αυτής εξόχως διαγραφών λέγει: «ο των όλων Δημιουργός εκ της Παναγίας αειπαρθένου
Μαρίας κατά σύλληψιν άχραντον, δίχα τροπής ενουσιώσας εαυτώ ψυχήν νοεράν
μετά αισθητικού σώματος, γέγονεν άνθρωπος φύσει κακίας αλλότριος όλος
Θεός αυτός...» (Κατά Βύρωνος και Ήλικος τ. 10 σελ. 840 ed. Migne). Η άκρα
προς τη θεομήτορα ευσέβεια του αγίου Ιππολύτου η κληρονομικώ τινί δικαιώματι
μεταδοθείσα διά του αποστόλου Ιωάννου, του Πολυκάρπου και του Ειρηναίου,
δείκνυται και εκ των επομένων αυτού λόγων: «εν χρόνω παρών ο Σωτήρ εκ
της Παρθένου της Κιβωτού, το ίδιον σώμα τω κοσμώ προσήνεγκεν, χρυσίω καθαρώ
κεχρυσωμένης ένδοθεν μεν τω λόγω, έξωθεν δε τω Πνεύματι τω αγίω, ώστε
αποδέδεικται η αλήθεια, και πεφανέρωται η Κιβωτός» (εις Δανιήλ τ. 10 σελ.
648 ed. Migne). Ο σοφώτατος Οικονόμος παραδεχόμενος ως γνησίαν την Επιστολήν
την φερομένην υπό το όνομα του αγίου Διονυσίου του Αλεξανδρείας προς τον
Παύλον τον Σαμοσατέα, εν η φέρεται το όνομα Θεοτόκος, λέγει «Το Θεοτόκος
θεόχρηστον όνομα έγραφε και εξηγεί Ωριγένης (εγεννήθη ούτος τω 186 μ.Χ.),
ως ανέκαθεν ήδη σύνηθες επ' αυτού εν τη εκκλησία, «Ο Ωριγένης εν τω α'
τόμω των εις την προς Ρωμαίους του Αποστόλου επιστολήν ερμηνεύων πώς Θεοτόκος
λέγεται, πλατέως εξήγησε» (Σωκρ. εκκλ. Ιστορ. Ζ', 32), σώζεται δε και
άλλη του Ωριγένους αυτού ρήσις εις Δευτερ. κβ', 23. «Την ήδη μεμνηστευμένην
γυναίκα καλεί, ούτω και επί του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη» (εν Οκταπλ.
σελ. 1554 Εκδ. Θεοφ.). Και ομιλία α' εις Ματθαίον α'. «Η μήτηρ αυτού τινός
αυτού; η μήτηρ του Θεού του μονογενούς» και πάλιν «αυτή η παρθένος Θεόν
εγέννησε, και μήτηρ εγένετο, αλλά την παρθενίαν ουκ απέβαλε», και «τούτου
του μονογενούς Θεού μήτηρ, αυτή η παρθένος Μαρία». Το Θεοτόκος είπε και
Γρηγόριος ο θαυματουργός πανηγυρίζων τον ευαγγελισμόν της Θεοτόκου παρθένου
Μαρίας (εις τον Ευαγγ, λόγ. α' και β' σελ., 14, 18 Paris 1632) και Διονύσιος
ο Μέγας και ο Ιερός Μεθόδιος (λόγος εις Συμεών, όπου και θεογεννήτρια
λέγει, Μητέρα Uεού) και ο Μ. Αθανάσιος επιστ. προς τους εν Αιγύπτω μοναχούς,
και αλλαχού πολλαχού, και Κυριοτόκον δε τη Μητέρα του Κυρίου αποκαλε;i
(υπομν.εις Λουκ. εν Callandii Biblioth. Patr. TV. p. 187). Αλέξανδρος
ο Αλεξανδρείας (επιστολή προς Αλέξανδρον Κωνσταντινουπόλεως). Ευσέβιος
ο Παμφίλου (βίω Κωνσταντ., γ' 45) ο Μ. Βασίλειος (λόγ. εις την Χριστ.
γέννησιν). Ο θεολόγος Γρηγόριος: «ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει,
χωρίς εστί της θεότητας» (λόγος να' σελ. 738 πρβλ. και λόγ. λε', σελ.
554), ο θείος Χρυσόστομος (τόμ. στ'. λόγ, εις τον Μελχισεδέκ και ιε' ομιλ.
ρια' όπου και Αειπάρθενον αυτήν ανευφημεί). Ο Ιερός Έπιφάνιος (πολλαχού).
Γρηγόριος ο Νύσσης (Επιστολή προς Αμβροσίαν. βλ. τόμ. γ' σελ. 660). Κύριλλος
ο Ιεροσολύμων (Κατήχ. 1). Και εν τω Αλεξανδρινώ Κώδικι (τιθεμένω περί
τω 380 μ.Χ. (η ωδή της Θεοτόκου επιγέγραπται «Προσευχή Μαρίας της Θεοτόκου»
(τόμ. Δ', Εκδ. geabe). Την Uεοτόκον εκήρυξαν και Αμφιλόχιος ο Ικονίου,
και ο Ιερός Αντίοχος, και Άμμων ο Ανδριανουπόλεως, και Σεβηριανός, και
Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας, και Αττικός ο Κωνσταντινουπόλεως (παρά Κυρίλλω
Αλεξανδρείας τόμ. Ε' επιστολή προς Ακάκιον τον Βερροίας). Πρόκλος ο Κωνσταντινουπόλεως
(λόγ. εις την ενανθρώπισιν κτλ.). Ο Ιερός Θεοδώρητος (τόμ. δ' σελ. 667
κτλ.). Ο Ιερός Αυγουστίνος «Deipara virgo et casta perpetuo» (de temporser
6 και αλλαχού), Ο μακάριος Ιερώνυμος «Η Μήτηρ Θεού» (εις Ησαίαν η', 4
και αλλαχού). Ούτω το Θεοτόκος όνομα έτι κατά τον Β' αιώνα εξ Αποστολικής
παραδόσεως και διδασκαλίας εδοξάζετο εν τη Εκκλησία, από των χριστιανών
απάντων ομολογούμενον. Όθεν και Ιουλιανός ο αποστάτης εμαίνετο λέγων «Θεοτόκον
δε υμείς ου παύσεσθε την Μαρίαν καλούντες» (Κύριλλ. κατά Ιουλιανού Η.
σελ. 262). Ύστερον δε και Νεστορίου φρυάξαντος, συνεκροτήθη η εν Εφέσω
Γ' Σύνοδος, 430 μ.Χ. εν η συνοδικώς εθεσπίσθη, «Κυρίως και αληθώς θεοτόκον
την αειπάρθενον του Κυρίου Μητέρα ανευφημείσθαι». Τότε διέλαμπε και Κύριλλος
ο Αλεξανδρείας ο της Θεοτόκου μεγαλοφωνότατος κήρυξ, και άλλοι των Ιερών
Πατέρων, οίτινες, ως και πάντες οι τούτων εξής, και η Α' και η Ε' και
η ΣΤ' και η Ζ' Οικουμενική το όνομα της Θεοτόκου γεραίρουσι. Τούτο δε
άρα ελάνθανε τους κινήσαντας αμφιβολίας περί της γνησιότητας της ανωτέρω
προς τον Σαμοσατέα επιστολής του Διονυσίου διά τινάς κουφολογίας, εν αις
μίαν αριθμούσι και ότι περιέχει δήθεν πολλούς μετά τον Διονύσιον χρόνους
εν τη Γ' συνόδω πρώτον θεσπισθέν όνομα της Θεοτόκου». Προσφώνησις προς
την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Χαίρε Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
ο Κύριος μετά σου, χαίρε η τον ασπασμόν του Αγγέλου δεξαμένη, χαίρε η
αξιωθείσα γενέσθαι Μήτηρ Θεού. Συ ει, θεογεννήτρια, της σωτηρίας ημών
το κεφάλαιον. Συ ει, θεομήτορ, η τροφός της ζωής ημών. Συ ει, Αειπάρθενος
Κόρη, η ευφροσύνη πασών των γενεών. Συ ει, Παρθενομήτορ, η πέτρα η ποτίσασα
τους διψώντας την ζωήν. Συ ει, απειρόγαμος μήτηρ, η διάδοχος τροφή του
μάννα. Συ ει, άγαμος νύμφη, η διάκονος της τροφής της αγίας. Συ ει, ζωοτόκος,
η έμψυχος τράπεζα η τον άρτον ζωής χωρήσασα. Συ ει, καλλιτόκος, η ακένωτος
πηγή, η το ύδωρ το ζων αναβλύσασα. Συ ει, μητροπάρθενε, η ανήροτος χώρα
η τον θείον βλαστήσασα στάχυν. Συ ει, πανάμωμος νύμφη, το ηδύπνοον κρίνον
το πιστούς ευωδιάζον. Συ ει, πανακήρατος κόρη, το σκήπτρον της Ορθοδοξίας.
Συ ει, αγνή Παρθένε, ο πύργος ο ασάλευτος της Εκκλησίας. Συ ει, του κόσμου
δέσποινα, όχημα το Πανάγιον του επί των Χερουβειμ. Συ ει, των Αγγέλων
βασίλισσα, το πανάριστον οίκημα του επί των Σεραφείμ. Συ ει, Παρθένε θεόνυμφε,
το έμψυχον παλάτιον του παμβασιλέως. Συ ει Ανύμφευτε νύμφη, το χωρίον
το ευρύχωρον του αχώρητου. Συ ει, μεγαλοτόκος, η τον Θεόν αφράστως γεννήσασα.
Συ ει, Θεοκυήτορ, η τον αχώρητον εν γαστρί χωρήσασα. Συ ει, Άχραντε Παρθένε,
ο ναός ο ακατάλυτος. Συ ει, απειρολεχής νύμφη, ο ναός του Θεού ο έμψυχος.
Συ ει, Πάνσεμνε Κόρη, ουρανού και γης ισόρροπον οίκημα. Συ ει, Παναγία
Παρθένε, της αχώρητου φύσεως χωρίον ευρύχωρον. Συ ει, αμίαντος Κόρη, ο
φαεινός όρθρος ο τον ήλιον φέρων της δικαιοσύνης. Συ ει, ευλογημένη Παρθένε,
του φωτός το οικητήριον, εξ ου το φως τω κόσμω εξανέτειλεν. Συ ει, πάναγνε,
νύμφη, η αυγή της μυστικής ημέρας. Συ ει, άσπιλε κόρη, η ακτίς του αδύτου
φέγγους. Συ ει, αμόλυντε Παρθένε, η του Χριστού κατά σάρκα Μήτηρ. Συ ει,
άφθορος κόρη, η αληθώς και κυρίως τον Θεόν Λόγον σεσαρκωμένον τεκούσα.
Συ ει, Αγία Παρθένε, η τον Θεόν Λόγον ως βρέφος εν ωλέναις βαστάσασα.
Συ ει, Πανάχραντε Δέσποινα, η τον τροφέα των όλων ως μήτηρ θηλάσασα. Συ
ει, σεπτόν κειμήλιον της Οικουμένης απάσης. Συ ει, ο τόμος εν ω θείω δακτύλω
ο λόγος του Πατρός εγγέγραπται. Συ ει, δοχείον ουρανίου ευφροσύνης. Συ
ει, οδηγός των πιστών σωφροσύνης. Συ ει, λειμών ευωδιάς. Συ ει, παράδεισος
αφθαρσίας. Συ ει, η κλεις της των Ουρανών βασιλείας. Συ ει, η ολκάς των
δεομένων σωτηρίας. Συ ει, προνοίας Θεού ταμείον. Συ ει, σοφίας Θεού δοχείον.
Συ ει, φωτός ένδυμα. Συ ει, αρετής εφέστιον. Συ ει, παρθένων το καύχημα.
Συ ει, μητέρων αγλάισμα. Συ ει, αγνείας θησαύρισμα. Συ ει, παρθενίας ωράϊσμα.
Συ ει, το στέφος της εγκράτειας. Συ ει, το άνθος της αφθαρσίας. Συ ει,
η στύλος της παρθενίας. Συ ει, η πύλη της σωτηρίας. Συ ει, ο αρχηγός νοητής
αναπλάσεως. Συ ει, ο χορηγός θεϊκής αγαθότητος. Συ ει, στερρόν της πίστεως
έρεισμα. Συ ει, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα. Συ ει, των Αποστόλων το
ασίγητον στόμα. Συ ει, των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος. Συ ει, πρεσβείας
δεκτόν θυμίαμα. Συ ει, του κόσμου παντός εξίλασμα. Συ ει, Θεού προς θνητούς
ευδοκία. Συ ει, θνητών προς Θεόν παρρησία. Σε την αειπάρθενον Θεοτόκον
η του Θεού αγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα της σωτηρίας. Σε προ αιώνων
οι προφήται ως Παρθένον και Νύμφην Θεού προεκήρυξαν. Συ ει, η ολόφωτος
νεφέλη η τον λαόν του Θεού σκέπουσα. Συ ει, η πύρινος στήλη, η τον νέον
Ισραήλ φωταγωγούσα. Συ ει, η σκηνή του μαρτυρίου, ην το θείον επεσκίασε.
Συ ει, η κιβωτός της Διαθήκης εν η ο λόγος του Θεού διέμεινεν. Συ ει,
ράβδος του Ααρών η το ανθός, τον Χριστόν, βλαστήσασα. Συ ει, η στάμνος
η το ουράνιον μάννα χωρήσασα. Συ ει, η κλιμαξ του Ιακώβ δι' ης κατέβη
ο Θεός. Συ ει, ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών προεθεάσατο. Συ ει, το όρος
το αλατόμητον εξ ου αρρήτως ο ακρογωνιαίος ετμήθη λίθος Χριστός. Συ ει,
η θάλασσα η ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Σε ο Ησαΐας, προκατήγγειλε παρθένον
και μητέρα του Εμμανουήλ. Σε ο Ιεζεκιήλ προαναφώνει την πύλην την κεκλεισμένην
δι' ης εισελεύσεται ο Θεός. Συ ει, η λαβίς η μυστική η συλλαβούσα τον
άνθρακα Χριστόν. Συ ει, θεόνυμφε κόρη, η ανύμφευτος νύμφη η αξιωθεισα
γενέσθαι μήτηρ Χριστού του Θεού.

Πατέρες
παρά των αγίων και πανευφήμων Απόστόλων παρειληφέναι, ως Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης
φησί, και ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος εν ταις αυτών αγίαις λειτουργίαις,
και δ) υπέρ των ζώντων ορθοδόξων Χριστιανών, Αρχιερέων φημί και Βασιλέων
και παντός του Χριστωνύμου λαού (Ιώβ). Προς τέλεσιν του μυστηρίου της
θείας Ευχαριστίας ανάγκη είναι κατά την Απόστολικήν της Εκκλησίας παράδοσιν
να συνυπάρχωσι τέσσαρα τινά α') Ιερεύς Ορθόδοξος κανονικώς χειροτονηθεις
β') θυσιαστήριον ή αντιμήνσιον γ') άρτος ένζυμος και οίνος άκρατος και
ύδωρ, κατά το γραφικόν «εις των στρατιωτών λόγχη την πλευράν αυτού ένυξε
και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» και δ') πίστις αδιάκριτος και αδίστακτος
της Εκκλησίας, ότι ο άρτος και ο οίνος διά της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος
υπερφυώς εις το σώμα και αίμα του Κυρίου μεταβάλλεται. Πιστεύομεν περί
της θείας Ευχαριστίας α') ότι ο άρτος και ο οίνος εν τη αγία Ευχαριστία
μεταβάλλονται κατ' ανέφικτον δι' ημάς τρόπον εις Σώμα και Αίμα του Κυρίου
αληθώς, πραγματικώς και ουσιωδώς. β') Πιστεύομεν ότι οι μεταλαμβάνοντες
εισδέχονται υπό το είδος του άρτου και του οίνου το αληθές Σώμα και το
αληθές Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δη κατά τρόπον πραγματικόν
και σωματικώς, ούτως ώστε το Πανάγιον σώμα και αίμα του Κυρίου εισέρχεται
εις τα στόματα και τα σπλάγχνα των μεταλαμβανόντων, των τε ευσεβών και
των ασεβών, των μεν πρώτων εις σωτηρίαν, των δε τελευταίων εις κατάκρισιν.
γ') Ει και ταυτοχρόνως πολλαί ανά την οικουμένην τελούνται λειτουργίαι,
ουχί όμως πολλά Σώματα του Χριστού, αλλ' εν Σώμα και εν Αίμα υπάρχει εν
πάσαις ταις επί μέρους εκκλησίαις των πιστών. Τούτο δε γίνεται, ουχί διότι
το Σώμα του Κυρίου το εν τοις ουρανοίς κατέρχεται επί τα θυσιαστήρια,
αλλά διότι ο άρτος της προθέσεως, ο μεμερισμένος εν απάσαις ταις εκκλησίαις,
προτιθέμενος και διά της καθαγιάσεως μεταβαλλόμενος και μετουσιούμενος,
γίνεται εν και το αυτό μετά του Σώματος του εν τοις ουρανοίς (κατά τα
γράμματα των Πατριαρχών, άρθρον 17). δ') Ομολογούμεν ότι η Αγία Ευχαριστία
είναι θυσία αληθινή, εξιλαστική, προσφερομένη διά τας αμαρτίας πάντων
των εν πίστει ζώντων και τεθνεώτων. Την θείαν ταύτην και ιεράν Μυσταγωγίαν
προδιετύπουν τα εξής εν τη Παλαιά Διάθήκη α') ο αμνός, ο εν τω νομικώ
Πάσχα εσθιόμενος, (Εξ. β', Λευιτ. γ', Αριθμ. η', Δευτ. στ' 2), β') το
μάννα (Εξ. στ', Αριθμ. α', Δευτ. η'), γ') ο άνθραξ, ον είδεν Ησαΐας επί
του θυσιαστηρίου, ον άγγελος έλαβε διά λαβίδος και ήψατο των χειλέων αυτού
και είπε: «τούτο ήψατο των χειλέων σου και αφελεί τας αμαρτίας σου και
τας ανομίας σου περικαθαριεί» (Ησ. στ'), όπερ και σήμερον έτι ο Ιερεύς
λέγει προς τους μεταλαμβάνοντας. Το θυσιαστήριον προδιετύπου την Αγίαν
Τράπεζαν, ο άνθραξ το σώμα του Χριστού (ως και σήμερον λέγομεν «άνθραξ
γαρ εστί τους αναξίους φλέγων»), τα Σεραφείμ δε τον Ιερέα (Α' Ιωάν. α'
7), δ') η θυσία του Μελχισεδέκ (Γεν. ιστ' 16) ήτις ην προδιατύπωσις της
μυστικής θυσίας, και ε') αι περί αληθούς Πνευματικής θυσίας των Προφητών
(Μαλαχ. α' 11). Ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος λέγει περί της αγίας Ευχαριστίας
τα εξής: «Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται (οι αιρετικοί Δοκηταί) διά
το μη ομολογείν την Ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,
την υπέρ των αμαρτιών ημών ποθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρεν».
Αλλαχού δε πάλιν ο άγιος Ιγνάτιος καλεί την θείαν Ευχαριστίαν φάρμακον
αθανασίας, αντίδοτον του μη απόθανείν. «Ένα άρτον κλώντες, ος εστί φάρμακον
αθανασίας, αντίδοτον του μη απόθανείν, αλλά ζην εν Ιησού Χριστώ διά παντός»
(προς Εφεσ. §20). Ο δε Κοντογόνης απόφαίνεται, ορμώμενος εκ των ρήσεων
τούτων του αγίου Ιγνατίου, τάδε: «Ευκόλως πειθόμεθα ότι ο Ιερός Μάρτυς
σκοπόν έχει να βεβαίωση την αληθή του κυριακού σώματος παρουσίαν εν τω
της θείας Ευχαριστίας μυστηρίω, και τω όντι, τι σαφέστερον ή τι βεβαιότερον
δύναται τις να είπη περί ταύτης της αληθείας προς τας νυν επικρατούσας
δοξασίας χριστιανικών τινών θρησκειών ή όσα δογματίζει ενταύθα ο Ιγνάτιος,
τουτέστιν, ότι η Ευχαριστία είναι η σαρξ, το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, αυτό εκείνο το σώμα το παθόν υπέρ των αμαρτιών ημών, το οποίον
έπειτα ο Πατήρ ανέστησεν;» (Φιλολογ. και κριτ. ιστορ. των αγίων Πατέρων
τόμ. α' σελ. 113). Και ο Ιερομάρτυς Κυπριανός περί της θείας Ευχαριστίας
λέγει τα εξής: «Ώστε ους παρορμώμεν και προτρεπόμεθα εις μάχην, μη καταλείπωμεν
αόπλους και γυμνούς, αλλά τη σκέπη του σώματος και αίματος του Χριστού
σκεπάζωμεν, και ους θέλομεν ασφαλείς να ώσι κατά του εναντίου, τη σκέπη
του κορεσμού του Κυρίου οπλίζωμεν, επειδή προς τούτο γίνεται η Ευχαριστία,
ίνα δύνηται να φυλάττη τους μεταλαμβάνοντας. Διότι πως διδάσκομεν ή προκαλούμεν
εκείνους να εκχέωσι το εαυτών αίμα επί τη ομολογία του ονόματος αυτού,
οταν αρνώμεθα αυτοίς, μέλλουσι να εκστρατεύσωσι, το αίμα του Χριστού;Ή
πώς εις του μαρτυρίου το ποτήριον επιτηδείους εργαζόμεθα, εάν μη πρότερον
αυτούς εν τη Εκκλησία δεχώμεθα εις κοινωνίαν του ποτηρίου του Κυρίου;»
(Έπιστ. κεφ. 2). Και αύθις εις την ερμηνείαν της Κυριακής προσευχής: «Προϊούσης
της προσευχής αιτούμεθα και λέγομεν: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος
ημίν σήμερον». Τούτο δύναται και πνευματικώς και απλώς να νοηθή, επειδή
και εκατέρα η ερμηνεία θεία ευδοκία λυσιτελεί εις σωτηρίαν. Διότι άρτος
ζωής ο Χριστός εστί, και ο άρτος ούτος ουκ εστί πάντων, αλλά ημέτερος
εστί. Και ως λέγομεν «Πάτερ ημών», επειδή των πιστευόντων Πατήρ εστίν,
ούτω και άρτον ημών καλούμεν αυτόν, επειδή ο Χριστός εστίν ο άρτος των
πεινώντων, οίτινες γεύονται του σώματος αυτού. Τούτον δε τον άρτον αιτούμεθα
να δίδωται ημίν καθ' εκάστην, ίνα μη όσοι εν Χριστώ εσμέν και την Ευχαριστίαν
ως τροφήν σωτηρίας καθ' εκάστην λαμβάνομεν, γενομένου μεταξύ βαρύτερου
τινός πλημμελήματος, καθ' ον χρόνον αφεστώτες και μη κοινωνούντες απεχόμεθα
από του θείου άρτου, χωριζώμεθα από του σώματος του Χριστού, αυτού κηρύττοντας
και παραινούντος: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ του Ουρανού καταβάς κτλ.».
Οπως λοιπον, λέγει, εις ζωήν αιώνιον τρώγει, ον τις τρώγη εκ του άρτου
αυτού, (ως είναι πρόδηλον ότι εκείνοι ζώσιν, οίτινες του σώματος αυτού
άπτονται και την Ευχαριστίαν τω δικαίω της κοινωνίας λαμβάνουσιν), ούτω
τουναντίον πρέπει να φοβώμεθα και να προσευχώμεθα, μη τις, καθ' ον χρόνον
αφεστώς χωρίζεται από του σώματος του Χριστού, απομένη μακράν της σωτηρίας
αυτού απειλούντος και λέγοντος: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του
ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Και διά
τούτο «τον άρτον ημών», τουτέστι τον Χριστόν, καθ' εκάστην να δίδωται
ημίν αιτούμεθα, ίνα πάντοτε οι εν Χριστώ μένοντες και ζώντες από της αγιωσύνης
αυτού και του σώματος μη απομακρυνώμεθα» (Περί Κυριακής προσευχής). Εν
ω δε ούτω ο Άγιος Κυπριανός προτρέπεται πάντας να μη απέχωνται της θείας
Κοινωνίας, αφ' ετέρου νουθετεί τους αναξίους να απέχωνται ταύτης, πριν
ή διαλλαγώσι προς τον Κύριον, προς ον και μόνον ημάρτησαν. Ο Κυπριανός
προς υπόδειξιν του μεγάλου κινδύνου του επαπειλούντος τους αναξίως μεταλαμβάνοντας
αναφέρει την τιμωρίαν δύο προσώπων, μιας γυναικός και ενός ανδρός, διηγούμενος
ως εξής: «Ημών τελούντων την θυσίαν, έλαθεν υπεισελθούσα τις θύσασα τοις
ειδώλοις, αυτή, λαβούσα τον άγιον άρτον, ουχί τροφήν, αλλά ξίφος εαυτή
προσφερομένη και ώσπερ δηλητήρια τινά θανατηφόρα εντός του φάρυγγας και
του στήθους εισδεχομένη, ήρξατο να άγχηται και ασπαίρουσα και τρέμουσα
κατέπεσεν. Άλλος δε τις υπεισδύσας, και αυτός εσπιλωμένος, της θυσίας
υπό του Ιερέως τελουμένης, ετόλμησε μετά των λοιπών να μετάσχη λάθρα του
Αγίου Σώματος του Κυρίου, και ουκ ηδυνήθη να φάγη και να μολύνη, αλλ'
ανοίξας τας χείρας εύρεν ότι έφερε τέφραν» (περί των εκπεπτωκότων κεφ.
26). Το μάλιστα αξιοσημείωτον εστί απόσπασμα τι εκ της ερμηνείας εις τας
Παροιμίας του αγίου Ιππολύτου, εν ω ο θείος πατήρ λέγει περί του αγιωτάτου
μυστηρίου της Ευχαριστίας τάδε: «...Και ητοίμασε την εαυτής τράπεζαν,
την επίγνωσιν της αγίας Τριάδος κατεπαγγελλομένην και το τίμιον και άχραντον
αυτού σώμα και αίμα, όπερ εν τη μυστική και θεία τραπέζη καθ' εκάστην
επιτελούνται, θυόμενα εις ανάμνησιν της αειμνήστου και πρώτης εκείνης
τραπέζης του μυστικού θείου δείπνου. Το δε, απέστειλε τους εαυτής δούλους
η σοφία, ο Χριστός δηλονότι, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος, ος εστίν
άφρων, εκκλινάτω προς με, φάσκουσα, τους Ιερούς Απόστολους δηλοί τους
εις τον σύμπαντα κόσμον διαδραμόντας, και προσκαλέσαντας τα έθνη εις την
εκείνου επίγνωσιν αληθώς τω υψηλώ και θείω τούτω κηρύγματι. Το δε και
τοις ενδεέσι φρενών είπε, τοις μήπω κεκτημένοις την του αγίου Πνεύματος
δύναμιν δηλονότι, λάβετε, φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, ον κεκέρακα
υμίν, την θείαν αυτού σάρκα και το τίμιον αυτού αίμα δέδωκεν ημίν, φησίν,
εσθίειν και πίνειν εις άφεσιν αμαρτιών» (εκ της Ιστορ. διδασκ. Φιλάρετου
Παγίδα τομ. α' σελ. 187). Ιουστίνος δε ο φιλόσοφος και μάρτυς εν τη εαυτού
απολογία λέγει περί της αγίας Ευχαριστίας τα εξής: «Τη του ηλίου λεγομένη
ημέρα, πάντων κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται
και τα απομνημονεύματα των Απόστολων ή τα συγγράμματα των Προφητών αναγινώσκεται
μέχρις εγχωρεί. Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λογου
την νουθεσίαν και πρόσκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Έπειτα
ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν, και, ως προέφημεν, παυσαμένων
ημών της ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ, και ο προεστώς ευχάς
ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει, και ο λαός επευφημεί
λέγων το «Αμήν» και η διάδοσις και η μετάδοσις από των ευχαριστηθέντων
εκάστω γίνεται, και τοις ου παρούσι διά των διάκονων πέμπεται. Οι ευπορούντες
δε και βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος την εαυτού ο βούλεται δίδωσι,
και το συλλεγόμενον παρά τω προεστώτι αποτίθεται και αυτός επικουρεί ορφανοίς
τε και χήραις και τοις διά νόσον ή δι' άλλην αιτίαν λειπομένοις και τοις
εν δεσμοίς ούσι και τοις παρεπιδήμοις ούσι ξένοις και απλώς πάσι τοις
εν χρεία ούσι κηδεμών γίνεται. Την δε του ηλίου ημέραν κοινή πάντες συνέλευσιν
ποιούμεθα, επειδή πρώτη εστίν ήμερα, εν η ο Θεός, το σκότος και την ύλη
τρέψας, κόσμον εποίησε, και Ιησούς Χριστός, ο ημέτερος Σωτήρ, τη αυτή
ημέρα εκ νεκρών ανέστη» (Απολογία πρώτη §67). Ο Ιεροσολύμων Κύριλλος εν
τη πρώτη μυσταγωγική κατηχήσει λέγει: ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας
προ της αγίας επικλήσεως της προσκυνητής Τριάδος άρτος ην και οίνος λιτός,
επικλήσεως δε γενομένης, ο μεν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ο δε οίνος
αίμα Χριστού. Και εν πέμπτη κατηχήσει μυσταγωγική: «Διά τούτο γαρ την
παραδοθείσαν ημίν εκ των Σεραφείμ θεολογίαν ταύτην λέγομεν, όπως κοινωνοί
της υμνωδίας ταις υπερκοσμίοις γενώμεθα στρατιαίς, ίνα αγιάσαντες εαυτούς
διά των πνευματικών τούτων ύμνων παρακαλώμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν το άγιον
Πνεύμα εξαποστείλαι επί τα προκείμενα ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού,
τον δε οίνον αίμα Χριστού, παντός γαρ, ου εάν εφάψηται το άγιον Πνεύμα,
τούτο ηγίασται και μεταβέβληται». Και Ιωάννης ο Χρυσόστομος εν τομω ε',
λόγω πα': «Οταν εστήκη προ της τραπέζης ο Ιερεύς, τας χείρας ανατείνων
εις τον ουρανόν, καλών το Πνεύμα το άγιον του παραγενέσθαι και άψασθαι
των προκειμένων, πολλή ησυχία, πολλή σιγή, όταν δίδη την χάριν το Πνεύμα,
όταν κατέλθη, όταν άψηται των προκειμένων». Και ο Δαμασκηνός Ιωάννης.
«ο της προθέσεως άρτος, οίνος τε και ύδωρ διά της επικλήσεως και επιφοιτήσεως
του αγίου Πνεύματος υπερφυώς μεταποιούνται εις το σώμα του Χριστού και
το αίμα, και ουκ εισί δύο αλλ' εν και το αυτό». Και κατωτέρω: «ει δε και
τινές αντίτυπα του σώματος και αίματος του Κυρίου τον άρτον και τον οίνον
εκάλεσαν, ως ο θεοφόρος Βασίλειος, ου μετά το αγιασθήναι είπον, αλλά προ
του αγιασθήναι, αυτήν την προσφοράν ούτω καλέσαντες (βιβλ. δ' περί μυστηρίων
κεφ. στ'). Και αληθώς μέγας Βασίλειος αντίτυπα λέγει τον άρτον και τον
οίνον εν τη αυτού λειτουργία προ της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος, μετά
το «Λάβετε φάγετε», και μετά το «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν» εκεί.
Ένθα δέεται και παρακαλεί, ίνα έλθη το Πνεύμα το άγιον και αγιάση τα δώρα,
έχει δε ούτω «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα.
Διά τούτο, Δέσποτα πανάγιε, και ημείς οι αμαρτωλοί προσεγγίζομεν τω αγίω
σου θυσιαστηρίω, και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος
του Χριστού σου, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, άγιε αγίων, ευδοκία
της σης αγαθότητος ελθείν το Πνεύμα σου το άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα
δώρα ταύτα και ευλογήσαι αυτά και αγιάσαι» κτλ. Διότι, ότε μεν ο Χριστός
είπε τοις μαθηταίς αυτού και αποστόλοις «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το
σώμα μου» και «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου», τότε μεν
τέλειον ην εκάτερον, διότι ευλόγησε πρότερον αυτά και ηγίασεν ο Δεσπότης,
ως η λειτουργία του τε μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου
λέγει: «Ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς και
αποστόλοις ειπών: λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και πίετε εξ
αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου». Νυν δε ο ιερεύς τω Πατρί διηγούμενος,
ιστορικώς ταύτα φθέγγεται». Και αύθις ο χρυσούς την γλώτταν Ιωάννης, εν
τόμω β' ομιλία ν΄ «προσερχώμεθα τοίνυν μετά πίστεως έκαστος ασθένειαν
έχων, ει γαρ η του κρασπέδου του ιματίου αυτού αψαμένη τοσαύτην είλκυε
δύναμιν, πόσω μάλλον οι όλον αυτόν κατέχοντες. Το δε προσελθείν μετά πίστεως
ου το λαβείν εστί μόνον το προκείμενον, αλλά και το μετά καθαρός καρδίας
άψασθαι, το ούτω διακείσθαι, ως αυτώ προσιόντας τω Χριστώ. Τι γαρ ει μη
φωνής ακούεις, αλλ' οράς αυτόν κείμενον; Μάλλον δε και φωνής αυτού ακούεις,
φθεγγομένου αυτού διά των ευαγγελιστών. Πιστεύσατε τοίνυν ότι και νυν
εκείνο το δείπνον εστίν, εν ω και αυτός ανέκειτο ουδέν γαρ εκείνο τούτου
διενήνοχεν. Ουδέ γαρ τούτο μεν άνθρωπος εργάζεται, εκείνο δε αυτός αλλά
και τούτο κακείνο αυτός. Όταν τοίνυν τον ιερέα επιδιδόντα σοι ίδης, μη
τον ιερέα νόμιζε τον τούτο ποιούντα, αλλά την του Χριστού χείρα είναι
την εκτεινομένην. Ώσπερ γαρ όταν βαπτίζη, ουκ αυτός σε βαπτίζει, αλλ'
ο Θεός εστίν ο κατέχων σου την κεφαλήν αοράτω δυνάμει, και ούτε άγγελος,
ούτε αρχάγγελος, ούτε άλλος τις τολμά προσελθείν και άψασθαι, ούτω και
νυν όταν γαρ ο Θεός μόνος γεννά, αυτού μόνον εστίν η δωρεά». Και εν τω
αυτώ τόμω, ομιλία πβ'. «Ουκ εστίν ανθρωπίνης δυνάμεως έργα τα προκείμενα.
Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω ούτος και νυν αυτά εργάζεται
ημίν υπηρετών τάξιν επέχομεν ημείς, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων
αυτός εστί». Και εν τόμω δ'. «Ουδέν πλέον έχει το εν τω Πάσχα μυστήριον
του νυν τελουμένου, εν εστί και το αυτώ η αυτή του Πνεύματος χάρις αεί
Πάσχα εστίν (ίστε οι μύσται το ειρημένον) και εν Παρασκευή και εν Σαββάτω
και εν Κυριακή και εν ημέρα Μαρτύρων η αυτή θυσία επιτελείται. Οσάκις
γαρ αν εσθίητε τον άρτον, φησί, τούτον ή το ποτήριον τούτο πίνετε, τον
θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε ουχ όρω καιρού περιέγραψε την θυσίαν.
Πώς ουν τότε, φησί, Πάσχα λέγεται; Ότι τότε έπαθεν ο Χριστός υπέρ ημών.
Μηδείς τοίνυν ετέρως εκείνω προσίτω και τούτω άλλως. Μία δύναμις εστί,
μία αξία, μία χάρις. Εν σώμα και το αυτό, ουκ εκείνο τούτου αγιώτερον,
ουδέ τούτο εκείνου έλαττον (προς Τιμοθ. λογ. ε'). Ει δε μετά φόβου Θεού
και πίστεως προσέρχεσθαι τοις θείοις και φρικτοίς του Χριστού μυστηρίοις
η Εκκλησία προστάσσει τοις έξω του θυσιαστηρίου μεταλαμβάνουσι λαϊκοίς,
και ζητείται αυτοίς πίστις, πολλώ μάλλον τοις ένδον του βήματος ιερεύσι
προσευχομένοις και λέγουσι, κατάπεμψον το Πνεύμα σου το άγιον εφ' ημάς
και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα. Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον
Σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού
σου, μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω. Μετά δε τα ρήματα ταύτα, ευθύς
η μετουσίωσις γίνεται και μεταβάλλεται ο άρτος εις το αληθινόν Σώμα του
Χριστού και ο οίνος εις το αληθινόν αυτού αίμα, εν οις μόνον τα φαινόμενα
είδη μένει και τούτο κατά θείαν οικονομίαν. Πρώτον μεν, ίνα μη βλέπωμεν
Σώμα Χριστού, αλλά πιστεύωμεν ότι εστίν, οις είπε λόγοις ο Κύριος, τούτο
εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου πιστεύοντες τη δυνάμει εκείνου
και τοις λόγοις μάλλον ή ταις ημετέραις αισθήσεσιν, όπερ ημάς εις τον
μακαρισμόν εισάγει της πίστεως. Μακάριοι γαρ, φησίν, οι μη ιδόντες και
πιστεύσαντες. Δεύτερον δε, μέλλοντος του ανθρώπου τω Χριστώ ενωθήναι διά
της με-ταλήψεως της τε σαρκός αυτού και του αίματος, είτ' αποστρεφομένου
φύσει την των ωμών σαρκών κρεάτων μετάληψιν και αηδώς προς ταύτας έχοντος,
τι οικονομεί ο Δεσποτης, δίδωσιν ημίν την αυτού σάρκα, και το αυτού αίμα
εις βρώσιν τε και πόσιν τοις πιστοίς κατά την θείαν αυτού πρόνοιαν υπό
τα φαινόμενα είδη του άρτου και του οίνου. Τους δε γε μεταλαμβάνοντας
των Μυστηρίων, είτε ιερείς, είτε λαϊκούς, επίσης πάντας και εκ των δύο
μεταλαμβάνειν, του τε σώματος δηλαδή και αίματος του Κυρίου, ως αυτός
είπεν. «Αμήν αμήν, λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου
και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα
και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον. Διότι ούτω και οι απόστολοι από
Χριστού παρέλαβαν, ως λέγει ο Παύλος: «Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου,
ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς τη νυκτί η παρεδίδοτο, έλαβεν
άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε: Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί
το Σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως
και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων: Τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη
εστίν εν τω εμώ αίματι τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν».
Έτι μίαν τιμήν και προσκύνησιν τω Χριστώ και τοις φρικτοίς προσφέρομεν
μυστηρίοις και αδιάφορον. Και καθάπερ ο Κορυφαίος των Απόστόλων Πέτρος
εκ στόματος των Απόστόλων πάντων είπεν αυτώ: Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του
Θεού του ζώντος, ούτω και ημείς λατρεύοντες τω σώματι και αίματι του Δεσπότου,
λέγομεν έκαστος ημών. Πιστεύω Κύριε και ομολογώ, ότι συ ει αληθώς ο Χριστός,
ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων
πρώτος ειμί εγώ. Και προσέτι το μυστήριον τούτο προσφέρεται θυσία υπέρ
πάντων των ορθοδόξων Χριστιανών, ζώντων τε και κεκοιμημένων επ' ελπίδι
αναστάσεως ζωής αιωνίου. Οι καρποί του μυστηρίου τούτου είναι τρεις, α')
Η ανάμνησις του πάθους και του θανάτου του Χριστού, κατά το ειρημένον
«Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε,
τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» β') Ο ιλασμός διότι
το μυστήριον τούτο ιλασμός ημίν προς τον Θεόν διά τας αμαρτίας ημών, είτε
ζώντων είτε τεθνεώτων, γίνεται, λέγει γαρ η θεία γραφή «Τεκνία μου, ταύτα
γράφω υμίν, ίνα μη αμάρτητε και εάν τις αμάρτη, παράκλητον έχομεν προς
τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον, και αυτός ιλασμός εστί περί των αμαρτιών
ημών ου περί των ημετέρων δε μόνον, αλλά και περί όλου του κόσμου. Και
αλλαχού, εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού
τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού.
Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός
ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.
γ') Ο καθαρισμός, διότι το αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του
Θεού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας (Α' Ίωάν. α' 7). Ο θείος Γρηγόριος
λέγει περί του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας: «Το γαρ ιερώτατον του
Χριστού δώρον καλώς εσθιόμενον τοις πολεμούσι μεν εστίν όπλον, αποδημούσι
δε επάνοδος, τους ασθενείς ενισχύει, τους ερρωμένους ευφραίνει, τας νόσους
ιάται, την υγείαν διαφυλάττει, διά τούτου γινόμεθα πραότεροι, προς διόρθωσιν
σπουδαιότεροι, προς τους πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι προς την αγάπην,
προς γνώσιν αγχινούστεροι, προθυμότεροι προς υπακοήν, οξύτεροι προς την
των χαρισμάτων ενέργειαν». Ο των Νυσσαέων φωστήρ Γρηγόριος λόγον ποιείται
περί του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας εν λόγω ζ' εις τους μακαρισμούς.
Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει: «Ουχ απλώς εσθίειν προστέτακται, αλλά και
διακρίνειν το του Κυρίου παρακελευόμεθα σώμα, δηλονότι σαρκός μολυσμόν
και πνεύματος αποθεμένους και δοχείον του πνευματικού μύρου παρασκευάσαντας
εαυτούς, ούτω τη καθαρά προσεγγίσαι θυσία (ομιλία περί του αγίου Πνεύματος)
ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων
το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 29). Την ιεράν της λειτουργίας τελετήν
οι άγιοι της Εκκλησίας πατέρες παρέδωκαν καλείσθαι θυσίαν αναίμακτον.
Επίσης παρέδωκαν καλείσθαι θυσιαστήριον την αγίαν τράπεζαν, εφ' ης η τελετή
της ιεράς επιτελείται λειτουργίας. Την έννοιαν της θυσίας εκφράζουσι σαφώς
και καθαρώς άπασαι αι σωζόμενοι λειτουργικοί βίβλοι, ει ουν θυσία η επί
της αγίας τραπέζης προσφερομένη, άρα εστί ζώσα, ει δε ζώσα, άρα ο άρτος
και ο οίνος μετουσιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού. Εν τη λειτουργία
του αγίου Ιακώβου φέρονται τα εξής εκφραστικά περί της πίστεως της αρχαιοτάτης
Εκκλησίας: «Και όταν σφραγίζη τον άρτον λέγει ιδού ο αμνός του Θεού, ο
αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, σφαγιασθείς υπέρ της του κόσμου ζωής και
σωτηρίας». Πλανώνται άρα οι λέγοντες ότι ου μετουσιούνται, αλλ' ότι τη
αισθήσει της ψυχής αντιλαμβανόμενοι εν πίστει μεταλαμβάνουσι. Οι αρνούμενοι
την μετουσίωσιν του άρτου και οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού αρνούνται
την έννοιαν της θυσίας, διότι εάν δεν εγένετο μετουσίωσις, πώς ο ψιλός
άρτος και οίνος εκλήθη θυσία, πως δε ή αγία τράπεζα εκλήθη θυσιαστήριον
πώς δε, μη μετουσιωμένων, πίστει εσθίουσι του σώματος και αίματος του
Χριστού; Πώς δε τη αισθήσει της ψυχής αντιλαμβάνονται ότι εσθίουσι του
σώματος και αίματος του Χριστού, άρτον απλούν και οίνον κοινόν εσθίοντες
και πίνοντες; Πώς δε άνευ θυσίας εσθίουσι και πίνουσι σώμα και αίμα Χριστού;
Βεβαίως τη φαντασία εσθίουσι και πίνουσι σώμα και αίμα Χριστού, πράγματι
δε εσθίουσι και πίνουσιν άρτον και οίνον κοινόν. Οι αρνούμενοι την θυσίαν
αθετούσι την πίστιν της αρχαίας Εκκλησίας. Ο μέγας Βασίλειος εν τοις κατ'
επιτομήν όροις, ερωτήσει ροβ', ποταπώ φόβω ή ποία πληροφορία μεταλάβωμεν
του σώματος και του αίματος του Χριστού, αποκρινόμενος λέγει: «Τον μεν
φόβον διδάσκει ημάς ο Απόστολος λέγων, ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα
εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα και αίμα του Κυρίου, την
δε πληροφορίαν εμποιεί η πίστις των ρημάτων του Κυρίου ειπόντος, «τούτο
εστί το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον. Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».
Τι προς ταύτα λέγουσιν οι αθετούντες την αρχαίαν πίστιν; Εάν ουδεμία εγένετο
μεταβολή της ουσίας του άρτου και του οίνου, κοινωνεί δε τη αισθήσει της
ψυχής ο πιστεύων, ο δε μη πιστεύων ουδέν καρπούται, ως μη εισδεχόμενος
πίστει το σώμα και αίμα Χριστού, τότε προς τι ο φόβος, αφού εις ουδεμίαν
έρχεται επικοινωνίαν προς το θείον; Αλλά μη προς τους πιστεύοντας μόνον
την μετά του σώματος νοεράν επικοινωνίαν είρηκεν; Αλλ' εάν προς τούτους
μόνον την εντολήν δίδωσι, τότε οι μη πιστεύοντες τη κοινωνία αμαρτάνουσιν
εσθίοντες αναξίως, οι δε μη πιστεύοντες τη επικοινωνία δεν αμαρτάνουσιν
αλλ' εάν οι πιστεύοντες τη κοινωνία του σώματος και αίματος του Χριστού
αμαρτάνουσιν, ως αναξίως εισδεχόμενοι πίστει το υπό τον άρτον και εν τω
άρτω και μετά του άρτου σώμα του Κυρίου και υπό τον οίνον το αίμα του
Κυρίου, τότε πώς, ανάξιοι όντες προς κοινωνίαν, τη πίστει κοινωνούσι του
σώματος και αίματος του Κυρίου; Η πίστις αυτών μετέδωκε του σώματος και
αίματος του Κυρίου; Και εν ω η πίστις του αναξίου μέγα τι ειργάσατο και
θαυμαστόν, εγένετο αυτώ πρόξενος κρίματος ταύτα, δι' ημάς εισίν ακατάληπτα
και ακατανόητα, η πίστις του αναξίου να δύνηται να φέρη εις επικοινωνίαν
τον ανάξιον προς το θείον, και η αυτή πίστις να γίνηται πρόξενος κρίματος.
Τον χαρακτήρα της πίστεως ταύτης ημείς αδυνατούμεν να νοήσωμεν αλλ' άραγε
και η του αξίου πιστού πίστις έχει την δύναμιν να μεταδώση υπό τον άρτον
και τον οίνον το σώμα και αίμα του Χριστού; Δύναται η πίστις του πιστού
του εσθίοντος άρτον και οίνον να καταστήση αυτόν τη αισθήσει της ψυχής
κοινωνόν του σώματος και αίματος του Κυρίου; Δύναται λοιπόν πας Χριστιανός
άξιος ή ανάξιος να παραθέτη άρτον και οίνον και εσθίων και πίνων εξ αυτών
να κοινωνή του σώματος και αίματος του Κυρίου; Δύναται λοιπόν πας πιστός
άξιος ή ανάξιος, οσάκις αν βούληται, να λέγη, κοινωνώ του σώματος και
αίματος του Χριστού, και να κοινωνή; Πόθεν τούτο έμαθον; Παρά τίνος εδιδάχθησαν;
Εν τίνι βίβλω της Καινής Διάθήκης ανέγνωσαν; Πώς άνευ θυσίας, άνευ θυσιαστηρίου
θυσίαν επετέλεσαν! Πώς άνευ ιεραρχίας ιερείς ανεδείχθησαν; Πώς άνευ ευχής
την κοινωνίαν παρεσκεύασαν; Πώς δε η βούλησις, η αντικαταστήσασα κατά
μέγα μέρος την πίστιν, την του Χριστού παρουσίαν εθαυματούργησεν». Ο θείος
Χρυσόστομος εν τω εις την προδοσίαν του Ιούδα και την παράδοσιν των μυστηρίων
λόγω λέγει: «Πάρεστι Χριστός και νυν εκείνος ο την τράπεζαν εκείνην κοσμήσας,
ούτος και ταύτην διακοσμεί νυν ώστε τράπεζα, ιερόν θυσιαστήριον υπό του
Χριστού κατακοσμούμενον απαιτείται προς τέλεσιν του μυστηρίου της θείας
ευχαριστίας και ουχί απλή βούλησις και πίστις, ακούσωμεν δε τι εν συνεχεία
λέγει ο άγιος Πατήρ «ου γαρ εστίν άνθρωπος ο ποιών τα προκείμενα γενέσθαι
σώμα και αίμα Χριστού, αλλ' ο σταυρωθείς υπέρ ημών Χριστός». Ταύτα ας
ενωτισθώσι καλώς οι της Καλβινικής κακοδοξίας διδάσκαλοι, οι πάντα άνθρωπον
αυθαιρέτω γνώμη τελετουργόν του μυστηρίου αναδεικνύοντες. Και αύθις «σχήμα
πληρών έστηκεν ο ιερεύς τα ρήματα εκείνα φθεγγόμενος της προσευχής». Ώστε
και ιερέως υπό της εκκλησίας αναδεδειγμένου δείται το μυστήριον και προσευχής
πώς λοιπόν πας τις δι' αυθαιρέτου γνώμης γίνεται κοινωνός του μυστηρίου;
Τολμηρά δοξασία. Και αύθις «η δύναμις και η χάρις του Θεού εστίν». Ώστε
ούδ' ο ιερεύς αυτός, αλλ' η δύναμις και η χάρις του Θεού εστίν η τελειούσα
το μυστήριον της Ευχαριστίας και μεταποιούσα τον άρτον και οίνον εις σώμα
και εις αίμα Χριστού. Εάν ουν η δύναμις και η χάρις του Θεού μεταποιή
τον άρτον και οίνον εις σώμα και αίμα Χριστού, πώς η αυθαίρετος βούλησις
και η πίστις του αξίου και του αναξίου προκαλεί την παρουσίαν του Χριστού
και καθιστά την κοινωνίαν Θεού και ανθρώπου; Οι ταύτα λέγοντες πλανώνται
πλάνην δεινήν. Εν τη αποδοκιμασία και κατακρίσει της επ' ονόματι Κυρίλλου
του Λουκάρεως Πατριάρχου Κων/πολεως εκδοθείσης Καλβινικής ομολογίας πίστεως,
φέρονται τα εξής: «Ει τοίνυν ειρήκει ο Σωτήρ, ο άρτος ούτος εστί το σώμα
μου, ην ον τις ίσως τοις του Καλβίνου μύσταις φαινομένη του κακώς φρονείν
πρόφασις ειπών δε, «τούτο μου εστί το σώμα», πάσαν απέκοψε πρόφασιν. Και
δήλον ότι και της κυριολεξίας η έμφασις και της ευαγγελικής αληθείας η
δύναμις και των Αποστόλων η παράδοσις και της Καθολικής Εκκλησίας η γνησία
πίστις και της ιεράς λειτουργίας η αδιάκοπος χρήσις και πάντων των θεοπνεύστων
διδασκάλων η σύμψηφος απόφασις βιάζεται ομολογείν, τοις ρήμασι τοις Δεσποτικοίς
μη ενδέχεσθαι νουν έτερον ενθεωρείσθαι ή τον σημαινόμενον κατά το γράμμα.
Τούτον ουν τον τρόπον σημαντικός ον και εναργής εστίν ο του Χριστού λόγος
ή φησί και Χρυσόστομος εν τω εις την προδοσίαν λόγω ότι σχήμα πληροί ο
Ιερεύς τα Δεσποτικά φθεγγόμενος ρήματα ρηθέντα γαρ άπαξ παρά του Χριστού,
εξ εκείνου και μέχρι της αυτού παρουσίας καθ' εκάστην τράπεζαν ταις Εκκλησίαις
αγιάζει την θυσίαν, του Ιερέως δηλαδή πάλιν εκείνα φθεγγομένου εναργές
λοιπόν ο σημαίνει ο του Χριστού λόγος, και σημαίνει σώμα, ουκ άρτου ουσίαν
μεταποιεί γαρ εξ ανάγκης την ουσίαν του άρτου εις θείου σώματος ουσίαν
και τούτο εστίν η μετουσίωσις, μυστήριον της παντοδυνάμου μεγαλοπρέπειας
του Χριστού τω όντι επάξιον και λόγω ανέκφραστον και λογισμοίς ανθρωπίνοις
απερινόητον. Η εν Κων/πολει Ιερά Σύνοδος η επί Διονυσίου Πατριάρχου Κων/πολεως
συγκροτηθείσα το 1672 εν τη ομολογία της πίστεως της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας λέγει ταύτα: «Περί του φρικτού Μυστηρίου της Ευχαριστίας πιστεύομεν
και ομολογούμεν αδίστακτος, ότι το ζων σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
πάρεστιν αοράτως πραγματική παρουσία εν τω μυστηρίω. Εν γαρ τω ειπείν
τον λειτουργούντα Ιερέα μετά τα Κυριάκο λόγια, ποίησον τον μεν άρτον τούτον
τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του
Χριστού σου, μεταβολών τω πνεύματί σου τω Αγίω, τότε τη ενεργεία του Παναγίου
Πνεύματος υπερφυώς και αρρήτως ο μεν άρτος μεταπόιείται εις αυτό εκείνο
το ίδιον σώμα του Σωτήρος Χριστού πραγματικώς και αληθώς και κυρίως, ο
δε οίνος εις το ζωηρόν αίμα αυτού. Και αυτόν όλον τον Χριστόν πιστεύομεν
είναι τον προσφέροντα και προσφερόμενον και προσδεχόμενον και διαδιδόμενον
απαξάπασι, και ολόκληρον απαθώς εσθιόμενον. Οι μέντοι αξίως μεταλαμβάνοντες
αυτού ζωοποιούνται, ενούμενοι αυτώ τω Χριστώ οι δε αναξίως, κατακρίνονται
και εις όλεθρον ρίπτουσιν εαυτούς. Όπερ μυστήριον και λατρεία εστί και
λέγεται. Και θεοπρεπώς εν αυτή λατρεύεται το τεθεωμένον σώμα του Σωτήρος
Χριστού και θυσία προσφέρεται υπέρ πάντων των ορθοδόξων χριστιανών, ζώντων
και κεκοιμημένων». Και ο Δοσίθεος δε εν τη εαυτού ομολογία λέγει περί
του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας τα εξής: «Πιστεύομεν το πανάγιον μυστήριον
της ιεράς Ευχαριστίας, όπερ ανωτέρω κατά τάξιν τέταρτον εθέμεθα, εκείνο
είναι, όπερ ο Κύριος παρέδωκε τη νυκτί, η παρεδίδου εαυτόν υπέρ της του
κόσμου ζωής. Λαβών γαρ άρτον και ευλογήσας έδωκε τοις αγίοις Αυτού μαθηταίς
και Αποστόλοις ειπών, λάβετε, φάγετε τούτο εστί το σώμα μου. Και λαβών
το ποτήριον ευχαριστήσας είρηκε πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα
μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Τούτου εν τη ιερουργία
πιστεύομεν παρείναι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ου τυπικώς, ουδ' εικονικώς,
ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ως εν τοις λοιποίς μυστηρίοις, ουδέ κατά μόνην
παρουσίαν, καθώς τινές των Πατέρων ειρήκασι περί του βαπτίσματος, ουδέ
κατ' αναρτισμόν, ώστε ενούσθαι την θεότητα του Λόγου τω προκειμένω της
Ευχαριστίας άρτω υποστατικός, καθώς οι από Λουθήρου λίαν αμαθώς και αθλίως
δοξάζουσιν αλλ' αληθώς και πραγματικώς, ώστε μετά τον αγιασμόν του άρτου
και του οίνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιούσθαι, μεταπόιείσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι
τον μεν άρτον εις αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, όπερ εγεννήθη εν Βηθλεέμ
εκ της Αειπαρθένου, εβαπτίσθη εν Ιορδάνη, έπαθεν, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη,
κάθηται εκ δεξιών του Θεού και Πατρός, μέλλει ελθείν επί των νεφελών του
ουρανού, -τον δ' οίνον μεταποιείσθαι και μετουσιούσθαι εις αυτό το αληθές
του Κυρίου αίμα, όπερ κρεμάμενου επί του σταυρού εχύθη υπέρ της του κόσμου
ζωής. Έτι μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου ουκ έτι μένειν την
ουσίαν του άρτου και του οίνου είδει και τύπω, ταυτόν ειπείν, υπό τοις
του άρτου συμβεβηκόσιν. Έτι αυτό το πανακήρατον του Κυρίου σώμα και αίμα
μεταδίδοσθαι και εισδύειν εις το στόμα και τον στόμαχον των μετεχόντων
ευσεβών και ασεβών πλην τοις μεν ευσεβέσι και αξίοις άφεσιν αμαρτιών και
ζωήν αιώνιον προξενείν τοις δ' ασεβέσι και αναξίοις κατάκρισιν και κόλασιν
αιώνιον παραχωρείν. Έτι τέμνεσθαι μεν και διαιρείσθαι είτε χερσίν είτε
και οδούσι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, κατά συμβεβηκός μέντοι, ήτοι
κατά τα συμβεβηκότα του άρτου και του οίνου, καθ' α και ορατά και απλά
είναι ομολογούνται, καθ' εαυτά δε μένειν άτμητα πάντη και αδιαίρετα. Όθεν
και η Καθολική Εκκλησία φησί μερίζεται και διαμελίζεται ο μελιζόμενος
και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά
τους μετέχοντας, δηλονότι αξίως, αγιάζων. Έτι εν εκάστω μέρει και τμήματι
ελαχίστω του μεταβληθέντος άρτου και οίνου ουκ είναι μέρος του σώματος
και αίματος του Κυρίου, βλάσφημον γαρ τούτο και άθεον, άλλ' όλον ολικώς
τον Δεσπότην Χριστόν κατ' ουσίαν, μετά ψυχής δηλονότι και θεότητας, ήτοι
τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον. Όθεν και πολλών γινομένων εν τη οικουμένη
εν μιά και τη αυτή ώρα ιερουργιών, μη γίνεσθαι πολλούς Χριστούς ή πολλά
σώματα Χριστού, άλλ' ένα και τον αυτόν Χριστόν παρείναι αληθώς και πραγματικώς,
και εν Αυτώ το σώμα και το αίμα εν πάσαις ταις κατά μέρος των πιστών εκκλησίαις
και τούτο ουχ ότι το εν ουρανοίς του Δεσπότου εν τοις θυσιαστηρίοις κάτεισι
σώμα, αλλ' ότι ο της προθέσεως εν πάσαις ταις κατά μέρος εκκλησίαις προκείμενος
άρτος μεταποιούμενος και μετουσιούμενος μετά τον αγιασμόν γίνεται και
εστίν εν και το αυτό τω εν ουρανοίς. Εν γαρ το σώμα του Κυρίου, εν πολλοίς
τόποις και ου πολλά, και διά τούτο το μυστήριον τούτο μάλιστα εστί και
λέγεται θαυμαστόν και πίστει μόνη καταληπτόν, ου σοφίσμασι σοφίας ανθρωπίνης
την ματαίαν και ανόητον εν τοις θείοις περιέργειαν απόσείεται η ευσεβής
και θεοπαράδοτος ημών θρησκεία. Έτι αυτό το σώμα και αίμα του Κυρίου το
εν τω της Ευχαριστίας μυστηρίω οφείλειν τιμάσθαι υπερβάλλοντας και προσκυνείσθαι
λατρευτικώς. Μία γαρ η προσκύνησις της Αγίας Τριάδος και του σώματος και
αίματος του Κυρίου. Έτι είναι θυσίαν αληθή και ιλαστικήν προσφερομένην
υπέρ πάντων των ευσεβών, ζώντων και τεθνεώτων και υπέρ ωφελείας πάντων,
ως κείται ρητώς εν ταις του μυστηρίου προσευχαίς υπό των Αποστόλων τη
Εκκλησία παραδοθείσαις κατά την προς αυτούς διαταγήν του Κυρίου. Έτι και
προς της χρήσεως ευθύς μετά τον αγιασμόν και μετά την χρήσιν το φυλαττόμενον
εν ταις ιεραίς θήκαις προς μετάληψιν των αποδημήσαι μελλόντων αληθές είναι
του Κυρίου σώμα, και κατά μηδέν διάφεραν εαυτού, ώστε προ της χρήσεως
μετά τον αγιασμόν, εν τη χρήσει και μετά την χρήσιν, είναι κατά πάντα
το αληθές του Κυρίου σώμα. Έτι τη μετουσίωσις λέξει ου τον τρόπον πιστεύομεν
δηλούσθαι, καθ' ην ο άρτος και ο οίνος μεταποιούνται εις το σώμα και το
αίμα του Κυρίου, τούτο γαρ άληπτον πάντη και αδύνατον, πλην αυτού του
Θεού, και τοις πιστεύουσιν αμάθειαν άμα και ασέβειαν επιφέρει, αλλ' ότι
ο άρτος και ο οίνος μετά τον αγιασμόν ου τυπικώς ουδ' εικονικώς, ουδέ
χάριτι υπερβαλλούση, ουδέ τη κοινωνία ή τη παρουσία της θεότητας μόνης
του Μονογενούς μεταβάλλεται εις το σώμα και αίμα του Κυρίου, ουδέ συμβεβηκός
τι του άρτου και του οίνου εις συμβεβηκός τι του σώματος και αίματος του
Χριστού κατά τίνα τροπήν ή άλλοιωσιν μεταπόιείται, άλλ' αληθώς και πραγματικώς
και ουσιωδώς γίνεται ο μεν άρτος αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, ο δ'
οίνος αυτό το του Κυρίου αίμα, ως είρηται ανωτέρω. Έτι μη γίνεσθαι υπό
τίνος άλλου το της Ιεράς Ευχαριστίας τούτο μύστηριον, ει μη μόνον υπό
Ιερέως ευσεβούς και υπό ευσεβούς και νομίμου επισκόπου την Ιερωσύνην λαβόντος,
καθ' ον τρόπον η Ανατολική Εκκλησία διδάσκει. Αύτη εστίν εν συντομώ η
της καθολικής Εκκλησίας και περί του μυστηρίου τούτου δόξα και αληθής
ομολογία και αρχαιοτάτη παράδοσις, ην ου δει κολοβούσθαι κατ' ουδένα τρόπον
υπό των ευσεβών βουλομένων και αποσειομένων τους νεωτερισμούς και τας
βεβήλους των αιρετικών κενοφωνίας, αλλ' αναγκαίως σώαν και αδιάσειστον
τηρείσθαι την νομοθετηθείσαν παράδοσιν. Τους γαρ παραβαίνοντας αποποιείται
και αναθεματίζει η καθολική του Χριστού Εκκλησία» (Ομολογίας Δοσιθέου
όρος ιζ'). Την πίστιν της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία εκύρωσεν η πρώτη,
η τρίτη και η εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος. Τονίζουσι δε ότι ο εν τη θεία
Ευχαριστία άρτος και οίνος μεταβάλλεται εις σώμα και αίμα Χριστού. Εν
απάσαις ταις αρχαίαις λειτουργίαις και εν αυταίς ταις των αποσχισθεισών
Εκκλησιών υπάρχουσιν ευχαί προς μεταβολήν του άρτου και του οίνου εις
σώμα και αίμα Χριστού, αλλά πλην όλων τούτων η μυστική πληροφορία των
επαξίως κοινωνούντων, αυτή μόνη μαρτυρεί το αληθές φρόνημα της Εκκλησίας.
Μέγεθος και αξία του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Το παραδοθέν παρά
του Κυρίου μυστήριον της θείας Ευχαριστίας είναι το ανώτερον όλων των
μυστηρίων είναι το θαυμασιώτερον των θαυμάτων, όσα η δύναμις του Θεού
εξετέλεσεν, είναι το υψηλότερον εξ όσων η σοφία του Θεού επενόησεν, είναι
δε και το τιμιώτερον όλων των χαρισμάτων, όσα η αγάπη του Θεού εχαρίσατο
τοις ανθρώποις, διότι τούτο υπερέχει όλων των άλλων κατά την αριθμητικήν
υπερβασίαν των όρων της φύσεως, διότι πάντα μεν τα θαύματα προέρχονται
εξ υπερβασίας νόμων τινών της φύσεως, το μυστήριον όμως της θείας μεταλήψεως
υπερέβη πάντας, διό και δικαίως το θαύμα των θαυμάτων και το μυστήριον
των μυστηρίων δύναται να κληθή και να θεωρηθή. Ο Αριστοτέλης ορίζων τους
τρόπους της υπάρξεως των φυσικών πραγμάτων ανάγει αυτούς εις δέκα, ους
ονομάζει κατηγορίας, εισί δε αι εξής: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που,
πότε, κείσθαι, έχειν, ποιείν, (είτε ενεργείν) και πάσχειν. Το μυστήριον
της θείας Ευχαριστίας υπερβαίνει πάντας τους ειρημένους τύπους διό και
δικαίως θαύμα θαυμάτων δύναται να κληθή. Και ιδού η απόδειξις. Θαύμα κατά
την ουσίαν διότι τα άγια δώρα, ενώ προ της ευλογίας εισίν ουσία άρτου
και οίνου, μετά την ευλογίαν και τον αγιασμόν είναι ουσία του σώματος
και αίματος του Χριστού. Θαύμα κατά ποσόν διότι όλον το σώμα του Χριστού
εις όλον τον άγιον άρτον και επίσης ολόκληρον εις πάσαν μερίδα. Θαύμα
κατά ποιον διότι αισθανόμεθα μεν την ποιότητα του άρτου και του οίνου,
αλλά τρώγομεν και πίνομεν σώμα και αίμα Χριστού. Θαύμα κατά προς τι δηλαδή
κατά την σχέσιν, διότι εις την θείαν Ευχαριστίαν είναι μεν αυτός ο Υιός,
ον εγέννησεν εν χρόνω η Παρθένος Μαρία, πλην ενταύθα δεν γεννάται κυρίως
εκ πατρός ή μητρός, αλλά τελεσιουργείται μυστηριωδώς, ώστε εν τω τρόπω
της μετουσιώσεως, ήτοι της μεταβολής του άρτου και οίνου εις σώμα αυτού,
δεν αναφέρεται ούτε εις πατέρα ούτε εις μητέρα. Θαύμα κατά το πού διότι
ο αυτός Ιησούς Χριστός είναι και εις τον Ουρανόν και εις την Γην, και
ο αυτός εις το Ιερόν ημών θυσιαστήριον. Θαύμα κατά το πότε διότι ως σώμα
Χριστού είναι άφθαρτον και αθάνατον ως αίμα Χριστού είναι πηγή ζωής αιωνίου
αλλά διαμένουσι τα θεία ιδιώματα εν τη θεία Ευχαριστία ενόσω διαμένουσι
τα είδη του άρτου και του οίνου. Θαύμα κατά το κείσθαι διότι εις την θείαν
λειτουργίαν θεωρείται ο Ιησούς κείμενος εν τη φάτνη, ως γεννηθείς, ως
επί του σταυρού, ως πάσχων, ως αναστάς και ανερχόμενος εις ουρανούς, ως
αναληφθείς και καθήμενος εν δεξιά του Πατρός, ως Υιός και Θεός. Θαύμα
κατά το έχειν διότι το σώμα και αίμα του Κυρίου έχει εξωτερικήν περιβολήν
τα είδη του άρτου και του οίνου. Θαύμα κατά το ποιείν (είτε ενεργείν),
διότι η μετάληψις των αχράντων μυστηρίων εγγίζει μεν την αίσθησιν, αλλ'
αγιάζει το πνεύμα. Θαύμα τέλος κατά το πάσχειν, διότι ο θείος άρτος μελίζεται
μεν, αλλ' ως σώμα Χριστού δεν διαιρείται, τρώγεται μεν, άλλ' ως σώμα Χριστού
δεν δαπανάται. Όθεν η θεία Ευχαριστία, επειδή υπερβαίνει πάντας τους όρους
ή τας κατηγορίας, υφ' ας εκδηλούνται οι νόμοι της φύσεως, είναι το μεγαλύτερον
όλων των θαυμάτων, επίσης είναι και το υψηλότερον, επειδή υπερβαίνει πάσαν
κατάληψιν. Το μέγεθος του θαύματος τούτου θέλει γίνει καταληπτόν, εάν
λάβωμεν υπ' όψιν έτερον θαύμα. Η εκ Παρθένου γέννησις του Σωτήρος είναι
μεν θαύμα, διότι δεν εννοούμεν, τίνι τρόπω γεννάται εν χρόνω και εκ γυναικός
ο αΐδιος Θεός, νοούμεν όμως, ότι γεννάται, διότι βλέπομεν αυτόν τέλειον
άνθρωπον, υπερβαίνει μεν πολλούς όρους, ή πολλάς κατηγορίας, αλλά μένουσι
και τινές, υφ' ας αντιλαμβανόμεθα αυτού. Εις το μυστήριον όμως, της θείας
μεταλήψεως κρύπτεται ου μόνον η θεότης, αλλά και η ανθρωπότης ώστε είναι
μυστήριον των μυστηρίων, το κατά πάντα τρόπον απόκρυφον, το υπερβαίνον
πάντας τους όρους της φυσικής γνώσεως, διά του μυστηρίου τούτου ο Θεός
έδειξεν εις ημάς, ως δυνατός, το μέγιστον κράτος της θείας αυτού παντοδυναμίας,
ως σοφός δε, το μέγιστον ύψος της θείας αγαθότητος. Τούτο το μυστήριον
της θείας Ευχαριστίας. Υποδείξαντες δε το μέγεθος και την αξίαν αυτού,
ήδη μεταβαίνομεν εις την υπόδειξιν του τρόπου καθ' ον πρέπον είναι να
προσερχώμεθα εις την μετάληψιν αυτού. Πώς πρέπει να προσερχώμεθα εις την
μετάληψιν των θείων μυστηρίων. Τον τρόπον, καθ' ον ανάγκη να προσερχώμεθα
εις την θείαν Ευχαριστίαν, διδάσκει ημάς ο Απόστολος Παύλος, λέγων: «Δοκιμαζέτω
δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηριού
πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη
διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 28-29). Ο θείος Χρυσόστομος
ερμηνεύων τούτο το ρητόν λέγει τα εξής: «Ένδον εν τω συνειδότι ενώπιον
του Θεού του τα πάντα ορώντος ποιού την κρίσιν και των ημαρτημένων την
εξέτασιν, και πάντα του βίου αναλογιζόμενος υπό του νου το κριτήριον άγε
τα αμαρτήματα, διώρθου τα πλημμελήματα, και ούτω μετά καθαρού συνειδότος
της Ιεράς απτού τραπέζης και της αγίας μέτεχε θυσίας. Συ σεαυτού γενού
κριτής και των βεβιωμένων ακριβής δικαστής, ερεύνα το συνειδός και τότε
δέχου το δώρον. Αν τούτο κατορθώσωμεν, δυνησόμεθα μετά καθαρού συνειδότος
και τη Ιερά ταύτη και φρικτή τραπέζη προσελθείν και τα ρήματα εκείνα τα
τη ευχή συνεζευγμένα μετά παρρησίας φθέγξασθαι, ίσασιν οι μεμυημένοι το
λεγόμενον διό τω εκάστου συνειδότι καταλιμπάνω ειδέναι, πώς μεν κατορθωκότες
την εντολήν μετά παρρησίας προέσθαι ταύτα δυνάμεθα κατά τον καιρόν εκείνον
τον φοβερόν». Ας εξετάζη λοιπόν έκαστος την εαυτού συνείδησιν πρώτον,
ίνα γνωρίση την ηθικήν αυτού κατάστασιν και την σχέσιν αυτού προς τον
Θεόν και τον πλησίον αυτού, και αν εύρη αυτάς εν θεαρέστω καταστάσει,
ας προσέλθη να κοινωνήση, άλλως ας επιφυλαχθή διότι ουδέν κοινόν μεταξύ
αγίου και εναγούς. Ο Απόστολος Παύλος νουθετών τους Κορινθίους μη ετεροζυγείν
απίστοις, ήτοι μη λαμβάνειν συζύγους απίστους, λέγει «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη
και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δε συμφώνησις Χριστού
προς Βελίαρ;» (Β' Κορ. στ' 14), ώστε τις κοινωνία αμαρτωλώ προς την θείαν
μετάληψιν; Ότι δε μετ' ευλαβείας πρέπει να προσερχώμεθα, διδάσκει ημάς
αυτός ο Θεός, διατάξας τω Μωϋσή να μη πλησίαση τη καιομένη βάτω υποδεδεμένος,
αλλά να λύση το υπόδημα των ποδών αυτού εις σημείον ευλαβείας διότι ο
τόπος, εν ω ίστατο ην άγιος. «Μωϋσή! Μη εγγίσης ώδε, λύσαι το υπόδημα
σου εκ των ποδών σου ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας επ' αυτού, γη αγία εστί»
("Εξ. γ' 3). Οφείλομεν αρά πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετά πάσης
ευλάβειας, καθαροί παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ίνα αξίως μεταλαμβάνωμεν,
διότι αφού ο Θεός διέταξε τω Μωϋσή να λύση το υπόδημα, ίνα πλησίαση τόπον
άγιον, πόσον οφείλεις συ, Χριστιανέ, να λύσης πάντα δεσμόν αμαρτίας, ίνα
δεχθής εν σοι όλον τον Θεόν; Διότι ο Άγιος εκείνος άρτος ουχί το σώμα
του Κυρίου εστί; Και το άγιον ποτήριον ουχί το αίμα του Κυρίου εστί. «Το
ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού
εστί; τον άρτον, ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστί;»
(Α' Κορ. ι' 16). Πώς λοιπόν θα πλησίασης με βεβαρημένην συνείδησιν το
πυρ, το φλέγον αναξίους; Άνθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων. Όθεν λύσον
πάντα προς τον πλησίον σου δεσμόν έχθρας, λύσον πάσαν άδικον συναλλαγήν,
απόδος το άλλοτριον, έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα, επίστρεψον
εις τον Κύριον και πρόσελθε, ίνα αγιασθής όλος, φωτισθής και γίνης ταμείον
της θείας χάριτος, ίνα ενωθής μετά του Χριστού, ίνα μείνης εν αυτώ και
αυτός εν σοι. «Ο τρώγων μου το σώμα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει
καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. στ' 54). Χαρακτήρ του επαξίως μεταλαμβάνοντος. Ω!
Πόσον ευδαίμων και μακάριος δέον να λογίζηται ο επαξίως των θείων μεταλαμβάνων
μυστηρίων! Ούτος εξέρχεται του ναού όλος ανακαινισθείς, διότι το πυρ της
θεότητος, το διά της θείας μεταλήψεως κοινωνήσαν μετά της ψυχής του ανθρώπου,
τας μεν αμαρτίας αυτής κατέφλεξεν, αυτήν δε θείας ενέπλησε χάριτος, τας
φρένας ηγίασε, τας δυνάμεις της ψυχής ενίσχυσε, τον νουν διεφώτισε και
την καρδίαν τω φόβω του Θεού καθήλωσε και τέλος ανέδειξε σκήνωμα πνεύματος
μόνου. Ο επαξίως κοινωνήσας έλαβεν ως αρραβώνα την ουράνιον βασιλείαν,
ευρίσκεται δε ενδεδυμένος την θείαν πανοπλίαν, ήτις προφυλάττει αυτόν
από παντός κακού και πάσης του πονηρού επιβουλής, και καθιστά επίφοβον
και αυτοίς τοις δαίμοσιν. Η καρδία του επαξίως κοινωνήσαντος πληρούται
χαράς αφάτου και θυμηδίας αρρήτου, ούτος μόνος αισθάνεται την επελθούσαν
αλλοίωσιν, επί δε τω ανακαινισμώ αυτού ευφραίνεται. Αι αρεταί πάσαι περικοσμούσι
την καρδίαν αυτού, πόθος δε αυτού είναι η μετά του Κυρίου ένωσις. Η ψυχική
γαλήνη, ην δίδωσιν η συναίσθησις της μετά του Θεού διαλλαγής και κοινωνίας,
και η βασιλεύουσα εν αυτώ ουρανία ειρήνη, κατοπτρίζονται επί του ιλαρού
προσώπου, του επαξίως κοινωνήσαντος, πάσα δε αυτού η εξωτερική όψις μαρτυρεί
την εσωτερικήν αυτού ηθικήν κατάστασιν, αγνότης και αθωότης, δύο περιστέφουσαι
αυτόν χάριτες εισίν, αι προς πάντας περί αυτού ομιλούσαι. Ιδού ο χαρακτήρ
του αληθώς και επαξίως μεταλαμβάνοντος, τοιαύτα τα απότελέσματα της θείας
μεταλήψεως. Ταύτα έχων τις υπ' όψιν, πόσον δεν οικτείρει, ουχί πλέον τους
αναξίως μεταλαμβάνοντας, ή τους μη δυναμένους εκ κωλύοντας αμαρτήματος
να μεταλάβωσιν, αλλά τους εξ αδιαφορίας και περιφρονήσεως, ούτως ειπείν,
προς την εκ της θείας μεταλήψεως προσγινομένην ωφέλειαν, ψυχικήν τε και
σωματικήν απέχοντας της θείας Ευχαριστίας, διότι η υγεία της ψυχής επιδρά
και επί της υγείας του σώματος, ως γινώσκομεν ότι συμβαίνει, και τανάπαλιν
- τι είπωμεν περί αυτών; Τι καλέσωμεν αυτούς; Εις ποίαν τάξιν χριστιανών
κατατάξωμεν αυτούς; Η στάσις αυτών προς τον χριστιανισμόν είναι τοιαύτη,
οποίαν μόνον οι ψυχροί και αδιάφοροι έχουσιν, αλλ' άραγε ούτοι εισίν αληθείς
χριστιανοί; Τούτο ημίν άδηλον ό,τι δε ημείς δυνάμεθα να γινώσκωμεν είναι,
ότι οι τοιούτοι πελαγοδρομούσιν άνευ πυξίδας, άνευ πηδαλίου και άνευ κυβερνήτου,
ουαί δε αυτοίς τη ημέρα εκείνη, ότε επαναστήσεται κατ' αυτών η θάλασσα
και πνεύσουσιν ισχυροί οι άνεμοι και τα κύματα κατακλύσουσι το σκάφος
αυτών. Έρημοι τότε και εστερημένοι της θείας παρηγορίας, θέλουσιν ατενίζει
με οφθαλμόν ένδακρυν και με βλέμμα απελπισίας τα ανοιγόμενα προ των ποδών
αυτών βάραθρα τα απειλούντα καταπόντισμόν και παντελή αφανισμόν. Προς
τους τοιούτους μίαν έχομεν να αποτείνωμεν αδελφικήν συμβουλήν, να σπεύσωσι
να κοινωνήσωσιν, όπως σωθώσι, διότι ουδεμία ετέρα υπάρχει σωτηρίας έξοδος.
Μετά την θείαν Ευχαριστίαν. Μετά την θείαν Ευχαριστίαν ύμνησον ευθύς και
ευχαρίστησΟν τον Κύριον, διότι σε Ηξίωσε να γίνης κοινωνός του σώματος
και αίματος αυτού, δι' αξίων τη ημέρα έργων δίελθε αυτήν και αγίασον αυτήν
και έχε αυτήν ως παράδειγμα και διά τας λοιπάς του βίου σου ημέρας, μη
ανεχθής του λοιπού να λυπήσης τον Άγγελον τον φύλακα της ψυχής και του
σώματος σου επιστρέφων εις τας πρώτας σου κακίας, ως ες λουσαμένη επί
τον βόρβορον, και ως κύων επί το ίδιον εξέραμα, διότι δύσκολος έσται η
επιστροφή σου, μη είπης, ότι και πάλιν μετανοώ και πάλιν καθαρίζομαι,
διότι ουχί απολύτως εκ της ιδίας σου εξαρτάται θελήσεως η μετάνοιά σου
και η σωτηρία σου, αλλά και εκ της θελήσεως του Θεού, διότι εις την σωτηρίαν
του ανθρώπου δύο ενεργούσι παράγοντες, η χάρις του Θεού και η θέλησις
του ανθρώπου. Όθεν δέον αμφότεροι να συνεργασθώσιν, όπως το της σωτηρίας
αποτέλεσμα επέλθη, η σωτηρία άρα ημών, ως μη εξαρτωμένη απολύτως εκ της
ημετέρας βουλήσεως, δεν διατελεί υπό τας διαθέσεις ημών, διό και δεν δυνάμεθα
να φρονώμεν, ότι είμεθα κύριοι της σωτηρίας ημών και ότι, οπόταν είναι
ημίν αρεστόν, δυνάμεθα να μετανοώμεν και επιστρέφωμεν από των πονηριών
ημών προς τον Κύριον, ουχί! ουχί! Αληθές, ότι ο Κύριος πάντας θέλει σωθήναι
και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, αναμένει δε την μετάνοιαν του αμαρτωλού,
ότι είπεν, «ου θέλω θελήσει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι
και ζην αυτόν», αλλ' αναμένει τον αμαρτωλόν τον εξ αγνοίας αμαρτάνοντα,
η τον εν γνώσει μεν αμαρτάνοντα συνεπεία ηθικής αδυναμίας, αλλά μη ολιγωρούντα
διά τα ίδια αμαρτήματα, ουχί δε και τον εν γνώσει αμαρτάνοντα και περί
των αμαρτιών αυτού ολιγωρούντα, επειδή ο τοιούτος ουδέποτε θέλει μετανοήσει,
διότι επί σαθρών όλως θεμελίων οικοδομεί, και διότι φρονεί, ότι το γήρας
θέλει φέρει την εξάλειψιν των παθών, την άρσιν των ελατηρίων προς την
αμαρτίαν και την εύκολον προπαρασκευήν αυτού προς την μετάνοιαν, την άγουσαν
προς την σωτηρίαν, φρονεί δε ότι η φυσική αδυναμία προς διάπραξιν της
αμαρτίας είναι η οδός προς την σωτηρίαν! Πόσον πλανώνται οι τοιούτοι!
Πόσον απέχουσιν ούτοι του αληθούς πνεύματος του χριστιανισμού και επομένως
πόσον ολίγον δύνανται να ονομασθώσι χριστιανοί! Πόσον δε απέχουσι και
του των χριστιανών κλήρου! Οι τοιούτοι πλανώνται αναμένοντες μετάνοιαν
και σωτηρίαν, γνωστόν γενέσθω αυτοίς ότι σωτηρία ουκ εστίν αυτοίς, διότι
ουδέ μετάνοια έσται, και ιδού διατί, διότι οι τοιούτοι δεν εξετίμησαν
τον χριστιανισμόν, εισί δε οι κατά του Πνεύματος βλασφημήσαντες, διότι
βλασφημία κατά του Πνεύματος δεν είναι μόνον το απρεπώς περί αυτού λαλήσαι
και αντειπείν, αλλά και το εμμένειν τινά μετά την αμαρτίαν αδιάφορον και
αμετανόητον, διότι ο μη μετά την αμαρτίαν μετανοών, ούτος ου μόνον τον
θείον προσβάλλει νόμον, αλλά και τον νομοθέτην περιφρονεί και περιυβρίζει,
απαξιών να δώση δίκας των πεπραγμένων επ' αυτού. Ο λόγος της πλάνης του
αναβάλλοντος την μετάνοιαν είναι η τε άγνοια του πνεύματος του χριστιανισμού
και η της σημασίας της μετανοίας, διότι ούτος αγνοών το χριστιανικόν δόγμα,
«Έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα», και το «άγιοι γίνεσθε», και
το «φρόνιμοι γίνεσθε» και όλας τας λοιπάς χριστιανικάς εντολάς, δι' ων
προτρεπόμεθα εις την αρετήν, φρονεί, ότι ο Θεός περί των σωμάτων μόνον
φροντίδα ποιείται και ότι αυτά ζητεί να ώσιν απηλλαγμένα ρύπου, όθεν δήποθεν
και αν προσλαμβάνεται ούτος, είτε εκ της ασθενείας του σώματος είτε εξ
ετέρου τινός κωλύματος, ότι δε ούτω φρονούσι, τούτο δείκνυται εκ των σκέψεων
και των φρονημάτων αυτών, μάλιστα δε εκ της περιλαλήτου κατάστασης πλέον
φράσεως, όταν γηράσωμεν ουχί δι' αυτής θέλουσι να φανερώσωσι τον χρόνον
της αδυναμίας και ανικανότητος προς αμαρτίαν; Ουχί λοιπόν αληθές, ότι
ούτοι ουδέ μίαν περί πνευματικού βίου έχουσι γνώσιν; Ουχί αρετήν θεωρούσιν
ως τω Θεώ αρέσκουσαν, την ανικανότητα προς την αμαρτίαν και την όπως δήποτε
αποχήν από της αμαρτίας άνευ όμως της μορφώσεως της καρδίας, άνευ της
προσκτήσεως αρετών και άνευ αγώνων, άνευ τελειώσεως κτλ.; Η ακριβής αυτή
ομολογία αυτών περί του τρόπου, καθ' ον αντελήφθησαν το πνεύμα των ηθικών
αρχών του Χριστιανισμού, διαβεβαιοί ημάς και περί της αληθείας, της αγνοίας
της σημασίας της μετανοίας, ούτοι ταυτίζουσι την μετάνοιαν μετά της αδυναμίας
προς την αμαρτίαν, διό και νομίζουσιν, ότι ευρίσκονται εν μετάνοια μη
κατεργαζομενοι τα πονηρά, έστω και εξ αδυναμίας και ανικανότητος, διότι
άλλως δεν θα εφρόνουν ως απόφαίνονται. Το τιθέναι την μετάνοιαν εν τη
αδυναμία, ήτοι το λέγειν θα μετανοήσω όταν γηράσω, τουτ' αυτό δηλοί, ότι
δεν έχει ο λέγων γνώσιν της σημασίας της λέξεως, διότι η μετάνοια ενώ
είναι προϊόν του συναισθητικού, ούτοι εξαρτώσιν αυτήν εκ του βουλητικού,
αν είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να ορίσωσιν ό,τι δεν εξαρτάται εκ της βουλήσεως
αυτών, και αν δύνανται να μετανοήσωσιν, αφού η συναίσθησις καθεύδη. Πόσον
πλανάται, όστις νομίζει, ότι δύναται, χωρίς να διεγερθή η συναίσθησις,
να απόφασίση την μετάνοιαν αυτού. Εάν η συναίσθησις δεν διεγερθή, εις
μάτην απόφασίζει περί της μετανοίας του, η μετάνοια προσκαλούμενη φεύγει,
αδύνατον άρα ο τοιούτος να τύχη σωτηρίας. Αλλά και αν εννοήση ο τοιούτος,
ότι η συναίσθησις είναι ο παράγων της μετανοίας, ουχ ήττον, εάν παραμέληση
την ικανοποίησιν της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν δύναται
να μετανοήση, διότι ο Θεός διά την μεγάλην κακίαν του πολλάκις αμαρτήσαντος
και μη ικανοποιήσαντος την θείαν δικαιοσύνην δεν εγείρει εκ του ληθάργου
την ναρκωθείσαν καρδίαν αυτού, αλλ' εγκαταλείπει αυτόν, όπως μη επιστρέψη,
ιαθή και σωθή, ανάγκη άρα οι ορεγόμενοι σωτηρίας και μελλούσης ζωής να
μη αναβάλλωσι την μετάνοιαν αυτών, αλλά να σπεύδωσι να μετανοήσωσι και
έργα άξια της μετανοίας να πράττωσι, δι' ων η θεία ικανοποιείται δικαιοσύνη.

